Top menu

Λέσχη Ανάγνωσης Μαΐου: 10 βιβλία [Προτάσεις για τον Ιούνιο]

Δύο ζαχαροπλάστες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, Μελέτη, Μαρία Παπαθανασίου, Εκδόσεις Σμίλη 2012


Η Μαρία Παπαθανασίου λειτουργώντας ως μηχανή του χρόνου και με τη βοήθεια αυτοβιογραφικών κειμένων και ενός ημερολογίου «ιδιοκτησίας» δύο περιπλανώμενων  νέων, μας δίνει τη δυνατότητα να μεταφερθούμε νοητά στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα και να εξερευνήσουμε από πρώτο χέρι την κατάσταση που επικρατούσε τα χρόνια εκείνα στον εργασιακό στίβο των γερμανόφωνων χωρών. Πρόκειται για μια μελέτη που εστιάζει κυρίως στο χωροχρόνο (δανειζόμενοι ένα φυσικό όρο) των έμμισθων περιπλανώμενων τεχνιτών και περιλαμβάνει τη χρονική αυτή περίοδο, συνήθως 3-4 χρόνια, που απαιτείτο αλλά και τα ταξίδια που πραγματοποιούσαν ανά την Ευρώπη οι τελευταίοι, από τη στιγμή που ολοκλήρωναν τη μαθητεία τους για να αποκτήσουν την απαραίτητη πείρα μέχρι το σημείο που θα μπορούσαν να αποκαλεστούν μάστορες.

Στην προκειμένη περίπτωση η συγγραφέας-μελετητής εστιάζει στις περιπτώσεις δύο ζαχαροπλαστών (ή διαφορετικά «τεχνιτών» της εποχής) και το πώς οι γερμανόφωνοι αυτοί υπήκοοι  ξεκινάνε την περιπέτεια και την περιπλάνηση τους, από τις γενέθλιες πόλεις τους (Βιέννη και Γκρατς) για να φτάσουν μέχρι το Παρίσι και το Λονδίνο. Αυτό όμως που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη -εκτός από πληροφορίες καθαρά εργασιακού χαρακτήρα της εποχής- είναι αν μη τι άλλο το γεγονός πως με τα ταξίδια αυτά οι δύο ζαχαροπλάστες εκτός από την πρακτική τους θα αρχίσουν να διαμορφώνουν τόσο το χαρακτήρα τους όσο και την προσωπικότητά τους μέσα από διαφόρων ειδών συνθήκες επιβίωσης που θα αντιμετωπίσουν, τη θρησκεία των άλλων λαών και εν γένει τη διαφορά κουλτούρας και παιδείας που θα χρειαστεί να διαχειριστούν σε ιδιαιτέρα μικρή ηλικία.

Νίκος Μπίνος

 

Μέσα από παλιό καθρέφτη, μυθιστόρημα, Σπύρος Λαμπρίδης, Εκδόσεις Δίαυλος 2013


Ο Δημήτρης Βερωτής αποτελεί του πρότυπο του σύγχρονου πετυχημένου ανθρώπου. Στα 50 του χρόνια είναι ένας επιτυχημένος δικηγόρος με οικονομική επιφάνεια, παντρεμένος με μία εξίσου επιτυχημένη επαγγελματικά γυναίκα και πατέρας δύο παιδιών. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έχει κατακτήσει όλα αυτά που προστάζει η κοινωνία μας για να αισθανόμαστε ευτυχισμένοι. Παρόλαυτα η εσωτερική του μοναξιά και το κενό που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα μέσα του έρχονται σε αντίθεση με το επιτυχημένο περίβλημα.

Μετά το θάνατο του θείου θα έρθει αντιμέτωπος με μία παράξενη κληρονομιά καθώς θα κληρονομήσει ένα παλαιοπωλείο. Η κληρονομιά αυτή θα σταθεί η αφορμή για να αλλάξει τελείως η ζωή του με καταλυτικό τρόπο και να έρθει αντιμέτωπος μέσα από τους ανθρώπους που θα γνωρίσει με οικογενειακά μυστικά, με τις προσωπικές ιστορίες αυτών των ανθρώπων αλλά και ταυτόχρονα με την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας

Το μυθιστόρημα του Σπύρου Λαμπρίδη Μέσα από παλιό καθρέφτη μας παρουσιάζει ταυτόχρονα μία προσωπική ιστορία και την ιστορία μίας χώρας. Μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων με τους οποίους έρχεται σε επαφή ο ήρωας του ο αναγνώστης αντλεί πληροφορίες για μία ιδιαίτερα δύσκολη και επώδυνη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, αυτής του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Τα γεγονότα, οι μάχες, οι εξορίες, τα βασανιστήρια αλλά και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών περιγράφονται ιδιαίτερα εύστοχα ενώ σίγουρα ξυπνούν μνήμες στους παλιούς αλλά και αποτελούν πηγή πληροφοριών για μία τόσο ταραγμένη για την Ελλάδα περίοδο.

Επιπλέον οι ιστορίες των ηρώων μας ξεναγούν και σε άλλες σημαντικές για την ελληνική ιστορία περιόδους από τις αρχές του αιώνα μέχρι τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης και μας δείχνουν την πορεία μια χώρας που ψυχορραγεί…

Από την άλλη παρακολουθούμε το προσωπικό δράμα του Δημήτρη Βερωτή, ενός ανθρώπου που μεγάλωσε διαποτισμένος από τις πολιτικές διαμάχες της οικογένειας του οι οποίες καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία του. Στα πενήντα του χρόνια θα του αποκαλυφθεί και ένα οικογενειακό μυστικό το οποίο θα ανατρέψει τα πάντα μέσα του και θα τον οδηγήσει στο να αλλάξει τελείως τις συνθήκες της ζωής του και να ζήσει πλέον απεγκλωβισμένος από τα οικογενειακά φορτία αλλά και από μία άδεια και κενή ζωή επίπλαστης επιτυχίας.

Το συγκεκριμένο βιβλίο εκτός του ότι αποτελεί μία εξαιρετική πηγή πληροφοριών κυρίως για την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου «γεννάει» κατά τη γνώμη μου και τον προβληματισμό του κατά πόσο πολλοί από εμάς έχουμε τελικά ζήσει τη ζωή που μας γεμίζει συναισθηματικά. Μήπως πολλές φορές οι επιλογές μας και οι στόχοι μας απλά είναι δημιούργημα της σύγχρονης κοινωνίας και των προτύπων που αυτή επιβάλλει; Ο Δημήτρης Βερωτής με αφορμή την κληρονομιά του βρήκε τις προσωπικές του απαντήσεις. Ο καθένας από εμάς μήπως θα έπρεπε να αρχίσει να ψάχνει από μόνος του τι είναι αυτό που καθημερινά τον κάνει να αισθάνεται την έλλειψη πραγματικού νοήματος και να πασχίσει για τις δικές του προσωπικές απαντήσεις;

Αλεξία Νταμπίκη

 

Γενική ανθολογία σύγχρονης λατινοαμερικάνικης ποίησης 1892 - 1975, μτφρ.-ανθ. Ρήγας Καππάτος, Εκδόσεις Εκάτη 2011


Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την ποίηση της Λατινικής Αμερικής και αν εξαιρέσουμε ποιητές, που τιμήθηκαν με Νόμπελ λογοτεχνίας και ορισμένους, που είχαν πολυτάραχη ζωή, οι περισσότεροι είναι εντελώς άγνωστοι στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Οι μεταφράσεις είναι λίγες και συνήθως περιορίζονται σε ονόματα, που μας είναι ήδη γνωστά.

