Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Κώστας Στοφόρος: "Προσπαθώ να έχω την εντιμότητα του πατέρα μου"

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Κώστας Στοφόρος σπούδασε οικονομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου και σεμινάρια για τις νέες Τεχνολογίες, τις Διεθνείς Σχέσεις & τη Δημοσιογραφία. Υπήρξε εκδότης της τοπικών περιοδικών και εφημερίδων. Από το 1990 εργάστηκε στην τηλεόραση ως δημοσιογράφος (Αnt1, Μega, Alter, Alpha, ΝΕΤ και STAR). Έγραψε το σενάριο και παρουσίασε μια σειρά ντοκιμαντέρ για διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Υπουργείου Παιδείας. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά (Ταχυδρόμος, Το Παιδί μου κι Εγώ, Η ζωή με το Παιδί, Παιδί & Νέοι Γονείς, Maison & Decoration κ.α.) Σήμερα συνεργάζεται με την εφημερίδα Δρόμος, όπου είναι υπεύθυνος πολιτιστικών θεμάτων, με το περιοδικό Votre Beaute, όπου είναι υπεύθυνος για θέματα βιβλίου, με την ιστοσελίδα για τη λογοτεχνία literature.gr κ.α. Από το φθινόπωρο του 2011 μαζί με τη ζωγράφο Στεφανία Βελδεμίρη δημιούργησαν την Παραμυθοκουζίνα και επισκέπτονται σχολεία, δημιουργούν παραμύθια μαζί με τα παιδιά και πραγματοποιούν σεμινάρια για παιδιά, γονείς και παιδαγωγούς. Για ένα χρόνο η Παραμυθοκουζίνα έγινε και ραδιοφωνική εκπομπή στον Ifeelkid, ενώ τώρα πραγματοποιεί δράσεις σε συνεργασία με το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ).

Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε μια οικογένεια που όλοι αγαπούσαν πολύ το διάβασμα. Η μητέρα μου, όταν ήμουν μικρός, εργαζόταν μάλιστα ως υπεύθυνη της βιβλιοθήκης σε ένα Κέντρο Νεότητας του Δήμου Αθηναίων. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είτε διάβαζα, είτε μου διάβαζαν. Ήμουν μανιώδης αναγνώστης των βιβλίων του Ιουλίου Βερν, της Πηνελόπης Δέλτα, αλλά και των «Κλασικών Εικονογραφημένων». Μεγαλώνοντας λίγο ανακάλυψα την Άλκη Ζέη μέσα από τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου». Με θυμάμαι να διαβάζω και να μην αφήνω το βιβλίο από τα χέρια μου, χαμένος σε άλλους κόσμους. Φυσικά διάβαζα και πολλά παραμύθια. Ξανά και ξανά. Τόμοι των Γκριμ και του Άντερσεν, λαϊκά παραμύθια, Όσκαρ Ουάιλντ… Πολύ γρήγορα πέρασα σε βιβλία που «δεν ήταν της ηλικίας μου». Διάβαζα ασταμάτητα και μάλιστα όταν πια έφτασα στο Γυμνάσιο, το εξωσχολικό διάβασμα έδιωξε το σχολικό! Βιβλία που σημάδεψαν τον τρόπο που έβλεπα – και βλέπω τον κόσμο- ήταν αρχικά αυτά του Κρόνιν, το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν»…  Ο Τσίρκας και ο Χάκκας, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Θεοτοκάς με τον Λεωνή και την Αργώ του, ο Καζαντζάκης, ο Καραγάτσης με τη Μεγάλη Χίμαιρα, η Διδώ Σωτηρίου κι αργότερα τα ποιήματα του Ρίτσου, του Καρυωτάκη, του Ελύτη, του Σεφέρη. Η ανακάλυψη των υπερρεαλιστών. Και δίπλα σ’ αυτούς κατανάλωση δεκάδων αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά και Καουμπόικων του Λουίς Λ’ Αμούρ, SAS… Βιβλιοφάγος κανονικός. Τόσο που ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης στο Σχολείο μου που ήταν ο Κυριάκος Ντελόπουλος, να απορήσει και να με ρωτά αν διαβάζω τα βιβλία που δανείζομαι…

