Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Η συνέντευξη - Γιώργος Δουατζής

douatzis27.jpg
Αλέξιος Μάινας
 
Ήταν από τις σπάνιες μέρες του χρόνου. Το φως σε αποσβόλωνε με την ομορφιά του. Αυτό το φως που περιμένω καθημερινά όλο τον χρόνο. Δεν μπορώ να το αιτιολογήσω, αλλά ένιωσα ότι αυτό ήταν το πραγματικό φως. Φως γνήσιο, αγνό, χωρίς καμία αλλοίωση. “Το φως των ζωγράφων” όπως το είχα ονοματίσει. Μόλις ξύπνησα και αντίκρισα αυτό το φως, η μοναδική μου επιθυμία ήταν να αρχίσω να ζωγραφίζω. Και ήξερα, ότι θα ζωγράφιζα με εκείνον τον αγαπημένο μου τρόπο, ο οποίος δυστυχώς με επισκέπτεται όλο και πιο αραιά και θυμίζει την “αυτόματη γραφή” των ποιητών, χωρίς προσχεδιασμό, χωρίς σκέψη, κανόνες, αρχή, ίσως, και το εύχομαι, χωρίς τέλος. Απλώς, είχα τη βαθιά επιθυμία να ζωγραφίσω κι ας μην είχα τον έλεγχο των κινήσεών μου, κι ας μου κινούσε το χέρι όποια φυσική ή άλλη δύναμη. Αυτό το φως ήταν μοναδικό και επιστροφή δεν έχει.
Το ένιωθα. Αυτό το φως, αυτές οι στιγμές, δεν έχουν επανάληψη, δεν έχουν όμοιό τους. Όχι ως οπτική πρόσληψη, ως εικόνα. Αλλά ως ενέργεια. Ναι, ως ενέργεια. Να, κάτι σαν αυτό που συμβαίνει όταν βρίσκεσαι σε χώρους όπου οι αρχαίοι Έλληνες έχτιζαν τους ναούς τους. Όπως στη Δήλο και στην απέναντι Ρήνια, στις Μυκήνες, στους Δελφούς, στην Ολυμπία και αλλού. Είναι αυτό το συγκεκριμένο συναίσθημα μυστηρίου και πνευματικής ευεξίας, που οδηγεί κάθε καλλιτέχνη στους δύσβατους δρόμους της δημιουργίας. Ήμουν σε έξαρση. Ετοίμαζα τα χρώματα στην παλέτα μου μηχανικά, κοιτάζοντας το λευκό τελάρο που με είχε ρουφήξει. Περιδίνηση λευκή σε ολόλευκη χοάνη, που περίμενε να πάρει ζωή από τα χρώματά μου. Και εκείνη, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, σαΐτα αγχογόνα το κουδούνισμα του τηλεφώνου χτύπησε τα διεγερμένα νεύρα μου. Σήκωσα με ένταση το ακουστικό.
“Ο κύριος Μιχάλης Μαραμένος;” άκουσα την άγνωστη φωνή. “Ναι. Τι θα θέλατε παρακαλώ;” απάντησα. “Είμαι υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος της εφημερίδας “Ελευθερία” και θέλω μια συνέντευξη. Θα θέλατε να μιλήσουμε;” ευγενέστατος ο δημοσιογράφος. Μου ήρθε να τον διαολοστείλω κραυγάζοντας. Δεν ξέρω τι με κράτησε στον χώρο της ευπρέπειας. Ίσως η σκέψη ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να γνωρίζει από τι κατάσταση με διέκοπτε και πόσο με εκνεύρισε αυτή η διακοπή. “Τι να πούμε;” ρώτησα. Χειμαρρώδης αυτός, προσπάθησε να με δελεάσει. “Σκέπτομαι να βάλουμε συνέντευξή σας στο Κυριακάτικο φύλλο που έχει μεγάλη αναγνωσιμότητα. Θα μου μιλήσετε κυρίως για το έργο σας και φυσικά για τον εαυτό σας. Αν μας χαρίζατε και μια μεταξοτυπία να την αναπαράγουμε ως ένθετο στην εφημερίδα, για δώρο στους αναγνώστες, θα είμαστε υπόχρεοι. Δεν σας κρύβω, αγαπώ ιδιαίτερα το έργο σας το  “Πολυπρόσωπον” και θα άρεσε πιστεύω και στους αναγνώστες μας” μου είπε με πάσα άνεση.“ Εμβρόντητος εγώ, ψέλλισα: “Να τα πούμε από κοντά λοιπόν κύριε...”. “Βολίτσας κύριε Μαραμένε, Βολίτσας Νίκος ονομάζομαι, θα χαρώ να τα πούμε και σημειώστε, θα έρθω με φωτογράφο για τα σχετικά. Είναι καλά την Πέμπτη το πρωί;” είπε ο δημοσιογράφος. “Σας περιμένω λοιπόν και τα λέμε στις έντεκα, πρωί της Πέμπτης”, απάντησα και έκλεισα έντρομος το τηλέφωνο.
Έτσι άρχισε αυτή η περιπέτεια. Και μόνο με το κουδούνισμα του τηλεφώνου, ένιωσα σαν να σπάει ξαφνικά μια πανύψηλη σκάλα στην κορυφή της οποίας βρισκόμουν και πέφτοντας να συντρίβομαι. Ήταν ένα τηλεφώνημα που με αναστάτωσε. Όχι μόνο διότι με προσγείωσε ανώμαλα σε μια πραγματικότητα που απεχθανόμουν, αλλά διέκοψε μια σπάνια, καίρια στιγμή δημιουργικής  έξαρσης και με έβαλε να σκεφτώ ακόμα μια φορά τα ένα σωρό “γιατί”, που δεν ανταμείφθηκαν με ένα “διότι”, ώστε να εξαφανιστούν και να ηρεμήσω κι εγώ από τα δαιμόνιά μου.
