Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Κάτι σαν ψυχοθεραπεία - Θεοδοσία Ζαμπάκα

ΣΤΙΓΜΕΣ ΘΟΛΟΥΡΑΣ...

Αλλά γιατί και για πόσο;

Είναι αυτονόητο πως δε περιμένω απάντηση.. Είναι εκείνες οι στιγμές που λίγο πολύ όλοι περνάμε. Να, μωρέ ξέρεις, η στιγμή που ο εγκέφαλος  σταματά να δίνει και να παίρνει (κυρίως να δίνει) εντολές. Επικρατεί κενό.

Χθες βράδυ που λες, κάτι μ' έπιασε κι είπα να πάω μια βόλτα. Τι κι αν ο καιρός ήταν χάλια; Εγώ ήμουν χειρότερα.

Άρχισα λοιπόν να περιπλανιέμαι στα στενάκια της Βαλένθια. Παντού βροχή. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει με λακκούβες νερού όπου αντανακλούσαν τη μορφή μου. Κι αυτό μου την έδινε. Προσπάθησα να μη κοιτάω κάτω και σιγοτραγουδούσα το "hold on" του tom waits. Ήταν κάτι σαν ψυχοθεραπεία.

Όλα καλά μέχρι εδώ, ώσπου αντίκρισα από μακριά ένα ζευγάρι που πλακώνονταν στα βρισίδια. Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω, εξάλλου το έχω ζήσει κι η ίδια πολλές φορές. Αλλά ήταν αρκετό για να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Και τότε ξεκίνησε η εσωτερική μάχη των σκέψεων μου. Έτσι το είχα μεταφράσει. Ξέρεις, εκείνα τα σκατά που τρυπώνουν ύπουλα στο μυαλό σου και δε σ' αφήνουν ν' αγιάσεις.

Ας παραθέσω κάποιες λέξεις που κυριάρχησαν στο μυαλό μου. Αλλά μη φρικάρεις. Εκεί έξω υπάρχουν όλες. Μη φοβάσαι να παραδεχτείς την ύπαρξή τους. Ξέρεις ποιες είναι.. Είναι η ματαιότητα, ο εξευτελισμός, η αγανάκτηση, η απελπισία, η απογοήτευση, η αδυναμία, ο πόνος, η κατάθλιψη, ο ξεπεσμός, η εξαθλίωση, η ανοία. Ένα τίποτα στολισμένο από διάφανο κενό.

Λέξεις που χρωματίζουν τη μάταιη αναζήτηση του ανθρώπου για τη πορεία του στην επιβίωση και προϊδεάζουν τρομακτικά συμβάντα. Σε φόβισα; Έλα, αφού το βλέπεις και μόνος σου. Τριγύρω υπάρχουν άνθρωποι που οδηγούνται σε αδιέξοδο μέσω της αυτοτιμωρίας και της αυτοκαταστροφής. Άνθρωποι που θέλουν να πεθάνουν κι η ζωή δε τους αφήνει. Πες μου πως έχεις φτάσει κι εσύ εκεί; Ούτε μια φορά; Μάλλον φίλε μου, δε συνειδητοποίησες τι παίζει εκεί έξω. Κάτσε κι απόλαυσέ το γιατί δε θα τραβήξει και πολύ το θέατρο του εαυτού σου.

Τους σιχαίνομαι. Μη ρωτήσεις ποιους. Την απάντηση την ξέρεις. Όλους εκείνους  που τσαλαπατάνε τα όνειρά μας και τα ρίχνουνε σε μαύρο τάφο. Όλους εκείνους που ψοφάνε να μας βλέπουν αδύναμους. Φίλε μου, δε θα μιλήσω για επανάσταση. Δε θέλω να ανοίξω αυτό το πικραμένο κεφάλαιο. Μονάχα σκέψου πως κάθε παραίτησή μας και μια νίκη γι' αυτούς, κάθε άγνοιά μας και μια ήττα για μας.

