Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Η συνύφανση ελληνικών και ιαπωνικών στοιχείων-συμβόλων στις ιστορίες του Λευκάδιου Χερν

1gennitsariou30.jpg

Γράφει η Μαρία Γεννιτσαρίου


Ο Λευκάδιος Χερν ή Patrick Lafcadio Hearn γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου 1850. Γνωστός επίσης με το Γιαπωνέζικο όνομα Κοϊζούμι Γιακούμο ήταν διεθνής συγγραφέας, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία.
Τα βιβλία αυτά ο Λευκάδιος Χερν ποτέ δεν τα έγραψε σαν τον Δυτικό που καταγράφει έναν ξένο-διαφορετικό πολιτισμό και μεταφράζει ξένα κείμενα, αλλά σαν να περιέγραφε τη διαδικασία ανακάλυψης και αναγέννησης  ενός τμήματος του εαυτού του. Ήταν σαν να συνάρμοζε τμήματα της μνήμης του σε όσα ανακάλυπτε στον πολιτισμό της Ιαπωνίας. Πίστευε ακράδαντα σε αυτό που αποκαλούσε "μνήμη του αίματος". Γι’ αυτό και μπόρεσε να μεταγράψει τις ιαπωνικές ιστορίες, συνδέοντας στοιχεία με το ελληνικό και ιρλανδικό παρελθόν του, σαν να μην υπήρχε διαχωρισμός χώρου, χρόνου και πολιτισμού.
Και τα κοινά στοιχεία, συμβολικά και μη, είναι πολλά. Ένα από τα πιο έντονα είναι η αναζήτηση και εξύμνηση του κάλλους. Όχι του έκδηλου, του κραυγαλέου, αλλά του ιδανικού. Αυτού όπου το εσωτερικό συμβαδίζει με το εξωτερικό και αναδεικνύεται σε περισσότερες από μία φυσικές και μη διαστάσεις.
Ο ίδιος ο Λευκάδιος γράφει: "Η πρώτη μας αντίληψη για το ιδανικό κάλλος δεν έχει σχέση με το «γνωρίζω» αλλά με το «αναγνωρίζω». Καμία μαθηματική ή γεωμετρική αισθητική θεωρία δεν θα ερμηνεύσει ποτέ αυτό το υπέροχο ρίγος που προκαλείται από τη θέαση τού υπέρτατου κάλλους. Δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί γιατί αυτή η πρωτοφανής μορφή φαντάζει ωραιότερη από ό,τι είναι επιτρεπτό επάνω στη γη. Η μόνη αίσθηση που μένει  είναι η δύναμη  την οποία η θέαση αυτή ασκεί στο μυστήριο της ίδιας της ζωής, και ότι το συναίσθημα αυτό καθαυτό δεν είναι παρά μία θαμπή βαθιά ανάμνηση, μία ανάμνηση του αίματος."
Φανταστείτε τον γύρω στα επτά του χρόνια να αντικρίζει στα βιβλία το περίφημο αρχαϊκό μειδίαμα των Κούρων και, πολύ μετέπειτα, να αντικρίζει το ίδιο εσωτερικό χαμόγελο στα αγάλματα του Βούδα. Η ταύτιση είναι σχεδόν ενστικτώδης και η φανταστική θέαση του Λευκάδιου για τον ελληνικό αρχαϊκό κόσμο έρχεται να βρει τον αισθητικό της αντικατοπτρισμό στον ιαπωνικό παραδοσιακό τρόπο ζωής. Η αναζήτηση της ομορφιάς που φανταζότανε ως ελληνική βρίσκεται στην απλή ζωή των Ιαπώνων γύρω του.