Όλα, όμως, τα παραπάνω, έρχεται να τα ανατρέψει η Γενική Ανθολογία Σύγχρονης Λατινοαμερικανικής Ποίησης 1892 – 1975 από τις Εκδόσεις Εκάτη. Πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο έργο, όπου η επιλογή των ποιημάτων, ο πρόλογος, οι σημειώσεις και η μετάφραση από τα ισπανικά, έχουν πραγματοποιηθεί από τον συγγραφέα και μεταφραστή Ρήγα Καππάτο.

Η ανθολογία περιλαμβάνει τόσο γνωστούς ποιητές, όπως Πάμπλο Νερούδα, Οκτάβιο Παθ, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Αλεχάνδρα Πιθάρνικ, Καίσαρ Βαλλιέχο κ.ά., όσο και άγνωστους ποιητές, που φιλοδοξεί να μας τους γνωρίσει. Συνολικά περιλαμβάνονται 101 ποιητές ξεκινώντας από τον Βαλλιέχο, που θεωρείται ο ανανεωτής της ποίησης στις λατινοαμερικάνικες χώρες και καταλήγοντας σε σύγχρονους ποιητές, που γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’70.

Αν και τα ποιήματα της ανθολογίας είναι επηρεασμένα από τα διάφορα ευρωπαϊκά ποιητικά ρεύματα των αρχών του 20ου αιώνα, διατηρούν μια δική τους πρωτοτυπία, έτσι, ενώ, συναντάμε αρκετά σουρεαλιστικά ποιήματα δεν θα συναντήσουμε ούτε ένα καθαρά ντανταϊστικό ή φουτουριστικό ποίημα, παρά μόνο κάποιες όχι και τόσο καθαρές επιρροές. Εξάλλου, δεν λείπουν και οι παραδοσιακές καταβολές, με αποτέλεσμα να συναντάμε έμμετρη ποίηση, κυρίως με τη μορφή του σονέτου.

Όσον αφορά τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται τα ποιήματα, είναι ποικίλα, ξεχωρίσαμε, όμως, κάποια, που επαναλαμβάνονται αρκετά συχνά, όπως η περιγραφή της Λατινοαμερικανικής υπαίθρου, η αρχαία Ελληνική μυθολογία και η πάλη των Λατινοαμερικανικών λαών ενάντια στην αποικιοκρατία. Ιδιαίτερα, όταν συναντάμε θέματα αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας, παρατηρούμε αρκετές αναφορές στην Καβαφική ποίηση, άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε όχι.

Χωρίς να θέλουμε να παραγνωρίσουμε το δύσκολο έργο της μετάφρασης, θα κάνουμε μια επισήμανση: Τα σονέτα και όλα τα έμμετρα ποιήματα, που εμφανίζονται στην ανθολογία δεν διαθέτουν ομοιοκαταληξία. Όμως, ο ίδιος ο Καππάτος, αναφέρει στην εισαγωγή της ανθολογίας: «Ξεκινάω πάντα τη μετάφραση ενός ποιήματος γνωρίζοντας ότι κατά τη διαδικασία της μεταφύτευσης αυτό χάνει ή, το λιγότερο, αλλάζει (σπάνια κερδίζει ή μένει το ίδιο), και ότι μέριμνα του μεταφραστή πρέπει να είναι πώς να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερο, μεταφέροντας το βαθύτερο ποιητικό του μήνυμα και τη συγκίνηση που φορτίζουν τις λέξεις για να γίνουν ποίηση».

Κλείνοντας αυτή τη μικρή μας προσέγγιση, στην Γενική Ανθολογία Σύγχρονης Λατινοαμερικανικής Ποίησης, οφείλουμε να συγχαρούμε τον Ρήγα Καππάτο και τις Εκδόσεις Εκάτη γιατί κατάφεραν να μας χαρίσουν την πληρέστερη ανθολογία, που έχει γίνει στη γλώσσα μας για λατινοαμερικανούς ποιητές περιμένοντας και νέες εκδοτικές πρωτοβουλίες.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

Μεσόγειος: Ταραγμένα κύματα, Μελέτη, Μπαλταζάρ Πορσέλ, μτφρ. Κατερίνα Σπαθή, Εκδόσεις Πάπυρος 2012


Ο Μπαλταζάρ Πορσέλ συγκαταλέγεται στις κορυφαίες μορφές των καταλανικών γραμμάτων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ίδρυσε το Καταλανικό Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών που ενσαρκώνει το όραμά του για άνοιγμα της Καταλονίας στους χώρους του Μεσογειακού νότου και ανάδειξη μιας κοινωνίας μεσογειακής ταυτότητας.

Το βιβλίο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικό καθώς αποτυπώνονται μέσα στις σελίδες του οι ιστορίες όλων των λαών που πλαισιώνουν τη Μεσόγειο. Από το Χριστιανισμό και το Ισλάμ, από τους αρχαίους Ρωμαίους και τους Φοίνικες μέχρι σήμερα, ο συγγραφέας προσπαθεί με γλαφυρό και λυρικό -σε πολλές περιπτώσεις- τρόπο να μας φέρει σ’ επαφή με όλους τους λαούς και τα γεγονότα που συντέλεσαν και έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους πάνω στη Μεσόγειο.

Μία θάλασσα που τα παλιά χρόνια δεν είχε ενιαίο όνομα αλλά την αποκαλούσαν ως μια σειρά από θάλλασσες που τα ονόματά τους χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα (Αιγαίο πέλαγος, Αδριατική, Βαλτική κ.ά.). Μία θάλασσα που ενώνει τρεις ηπείρους από την εποχή της Ρωμαικής αυτοκρατορίας και του Βυζαντίου, του στρατηγού Αντωνίου και την αυτοκτονία της Κλεοπάτρας, γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο με ταξιδιωτικό και αφηγηματικό τρόπο κάνοντάς μας να αισθανθούμε ότι ο συγγραφέας έχει ζήσει αυτά τα γεγονότα όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια από κοντά.

Διονύσης Κούτρας

 

Άδενδρες πλατείες, ποίηση, Μπάμπης Ζαφειράτος, Εκδόσεις Δίαυλος 2013


Πρώτη επαφή με την ποίηση του Μπάμπη Ζαφειράτου και ωραία ταξίδεψα. Το βιβλίο περιέχει ποιήματα μιας ζωής, ποιήματα που καλύπτουν την χρονική περίοδο 1972-2005. Στίχος καθαρός, λιτός, άμεσος, ισορροπημένος, χωρίς περιττά στολίδια, χωρίς βερμπαλισμούς και ανούσιες υπερβολές. Μοιραία  αφουγκράστηκα την ύπαρξή μου:

Σου στέλνω απόψε αυτό το ποίημα/ενώνοντας τους στίχους κόμπο
κόμπο/Από σένα εξαρτάται /διαβάζοντάς το/να ψιθυρίζεις
προσευχές/ή/τεντώνοντάς το/στο κενό/να ακροβατήσεις.