Με όλες αυτές τις σκέψεις, εξακολούθησα τη βόλτα μου έχοντας καπνίσει μισό πακέτο απ' τα τσιγάρα μου. Δεν ένοιωθα τίποτα άλλο, παρά μονάχα θλίψη. Τόλμησα να κοιτάξω κάτω.. Η ίδια η μορφή μου, μου προκαλούσε αηδία. Το πάλεψα να με δω διαφορετικά. Δεν ήθελα βλέπεις να «τους» χαρίσω άλλη μια νίκη. Έτσι μας έμαθαν να ζούμε. Με φόβο. Έσβησα το τσιγάρο στην αντανάκλασή μου. Και φώναξα: βρε δε γαμιέστε!

Τουλάχιστον μας έχει απομείνει η σκέψη, η μουσική, κι ένα μολύβι. Κι έτρεξα αλαφιασμένη σπίτι λες και δε μου μένει χρόνος να απολαύσω τη «δημιουργικότητα».

*

ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ

Κάθε βράδυ χύνανε αίμα θανάτου
Πνιγμένοι οι εραστές σε κύμα αμαρτίας
Τα σεντόνια βρωμούσαν σαπισμένα σπέρματα
Τα παράθυρα έτριζαν απ' τον ήχο της ηδονής
Το ταβάνι χάζευε τα ερωτικά σώματα
Ανασαίνοντας σε τσακισμένα κεριά.
Κι εγώ κάθε βράδυ πρόσμενα την ανταμοιβή μου
Κλεισμένη σε τούτη τη πόλη
Να μυρίζω τα ίχνη σου παντού
Να λούζομαι με δακρυσμένες νότες
Να ράβω μέρα - νύχτα τον πόνο.
Σκέπασα το κορμί μου δειλιάζοντας
και βούτηξα στη λάσπη.

*

ΣΕΛΙΔΑ 218

Το βιβλίο άνοιξε στη σελίδα 218.
Έπρεπε όλοι να διαβάσουμε.
Να κατανοήσουμε.
Και να ζήσουμε μ' αυτό.
Η σελίδα ήταν κενή.

*

ΣΤΗ ΖΩΗ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ

Σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν ανήμπορα ανθρωπάκια.
Ανθρωπάκια πλημμυρισμένα από ανησυχίες, απορίες και φόβο.
Στη ζωή επιλέγουν το δύσκολο μονοπάτι της «εξερεύνησης».
Βλέπουν σπίτια ερημωμένα,
αναμένοντας τη διάλυση και την αντικατάστασή τους
από άλλα ομορφότερα κτίρια.
Κυνηγημένους μετανάστες,
χωμένοι στην απελπισία τους,
επιζητούν στέγαση και φροντίδα.
Μα, σχεδόν πάντα, μάταια.

Βλέπουν χαρούμενες φάτσες,
να στιγματίζουν τα κορμιά τους με σχέδια,
που μήτε γνωρίζουν το σκοπό,
μήτε και τα πιστεύουν.
Η σιωπή να ενοχλείται απ’ το θόρυβο των τζιτζικιών.
Μια όμορφη κοπέλα,
ξαπλωμένη στη παραλία,
να εκβιάζει τον εαυτό της πως είναι ερωτευμένη,
μπας κι αισθανθεί ολοκληρωμένη.

Βλέπουν εφηβικά γερασμένα είδωλα
να προβάλλονται στον καθρέπτη,
επιμένοντας πως ευθύνεται το αλλοιωμένο τζάμι για την κατάντια τους.
Μουσικές να συγχύζονται
απ’ την ανωριμότητα των συνθετών
και τη βλακεία των ακροατών.
Περιπλανώμενοι μαύροι σκύλοι,
να περιμαζεύονται από συμπονετικούς ανθρώπους,
δίχως το δικαίωμα επιλογής ζωής – φυλάκισης.

Έχουν δει κι άλλα τόσα.
Κι εγώ εδώ,
μένοντας στάσιμη,
να παρατηρώ αυτές τις λεπτομέρειες ξανά και ξανά.
Έτσι,
το πέρασμα των χρόνων μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω
πως ξέχασα να ζω.
Τελικά, πάντα θα είναι αργά.

Η Θεοδοσία Ζαμπάκα ζει στη Θεσσαλονίκη.