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ξεκινήσετε να γράφετε;
Επίσης γράφω από αρκετά μικρός. Όταν διαβάζεις τόσο, είναι φυσικό να θέλεις κι εσύ να γίνεις μέλος της οικογένειας των «συγγραφέων». Πάλι υπήρχαν άνθρωποι στο περιβάλλον που με ώθησαν ώστε να μπορέσω να γράφω. Να μην αποκαρδιωθώ πρόωρα.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα «Ο κώδικας της Λέρου»,  εκδόσεις Κέδρος;
Ο «Κώδικας της Λέρου» υπήρχε ήδη στο μυαλό μου όταν έγραφα το προηγούμενο βιβλίο, την «Κούπα του Πτολεμαίου» που κυκλοφορεί από το Ιπτάμενο Κάστρο. Εκεί έχω ως βασικούς ήρωες τον παππού Λευτέρη και τη γιαγιά Ζωή που γνωρίστηκαν στη Λέρο. Εκείνος ως εξόριστος στο Παρθένι, εκείνη ως φοιτήτρια που καταγόταν από το νησί. Η Λέρος είναι ένας τόπος που αγαπώ πολύ. Έχω περάσει εκεί τη στρατιωτική μου θητεία αλλά και πολλά καλοκαίρια. Πέρασαν λοιπόν αρκετά στοιχεία για τη Λέρο στο πρώτο βιβλίο. Τότε, ψάχνοντας κάποια ιστορικά στοιχεία, έπεσα πάνω στον πραγματικό «Κώδικα της Λέρου». Από τον οποίο λείπει ένα τμήμα. Από εκεί και πέρα η φαντασία μου άρχισε να …καλπάζει!

Αυτά που διαδραματίζονται στο βιβλίο σας θα μπορούσαν να συμβούν και στην πραγματικότητα;
Πιστεύω πως θα μπορούσαν να συμβούν. Στην πραγματικότητα –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην αρχαιοκαπηλία και την κλοπή αρχαιολογικών θησαυρών- η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία. Σε όλα τα τελευταία βιβλία μου προσπαθώ να αναδείξω την ανάγκη προστασίας της Πολιτιστικής μας κληρονομιάς από κάθε είδους κινδύνους που την απειλούν. Σε αυτό το σημείο να σας πω και κάτι που λέω για πρώτη φορά: Στη συνέχεια του «Κώδικα της Λέρου» που πρόκειται να κυκλοφορήσει και πάλι από τις εκδόσεις «Κέδρος» και έχει τον τίτλο «Η Πέμπτη πόλη των Δωριέων- περιπέτεια στη Γκιώνα», τα βάζω αυτή τη φορά με πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα που ασελγούν πάνω στη φύση,  λυμαίνονται τον ορυκτό μας πλούτο και καταστρέφουν κάτω από τα αδιάφορα βλέμματα των «αρμοδίων» την πολιτιστική μας κληρονομιά. Καθόλου τυχαία, έχω χρησιμοποιήσει ως μότο τους στίχους του Αναγνωστάκη: «…Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια.

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά….»

(«Στο παιδί μου»)

Στο μυθιστόρημά σας υπάρχει το στοιχείο του έρωτα. Από τη άλλη αφήνετε μια χαραμάδα ελπίδας. Υπάρχει όμως η ανάλογη ανατροπή και στην πραγματικότητα;
Δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει ο έρωτας. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Κι ό,τι πιο όμορφο μπορεί αν σου συμβεί, ας έχει και τις πίκρες του. Ειδικά ο πρώτος έρωτας είναι κάτι μαγικό κι αξέχαστο που θα πρέπει κι εμείς οι μεγάλοι  να προσεγγίζουμε με τρυφερότητα. Αφήνω χαραμάδα ελπίδας, χωρίς να καλλιεργώ ψευδαισθήσεις. Κανένας αγώνας δεν είναι εύκολος. Και σπάνια είναι νικηφόρος. Όμως κάτι που πιστεύω και θέλησα να μοιραστώ με τον τρόπο μου είναι πως κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Όπως γράφει ο Εμπειρίκος, «Δεν άνθισαν ματαίως τόσα θαύματα/ Η χάρη τους είναι ψηλή περιπλοκάδα/ Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας/ Μέσα στ' αστέρια»