Μεταφορές, εικόνες και σχήματα που απαλά χαϊδεύουν τις ευαίσθητες χορδές μου. Με το βλέμμα καρφωμένο στην ανθρώπινη ύπαρξη, τη ζωή... Τα ερωτικά του ποιήματα, κυρίως τα χαϊκού, με αγγίζουν! Εύστοχα, παιχνιδιάρικα, αισθαντικά χαϊκού!

Ο ποιητής βάζει ως μότο στίχους γνωστών και αγαπημένων ποιητών, όπως του Σαχτούρη, του Γκάτσου, του Αναγνωστάκη, με τους οποίους και διακριτικά συνδιαλέγεται, δίνοντας ποιήματα ζωηρά, από τα οποία  συχνά δεν λείπει ο σαρκασμός και η ειρωνεία.

Ασημίνα Ξηρογιάννη

 

Κατηγορία εσχάτης προσδοκίας, ποίηση, Βασίλης Παπαδόπουλος, Εκδόσεις Εκάτη 2013


Στο δικαστήριο της τιμής, οι λέξεις αυτοβούλως σχηματίζονται, φοράνε τα καλά τους και αφήνονται να ερμηνευτούν... Παίρνουν τις θέσεις τους ανάμεσα σε εκείνες που κρατάνε απόσταση, χρωματισμένες απ’ τη μνήμη και τη λήθη και ορίζουν συνηγόρους υπεράσπισης, εισαγγελείς, δικαστές και ενόρκους, νικητές και χαμένους στα μάτια συνειδήσεων νοσταλγών.

Ένα ακόμα ποιητικό κατηγορώ υψώνεται για κάποιους αδιάφορο και περιπαιχτικό. Ενδεχομένως κατασκευασμένο με μαεστρία κι ενοχική ηχώ. Για κάποιους άλλους είναι γνώριμο, εγκωμιαστικό, σχήμα οξύμωρο, υπερβατό. Βρίσκονται όλοι εδώ. Για να δικάσουνε την προσμονή στο όνομα του ανέφικτου. Για να υπερασπιστούν την επιθυμία στο όνομα της αμφιβολίας. Στη μέση στέκει αναποδογυρισμένη η εικόνα του Θεού για να σκορπά καρτερικά, τυφλά σημάδια, προάγγελους μελλοντικών οιωνών.

Ο φόβος αγκαλιάζει την παρηγοριά. Ποτίζει δάκρυα τα παραμύθια που διψάνε. Τα ελπιδοφόρα όνειρα προσφέρουν πρώτα τα κομμάτια τους. Υπό την απειλή της λήθης, οι αναμνήσεις ζαλισμένες και χλωμές απ’ το ταξίδι μες στο σκοτάδι του έλλογου νου, μαρτυρούν την πορεία στην κόλαση του ερέβους όπου οι απολαύσεις έγνεψαν θελκτικά σ’ εκείνα τα πρωτόγονα εγκλήματα του θεϊκού βασιλείου.  Οι ριζωμένες τύψεις ενορχηστρώνουν το ρέκβιεμ της ήττας.

Ένας παγιδευμένος εαυτός στου χωροχρόνου τη δίνη ξεθάβει αρχαίους θησαυρούς, προσκολλάται σε αστρικά ναυάγια και αντικρίζει μαρμαρωμένα τέρατα. Συνομιλεί με τις προσωπικότητες που έθρεψε η ιστορία. Το ίδιο του το εγώ. Κι ύστερα ρίχνεται σ’ ένα ασταμάτητο κυνηγητό μήπως και βρει τη λύση όλων εκείνων των λαβυρινθικών αινιγμάτων που κεντάνε το νόημα της ύπαρξης. Ακολουθεί το νήμα που υφαίνει κάθε ψέμα. Το υπαγορεύει εξάλλου η ανάγκη. Εδώ θύτης και θύμα γίνονται ένα. Ένας τοξότης - εαυτός σημαδεύει το άπειρο. Το βέλος πέρασε στο στόχο όπου αναπαύεται νωχελικά η στριμωγμένη αλήθεια.

Η πτώση είναι κοντά. Ανεβαίνει στο εδώλιο και μαρτυρά πως οι καιροί αλλάζουν. Μία σκιά θανατηφόρα βάζει τις λέξεις στη σειρά για να σημάνουν το τέλος του κόσμου. «Ίσως ο θάνατος να είναι πρόφαση», κάποιος ψιθύρισε. Η διαφυγή στη ματαιότητα που υπαγόρευσε η δολοφονία του προαιώνιου κτήνους.

Κάποιο κουδούνι χτύπησε εντός. Ένας συναγερμός βαμμένος κόκκινος. Τώρα η δίκη πλησιάζει προς το τέλος. Όλα τα άλλοθι ξάφνου το σκάνε βιαστικά προς το δικό τους παρελθόν. Τα δωροδόκησαν γενναία οι αυταπάτες. Αναπολούν τα χρόνια της χαμένης παιδικότητας και ξεγλιστρούν πλημμυρισμένα από άχρηστη αγάπη. Αύριο θα το κατανοήσουν. Θα την πενθήσουν. Θα έχει μαραθεί από  προσχήματα που υπαγορεύουν πανίσχυρες έξεις. Εφιαλτικά λυτρωτικές.

Ίσως τη μέγιστη ανατροπή να αποτελεί η αυτοκτονία αυτού του χρόνου στο όνομα του άλυτου προβλήματος της ευτυχίας. Ίσως η μέγιστη ανατροπή να είναι να εισακουστεί αυτή η κατηγορία κομματιασμένων εαυτών. Στο όνομα της εσχάτης προσδοκίας.

Άτη Σολέρτη

 

Το δαιμόνιο της γραφής, μυθιστόρημα, Ειρήνη Μαντά, Εκδόσεις Ars Nocturna 2012


Ένα μυθιστόρημα - έκπληξη αποτελεί σίγουρα το βιβλίο της Ειρήνης Μαντά Tο δαιμόνιο της γραφής από τις Eκδόσεις Ars Nocturna. Το θέμα του βιβλίου είναι κατά την άποψή μου ένα από τα δυσκολότερα με τα οποία θα μπορούσε να καταπιαστεί ένας συγγραφέας. Μία προσπάθεια να περιγράψει στιγμές της καθημερινότητας του μεγαλύτερου συγγραφέα της λογοτεχνίας του Φανταστικού σίγουρα δεν είναι απλό εγχείρημα.