"Ήθελα να αγαπήσω κάτι όμορφο" έλεγε και αυτό ακούγεται σχεδόν σαν κραυγή. Στα λευκά γυναικεία πρόσωπα βλέπει αγάλματα, στις απαλές κινήσεις των χεριών, στη λιτή και απέριττη κίνηση βλέπει δωρικότητα, στην παιδικότητα διακρίνει στοιχεία Eπικούρεια, στις πτυχώσεις των ρούχων ταυτίζει χιτώνες, στους ήχους των οργάνων αναγνωρίζει λύρες, στην αγάπη για τα απλά και μικρά αυτού του κόσμου ο Λευκάδιος βρίσκει την ομοιότητα που έψαχνε με τον ιδανικό αρχαιοελληνικό του κόσμο.
Η φυσική συνέχεια όσων ειπώθηκαν μέχρι τώρα είναι το επόμενο κοινό στοιχείο, το οποίο είναι η αγάπη των δύο λαών για την ποίηση και την μουσική, όχι απλά ως καλές τέχνες αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινής ζωής και φιλοσοφίας. Και φυσικά εδώ δεν μιλάμε για την επική ποίηση, την εξύμνηση των ηρώων και της ιστορίας, αλλά την ολιγόλογη ποίηση, την ποίηση των ελληνικών επιγραμμάτων και των Ιαπωνικών χάικου, τάνκα και ντοντόιτσου. Την ποίηση δηλαδή των απλών καθημερινών μικρών πραγμάτων..
Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, θα φέρω ως παράδειγμα μόνο μία από αυτές τις κατηγορίες ποιημάτων: τη σχετική με τα έντομα. Θα μείνω σε αυτήν όχι μόνο γιατί ήταν μία από τις κατηγορίες που είχε ήδη αναλύσει με ενδελέχεια ο Λευκάδιος, αλλά γιατί πραγματικά είναι ενδεικτική στην μοναδικότητά της. Το να εξυμνείς τη μουσική των τζιτζικιών, των γρύλλων ή των τριζονιών,  το να λυπάσαι για το σύντομο της ζωής τους, να αναγνωρίζεις ψυχή στις πεταλούδες ή να θαυμάζεις την υφαντική της αράχνης, συνδέοντας όλα αυτά με εκπληκτικούς μύθους,  χρειάζεται όπως λέει και ο ίδιος ο Λευκάδιος: "ένα επίπεδο εκλέπτυνσης που μόνο εκατοντάδες χρόνια φιλοσοφικής σκέψης μπορούν να σου χαρίσουν". Χρειάζεται πολύ απλά καλοσύνη καρδιάς, αισθητική ευαισθησία και υγιή σκέψη. Αυτό που περισσότερο εντυπωσιάζει είναι το αίσθημα της τέχνης, ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η σύλληψη της αίσθησης της ζωής και της εσωτερικής χαράς που προκαλείται από την αίσθηση των μικρών πραγμάτων και την δύναμη της βαθιάς σκέψης. Της ίδιας φιλοσοφικής σκέψης που παράγει μύθους τόσο κοντά στο πνεύμα των μικρών εντόμων όσο και στο πνεύμα των μεγάλων θεών.
Είναι πράγματι εκπληκτικό πόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους,  το ποίημα για τις πέντε αρετές του τζιτζικιού γραμμένο από τον Ρίκου-ουν και το αντίστοιχο ποίημα του Ανακρέοντα. Ή πόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους οι συνήθειες που υπήρχαν σχετικά με αυτά τα έντομα. Τα παιδιά και στους δύο λαούς έφτιαχναν κλουβιά και μάζευαν τα τζιτζίκια για να τα έχουν ως κατοικίδια ταΐζοντας τα με μικρά κομμάτια λαχανικών. Τα κορίτσια στόλιζαν τα μαλλιά τους με κοσμήματα φτιαγμένα στο σχήμα τους. Μην ξεχνάμε ότι ο χρυσός τέττιξ ήταν έμβλημα του ελεύθερου πολίτη στην Αρχαία Αθήνα. Υπάρχουν δεκάδες επιγράμματα για μουσικά έντομα στην Παλατινή ανθολογία σε απόλυτα αντίστοιχο αριθμό με τα Ιαπωνικά μόνο με 2000 χρόνια διαφορά.
