Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Ιδεοκύματα - Η παρουσίαση

ideokymataep27.jpg
Aλέξιος Μάινας
Μαρία ΠισιώτηΜε λένε Νείρμα

Καπνισμένοι τοίχοι,
κατσαρόλες θαμπές
-πρέπει να τις τρίψω ακόμα μία φορά-
Το ψιθύρισμα αντιγύρισε μελαγχολικό
Ο  χτύπος παρέμεινε εσώκλειστος.
Η ματιά χαμηλωμένη
τα λόγια φτωχικά
- έχω κι ένα ποίημα να γράψω –
Με λένε Νείρμα.
Στα τοιχώματα των κατσαρολικών
προβάλλουν εικόνες... άλλοτε τρυφερές,
όπως εκείνο το ανέμελο χαμόγελο
στις κοιλάδες του Νογκ-έρι,
κι άλλοτε γεμάτες πόνο…
Όχι, δεν θέλω να θυμάμαι
την Εποχή των Εμπόλεμων Βασιλείων.
Θέλω να παραμείνω στο χαμόγελο, στο χάδι εκείνο της Δήλου,
στα δάση του Αμαζονίου να χαθώ και να αναρριχηθώ
στις κορυφογραμμές των Άνδεων.
Με λένε Νείρμα.
Πόσες ζωές, άραγε, έχω δαπανήσει σ’ αυτόν τον τόπο;
Πόσα πρόσωπα έχω αλλάξει;
Πόσα μέρη ονόμασα Πατρίδα;
Έχω χάσει το μέτρημα πια… χιλιετίες τώρα
σφυγμομετρώ τα δάκρυα της γης και τα χαμόγελά της
Μη με ρωτάς τι είναι πιότερο από τα δυο,  μη με ρωτάς.
Η απογοήτευση παραδόθηκε στη φωτιά.
Με λένε Νείρμα.
(πρέπει να τρίψω τις κατσαρόλες)
Οι αντοχές μετρήθηκαν ξανά.
Δε θα ξεπηδήσει από τις φλόγες
το λευκό φως.
Ωστόσο, οι κατσαρόλες οφείλουν
να διατηρήσουν τη λάμψη τους.
Αχ! Πόσο μου λείπουν τα γαλαζοπράσινα λιβάδια του Νογκ-έρι!


Φανή Αθανασιάδου

Σαν άνοιξη

Κατακερματισμένη  η άνοιξη φέτος
δε θύμισε σε τίποτα  πως ήρθε
δεν ανθίσαν τα δένδρα στους δρόμους
ούτε τα λουλούδια στο μπαλκόνι μας
μόνο κάτι απόβλητα και βρώμικα νερά
από την πάνω πόλη
φθάσαν στην πόρτα
για να λερώσουν τη μνήμη μας
και να θυμίσουν
πως τίποτα δεν είναι όπως παλιά.


Ευτέρπη Κωσταρέλη

Στο τρένο

Κάθισε δίπλα μου
μια οσμηρή έμπνευση
με ξανθά μαλλιά, αχτένιστα
και βλέμα θολό ανυπαρξίας
αδιάφορα κοιτούσε τις πόλεις που έφευγαν
ανάποδα από τη ρότα της ψυχής της
και φαντασιωνόταν ένα τσιγάρο στα χείλη της,
τόσο που έβλεπες να φυσά στο κενό
καπνό από το παρελθόν
με σουφρωμένα χείλη παρόντος.
Το μέλλον δεν ήρθε
ουτε στον επόμενο σταθμό.
Τα μαλλιά της ασχήμειναν κι άλλο,
με σταγόνες χωμάτινης βροχής
άκαρπων συνευρέσεων δημιουργίας.
Φθηνές επιφάσεις Ποίησης.

Ανδρέας Καρακόκκινος

Το κορίτσι του σταθμού

Στη γραμμή τέσσερα
μετρά τα βαγόνια του συρμού,
αναζητά τον εαυτό της
να κάθεται σ’ ένα παράθυρο
και  ταξιδεύει στο  όνειρο
της μαγεμένης μελωδίας.