Ο Χ.Φ. Λάβκραφτ αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο για τους απανταχού αναγνώστες της λογοτεχνίας του Φανταστικού και όχι μόνο. Ως προσωπικότητα χαρακτηριζόταν πάντα ως ιδιαιτέρως ιδιόρρυθμος άνθρωπος κλειστός, εκκεντρικός, με άκρως προβληματικό οικογενειακό υπόβαθρο το οποίο χαρακτηριζόταν από έντονη παθογένεια. Το συγκεκριμένο περιβάλλον επηρέασε βαθιά την εξέλιξη της προσωπικότητας του Λάβκραφτ και την αλληλεπίδραση του με τους ανθρώπους γύρω του.

Όσον αφορά το έργο του το μυστήριο παραμένει καθώς ο Λάβκραφτ εμπνεύστηκε για να γράψει ένα μεγάλο μέρος του έργου του από τους εφιάλτες του. Το σίγουρο είναι όμως πως για όλους μας ο Λάβκραφτ είναι γνωστός ως ο δημιουργός της Μυθολογίας Κθούλου. Περιγράφει ένα πάνθεον από οντότητες οι οποίες κάποτε εκτοπίστηκαν από τη γη και ψάχνουν τρόπους να ξαναγυρίσουν. Ένας από αυτούς είναι και τα όνειρα των ανθρώπων…Δεν θα ήθελα να γράψω κάτι παραπάνω για τη μυθολογία Κθούλου καθώς πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να περιγράψεις ένα τόσο μεγάλο λογοτεχνικό μυστήριο το οποίο έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας για πάρα πολλούς ερευνητές οι οποίοι προσπαθούν να διαχωρίσουν την αλήθεια από το μύθο. Ή μήπως απλά η μυθολογία Κθούλου αποτελεί ένα σύνολο ονείρων και εσωτερικών πνευματικών εμπειριών του ίδιου του Λάβκραφτ;

Το μυθιστόρημα της Ειρήνης Μαντά περιγράφει την περίοδο κατά την οποία ο Λάβκραφτ ήταν παντρεμένος με την Σόνια Γκρην. Μέσα από τη μορφή της Σόνια προς μια φίλη της περιγράφεται η ζωή του ζευγαριού, η καθημερινότητα τους, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως του βιβλίου είναι ότι η συγγραφέας «πατάει» πάνω σε πραγματικά γεγονότα για να δημιουργήσει το δικό της μύθο στη ζωή του Λάβκραφτ, τη δική της -εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου- εκδοχή της κοινής ζωής του ζευγαριού.

Ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και καλογραμμένο μυθιστόρημα αλλά μία αρκετά αξιόλογη πρώτη επαφή για τους αμύητους με το μεγάλο ταξιδευτή του Φανταστικού…

Αλεξία Νταμπίκη

 

Εποχή μου είναι η ποίηση, Ασημίνα Ξηρογιάννη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013


Από τον ερωτισμό της Προφητείας του Ανέμου και την νοσταλγία των Πληγών, η Ασημίνα Ξηρογιάννη εξελίσσεται, μεταφέρεται στο «εδώ και τώρα» και μας παρουσιάζει ένα βιβλίο - κραυγή μιας «εποχής που μας απαρνιέται», μιας εποχής δύσκολης, σκιαγραφώντας τον πόνο του κοινωνικού δαρβινισμού και της βίαιης ισοπέδωσης ανθρώπινων ζωών. Η ποίηση συναντά την αντι-ποίηση σε ένα χορό ωμού ρεαλισμού, δημιουργώντας μια «νέα ποιητική», αυτή της παράδοξης αποστασιο-ποίησης.

Σε δύσκολους καιρούς/ δεν αναζητούμε/ τη μεγάλη ποίηση/ αλλά την επείγουσα

Εποχή μου είναι η Ποίηση λοιπόν, μας λέει η Ασημίνα. Πέρα από την καθαρή αποτύπωση του καιρού της κρίσης, από τα ποιήματα της δεν λείπει η ειρωνεία της υπόθεσης:

Άνθρωποι μένουν μόνοι/ κι εσύ γράφεις βιβλία
Και πράγματι, εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: Ποιά είναι η θέση ενός ποιητή στις μέρες μας; Να ψάχνει εκδότη ή να εκφωνεί λόγους στο δρόμο; Να γράφει ποιήματα για τη ζωή ή να ζει ποιητικά; Τελικά, οι ποιητές αποποιούνται τις ευθύνες τους; Μα ποιά είναι τελοσπάντων η εποχή της ποίησης; Ζουν κι εκείνοι στην ίδια σκληρή πραγματικότητα, έχουν κι αυτοί  στόματα να ταΐσουν, λογαριασμούς να πληρώσουν, να διαδηλώσουν για έναν καλύτερο κόσμο. Όχι, οι ποιητές δεν είναι θεατές. Θεατές θα ήταν εάν δεν έγραφαν. Η ποίηση είναι το δικό τους όπλο για να…

κάνουν φως/ τα σκοτάδια του σήμερα
Όπως και το καταπληκτικό κολλάζ του εξωφύλλου, έτσι και η ποίηση της Ασημίνας Ξηρογιάννη γράφεται «σε μαύρο φόντο»• ματώνει τις λέξεις, σκίζει τους έρωτες, «πυροβολεί τα όνειρα». Μας προκαλεί, αναπόφευκτα, ένα σφίξιμο στο στομάχι, μας κάνει να αναλογιζόμαστε πως «κάποτε είχαμε πατρίδα». Μα πόση ποίηση χωράει αυτός ο αιώνας μίσους; Απάντηση: Άπειρη.

Μαρία Κατσοπούλου

 

Βήματα, ποίηση, Σοφία Μπεκιώτη, Εκδόσεις Ωρίωνας 2013


Η πρώτη επαφή με το βιβλίο της Σοφίας Μπεκιώτη αναδίδει μία νοσταλγία, μία αύρα μοναχικής γραφής που γράφεται έξω από την επίσημη λογοτεχνία των μεγάλων εκδοτικών οίκων της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας: εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από την ίδια, με κηρομπογιές και γήινα χρώματα, μοναχικοί διαβάτες- σκιές του εαυτού τους, εξαϋλωμένοι στο τοπίο που στέκεται επίμονο και στιβαρό σαν τσιμέντο, ενώ από πάνω έρχονται οι γλάροι και φεύγουν υπενθυμίζοντας, λες, τη δική τους ελευθερία, σε αντίστιξη με τα δεσμά των κατοίκων. Στο οπισθόφυλλο, εξηγείται ο τίτλος της συλλογής, για ποια βήματα μιλάει η ποιήτρια, βήματα «σε πείσμα και εκδίκηση/ όλων των εικονικών/ πραγματικών συμπληγάδων», γράφει, με έναν τρόπο που θυμίζει εφηβική αντίσταση. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, η ίδια νοσταλγία, πλαγιογραφημένη (επιλέγει γραμματοσειρά monotype corsiva) διατρέχει τη συλλογή.  