Αυτό που εμείς μετέπειτα αποκαλέσαμε βουκολική ποίηση ή ποίηση των ειδυλλίων είναι επίσης ένας κοινός τόπος ποίησης των δύο λαών. Νέοι και νέες που δουλεύουν στους αγρούς, που μαλώνουν ή επανασυνδέονται, που ερωτεύονται,  που χορεύουν και τραγουδούν. Ο Λευκάδιος συγκρίνει τα "ειδύλλια" του Θεόκριτου και τους Μιμίαμβους του Ηρώνδα με παραδοσιακά τραγούδια και ιστορίες που έχουν μελοποιηθεί στην ιαπωνική ύπαιθρο. Η απλή ζωή που παρουσιάζεται μέσα από το διαλογικό τραγούδι ή τη μελοποιημένη ιστορία είναι, σύμφωνα με τον Λευκάδιο η απεικόνιση της πραγματικότητας και της ανθρώπινης φύσης, της όμορφης ανθρώπινης φύσης. Αυτήν που δεν θα βρει κανείς ποτέ στη ζωή των ανώτερων τάξεων – την τυπική, θεατρική, και ψεύτικη όπου δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ανάπτυξης γνήσιου ποιητικού λόγου.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τη μουσική. Η μουσική και για τους δύο λαούς δεν αποτελεί απλά μέσο διασκέδασης, αλλά πολλά περισσότερα. Η μουσική φέρνει σε επαφή τους ζωντανούς με τους νεκρούς, τους θνητούς με τους αθανάτους, ημερεύει τα ήθη, θεραπεύει ασθένειες και ενώνει τα σύμπαντα. Συγκρίνετε τον Ορφέα που τραγουδά με τη λύρα του για να φέρει την γυναίκα του από τον Άδη με την ιστορία του Χόιτσι που με τη μουσική του οι ταραγμένες ψυχές των νεκρών  ξαναγυρίζουν στον  απάνω κόσμο για να τον ακούσουν να παίζει πριν αποσυρθούν οριστικά στον κόσμο όπου ανήκουν. Στην πραγματικότητα, ο μουσικός ρυθμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ποίησης είτε μεταφράζεται ως μουσική είτε όχι. Είναι κομμάτι της αρμονίας που, όπως έλεγε και ο Πυθαγόρας, αποτελείται από αριθμούς και ύλη.
Η αρμονία σαν ζητούμενο παντού. Από το πιο απλό καθημερινό αντικείμενο ως την πιο πολύπλοκη τελετουργία. Από το πιο απλό δίστιχο έως το περίτεχνο χτένισμα. Από τα πέντε πέταλα του άνθους της κερασιάς έως τον χρυσό κανόνα έχοντας, φυσικά σαν δεδομένο ότι δεν μιλάμε μόνο για τις εξωτερικές διαστάσεις των πραγμάτων αλλά - και αυτό είναι το κυριότερο - τον απόλυτο συνδυασμό και την άρρηκτη συνύπαρξη του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό.
Η συνύπαρξη του παρόντος χρόνου με τον παρελθόντα – με όλες τις υπάρξεις του τότε και του τώρα – είναι μία άλλη έννοια που ήταν απόλυτα ξεκάθαρη και αληθινή για τους δύο λαούς και που σήμερα είναι τόσο δύσκολα κατανοητή από εμάς. Ο πρόγονος, όσο και αν η ύπαρξή του χάνεται στα βάθη των αιώνων, ήταν και για τους δύο λαούς ωσεί παρών. Τίποτα δεν γινόταν χωρίς την υποστήριξή του, τίποτα δεν λειτουργούσε αν ήταν εναντίον. Οι ψυχές δεν ανήκαν σε κάποιον κενό χώρο, αλλά στον ίδιο παρόντα χωροχρόνο των ζώντων απογόνων–φορέων τους, άλλοτε διατηρώντας τη μορφή που είχαν όταν ζούσαν και άλλοτε παίρνοντας την μορφή άλλων οργανισμών: από έντομα, πουλιά και ζώα μέχρι πέτρες, λουλούδια, δέντρα και αστέρια.