Ύστερα ξανά στο πόστο της
χαμογελά στους ταξιδιώτες
σαν  δίνει τα ρέστα απ’ τα  τσιγάρα
κι αφήνει το βλέμμα της θλιμμένο
να σβήσει πάνω στις γραμμές
με μια κλεμμένη σοκολάτα στο χέρι.

Το κορίτσι του σταθμού
κρυμμένο πίσω από κουτιά
ανοίγει το βιβλίο που κρατά
στο κεφάλαιο της αλήθειας
κι αγγίζει απαλά το λυκαυγές
των κρυμμένων του σελίδων .

Το τέλειωμα της μέρας
την βρίσκει στο άδειο παγκάκι
να ζωγραφίζει  ένα δικό της τραίνο
σαν το παιδικό δωμάτιο
που άπλωνε τα θέλω της
φωτογραφίες πάνω στους τοίχους.

Κι όταν τις νύχτες
πάλευε με τη σιωπή
δραπέτευε με το Πήγασο
στο πιο μακρινό αστερισμό
να κρύψει εκεί τα χρόνια της
κι όλους τους στίχους της αγάπης.

Θανάσης Τσίρος

Δημιουργία

Το βιολί σίγησε.
Ένα πουλί
πήρε να τραγουδάει τ΄ ονομά σου
μες στη νύχτα.
Άγουρο φως νεογέννητου άστρου
καταύγασε τη θάλασσα εντός μου
με τον ανεξερεύνητο βυθό
και την αέναη τρικυμία στην επιφάνεια.
Γεννηθήτω είπα
μέσα σε μια έκλαμψη διαύγειας
ένα ποίημα
και εγένετο το πρόσωπό σου.

Αναστασία Καραογλάνη

Πάρε ένα σκύλο

Μη με κοιτάζεις
μ’ αυτά τα διαπεραστικά σου μάτια
παιδί της άγνοιας της προεφηβικής

που όλα ψυχανεμίζεσαι
δίχως την έγνοια ορισμού
και τι θα γίνει πιο μετά…
Δε θα ’μαι εγώ αυτός που θα σου πω
πόσο ωραία μέσα στην πρωινή δροσιά,
πάχνη υγρασία,
την κάθε άνοιξη ανασκουμπώνει.

Δε θα σου πω σιγά-σιγά πως φθίνει
και μέσα από φθινόπωρα χειμώνες
κόκκαλα και πεθυμίες σιγά-σιγά στραγγίζουνε

Δε θα σου πω πως μόλις πεις
«δόξα θεώ,δόξα θεώ»
σε πνίγουνε
μελτέμια και στροβίλια,
και χάνονται οι άνθρωποι που αγάπησες
ή σε παιδεύουν τόσο που το αίμα δε γνωρίζεις
Θα ανακαλύψεις  πόσο μόνος είσαι
σαν όλοι αυτοί που στοίβαζες,
ιερά κειμήλια στο μπαλκόνι σου
λακίζουν ένας-ένας
και απομένεις
εσύ και το αίμα σου να σε πληγώνει.

Δε θα στα πω όλα αυτά, μην επιμένεις
και παρακλητικά τσαλίμια κάνεις
με τα ακροσμιλεμένα τσίνορα.

Σε συμπαθώ πολύ για αυτό σου λέω:
«Πάρε ένα σκύλο και πορέψου»,
πολλά θα μάθεις και θα πάθεις
όμως μαζί του θ’ απολαύσεις
τα πιο πολλά απ’ τα ανθρώπινα
και τα περσσότερα απ’ τα τραύματα
όταν θα θες να γιάνουν
θα ’χεις το σκύλο να στα γλείφει˙
γιατί αυτόν η μοίρα του,
μόνο απ’ τα πλάσματα της ευλογίας και της κατάρας,
του έγραψε να μην εγκαταλείπει.