Ίσως να επιζητώ τη δημοσιότητα κι ας την τρέμω. Αν κρίνω από τις μέχρι τώρα αντιδράσεις μου, είναι προφανές ότι θέλω να είμαι γνωστός μέσα από το έργο μου ή το έργο μου γνωστό μέσα από μένα. Τι σημασία έχει ποιος προηγείται; Εγώ και το έργο μου ή το έργο μου κι εγώ, θέλουμε τη δημοσιότητα. Αλλά, είμαστε το ίδιο; Από τη στιγμή που θεωρώ τα έργα μου ολοκληρωμένα και τα εκθέτω σε δημόσια θέα, ξεκόβουν από μένα, φεύγουν. Ξεκόβουν από τη ζωή μου, οι πίνακες, οι ελαιογραφίες, τα χαρακτικά ως και τα μικρογλυπτά μου. Όταν βλέπουν τα έργα μου, λένε “Αυτά τα έργα είναι του Μιχάλη Μαραμένου”, δεν λένε “Να ο Μαραμένος”. Άρα, προηγούνται τα έργα, υπάρχω κι εγώ μέσα από αυτά.
Δικαιολογημένη η διερώτηση αν αυτές οι ταυτίσεις έργου και δημιουργού, έργου και ζωής, με βρίσκουν σύμφωνο. Μου δημιουργούν πολύ βάρος, αλλά τώρα με κάποιον τρόπο με βολεύουν. Ποτέ δεν την κατάλαβα αυτή την αναπηρία, να θέλω να είμαι γνωστός στον κόσμο, ενώ το υγιές θα ήταν να θέλω να είναι μόνον το έργο μου γνωστό. Αφού υπάρχω μέσα από το έργο μου, θα έπρεπε να μου φτάνει να είναι γνωστό μόνον αυτό. Άσε, που και πάλι εγώ θα ήμουν ο γνωστός. Ορφανά θα ήταν τόσα έργα; Τι; Εμφανίζομαι στους άλλους σεμνός, αλλά όταν μονολογώ είμαι γεμάτος έπαρση; Και έτσι να είναι, τι σε πειράζει αυτό; Όταν θαυμάζεις τα έργα μου, καλά είναι; Κι έπειτα, ποιός τα εμπνεύστηκε, ποιός τα δημιούργησε; Εσύ; Ή τα έργα έγιναν αφεαυτού τους;
Αυτά τα λέω, διότι δεν ξέρω αν η δίψα μου για δημοσιότητα υπάρχει λόγω της ανάγκης να προβληθεί το εγώ μου ή της ανάγκης να μοιράζομαι ό,τι κάνω με τους άλλους. Θα μου πει κάποιος, και πάλι στο εγώ μου καταλήγει το πράγμα, αυτό ικανοποιώ. Αλλά, αν το έργο δεν το δει κάποιος, υπάρχει  μόνον για τον δημιουργό του. Το να μην μοιράζομαι το έργο μου, το βρίσκω  εγωπαθές, και είναι αιτία αφόρητης μοναξιάς. Ένα “μπράβο Μιχαλάκη” ζήτησα άλλωστε, δεν ζητάω την κεφαλή κάποιου επί πίνακι. Γιατί θα πρέπει να απολογηθώ; Αν ο άνθρωπος εξαφάνιζε τη ματαιοδοξία του, θα υπήρχε δημιουργία; Η ματαιοδοξία δεν τροφοδοτεί μόνον τους καλλιτέχνες, αλλά την ίδια τη ζωή. Κι έπειτα, στην περίπτωσή μου υπάρχει και μία σκοπιμότητα καθαρά οικονομικής υφής. Αν δεν γίνει γνωστό το έργο μου, θα πεθάνω στην ψάθα, ήτοι πάμφτωχος. Πρέπει να γνωρίζει ο κόσμος ότι υπάρχουν οι πίνακές μου για να τους αγοράσει.
Μήπως πρέπει να του τηλεφωνήσω αυτού του Βολίτσα και να ακυρώσω τη συνέντευξη; Προς τι τελικά όλα αυτά; Όλο και συχνότερα κοιτάζω τα έργα μου και λέω “και λοιπόν;”. Με πιάνει μια πικρία, μια αίσθηση μεγάλης ματαιότητας. Σαν αυτή που νιώθω κάθε φορά, όταν στέκομαι μπροστά σε έργα μεγάλων δημιουργών, όπως Πικάσο, Ροντέν, Μοντιλιάνι, Βαν Γκογκ, Ροτσένκο, Μπρανκούζι και τόσων άλλων. Και ομολογώ, είχα την τύχη να δω στο πρωτότυπο έργα των σημαντικότερων ζωγράφων στα μουσεία πολλών χωρών. Έκαναν όνειρα υψιπετώντας και, είμαι βέβαιος, πολλές φορές θα αναλογίστηκαν “και λοιπόν;” μετά την ολοκλήρωση ενός έργου ή μετά μια έκθεση έργων τους. Λίγες δεκάδες χρόνια αργότερα, τα έργα τους παραμένουν ζωντανά, αλώβητα από το πέρασμα του χρόνου. Και οι δημιουργοί τους μετατράπηκαν σε κατάλοιπα μνήμης, θρύψαλα σε εγχειρίδια, αντικείμενα ενασχόλησης αποτιμητών της ιστορίας.