Στο μυθιστόρημα περνάτε και ένα κοινωνικό μήνυμα, μια που ένας από τους πρωταγωνιστές είναι ο Ελίας πρόσφυγας από τη Συρία. Πώς σκεφτήκατε αυτή τη δημιουργία του μικρού Ελίας στο μυθιστόρημα;
Όταν διάβαζα για τη Λέρο, κι ενώ δεν είχε ακόμη ξεκινήσει το μεγάλο κύμα των προσφύγων, τα σημάδια ήταν ορατά. Είχαν εμφανιστεί οι πρώτοι κυνηγημένοι άνθρωποι στα νησιά μας και δεν υπήρχε καμιά υποδομή, καμιά μέριμνα για να τους υποδεχθούν. Στη Λέρο οι άνθρωποι του νησιού, πολλοί εθελοντές, άνθρωποι του Λιμεναρχείου, έδειξαν αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη. Κι αυτό πιστεύω πως άξιζε να το μοιραστώ. Ήθελα επίσης να ευαισθητοποιήσω στο θέμα των παιδιών προσφύγων, χωρίς ακόμη τότε να φαντάζομαι το μέγεθος του δράματος που θα ζούσαμε. Απέναντι στον ρατσισμό και στην ξενοφοβία κι ακόμη περισσότερο απέναντι στις νέο-ναζιστικές συμμορίες που θέλουν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση, έχουμε όλοι μας υποχρέωση να αντιδράσουμε. Με τα όπλα του ο καθένας.

Έχετε γράψει και ένα ακόμη βιβλίο που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μίνωας με τον τίτλο «Ο χαμένος μύθος  του  Αισώπου». Μπορείτε να μας πείτε για αυτό το βιβλίο;
Το μυθιστόρημα αυτό απευθύνεται σε παιδιά από 9 ετών και διαδραματίζεται σε ένα άλλο αγαπημένο νησί, τη Σάμο και κυρίως στο Καρλόβασι. Η Σάμος έχει μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας της θέλησα να αναδείξω μέσα από την περιπέτεια. Αλλά κατά κάποιον τρόπο να αποδώσω κι ένα φόρο τιμής σε τρεις σημαντικές προσωπικότητες: Από τη μια στον Σαμιώτη επαναστάτη Λυκούργο Λογοθέτη, από την άλλη στην Άλκη Ζέη –οι αναφορές μου στο «Καπλάνι της βιτρίνας» είναι συνεχείς- και βεβαίως στον μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο που η ζωή του δέθηκε στενά με το Καρλόβασι. Οι ήρωες μου είναι δυο αδέρφια, η Ρόδη και ο Λυκούργος, που περνούν –όπως λένε-  τις πιο βαρετές διακοπές της ζωής τους, μέχρι που αρχίζει η περιπέτεια της αναζήτησης ενός χαμένου μύθου του Αισώπου. Ήθελα επίσης να «βγάλω το άχτι μου» για έναν μύθο του Αισώπου τον οποίο αντιπαθούσα από μικρός: «Τον τζίτζικα και τον μέρμηγκα». Θεωρούσα απολύτως άκαρδο το τέλος. Επίσης νομίζω πως υποτιμά βάναυσα την καλλιτεχνική δημιουργία. Άχρηστος ο τραγουδιστής τζίτζικας –χρήσιμο το εργατικό μυρμήγκι που κάνει ό,τι του λένε. Συμπυκνώνει όλα τα λάθος μηνύματα. Έτσι κατέληξα μέσα μου πως δεν μπορεί ο Αίσωπος να είχε γράψει κάτι τέτοιο!

Γιατί ο Αίσωπος εξακολουθεί να είναι επίκαιρος;
Πέρα από το συγκεκριμένο μύθο ο Αίσωπος εξακολουθεί να είναι επίκαιρος γιατί καταπιάνεται με μάλλον αιώνια χαρακτηριστικά των ανθρώπων κι ας χρησιμοποιεί τα ζώα για να μας το δείξει. Διαβάστε οποιονδήποτε μύθο –έτσι στη τύχη και θα δείτε τι έξυπνη σύλληψη υπάρχει, πόσο δεξιοτεχνικά μας οδηγεί στο συμπέρασμα που θέλει. Μέσα από πολύ σύντομα κείμενα. Αξίζει να τα συγκρίνουμε με τη φλυαρία που χαρακτηρίζει την εποχή μας….

Λένε ότι η λογοτεχνία είναι πλασμένη για να ελαφρύνει το αφόρητο βάρος της καθημερινότητας.  Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;
Η λογοτεχνία είναι φάρμακο. Αλλά υπάρχει και λογοτεχνία που είναι ναρκωτικό. Να ελαφρύνεις το βάρος της καθημερινότητας αλλά όχι κατασκευάζοντας έναν κόσμο γεμάτο στερεότυπα. Το φάρμακο μπορεί να γίνει φαρμάκι, αν δεν πάρεις την κατάλληλη δόση. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι λογοτεχνία όταν ανήκει στο σύμπαν στο οποίο ανήκουν και τα σκουπίδια της τηλεόρασης.  Για όποιον θέλει να αποβλακωθεί υπάρχει καθημερινά πλούσιο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Δεν χρειάζεται να καταντήσουν έτσι και τα βιβλία.