Δεν είναι, ωστόσο, αυτή η νοσταλγία χωρίς γωνίες. Ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής (συν. 26 ποιήματα) «Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας», η Μπεκιώτη δείχνει τις γραμμές στις οποίες θα πατήσει για να μας ξεναγήσει στον κόσμο της. Η ποιήτρια μιλά ως εκπρόσωπος της γενιάς της και αποστρέφεται τις ταυτότητες, στις οποίες και επανέρχεται και στο ποίημα «Πινακιδόραμα». «Σ’ αυτόν τον κόσμο είσαι/ ό,τι γράφει η πινακίδα» γράφει στο «Πινακιδόραμα» στο οποίο φαίνεται, παρά το ό,τι δηλώνει, να αναγνωρίζει την αφέλεια του οράματος να αλλάξει πινακίδες στον κόσμο, ωστόσο την προτιμά από τον μηδενισμό που βλέπει να κερδίζει όλο και περισσότερους στις μέρες της (βλ. «Ζω ή…»). Η Μπεκιώτη αρνείται τις ταυτότητες από όπου και να προέρχονται: το αίμα, η πατρίδα, η μόρφωση, το θρήσκευμα –ό,τι χωρίζει τους ανθρώπους σε τάξεις και φυλές- τίθενται υπό αμφισβήτηση στην ποίησή της.

Η Μπεκιώτη αρνείται, ακόμη, να επιλέξει στρατόπεδα όπως της αναμένονται («Αριστερόχειρη Νέα Γραφή»), αλλά αρνείται, επίσης, και να μείνει αμέτοχη σε ό,τι βαραίνει («Φανερό Σχολειό»), έχοντας επίγνωση ότι η αντίστασή της θα την ωθήσει πιθανότατα στο περιθώριο.

Η ίδια είναι η Ελένη στην οποία πέφτει συνέχεια ο κλήρος («Κι ο κλήρος πέφτει στην Ελένη»): αυτή η οποία έρχεται σε αντίθεση με τον ασφυκτικό της μικρόκοσμο, τις προκαταλήψεις του. Είναι αυτή που συζητείται περισσότερο, αυτή που γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος, αλλά και αυτή η οποία σε τελευταία ανάλυση ζει σε αντίθεση με τον υπεροπτικό και ανέκφραστο άλλο. Στο ποίημα «Ό,τι έχετε ευχαρίστηση» η Μπεκιώτη ζητά από μια τσιγγάνα το ντέφι της για να ζητιανέψει, όπως γράφει, «λίγη έκφραση απ’ τον κόσμο».

Και απέναντι στην ποίηση του καιρού της παρουσιάζεται υποψιασμένη η Μπεκιώτη. Τόσο στο ποίημα «Προς την παρακμή» όσο και στο «Μία των Ημερών» αντιλαμβάνεται τον επώδυνο χαρακτήρα της ποίησης. Καταλαβαίνει ότι η ποίηση δεν γράφεται αβρόχοις ποσί, ούτε είναι πάντα αθώα τα κίνητρα κάποιου που αποφασίζει να γράψει. Αντιλαμβάνεται πως από τη μία πλευρά είναι εκείνοι οι οποίοι αρέσκονται σε ποιητικές ακροβασίες, φαντασμαγορίες κι δάφνες, η ίδια όμως διαλέγει τελεσίδικα την άλλη πλευρά: ξέρει πως η πραγματική νίκη βρίσκεται τελικά στο να «σπας τα μούτρα στο μπετόν», στο να εκθέτεις και να εκτίθεσαι, κάτι το οποίο η ίδια φαίνεται να ξέρει να κάνει.

Στο ποίημα «Ματαίωση» δε φοβάται να γίνει προσωπική, καθώς μιλά με τόλμη για την επώδυνη φυγή από το σπίτι, την ενοχή απέναντι στην υπερπροστατευτική μητρική φιγούρα, η σκιά της οποίας ωστόσο γνωρίζει πως θα την ακολουθεί σαν διαρκής συγχώρεση. Στο ποίημα «Τώρα που ξεγυμνώνονται τα δέντρα» κάνει λόγο για την «αλλόκοτη αναστάτωση» της γύμνιας, ενώ στο ποίημα «Διαπιστώσεις» για την «ασύμφορη στιχομυθία» που κάνει ο ποιητής (και αυτός που ζει ποιητικά) με κάποιον που ξοδεύει ανώδυνα τις λέξεις. Ξέρει πως μία λέξη μπορεί να βαρύνει πολύ περισσότερο από τις πολλές, όπως και ξέρει επίσης και ότι κάποιες αλήθειες είναι τόσο επώδυνες ώστε κάποτε χρειάζεται να μιλά κανείς γι αυτές μεταφορικά («Σχήμα Λόγου»).

Υποψιασμένη, προβληματισμένη και ασυμβίβαστη, ενδοσκοπική, χωρίς να κλείνεται στον εαυτό της, ισορροπημένη ανάμεσα στο τι λέει και τι αποσιωπεί, περισσότερο δυνατή όταν μιλάει καθημερινά, γυμνά και βιωματικά απ’ ό,τι στα σημεία στα οποία καταφεύγει σε απρόσωπες έννοιες (εκεί κάπως αποδυναμώνεται και θολώνει) και φιλολογικές αναφορές, η ποίηση της Μπεκιώτη προδιαθέτει μία ελπιδοφόρα συνέχεια.

Βάγια Κάλφα  

 

Συγκεχυμένες Αγάπες, διηγήματα, Βασίλης Π. Καραγιάννης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011


Η επιθυμία είναι ο τόπος της αντιφατικής προσταγής
η οποία βάζει σε κίνηση το σημαινόμενο σώμα, που
είναι ένα ερωτευμένο ανθρώπινο ον.

(Catherine Belsey)

Επιθυμία είναι αυτό που δεν λέγεται,
Αυτό που είναι σκαμμένο μέσα στη ζήτηση

(Jacques Lacan)

…γιατί ξαφνικά προέκυψε νέα κυκλοφορία
στην προθήκη της επιθυμίας μας

(Β.Π. Καραγιάννης, Συγκεχυμένες Αγάπες)


«Το να γράφεις για την επιθυμία», σύμφωνα με τη θεωρητικό της λογοτεχνίας Catherine Belsey, «είναι ταυτόχρονα η ύστατη πρόκληση και μια υπέρτατη προσωπική ευχαρίστηση, μια απόπειρα να βρείς τρόπους να ανα-παραστήσεις αυτό που είναι η πιο κοινή κι ωστόσο η πιο προσωπική, η πιο συνηθισμένη και συνάμα η πιο ξεχωριστή κατάσταση, την ίδια στιγμη μέρος μιας ολόκληρης κουλτούρας, αλλά και ενδόμυχη και ατομική, τετριμμένη κι όμως μοναδική.» (Σημ. Catherine Belsey. «Γράφοντας για την Επιθυμία». Γυναίκα, Λογοτεχνεία, Θεωρία. Μετάφραση: Γιάννης Κρητικός. Επιμέλεια: Τίνα Κροντήρη. Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας & Φιλολογίας, Α.Π.Θ.. 1994 (1-15, σελ. 1.)