Γιατί όλη αυτή η πικρία; Δεν ξέρω γιατί, αλλά για να υπάρχει δεν είναι αναίτια. Σκέπτομαι καμιά φορά, ότι θα ήθελα με τον θάνατό μου να εξαφανιστούν και όλα τα έργα μου. Έτσι, θα σβήσει κάθε αποτύπωμα του έργου μου στη γη διαμιάς, με δική μου απόφαση και όχι προϊόντος ενός εκδικούμενου την υστεροφημία μου χρόνου. Άλλοτε πάλι, σκέπτομαι να τα δωρίσω όλα σε ένα μουσείο και να μην ξαναζωγραφίσω έως θανάτου. Από την άλλη, δεν μου αρέσει η ιδέα να γίνω μουσειακό είδος. Τι να την κάνω την υστεροφημία; Τώρα θέλω να ζήσω ό,τι απορρέει από το έργο μου.
Και γιατί να του δώσω συνέντευξη του κυρίου αυτού; Μετά τόσα χρόνια και τόσα έργα, τώρα με θυμήθηκε; Άλλος στη θέση μου θα χαιρόταν πολύ. Διότι δεν είναι σύνηθες δημοσιογράφος από μεγάλη εφημερίδα, να ζητάει  επίσκεψη στο ατελιέ μου και συνέντευξη. Και να θέλει να φωτογραφήσει έργα μου και εμένα. Κολακευτικό, δεν λέω, αλλά καταλαβαίνεις τι τρεχάματα έχω τώρα; Να συγυρίσω τον χώρο που είναι όπως πάντα ακατάστατος, να βάλω σε σειρά τα έργα μου για να φαίνονται, μπροστά - μπροστά όσα θεωρώ καλύτερα, να ψωνίσω κάτι να τον φιλέψω, να διαλέξω καλή μουσική να παίζει ως υπόκρουση, να ξεχωρίσω τρία έργα για να διαλέξει ένα ως δώρο για να μου έχει υποχρέωση και τόσα άλλα.
Το αίτημά του για συνέντευξη, με ξάφνιασε. Ήθελα να του πω ότι έχω επιφυλάξεις αν είναι η κατάλληλη στιγμή και άλλα προσχηματικά, αλλά δεν τα κατάφερα. Έκρυψα έναν απροσδιόριστο φόβο μου. Φαντάζομαι πως δεν είναι φόβος προς το πρόσωπο, αλλά προς την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Φοβάμαι τη δημοσιότητα που δεν την ορίζω εγώ, αλλά ένα διάμεσο, στην περίπτωσή μας ο δημοσιογράφος, ο οποίος θα με προβάλλει ερήμην μου, κατά τη βούλησή του. Κι έπειτα, δεν έχω κανένα λόγο να εκτιμώ τους δημοσιογράφους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.
Άνοιξα την πόρτα στον Βολίτσα, χωρίς να πάψει να με τρώει αυτό το άθλιο, πικρό, ”προς τι;”, το οποίο μου κάνει τελευταίως πολύ φθοροποιό παρέα, πριν κάθε κίνηση. Κατέφθασε με πολλή διακριτικότητα οφείλω να ομολογήσω και με περισσή ευγένεια, έτσι ώστε αμέσως να καταλάβω ότι δεν είχα λόγο να ανησυχώ και ότι έπρεπε να του έχω εμπιστοσύνη. Αλλά αμέσως ο δύσπιστος εγώ, αναρωτήθηκα αν αυτή η ευγένεια είναι πραγματική ή μέρος του επαγγελματισμού του, ακριβώς για να αφεθώ στα χέρια του ως εύκολη λεία. Ακούμπησε ένα πολύ μικρό μαγνητόφωνο στην άκρη του τραπεζιού. Έβγαλε μπλοκ και στυλό, μάλλον για διακόσμηση τα είχε αυτά αφού δεν έγραψε κάτι, και άρχισε αμέσως τις ερωτήσεις. Κάτι ερωτήσεις σου λέω, που δεν θα τολμούσε να μου τις κάνει ούτε ψυχαναλυτής στη δέκατη επίσκεψη, με απόλυτη οριζοντίωση στο γνωστό ντιβάνι.
Τι ζήτησε ο άνθρωπος; Να γυμνώσω την ψυχή μου, να εξομολογηθώ ιστορίες που είχα απωθήσει σε μεγάλο βάθος, έως αμνησίας, πολλά χρόνια τώρα. Να μιλήσω για πράγματα που δεν τολμούσα να σκεφτώ. Τα ερωτήματα πολλά. Εγώ ανταποκρίθηκα χωρίς αντίσταση. Με ξεγύμνωσε. Και έκανα τη βλακεία να μην του ζητήσω από πριν γραπτές τις ερωτήσεις, ώστε να είμαι προετοιμασμένος να απαντήσω με απόλυτη ψυχραιμία, ελέγχοντας καταλεπτώς τι έπρεπε να δημοσιοποιηθεί από τα του εαυτού μου. Όμως πρέπει να παραδεχτώ, ότι κατανίκησε τους φόβους μου και για πρώτη φορά ένιωσα να μην φοβάμαι να μιλήσω ανοιχτά με κάποιον. Ήταν η στιγμή; Ήταν που μου δημιούργησε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του; Από την άλλη, μου άρεσε η διαδικασία. Με φόρτισε, με εκνεύρισε, αλλά κατά βάθος μου άρεσε. Η συνέντευξη έμοιαζε με εξομολόγηση και ίσως για αυτό την εξέλαβα ως καθαρτήρια διαδικασία. Ξέχασα μάλιστα και τους ρόλους μας. Ότι αυτός ήταν ο δημοσιογράφος κι εγώ ο ανακρινόμενος. Λες και περίμενα αυτήν ακριβώς τη στιγμή για να ξαλαφρώσει η ψυχή μου. Λες και έφερα στο σαρκίο μου τις αμαρτίες ολόκληρης της ανθρωπότητας και έπρεπε επειγόντως να καθαρθώ. Δεν έκρυψα ότι φοβάμαι όταν με ρώτησε ποιοι είναι οι φόβοι μου. Τι να απαντήσω; Να πω ψέμματα ότι δεν φοβάμαι; Αφού μονίμως νιώθω έναν απροσδιόριστο φόβο. Μου έρχεται συνέχεια η λέξη “φοβάμαι” στον νου. Και αυτό με ενοχλεί αφάνταστα. Αλλά συνηθίζεται ο φόβος; Μάθαμε να συνυπάρχουμε με τον φόβο, αλλά ποτέ δεν τον αποδεχθήκαμε. Γεμίσαμε συστήματα συναγερμού, σειρήνες ηχούν παντού κι αυτός με ρωτάει αν φοβάμαι. Άσε τα μικρόβια, που με απειλούν συνεχώς με αρρώστιες και ξέχασα πάλι να πλύνω τα χέρια μου, αφού αναγκάστηκα να τον χαιρετίσω δια χειραψίας.