Σήμερα υπάρχουν εργαστήρια που διδάσκουν πώς πρέπει να γράφει ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας. Διδάσκεται άραγε η γραφή; Ποια είναι η γνώμη σας;
Φυσικά και διδάσκεται. Όμως για μένα το καλύτερο σχολείο είναι το ίδιο το διάβασμα. Ο δάσκαλος «δημιουργικής γραφής» δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα αν εμείς δεν διαβάζουμε. Κι όχι ό,τι να ναι. Θεωρώ πολύ σημαντικό πέρα από τους κλασικούς να διαβάσουμε καλή ελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Να νιώσουμε τη δύναμη της γλώσσας. Να τη γευθούμε. Μπορείς ποτέ να γράψεις για τη γεύση του κρασιού αν πίνεις μόνο μπίρα;

Με δεδομένη την έκδοση πολλών βιβλίων κατ’ έτος στις μέρες μας υπάρχουν «εργαλεία», για την καλύτερη δυνατή επιλογή από τους αναγνώστες; Τι θα τους συμβουλεύατε;
Υπάρχουν πλέον πολλοί άνθρωποι που γράφουν για τα βιβλία. Το ζήτημα είναι να αναζητήσουμε αυτούς που θεωρούμε πιο αξιόπιστους και που θεωρούμε ότι προσεγγίζουν το βιβλίο με έναν  τρόπο που μας ταιριάζει. Μπορούμε από εκεί να πάρουμε πολύτιμες πληροφορίες. Επίσης σημαντικό είναι να επισκεπτόμαστε το βιβλιοπωλείο, να ξεφυλλίζουμε τα βιβλία που μας προκαλούν το ενδιαφέρον, να προσπαθούμε να συλλάβουμε  το άρωμά τους. Να περνάμε χρόνο και σε βιβλιοθήκες. Να συζητάμε με φίλους. Οι Λέσχες Ανάγνωσης κάνουν επίσης σημαντική δουλειά. Η αναζήτηση του καλού βιβλίου είναι σαν ένα κυνήγι θησαυρού.

Ποιο μυθιστόρημα το έχετε διαβάσει και δεύτερη φορά;
Είναι αρκετά τα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει συχνά όχι μόνον δύο αλλά και περισσότερες φορές. Αναφέρω ενδεικτικά:
Όλα τα μυθιστορήματα του Μίλαν Κούντερα.
Την Τριλογία USA του Τζον Ντος Πάσος.
Τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και τη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα.
Τις Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη.
Τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη.
Την Ασημόπετρα του Κώστα Καλατζή.
Τον Θησαυρό της Βαγίας της Ζορζ Σαρή.
Τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου και το Καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη.
Το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων του Ρίτσου.
Το Ερωτικό απόδειπνο του Μισέλ Τουρνιέ.
Αυτά, έτσι όπως τα θυμάμαι, ανάκατα. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξαναδιαβάζεις το ίδιο βιβλίο. Το έχω νιώσει περισσότερο με τον Τσίρκα που διαβάζω από τα δεκαπέντε μου σε κάθε δεκαετία της ζωής μου.

Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμα;
Προσπαθώ να έχω την εντιμότητα του πατέρα μου. Την υπομονή της μητέρας μου. Σίγουρα κρατάω την αγάπη τους για το διάβασμα. Με τη μητέρα μου έχουμε την ευκαιρία και τώρα να μιλάμε και να ανταλλάσουμε βιβλία. Όσο για τον πατέρα μου, μέχρι που έφυγε από τη ζωή, θυμάμαι το κομοδίνο του με μια στοίβα βιβλία που διάβαζε παράλληλα. Κάποιο επιστημονικό περί κτηνιατρικής και ζωοτεχνίας, ένα ιστορικό, κάποιο μυθιστόρημα κι ένα από αυτά τα παλιά «Βίπερ» για χαλάρωση. Τα δύσκολα είναι να κρατήσεις την δοτικότητα, την χωρίς όρους αγάπη που σου πρόσφεραν. Είναι δύσκολο να γίνεις καλός. Πόσο μάλλον καλύτερος…