Στη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Π. Καραγιάννη Συγκεχυμένες Αγάπες, η οποία αποτελείται από έξι διηγήματα, ένα ταξιδιωτικό οδοιπορικό στον Άθω και μία νουβέλα, η αφήγηση  δομείται γύρω από τρείς βασικούς άξονες: πρωτίστως αυτόν της επιθυμίας, αλλά και της μνήμης και της νοσταλγίας αυτών. Εδώ, η επιθυμία ως έννοια μετωνυμική και ες αεί ανεκπλήρωτη μετασχηματίζεται σε μνήμη και η μνήμη σε επιθυμία, ενώ το νοσταλγούν αφηγηματικό υποκείμενο αναδύεται ταυτόχρονα και ως υποκείμενο του πένθους και της απώλειας, με το χρόνο, ως βασικό μοχλό της αφηγηματικής πράξης, να λειτουργεί αναληπτικά, εν’ είδει βιωμένης μνήμης του παρελθόντος, που παρεισφρύει, ωστόσο, συστηματικά στον παρόντα αφηγηματικό χωροχρόνο, αλλά, και συγχρονικά, ως αέναο παρόν και μέλλον. Η γραφή σε όλα σχεδόν τα κείμενα της συλλογής χαρακτηρίζεται από αυτό-αναφορικότητα και συχνές διακειμενικές αναφορές, ενώ το πένθος και η μελαγχολία που διαφαίνονται στο νοσταλγικό τόνο της αφήγηματικής φωνής αποκτούν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και σκιαγραφούνται επίσης και μέσα από τα φαινομενικά αντίθετα ζεύγη έρωτας-θάνατος και κουλτούρα-φύση. Αναδύονται με τρόπο υπαινικτικό, αλλά σαφώς εμφανή, ως προς τη σπουδαιότητα που κατέχουν εντός της γραφής, για να καταδείξουν, επαναφέροντας στο προσκήνιο, μια σειρά πανανθρώπινων υπαρξιακών ερωτημάτων που τίθενται στο ενδοδιηγητικό σύμπαν του κειμένου, αλλά, ακόμα περισσότερο, στον κάθετο αφηγηματικό άξονα του αφηγηματικού παρόντος όπου κυριαρχεί η φωνή του αφηγητή η οποία χαρακτηρίζεται από ειρωνική, παιγνιώδη, σκωπτική, αυτό-σαρκαστική, ενίοτε και κυνική στάση και διάθεση απέναντι σε καταστάσεις και πράγματα, απέναντι σ΄αυτά που ο Γάλλος θεωρητικός Jean-François Lyotard ονομάζει «μεγάλα αφηγήματα» του ανθρώπινου πολιτισμού.

Η γλωσσική εκφορά της αφήγησης είναι ιδιάζουσα. Έχουμε να κάνουμε με έναν συχνά αμφίσημο, ετερογλωσσικό, πολυφωνικό λόγο, ένα πολυσυλλεκτικό γλωσσικό διακειμενικό πλέγμα σύμφωνα με την τυπολογία του Μ. Μπαχτίν, κυρίως επειδή ο Καραγιάννης χρησιμοποιεί τη γλώσσα κυριολεκτικά σε όλη της τη διαστρωμάτωση, διαπλέκοντας με ευρηματικό τρόπο ποικίλα αφηγηματικά είδη και διαφορετικές τάξεις και επίπεδα λόγου. Από την τοπική ιδιόλεκτο και τα γλωσσικά ιδιώματα της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης, τόπου καταγωγής του συγγραφέα, την «απλή καθομιλουμένη» και την αρχαϊζουσα – έως και  την «ράλειο δημοτική», η γραφή διαπλέκεται επίσης και με έναν ιδιότυπα χρωματισμένο, αρχαϊζοντα δημοσιογραφικό (εν είδει εγκιβωτισμένης αφήγησης) λόγο αλλοτινών εποχών, αλλά και με λόγο εκκλησιαστικό και ιστορικό, τους οποίους ο συγγραφέας περιστασιακά διανθίζει και με στοιχεία από την σύχγρονη Ελληνική υβρεολογία. Η συστηματική χρήση του εσωτερικού μονολόγου – συχνά με τη μορφή παραληρηματικής γραφής – η αποσπασματικότητα, η παρείσφρυση της προφορικότητας, αλλά και ο ασθμαίνων λόγoς εν μέσω μακροπερίοδων προτάσεων, προσδίδουν στη γραφή μετα-νεοτερικό χαρακτήρα, καθιστώντας την ένα «εγγράψιμο» και όχι απλά «αναγνώσιμο», κατά Roland Barthes, κείμενο.

Το πρώτο διήγημα της συλλογής φέρει τον τίτλο «Ο πατών επί πτωμάτων κι ο περιπατών επί χρωμάτων». Πρόκειται, όπως υπονοείται και από τον υπέρτιτλό του, για μία διακειμενική και χωροχρονική περιδιάβαση σε τόπους, κείμενα, εποχές και πρόσωπα από τον ντόπιο και διεθνή λογοτεχνικό, αλλά, και πολιτικό χώρο, με φόντο την τέχνη της ζωγραφικής γενικότερα και αυτή της αγιογραφίας (στην προκειμένη περίπτωση ως «ανάθεση έργου, οιονεί εργολαβία») ειδικότερα, εστιάζοντας ενδοδιηγητικά στον ανώνυμο (αναγνωρίσιμο, ωστόσο) χαρακτήρα-ζωγράφο, ο οποίος, μέσω ετεροδιηγητικής εσωτερικής εστίασης παρουσιάζεται να βιώνει μια λίαν συγκεχυμένη κατάσταση συναισθηματικής και ερωτικής εγρήγορσης, εν μέσω άσκησης της τέχνης του και εν ώρα εργασίας. Το τρίπτυχο επιθυμία, μνήμη, νοσταλγία, σε συνδιασμό με την εντονη παρουσία ενός σκηνικού οπου κυριαρχεί ο θάνατος, προβάλλουν επιτακτικά εν είδει  συνειρμικής, πλέον, φιλοσοφικής περιδιάβασης, όπως αυτή αποτυπώνεται από τη συνεχή παρείσφρηση μιας έντονα αυτό-αναφορικής αφηγηματικής φωνής που χρωματίζεται και από πένθιμο, Καρυωτακικό, τόνο, καθώς επιδίδεται σε μια σειρά φιλοσοφικών παρεκβάσεων υπαρξιακού περιεχομένου: «Κολλήσαμε… (Πώς κλείνουμε τώρα την αφήγηση;)» Η αποστροφή του αφηγητή προς τον αναγνώστη/τρια, αλλά και προς τον εαυτό του, στο τέλος της ιστορίας έρχεται να καταδείξει την ματαιότητα της ίδιας της αφηγηματικής πράξης όπως και της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης: «Μένουμε στα χρώματα, στις λέξεις, στους ήχους….Κάτω απ΄αυτά ακριβώς», σύμφωνα με τον αφηγητή, «υπάρχει ο έρωτας που κυνηγούμε με την αγάπη του κι ο θάνατος που μας κυνηγά με το χρόνο του.»