-Γιατί σας ενοχλεί; με ρώτησε ο δημοσιογράφος.
-Τι να με ενοχλεί,; Ότι με ρωτάς αν φοβάμαι ή ο φόβος;” του είπα.
-Είναι φανερό ότι φοβάστε.
-Από παιδί ακούω το βλακώδες: “Είσαι δειλός. Οι άντρες δεν κάνουν έτσι. Δίνουν αγώνα και παλεύουν να νικήσουν. Δεν μπορεί να έχεις τόση δειλία  παιδάκι μου”. Και δεν λέω ότι δεν ήμουν δειλός, δηλαδή δεν ξέρω αν ήμουν, πάντως είναι βέβαιο ότι φοβόμουν. Αλλά δεν κατάλαβα, γιατί θα έπρεπε να μην φοβάμαι. Γιατί να μην είμαι δειλός; Θα λογοδοτήσω αν νιώθω φόβο, αν  είμαι άνθρωπος με ευαισθησίες; Κι έπειτα, τι θα πει “οι άντρες δεν κάνουν έτσι”, δηλαδή μόνον οι γυναίκες έχουν δικαίωμα στον φόβο; Άκουσε, όταν δεν με έβλεπε κανείς, ήμουν ικανός για όλα. Ατρόμητος, αποφασισμένος. Όταν με έβλεπε κάποιος, δηλαδή θα μπορούσε να κριθούν οι πράξεις μου, τότε άλλαζε το πράγμα.
-Φόβος για την κριτική λοιπόν;
-Όχι ακριβώς. Κυρίως για αυτά τα γαμημένα τα πρέπει, που μου τριβέλιζαν το κεφάλι χρόνια, τα οποία έρχονται να μου πουν ότι είχε δίκιο η μάνα μου που με έλεγε δειλό. Δεν έφταιγε αυτή, διότι έτσι μεγάλωσε και κακώς εκνευρίστηκα, μαζί της. Έτσι έμαθε, να κρίνει. ‘Έτσι της έφτιαξαν τον εγκέφαλο. Με κουτάκια που καθόριζαν συμπεριφορές και κυρίως κρίσεις. Με αποτέλεσμα, όταν δεν είσαι της συνομοταξίας των ρομποτοειδών, όπως λέω εγώ τους παραδομένους στην χειραγώγηση εγκεφάλους, να είσαι έρμαιο κάθε κριτικής κι ας προέρχεται από ανθρώπους που δεν εκτιμάς καθόλου.
-Γιατί αντιδράτε στην κριτική. Δεν είναι φυσικό να υπάρχει;
-Οι απόψεις είναι δύο, αντικρουόμενες και μάλλον δεν έχω απάντηση. Όταν με κρίνουν, όπως για παράδειγμα γίνεται με τις διάφορες επιτροπές για βραβεία, αυτομάτως νιώθω ότι οι κριτές θεωρούν εαυτούς ανώτερούς μου και εμένα κατώτερο, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να με κρίνουν. Άρα, αντιδρώ στην κριτική, της οποίας και μόνη η ύπαρξη με μειώνει.
-Και η άλλη άποψη;
-Η άλλη άποψη λέει, ότι από τη στιγμή που αποφασίζεις να δημοσιοποιήσεις το έργο σου, έχεις αποδεχτεί ότι μπορεί να σε κρίνει οποιοσδήποτε και βεβαίως αυτό δεν υποτιμά ούτε εσένα, ούτε το έργο σου. Αν δεν αντέχεις την κριτική, μην δείχνεις το έργο σου σε κανέναν.
