Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Η πυρπόληση στη Χίο - Ανάγνωση του Γιάννη Μακριδάκη

της Μαρίας Ιωαννίδου

Λαγού Μαλλί, Νουβέλα, Γιάννης Μακριδάκης, Εκδόσεις Εστία, 2010

Ολόφρεσκο με την ίδια μυρωδιά από βαθιά γνώση και αγάπη για την ιστορία, μαζί κι απόλυτα σημερινό, το καινούργιο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη.

Την έκφραση «Λαγού Μαλλί» που διάλεξε για τίτλο την άκουγε ο συγγραφέας από παιδί χωρίς να ξέρει τι σημαίνει. Αλλά την άκουγα κι εγώ πριν χρόνια στην Αθήνα από έναν Χιώτη στην καταγωγή επαγγελματία. Έτσι απαντούσε όταν τον ρωτούσε κάποιος για την είσπραξη που (δεν) έκανε τότε το μαγαζί του. Το ίδιο απαντούσε και όταν χαλούσε ο καιρός, το ίδιο όταν επέστρεφε με άδεια χέρια από το ερασιτεχνικό ψάρεμα, το ίδιο και όταν ανακοινωνόταν μια καινούργια φορολογία. Αυτό θα εννοούσε μάλλον ο Γιάννης Μακριδάκης το καλοκαίρι, όταν κουβεντιάζοντας  τότε με αφορμή τον «Ηλιο με Δόντια», έλεγε ότι «η λογοτεχνία μιλιέται και ζει δίπλα μας».


Η «αντευχή» το περιπαικτικό «γκαντέμιασμα», που εκφράζει η λαϊκή αυτή ρήση, ο αυθόρμητος λόγος που εκφράζει με δύο μόνο λέξεις το πνεύμα μιας εποχής άγονης, της εποχής  των εξαγγελιών και λόγων –από επίσημα και ανεπίσημα χείλη- που δεν σημαίνουν πολλές φορές τίποτα ή που σημαίνουν το ακριβώς αντίθετο από κείνο που δηλώνουν, τιτλοφορεί μια ιστορία.


Τέσσερις φίλοι αποχαιρετούν τον ψαρά που φεύγει από τη ζωή, ενώ μαζί αποσύρεται από τη θάλασσα και το αγαπημένο του πλεούμενο. Μόνο που δεν χάνονται σε φουρτούνα. Ο εκλιπών μεταφέρεται στους ώμους και στη μνήμη των φίλων, οι συντοπίτες του τον εναποθέτουν στη γη αφού παρακολουθήσουν την εξόδιο ακολουθία, μιαν μουσική υπόκρουση εξαίσια που δένει με τις σκέψεις και τις διηγήσεις των συντρόφων του νησιού. Και μετά την ταφή εκτελούν και την τελευταία επιθυμία, πυρπολούν και το καΐκι μαζί και την άδειά του αρνούμενοι το πινάκιο φακής που προσφέρει η κοινοτική πολιτική σε αντάλλαγμα της απόσυρσης του πλεούμενου.


Η κηδεία και ο θάνατος μετατρέπονται σε αποχαιρετισμό μιας εποχής. Από τη μέρα του αη-Γιωργιού ως της Αγίας Ειρήνης. Από την 23η Απριλίου ως την 5η Μαΐου. Από την εξαγγελία της υπαγωγής της οικονομίας στο  Δ.Ν.Τ. ως τον θάνατο των παγιδευμένων στη τράπεζα στο κέντρο της Αθήνας. Ανάμεσα σ΄αυτά τα δύο γεγονότα της πραγματικότητας οι νησιώτες κάνουν την ιστορία, δική τους ιστορία. Με τον δικό τους γνήσιο, τόσο γλωσσικά όσο και συναισθηματικά, τρόπο. Που είναι δεμένος με τη σχέση τους με τη θάλασσα που τους περιβάλλει, με την παρατήρηση του καιρού από τα φυσικά σημάδια, από την σώμα με σώμα επαφή με την επιβίωση, από την τρυφερή τους σχέση με τα καΐκια, την ανθρωπιά με τους απέναντι, με την ιστορία έτσι όπως διαλέγουν να την αποτυπώσουν και όχι όπως σερβίρεται από τα μέσα.


Έτσι το φόντο το οποίο προβάλλεται στην τηλεόραση όταν ο πρωθυπουργός εξαγγέλλει από το Καστελλόριζο την υπαγωγή της χώρας στο Δ.Ν.Τ., ένα πράσινο  καΐκι μες τη θάλασσα, μετατρέπεται  σε κυρίως θέμα, η διήγηση περνάει από τους ανιαρούς και προβλέψιμους τηλεοπτικούς ρεπόρτερ στους πενθούντες ψαράδες.


Μέχρι οι φίλοι να εκτελέσουν και  την τελευταία επιθυμία του εκλιπόντος. Και να αποκατασταθεί, όσο μπορεί,  η χαμένη αξιοπρέπεια των βιοπαλαιστών, μέχρι να μπει σε δύο μόνο λέξεις η ανθρώπινη στάση, μέχρι να διατυπωθεί ένα άλλος λόγος, εγκάρδιος, αγανακτισμένος και λεπτά ειρωνικός, θαρραλέος και ουσιαστικός. 


Η νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη μας ταξιδεύει ακόμα μια φορά με όχημα τα υπέροχα γλωσσικά ιδιώματα της Χίου. Οι συνήθειες του βαρκάρη όσο ζούσε και αγωνιζόταν, η τρυφερή ματιά του τελευταίου αποχαιρετισμού εκ μέρους των φίλων του, κάνουν την κυβέρνηση και τον λόγο της ακόμα πιο ξύλινους, τις  κοινοτικές οδηγίες ακόμα που κούφιες, το δέλεαρ της επιδότησης αιτία για μια ειρηνική αλλά γεμάτη συμβολισμούς «πυρπόληση».


Ο Μακριδάκης ανακαλύπτει την ποιητική συμπύκνωση και ουσία που μπαίνει σε δύο μόνο λέξεις, απόδειξη πως όσο κι αν περιγράψει κανείς τα τεκταινόμενα μαζί και τα εννοούμενα του βιβλίου αυτού, κάτι μένει απ΄ έξω πάντα. Και πιστεύω ότι αυτό οφείλεται σ΄  εκείνο που αποκόμισα και από τον «Ήλιο με Δόντια». Άλλο πράγμα η εμπάθεια και άλλο το empathy.


Για να γίνει δηλαδή ο θυμός κι ο πόνος της κοινωνίας βίωμα και για να περάσει ξανά πίσω σ΄ αυτήν με τη λογοτεχνία, σαν λόγος  καθαρισμένος και ανακουφιστικός, χρειάζεται να σκέφτεται ο συγγραφέας με τη γλώσσα των ηρώων του. Και για να σκεφτεί κανείς με την γλώσσα των συνανθρώπων του δεν είναι αποτέλεσμα ούτε εργαστηρίου, ούτε καταγωγής από έναν συγκεκριμένο τόπο ούτε λαογραφικής αφ' υψηλού μελέτης.