«Κολόκες στην άμμο», τιτλοφορείται το δεύτερο διήγημα της συλλογής, ενώ ο υπέρτιτλος του «Κύπρια Επ(ε)ια» σηματοδοτεί τον τόπο διεξαγωγής, και, εν μέρει, την αφηγηματική υφή της ιστορίας. Εδώ κυριαρχεί καθαρά η ανάμνηση της επιθυμίας ως ερωτική «οχεία» και οίστρος όπως προκύπτει κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Κύπρο του Παλαμικού στίχου, όπου ο πρωτοπρόσωπος, αυτοδιηγητικός αφηγητής εντελώς μόνος ξεκινάει και εντελώς μόνος τελικά καταλήγει. Στην πορεία, εντωμεταξύ, έχει καταγράψει και αφηγηθεί την περιπέτεια μίας περιστασιακής ερωτικής εμπειρίας, η οποία ξεκινάει κάπως συγκεχυμένα, αλλά εξελίσσεται με τον γνωστό, πολύ συγκεκριμένο και αναμενόμενο τρόπο, χωρίς ωστόσο να οδηγεί σε κανενός είδους κάθαρση, μια και η ανθρώπινη μοναξιά είναι αυτή που τελικά εξακολουθεί να υπερισχύει. «Τι είναι τα σώματα, μια συνθήκη ύλης που θέλουν ομού να ξαναπλαστούν, όχι από το μέγα Πλάστη αυτή τη φορά αλλά από τον εφήμερο αν και διαρκή, δυνάστη, τον έρωτα», αναφωνεί εν μέσω μιας υποβόσκουσας φιλοσοφικής διάθεσης η αφηγηματική φωνή, υπογραμμίζοντας τη διάσταση της ματαιότητας, αλλά και της αναπότρεπτης του έρωτα οδύνης και ηδονής, παραλληλίζοντας και αυτά ακόμη τα δάκρυα της οδύνης με το σπέρμα ως Εμπειρίκεια «βροχή ασπαίρουσα.»

Η επιθυμία της βιωμένης μνήμης, ως νοσταλγική αναπόληση αποτελεί τον αφηγηματικό άξονα γύρω από τον οποίο αρθρώνεται το τρίτο της συλλογής διήγημα με τίτλο «Ο Μποεμ και οι Βοημοί της Μνήμης μας», ενώ ο υπέρτιτλος «Μνήμη δικαίων μετ’ εγκωμίων»  παραπέμπει άμεσα στο θεματικό πυρήνα της αφήγησης που δεν είναι άλλος από μία διακειμενική και χωροχρονική περιδιάβαση στην ανάμνηση της «γενέθλια[ς] κοινότητα[ς] των ψυχών – της νοσταλγίας…τώρα και πάντα πλέον.» Με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο και με πλείστες αναφορές σε τοπωνύμια, πρόσωπα (με κεντρικό αυτό του παιδικού φίλου Νίκου Μποέμ), τρόπους, κείμενα, πολιτικές και ερωτικές εξάρσεις της εφηβίας, αλλά και στην ποίηση και παραποίηση των λέξεων – (παρα)ποίηση που έγκειται στην αυθαιρεσία της ίδιας της γλώσσας που τις πλάθει – ο ετεροδιηγητικός αφηγητής συχνά υιοθετεί ειρωνικό, ενίοτε αυτο-σαρκαστικό, αλλά πάντως μελαγχολικό τόνο απέναντι στους χαρακτήρες και τα πράγματα της ενδοδιήγησης παράλληλα με την έντονη συναισθηματική του εμπλοκή σε όλα αυτά. Καθίσταται, τέλος, και  έντονα αυτoαναφορικός στο παρόν της αφηγηματικής πράξης, βιώνοντας έντονη την αίσθηση της απώλειας: «Τόποι και της δικής μου μνήμης όλοι αυτοί, που τώρα στεγνώνουν φύλλα ξηραμένα – σελιδοδείκτες στο βιβλίο της ζωής που οι σελίδες του γυρνούν πλέον με ταχύτητα.»

«Τσιάο Νούντσια» τιτλοφορείται, ιταλιστί, το τέταρτο κατά σειρά, ταξιδιωτικού χαρακτήρα, διήγημα της συλλογής το οποίο δομείται χωροχρονικά με βάση την εναλλαγή μέρας και νύχτας στην πρωτεύουσα καθώς και καθ΄οδόν προς και από αυτήν, ενώ ο υπέρτιτλός του «Κινητόν ωραίον» υπαινικτικά παραπέμεπει στην αιτία μιας άκρως συγκεχυμένης και ανοίκειας «μπανιερικής πραγματικότητα[ς]» πλήρους αισθήσεων και παραισθήσεων που φαίνεται να βιώνει μια εκ των Ιταλικής προέλευσης χαρακτήρων μεταξύ ονείρου και παραγματικότητας. Στην προκειμένη περίπτωση υπαινικτικά υποφώσκει το ερωτικό στοιχείο σε συνδιασμό με έντονη την παρουσία του ομοδιηγητικού αφηγητή-χαρακτήρα πού αυτοαναφορικά δηλώνει ότι νοιώθει «ήρωας κάποιας αφήγησης που έπρεπε όμως αυτός να φέρει εις πέρας» και που σχολιάζει, συχνά διακωμωδώντας και περιπαίζοντας, τα ποικίλης φύσης και υφής ανθρώπινα πάθη, σημαντικά ή ασήμαντα, που διέπουν και διέπονται από «τις διακυμάνσεις της επιθυμίας και της προσμονής, τα μόνιμα συνακόλουθα του ακόρεστου».

Ως «Αιματηρή Ηθογραφία» υπερτιτλίζεται η επόμενη ιστορία της συλλογής με τίτλο «Πες Αμάν». Εδώ, το κύριο μέρος της αφήγησης δομείται γύρω από τα δίπολα φύση-κουλτούρα και έρωτας-θάνατος, έχοντας ως θεματικό πυρήνα της ακριβώς αυτό που ο υπέρτιτλος υποδηλώνει, μία αιματηρή βεντέτα μετά φονικού από τις πολλές που έχουν κατά καιρούς καταγραφεί στην Ελληνική ύπαιθρο για λόγους τιμής και φιλότιμου, το δεύτερο «από την ερωτική περιοχή του ανθρώπου εκπορευόμενο», σύμφωνα με τον ετεροδιηγητικό αφηγητή ο οποίος παρεμβαίνει συστηματικά στην αφήγηση διανθίζοντας την διακειμενικά με παρεκβάσεις πολιτικού και ιστορικού χαρακτήρα υπό μορφήν δημοσιογραφικού και ιστορικού λόγου της Ελλάδας του παρελθόντος, το οποίο και σχολιάζει παράλληλα με το βασικό κορμό της αφήγησης. Ο μη αποδεκτός από τη «χωρική, ταξική διαστρωμάτωση», δηλαδή από τις πολιτισμικές επιταγές και τα στερεότυπα της χωρικής υπαίθρου, έρωτας ως φυσιολογικό γεγονός «που δεν είναι και τόσο τρομερόν ως διάπραξη, το πλέον σύνηθες δηλαδή»  επιφέρει τον φόνο και το θάνατο εν είδει εκδίκησης. Επιθυμία έρωτος και επιθυμία θανάτου βαρύνουν τον ανώνυμο χαρακτήρα-φονιά, «που μπορεί και να ήταν ο πιο ήσυχος άνθρωπος του χωριού» και η κουλτούρα είναι αυτή που αναλάμβανει να διευθετήσει την διαταραγμένη ισορροπία.