-Τι φοβάστε περισσότερο;
-Μην φανούν οι τεράστιες ρωγμές στην άκρη του μυαλού μου και με πουν  ψυχοπαθή, τρελό, ανισόρροπο. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το σύστημα για να διατηρήσει την απαιτούμενη αταραξία του, θα με απομονώσει. Σε χώρους όπου θα είναι ανύπαρκτη κάθε μου ένσταση, κάθε λόγος, κάθε σκέψη. Για το καλό μου. Και για του συνόλου το καλό φυσικά. Για να νιώθω εγώ ευτυχής. Και με ποιο δικαίωμα πρέπει να ξέρω πότε και γιατί είμαι ευτυχής; Αυτό, συνιστά θράσος, έναντι αυτών που πασχίζουν νυχθημερόν για τη δική μου ευτυχία, διασφαλίζοντάς μου τα αναγκαία για να μπορώ να υπάρχω. Για να νιώθω έντονα την ανθρώπινη υπόστασή μου, με βάζουν σε γραμμές παραγωγής κι έτσι νιώθω παραγωγικός, άρα χρήσιμος, άρα υπάρχω, οπότε οφείλω να είμαι ευτυχισμένος. Μα, ρωτάς γιατί να είμαι ευτυχισμένος; Διότι μπόρεσα να κατανοήσω την τόση θαλπωρή που εκπέμπει το γύρω μου όλον, διότι μπορώ να αποκοιμηθώ ήρεμος, να κοιμηθώ βαθιά. Πώς να σου το πω... να, είναι κάτι σαν κατάληψη του νου. Έτσι και τόσο, που να μη σε νοιάζει πραγματικά στο τέλος αν υπάρχεις, αν σου έδωσαν δικαιολογία ύπαρξης, αν είσαι χρήσιμος, ψυχοπαθής, δούλος ή αφέντης. Έτσι, και τόσο βυθισμένος στην οριστική απώλεια του εαυτού σου, που δεν θα μπορούσε να υπάρχει καν ο εαυτός σου, ώστε να μπορέσουν να σε φέρουν εκτός εαυτού. Σε έμπλεξα ε; Εσύ δεν θα έτρεμες από φόβο με αυτές τις σκέψεις;
-Είναι υποθετική η ερώτησή σας. Όμως μην αντιστρέφουμε τους όρους. Εγώ ρωτάω. Εσείς απαντάτε. Θεωρείτε τελικά τον εαυτό σας ευτυχή;
-Δεν έχω απάντηση. Θεωρώ όμως ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δυστυχείς με όσα δεν έχουν και αρνούνται να είναι ευτυχείς με όσα έχουν. Οι πλασματικές ανάγκες απομυζούν και το τελευταίο τους ευρώ. Έτσι, αποδυναμώθηκαν όχι μόνον οικονομικά, αλλά και νοητικά. Η έννοια της αντίστασης χάθηκε. Λαοί ολόκληροι βομβαρδίζονται με μηνύματα χειραγωγούμενοι ως αμνοί. Και εγώ αντιστεκόμενος νιώθω την ευτυχή μοναξιά του περιθωριακού. Σε κάλυψε η απάντηση;
-Αντιφάσκετε λίγο, αλλά, δεν είναι δουλειά μου να σας κρίνω. Εγώ μόνον ρωτάω. Προφανώς, εσείς διαθέτετε χρόνο για να έχετε την πολυτέλεια τέτοιων συλλογισμών. Εμείς που δουλεύουμε όλη μέρα για τον επιούσιο...
-Όλοι έχουμε χρόνο. Πήγα με τραίνο σε δυο ώρες από το Λονδίνο στο Παρίσι. Ποιος να φανταζόταν τέτοια σύντμηση χρόνου πριν λίγα χρόνια; Και σε ρωτάω: Ο χρόνος που κερδήθηκε λόγω τεχνολογίας και επομένως ταχύτητας, πού πήγε; Κι αν πραγματικά κερδήθηκε χρόνος και υπό κλίμακα σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στον λεγόμενο πολιτισμένο κόσμο, τότε γιατί τρέχουμε και δεν περπατάμε κανονικά;
Θυμήθηκα το τραίνο προς Παρίσι. Παρότι είχα πάει στο Παρίσι αρκετές φορές, ένιωσα σαν να πήγα πρώτη φορά μετά τις σπουδές, που έληξαν πριν τριάντα χρόνια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έβλεπα αχόρταγος εικόνες της πόλης, ρούφηξα ατμόσφαιρα, μυρωδιές και χρώμα. Πήγα σαν την πρώτη φορά στο Λούβρο. Άπτερος Νίκη, Αφροδίτη… Στην Αφροδίτη μπροστά φτερούγισα συγκινημένος. Δεκάδες επισκέπτες την προσκυνούσαν και φωτογράφιζαν μανιωδώς. Γελοίο, αλλά αισθανόμουν λες και ήμουν εγώ ο γλύπτης. Ανόητες ευαισθησίες; Η ιδιότητα που έχω  του εικαστικού; Το άτιμο το νήμα μιας μνήμης που μας συνδέει με τους αιώνες;
“Ξεχαστήκατε σε αναπολήσεις μου φαίνεται” διέκοψε τις σκέψεις μου χαμογελώντας ο δημοσιογράφος. “Ναι. Σκεπτόμουν πόσες χιλιάδες άνθρωποι την ημέρα επισκέπτονται τα μουσεία του Παρισιού, του Λονδίνου, όλου του κόσμου. Τη λοιδορούν την έρμη την τέχνη και ακόμα περισσότερο τους καλλιτέχνες, αλλά όλοι εκεί τρέχουν. Μιλούν για τρελούς καλλιτέχνες, αλλά όλοι έχουν κρεμάσει έναν πίνακα ζωγραφικής στο σπιτάκι τους”. Με κίνηση καταφατική ο δημ  οσιογράφος έδειξε να συμφωνεί και εγώ λες και συνέχιζα μια αφήγηση του είπα: “Μετά την έξοδο από το Λούβρο, παρά την κούραση αποφάσισα να φτάσω στο Καρτιέ και να περάσω από τη σοφίτα όπου κατοικούσα ως φοιτητής στην Σαιν Ζερμέν, απέναντι από τη στάση του μετρό Οντεόν. Όμως ξαφνικά δεν προσανατολιζόμουν στον χάρτη, δεν ήθελα να ρωτήσω κάποιον πώς πάνε εκεί κι ένα κύμα βαθιάς μελαγχολίας μου θύμισε πόσο ξένος ένοιωθα σε αυτή την πόλη. Όλη τη μέρα δεν ακούστηκε η φωνή μου. Ολόκληρη μέρα. Μου άρεσε η αναγκαστική αλαλία. Πάντα εκεί κατέφευγα άλλωστε…”.