Κωνσταντίνα Αλαμπουρινού

Στα ιδεολογήματα των λογισμών

Ζωντανές μνήμες κοιμήθηκαν
Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.
Οι  συνειδήσεις διεφθάρησαν,
Κοινωνική αναταραχή,
Κακομοιριά, δυσλειτουργία.
Άηχη  γλώσσα  τα βλέμματα
Κι οι χτύποι της καρδιάς
Ζυγιάζουν σαστισμένα
Το παραπέτασμα του νου.
Και διασκορπίζονται οι σκέψεις
Και χάνονται μέσα στο στρόβιλο των ήχων.
Στα ιδεοκύματα των λογισμών
Εξοστρακίστηκε η νιότη,
Χωρίς σωσίβιο, παλινδρομεί
Στα  κύματα της αγριοθάλασσς.
Στου φεγγαριού την καθαρή πλευρά
Της άνοιξης
Αντιλαλούν οι ψίθυροι
Κι αντιφεγγίζουν λέξεις.

Γιώργος Χατζηγεωργίου

Το πορτρέτο

Η άκρατη ζωντάνια του προσώπου του, το χαμόγελο σ τα αγέρωχα καταβεβλημένα μάτια του, προδίδουν πως τούτο το πορτρέτο δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Δεν πρέπει να έγινε από χέρι κάποιου σπουδαίου καλλιτέχνη. Δεν μπορεί. Η δημιουργία αγγέλων έστω σε πορτρέτο δεν είναι ανθρώπινη υπόθεση. Κι αν ποτέ γίνει μπορετό, οι περιορισμένες δυνατότητες στην απόδραση πρόδηλα θα μαρτυρούν την ανθρώπινη παρέμβαση. Ίσως θα είναι ένα πολύ όμορφο έργο, όμως θα απουσιάζουν κυρίαρχα στοιχεία, η έκφραση, το χρώμα, η κίνηση, τα εχέγγυα δηλαδή της ζωντάνιας.
Λατρεύω  αυτό το πορτρέτο γιατί δεν θ’ αλλάξει. Καθώς το κοιτούσα ασταμάτητα, άπληστα, τόλμησα ο μικρός, ο ταπεινός  με το ανθρώπινο χέρι μου να συμπληρώσω την αγγελική μορφή του τοποθετώντας στα μαλλιά του για στόλισμα, ένα φωτοστέφανο. Ξάφνου ο άγγελος του πορτρέτου δρασκέλισε και με νωχελικές κινήσεις στάθηκε δίπλα μου, αφήνοντας ορφανό το κάδρο.  Νοιώθω ζεστή την ανάσα του, οσμίζομαι το τόσο οικείο σε μένα άρωμά του.
«Μου λείπεις, μου λείπεις απελπιστικά και μόνο στα όνειρά μου  έρχεσαι, γιατί;» ρωτάω γεμάτος παράπονο. Δεν περίμενα απάντηση. Μόνο με κοιτούσε βαθιά στα μάτια, με μια γκρίζα σκιά στο βλέμμα, στο γκρίζο, υγρό, λυπημένο βλέμμα του. Οι άγγελοι δεν μιλούν, απαντούν μόνο με το βλέμμα. Μια έντονη επιθυμία με κυρίευσε να τον σφίξω στην αγκαλιά μου, τρυφερά να τον χαϊδέψω, να τον   φιλήσω. Συγκρατήθηκα. Δεν γίνεται, δεν πρέπει να τον αγγίξω, οι άγγελοι, όλοι οι άγγελοι ακόμα κι αυτοί οι δικοί μας, είναι άυλοι, ασώματοι, δεν μας ανήκουν πλέον. Σε λίγο το κάδρο και πάλι  γέμισε με την παρουσία του, αφήνοντας φυλαχτό στις υγρές μου παλάμες, δυο μικρά γαλάζια διαμάντια, αυτά που κύλισαν από τα μάτια του.
Καληνύχτα άγγελέ μου.