Το τρίπτυχο κουλτούρα-φύση-έρωτας, πλαισιωμένο και εδώ, στον επίλογο, από σκηνικό θανάτου, όπως σκιαγραφείται μέσα από  τις λειτουργίες, φυσικές και τεχνητές, του αναπαραγωγικού έρωτα, στο ζωικό βασίλειο αυτή τη φορά, αποτελεί τον πυρήνα της αφήγησης στο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Τράγου Απόδραση» και υπέρτιτλο «Ποιμενικόν ερωτικόν δράγμα», ένα κείμενο το οποίο διέπεται από το χρονότοπο της υπαίθρου και από αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ζωική ερωτική σημειολογία. Πρόκειται για ένα «πρόχειρο» σχεδίασμα (δράγμα/draft) της απρόσμενης του τράγου φυγής και αποφυγής των καθηκόντων της αναπαραγωγής («της γαμήσεως») το οποίο χαρακτηρίζουν συχνές διακειμενικές αναφορές σε ντόπιους, αλλα και ξένους λογοτέχνες, όπως στον ογκόλιθο του μαγικού ρεαλισμού Χ.Λ. Μπόρχες. Η αφήγηση δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, αλλά εμβόλιμα διανθίζεται με δοκιμιακό λόγο χωρίς να χάνει τον κατά βάση παιγνιώδη και ειρωνικό τόνο της. Η φύση και η κουλτούρα, τελικά, αδυνατούν να διαχωριστούν ακόμα και στα ερωτικά του ζωικού βασιλείου, μια και ο τράγος «δεν ήταν άμοιρος αισθημάτων» και στην προκειμένη περίπτωση καταλήγει να βακχεύει τους τάφους του χωρικού νεκροταφίου αφού «αυτά δεν είναι έργα βίας ούτε καν στα ζώα.»

Ακολουθεί η νουβέλα «Τα 6, 6 της Σκηνοπηγίας», η οποία έχει μεν ως αφηγηματική αφετηρία της το σεισμό που έπληξε την Κοζάνη στις 13 Μαϊου του 1995, πολύ περισσότερο, όμως, αποτελεί μια ενδοσκόπηση στα «σεισμογενή εδάφη της ψυχής μας» όπως υπαινικτικά προιδεάζει ο υπέρτιτλος. Το συμβάν του σεισμού φαίνεται να αποτελεί την αφόρμηση, το πρόσχημα ίσως, για μια εφ’ όλης της ύλης φιλοσοφική περιδιάβαση στους μύχιους τόπους της επιθυμίας – όπως αυτή κατασκευάζεται από το πολιτισμικό περικείμενο – της «κονιορτοποίησης της μνήμης», λόγω θνητότητας, και της νοσταλγίας αυτών, αλλά και στους γεωγραφικούς τόπους της γεννέθλιας γής του συγγραφέα που επλήγησαν ιδιαίτερα έντονα από το σεισμό. Η αφήγηση εδώ διέπεται από μια έντονη εσωτερικότητα, είναι πολυφωνική, πολυπρισματική, αφού οι αφηγηματικές φωνές εναλλάσονται συνεχώς, ενώ κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, εν είδει ασθματικής, άστικτης γραφής, και ο χωροχρόνος λειτουργεί σε πολλαπλά, μη γραμμικά, επίπεδα και εγγράφεται με όρους συνειρμικής γραφής μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου. Εδώ είναι που η τραγικότητα, ο λυγμικός λόγος και το υπαρξιακό αδιέξοδο της ανθρώπινης κατάστασης  αναδύονται σε όλο τους το μέγεθος ως «η θλιμμένη μας ύπαρξη, την οποία δρομολογήσαμε με πράξεις, επιθυμίες ή παραλήψεις.»

Τη συλλογή ολοκληρώνει ένα ημερολογιακής μορφής οδοιπορικό μνήμης στον Άθω με τίτλο «Αγιορείτικη Πραγματολογία», το οποίο υπερτιτλίζεται ως «Αγιονορείτικον ημερολόγιον οδοστρώματος», όπου η μνήμη, η νοσταλγία και η επιθυμία τους εν μέσω αφηγηματικής αναπόλησης τους, σε χρόνο παρόντα, έχουν τον πρώτο λόγο σε ένα κείμενο στο οποίο κυριαρχούν Αθωνικά τοπωνύμια, γεύσεις και πρόσωπα, ενώ το οδοιπορικό διανθίζεται διακειμενικά με εκκλησιαστικό, αλλά και ποιητικό λόγο, χωρίς ωστόσο να λείπει και από εδώ ο ειρωνικός, εως και σαρκαστικός τόνος του ετεροδιηγητικού, ενίοτε και αυτοδιηγητικού, αφηγητή για τα εκεί πράγματα, όπως και για τα εν γένει αθρώπινα και μάταια τα «περί του πόνου σώματος και της μέλαινας ψυχής»

Άννα Κουστινούδη

 

Πανόραμα βιβλίων


- Με πάνε κάτω/ όλα τα συστήματα,/ πέφτω/ σε σφραγισμένο κουτί/ από ευφάνταστα αδιέξοδα/ κλέβω τον κανόνα τους/ και βγαίνω σαν κύριος,/ με τάξη. Από τη συλλογή Φοίνικες (Εκδόσεις Εκάτη 2011) του Ηλία Τσουτσοπλίδη, μια παθιασμένη, ζωντανή, παλλόμενη, επαναστατική ποίηση.

- Στα Επιτύμβια (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010) του Πάτροκλου Λεβεντόπουλου συναντούμε μια αρχαιοελληνικού τύπου, φιλολογίζουσα ποίηση, επικής αλλά και κριτικής ματιάς.

- Τρίτη ποιητική συλλογή για την Έφη Καλογεροπούλου η Άμμος (Εκδόσεις Μετρονόμος 2013) που κίνεται στο γνώριμο ύφος των σύντομων και πάντα στοχευμένων στίχων της.

- Η εξαιρετική μεταφραστική δουλειά του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη μας γνωρίζει την ποίηση του Ρώσου Βλαδίμηρου Βισότσκι Ο άγιος Βλαδίμηρος του πάθους (Εκδόσεις Bibliotheque 2013) που κυκλοφορεί σε μια δίγλωσση και προσεγμένη έκδοση.

- Από τις εκδόσεις του Κώστα Ριτσώνη Ποιήματα των Φίλων (2013) κυκλοφορεί η τρίτη συλλογή του Γιάννη Τσούτσια Δεκατρία φεγγάρια και μία πανσέληνος: Σε μνήμες Αιγαίου χαμένος/ να γεμίσει η σελήνη περιμένω.

- Παιδικό κουρείο (Εκδόσεις Κέδρος 2013) καλείται η τελευταία συλλογή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου με πεζόμορφα, στην πλειοψηφία τους, ποιήματα.