Ο δημοσιογράφος πήρε ένα ξαφνιασμένο ύφος με αρκετή συγκατάβαση κι εγώ συνέχισα απτόητος: “Ξέρεις, υπολογίζω τον χρόνο της ζωής τους. Γιατί;”. “Τι εννοείτε;” ρώτησε απορημένος. “Έχω την μανία όταν βρίσκομαι σε μουσεία να σημειώνω ημερομηνίες γέννησης- θανάτου των δημιουργών και να υπολογίζω τα χρόνια που έζησαν. Παρότι όταν βρίσκομαι σε τέτοιους χώρους κάνω βουτιά βαθιά μέσα στην Τέχνη και νιώθω να βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου”. Άμεση η απάντηση του δημοσιογράφου που ομολογώ με ξάφνιασε: “Δεν λέτε κάτι νέο. Και εγώ έτσι αισθάνομαι και κάνω ακριβώς τα ίδια” κατέληξε. Δεν ήμουν ο μόνος όπως νόμιζα; Και αντί να ικανοποιηθώ που κάποιος άλλος λειτουργεί όπως εγώ, άρα δεν είμαι μόνος, επιθετικά ένιωσα τη φωνή μου να λεξοβολεί: “Κάνεις ακριβώς τα ίδια με μένα; Έχεις σταθεί ποτέ μπροστά σε ένα άδειο από χρώματα, λευκό τελάρο; Έχεις νιώσει να περνούν μέρες, εβδομάδες, άπραγος, ανίκανος να τραβήξεις μια πινελιά και να εξακολουθείς να το κοιτάς λευκό; Είναι σαν να σε προκαλεί το χάος να του δώσεις μορφή. Σαν έγκαυλη γυναίκα που σε ικετεύει να την γευτείς και συ την κοιτάς με την απορία στα μάτια. Κάνεις τα ίδια με μένα λοιπόν; Ποιό είναι το λευκό τελάρο σου κύριε δημοσιογράφε; Είδες ποτέ αυτό το φως που με συνεπαίρνει; Έζησες την αθλιότητα που έζησα εξαιτίας σου, τη στιγμή που είμαι έτοιμος να πιάσω το πινέλο σε πλήρη δημιουργική έξαρση, να χτυπάει το τηλέφωνο και να μου μιλάς εσύ για συνέντευξη; Σου λέω λοιπόν, ότι είναι τόσο συγκλονιστικό ότι θέλεις να μου πάρεις συνέντευξη, όσο ότι χέστηκε η φοράδα στο αλώνι”. Ομολογώ ότι δεν ξαφνιάστηκε μόνον αυτός, αλλά και εγώ με την αντίδρασή μου. Ωστόσο, ως άψογος επαγγελματίας, αντιπαρήλθε την ένταση και ηρεμότατος συνέχισε τις ερωτήσεις.
-Μου αρέσει πολύ ένα έργο σας. Το Πολυπρόσωπον. Έχετε καταλάβει τι κάνατε σε αυτό το έργο;
-Με ρωτάς αν κατάλαβα το έργο μου;
-Βεβαίως. Δεν βρίσκετε φυσική την ερώτηση; Τότε, πείτε μου εσείς τι κάνατε στο Πολυπρόσωπον.
-Με δυσκολεύεις. Ξέρεις, θεωρώ ανόητο, συγνώμη για τον χαρακτηρισμό, να ζητούν από έναν δημιουργό να αναλύσει το έργο του. Σε ακουμπάει ένα έργο ή όχι. Τι αναλύσεις μου ζητάς τώρα;
-Σας ζητάω να μου πείτε αυτό που εντοπίζω εγώ και αρνείστε να δείτε εσείς. Στο Πολυπρόσωπον, υπάρχουν πολλά πρόσωπα, υπαρκτά ή όχι δεν με αφορά, τα οποία εμπλέκονται κατά τρόπο που να μην μπορεί να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Αν υποθέσουμε ότι εξαφανίζετε ένα πρόσωπο ολόκληρο, τότε θα μείνει λειψό ένα άλλο και ούτω καθεξής. Διότι οι γραμμές που συνθέτουν το ένα είναι αναγκαίες για να υπάρχει το άλλο. Και τις περισσότερες φορές όχι απλώς ως προέκταση του ενός μέσα στο άλλο, αλλά ως απόλυτη αλληλεξάρτηση του ενός από το άλλο. Δεν μπορώ να υπάρχω εγώ χωρίς εσάς και τα λοιπά και τα λοιπά. Μακριά η αλυσίδα, έως ατελείωτη, κύριε Μαραμένε.
-Με ξαφνιάζεις πραγματικά. Ομολογώ, δεν είχα σκεφτεί όσα παρατήρησες. Και τώρα που το λες, αυτό συμβαίνει σε κάθε μου έργο. Θα το χαρακτήριζε εύκολα κανείς “σύνδρομο της αλληλεξάρτησης”. Πόσο με ξαφνιάζεις να ήξερες...
-Και κάνετε και κάτι άλλο, εν πολλοίς ακατανόητο. Σε όλα τα έργα σας υπάρχει αναπαράσταση ενός ανθρώπινου κεφαλιού, αλλά με τόσο απόκοσμο, περίεργο πρόσωπο, που αποκλείεται να υπάρχει παρόμοιο στην πραγματική ζωή.