Οι πρώιμες ιδέες των Ιαπώνων σχετικά με τους νεκρούς ήταν περίπου οι ίδιες με εκείνες των Ελλήνων της προ-Ομηρικής περιόδου. Ο Χοράι, ένας φανταστικός τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών κατά τους Ιάπωνες, μοιάζει με τις Νήσους των Μακάρων, όπως περιγράφονται από τον Ησίοδο και τον Πινδάρο. Υπήρχε Κάτω Κόσμος, όπου τα πνεύματα κατέβαιναν, αλλά όπως έγραφε ο Χιράτα στις αρχές του 19ου αιώνα: «Τελικά ο αόρατος αυτός κόσμος θεωρείτο κατά κάποιον τρόπο ένα αντίγραφο του ορατού και εξαρτώμενος από την βοήθεια του ορατού για την επιβίωση του.  Οι νεκροί και οι ζωντανοί εξαρτιόνταν απόλυτα ο ένας από τον άλλον.  Τα πνεύματα όμως είχαν την ελευθερία να επιλέξουν τον τόπο κατοικίας τους ή τον φορέα τους ο οποίος ήταν ως επί το πλείστον τμήμα της φύσης του ορατού κόσμου».
Γι’ αυτό και η φύση δεν ήταν ποτέ άψυχη για κανέναν από τους δύο λαούς, αλλά φυσική συνέχεια του σώματός τους. Αν υπέφερε η φύση, υπέφεραν και οι άνθρωποι, αν εκείνη ήταν όμορφη, εκείνοι χαίρονταν. Μοιράζονταν την ίδια ψυχή, πολλές φορές και το ίδιο αντικείμενο. Η δική μας Ιτιά και Δάφνη, ο Νάρκισσος και ο Κυπάρισσος ήταν πλάσματα που μεταμορφώθηκαν σε λουλούδια και δένδρα σε αντιστοιχία με τις ιστορίες του Sanjiusan Gendo και πολλών άλλων  Ιαπωνικών θρύλων.
Είναι σίγουρο πως η Ελλάδα του Λευκάδιου είναι μία φανταστική Ελλάδα, είναι σίγουρο επίσης πως, αν ψάξει κανείς, μαζί με τις χιλιάδες απίστευτες ομοιότητες θα βρει και τις αντίστοιχες διαφορές. Το τελικό όμως συμπέρασμα είναι πως ο Λευκάδιος προσπαθούσε να βρει τις γέφυρες που ενώνουν τους πολιτισμούς και όχι τα σημεία που τους χωρίζουν. Αυτό που μένει είναι δεκάδες πανέμορφα γραπτά και ιστορίες που διανύουν ήδη τον δεύτερο αιώνα ζωής τους και συνεχίζουν παρόλα αυτά να επιτελούν τον σκοπό τους, δηλαδή να φέρνουν κοντά λαούς και να τονίζουν όλα όσα μας ενώνουν σαν ανθρώπους και όχι όσα μας χωρίζουν.


Σημείωση
Το πρώτο μουσείο για τον Λευκάδιο Χερν σε ευρωπαϊκό χώρο εγκαινιάστηκε ως Ιστορικό Κέντρο Λευκάδιου Χερν στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας, στις 4 Ιουλίου 2014. Το Μουσείο περιλαμβάνει πρώτες εκδόσεις, σπάνια βιβλία και ιαπωνικά συλλεκτικά αντικείμενα. Ο επισκέπτης με τη βοήθεια φωτογραφιών, κειμένων και εκθεμάτων μπορεί να περιηγηθεί στις σημαντικές στιγμές της εντυπωσιακής ζωής του Λευκάδιου Χερν, αλλά και στους πολιτισμούς της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα μέσα από το ανοιχτό μυαλό των διαλέξεων, των κειμένων και των ιστοριών του Χερν.