-Και βέβαια υπάρχει. Ό,τι μπορώ να σκεφτώ ή να φανταστώ υπάρχει, αποτελεί πραγματικότητα. Όμως οφείλω να σου πω, ότι αρκετές φορές βρίσκομαι στο μετρό ή στον δρόμο, βλέπω ένα πρόσωπο και λέω “κάπου τον ξέρω αυτόν” και μετά θυμάμαι ότι τον είχα ξαναδεί σε έργο μου.
-Πάμε στο σύνδρομο που λέγατε. Για να υπάρχει αλληλεξάρτηση, πρέπει να υπάρχει και ο άλλος. Αλλιώς, από ποιόν θα υπήρχε η εξάρτηση; Ηρεμήστε, μην με κοιτάτε με τόση απορία. Άλλωστε με πυρήνα τα έργα σας γίνεται αυτή η συζήτηση.
-Μα, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιος άλλος θα δει στα έργα μου στοιχεία που δεν είδα ποτέ εγώ. Η απορία, δεν έχει να κάνει με σένα, αλλά με την εικονοποίηση πραγμάτων που βγαίνουν από μέσα μου, και δεν τα συνειδητοποιώ. Και μετά μου λες αν φοβάμαι...
-Θα σας επισημάνω και κάποια άλλα πράγματα. Σε κάθε πίνακά σας, υπάρχουν πρόσωπα, αλλά κανένα δεν μας κοιτάει κατά πρόσωπο. Όλα λοξοκοιτάζουν είτε στο προφίλ, είτε κατά τα τρία τέταρτα. Γιατί δεν μας κοιτάζουν τα  πρόσωπά σας στα μάτια κύριε Μαραμένε; Γιατί δεν μας κοιτάζετε στα μάτια;
-Σαν ανακριτής μου μιλάς. Εγώ, μα, εγώ και βέβαια σε κοιτάζω. Να, πρόσεξέ με. Αυτήν τη στιγμή δεν σε κοιτάζω ευθέως, ακριβώς στα μάτια; Αλλά κι αν είναι όπως το λες και δεν σε κοιτάζω, τι σημαίνει αυτό; Και τι σημασία μπορεί να έχει για σένα; Το έργο μου μετράει. Γιατί με μπλέκεις με το έργο μου;
-Αποστασιοποιείστε και από το έργο σας τώρα;
-Άλλη ερώτηση παρακαλώ.
-Κάνουμε διάλογο τώρα;
-Όχι βέβαια. Μόνον διάλογο δεν κάνουμε. Ερωταπαντήσεις υπάρχουν. Όχι διάλογος. Και όπως λες, εσύ ρωτάς, εγώ απαντάω.
-Και σας καλύπτει αυτή η... μονοδρόμηση του λόγου;
-Σημασία δεν έχει η μονοδρόμηση και τα τεχνάσματα που εφευρίσκεις. Αλλά το ότι εγώ έχω τη δύναμη, μπορώ με τη ζωγραφική μου να παγώσω το χρόνο, να εγκλωβίσω σε ένα έργο την μορφή σου εξαρτημένη, όπως σωστά παρατήρησες, από ένα άλλο πρόσωπο. Ενώ εσύ θα γερνάς ή δεν θα υπάρχεις, εγώ θα σε έχω εγκλωβισμένο στους αιώνες, αν φυσικά θα εξακολουθεί να υπάρχει το έργο μου. Αυτό δεν σε φοβίζει; Δεν τρέμεις την εξάρτησή σου από μένα και από ένα άλλο πρόσωπο με το οποίο θα σε συνδέσω εσαεί; Τόση μπορεί να είναι η εξάρτηση, που αν τολμήσεις να  αποδιώξεις το άλλο πρόσωπο, θα χαθεί και η δική σου η μορφή.
-Με απειλείτε;
-Όχι. Καταγράφω τις δυνατότητές μας. Και ελπίζω να μπορείς πλέον να δεις την εξάρτησή σου από το δικό μου πλέον πρόσωπο. Που σημαίνει, ότι θα με σεβαστείς, θέλεις δεν θέλεις. Διότι για μένα είσαι μια μονοκοντυλιά, γραφής ή διαγραφής. Και φαντάζομαι ότι αποστρέφεσαι τη διαγραφή σου.
Χωρίς να έχω καταλάβει αν είχε τελειώσει η συνέντευξη, ο δημοσιογράφος μάζεψε τα σύνεργά του, τα έβαλε με αργές κινήσεις στην κρεμαστή τσάντα του, ευχαριστώντας, με απόλυτη τυπικότητα, για τον πολύτιμο χρόνο που του είχα διαθέσει. Σαστισμένος, του είπα να διαλέξει έναν από τους τρεις πίνακες που είχα ξεχωρίσει για να πάρει έναν ως δώρο και τότε άστραψε και βρόντηξε: “Θέλετε να εξαγοράσετε την εύνοιά μου;” είπε με τσιριχτή από τον θυμό φωνή. Και συνέχισε: “Και βέβαια δεν θα δεχτώ το δώρο σας, καθώς και τις απειλές σας. Όπως, λόγω επαγγελματισμού, δεν θα επιτρέψω να με επηρεάσουν οι συναισθηματικές εξάρσεις σας, οι οποίες θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την εικόνα που έχω σχηματίσει για το έργο σας και κυρίως για σας”.
Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του, άρχισα να θυμάμαι την ανάκριση που είχα υποστεί και προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου ακριβώς τα λόγια που είχα πει. Με μεγάλη ανησυχία προσπάθησα να ανακαλέσω στην μνήμη μου όσα ειπώθηκαν, σαν να ξυπνούσα από έναν λήθαργο, στην διάρκεια του οποίου είχα κάνει μύριες γκάφες, λάθη πολλά, που δεν μπορούσαν να διορθωθούν. Και με έζωσαν τα φίδια ή καλύτερα με έζωσαν ερωτήματα, των οποίων μάλλον δεν έβρισκα τις απαντήσεις:
Πώς θα δημοσίευε αυτός τη συνέντευξη; Θα την έβαζε πλήρη, αυτούσια, ώστε να μην υπάρχουν παρανοήσεις ή θα επέλεγε φράσεις που μπορεί να οδηγούσαν κάθε αναγνώστη σε φρικτά για μένα συμπεράσματα; Θα δημοσίευε με ακρίβεια τα λόγια μου λειτουργώντας ως σωστό διάμεσο μεταξύ εμού και του αναγνώστη, πράγμα που απαιτεί δεοντολογικά ο ρόλος του ή θα περνούσε κρίσεις για το άτομό μου, απολύτως αυθαίρετες και προσωπικές, οι οποίες θα με μείωναν ως δημιουργό και ως άνθρωπο; Έκανε τις ίδιες ερωτήσεις σε όλους τους ζωγράφους που είχε παρουσιάσει ή είδε σε μένα κάτι το ιδιαίτερο και με ανέκρινε εις βάθος; Τι είχε το βλέμμα, η φωνή, η συμπεριφορά του δημοσιογράφου που με μετέβαλε σε έναν πειθήνιο εκ βαθέων εξομολογούμενο και απαντούσα χωρίς δισταγμό σε όλες τις ερωτήσεις κι έπειτα, ποιόν και γιατί να ενδιαφέρουν οι απαντήσεις μου; Αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι και εγώ υπέβαλα ακριβώς τις ίδιες ερωτήσεις, θα απαντούσε ο δημοσιογράφος;
Ποιόν υπηρετούσε η όλη διαδικασία; Εμένα; Αυτόν; Το έργο μου; Τον εκδότη του; Όσους ενδιαφέρονται για το έργο μου ή τους αναγνώστες της εφημερίδας; Γιατί δεν τον είδα εξαρχής ως ύποπτο που εξυπηρετεί σκοτεινές δυνάμεις;  Γιατί δεν ζήτησα αμοιβή για να μιλήσω; Εγώ διέθετα μυαλό, χρόνο, όνομα, ώστε αυτός να έχει υλικό να γράψει και μεταφέροντας τα δικά μου λόγια να αμειφθεί. Και η εφημερίδα του, με υλικό βγαλμένο από το μυαλό μου, έπαιρνε διαφημίσεις και κέρδιζε εκατομμύρια. Η εφημερίδα του θα γέμιζε τουλάχιστον μια σελίδα με τα λόγια μου. Ήμουν συστατικό ενός κερδοφόρου προϊόντος και δεν θα έπαιρνα ίχνος αμοιβής. Γιατί δεν φόρεσα το αγαπημένο μου πουκάμισο για τη φωτογράφηση, αλλά αυτό με τον σκληρό γιακά που μου γδέρνει τον λαιμό; Γιατί δεν αντέδρασα αποτρεπτικά στις ερωτήσεις-τομή λες και με είχε βάλει σε πάγκο νεκροτομείου και με άνοιγε όλο και βαθύτερα; Αν βαστούσε μαχαίρι αντί μαγνητοφώνου, δεν θα αντιδρούσα;
Πάλι αυτός ο άθλιος ήχος του τηλεφώνου. Θα ξεριζώσω το καλώδιο. Θα το πετάξω από τη ζωή μου. Διαλύει τις σκέψεις μου, τον εαυτό μου διαλύει. Παρά την οργή μου, θα απάντησω: “Λέγετε παρακαλώ”. Η φωνή γνώριμη: “Νίκος Βολίτσας, ο δημοσιογράφος κύριε Μαραμένε. Συγχωρέστε με, αλλά θα πρέπει να αναβάλουμε τη συνέντευξη, άρα και τη συνάντησή μας σε ευθετότερο χρόνο”.
Αυτό το φως ήταν μοναδικό
και επιστροφή δεν έχει.
Ο Γιώργος Δουατζής ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει ποίηση, μυθιστόρημα, διηγήματα και μελέτες: Γραφτά (Αθήνα 1976), Τοπική Αυτοδιοίκηση (Εξάντας 1986), Τα Μικρά (Κάκτος 1996), Απάνθισμα Τάσου Λειβαδίτη (Κέδρος 1997), Προς Δέκα Επιστολή (Μίλητος 2001), Προς Δέκα Επιστολή - Τα Ανεπίδοτα (Κάκτος 2003), Σπονδές (Εξάντας 2004), Τα Μικρά β’ (Εξάντας 2004), Τα Κόκκινα Παπούτσια (Εξάντας 2004, Vakxikon.gr (e-book) 2012, Γαβριηλίδης (δίγλωσσο) 2014), Το Κουμπί (Εξάντας 2004, Ιωνικό Κέντρο (αναθεωρημένη έκδοση) 2011), Μη Φεύγετε Κύριε Ευχέτη (Λιβάνης 2008), Περί Δημοσιογραφίας (Πεδίο 2010), Φωτοποιήματα (Καπόν 2010), Πατρίδα των Καιρών (Καπόν 2010), Το Σπασμένο Παιχνίδι, Κώστας Αξελός (Καπόν 2011), Σχεδίες (Καπόν 2012), Να Βγω από Μένα, Γιάννης Δάλλας (Καπόν 2013), Τα 99 Μικρά (Vakxikon.gr 2013), Η Άλλη Λέξη (Γαβριηλίδης 2014). Και στα συλλογικά έργα: Περί Σχεδίου ο Λόγος (Κάκτος 2006), Συνομιλία με τον Νυχτερινό Επισκέπτη (Κέδρος 2008).