Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Η ποιητική γενιά του ‘70

3hlwptsioudis30.jpg
φωτό: Αλ. Κατσής

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης

Ο ποιητής ταυτίζεται με τις λέξεις, το συναίσθημα και τις αγωνίες. Παλεύει για να καταστήσει εφικτό ένα καινούριο διάλογο μεταξύ λέξεων κι ανθρώπων, ύλης και συναισθήματος.Το ποίημα είναι μια και μοναδική εικόνα ή ένα αδιάσπαστο κι αδιαίρετο σύνολο εικόνων. Παρεμβαίνει εικαστικά στη γλώσσα μέσα από τη λιτή ασάφεια. Μεταστοιχειώνοντας τη γλώσσα, η εικόνα όχι μόνο ανοίγει την πόρτα στην πραγματικότητα, αλλά την αφήνει συνάμα γυμνή δείχνοντάς μας την τελική της ενότητα. Η φράση γίνεται εικόνα.
Η ποίηση κρύβει μέσα της όλες τις αρχαίες ανατρεπτικές δυνάμεις της φύσης και του ανθρώπου. Είναι είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης της ιστορίας με τον άνθρωπο, του ατόμου και της κοινωνίας που το περιβάλλει. Κρύβει μέσα της την αμφισβήτηση του κοινωνικού περίγυρου. Αναζητά καλλιτεχνικές διεξόδους για την έκφραση της άρνησης προς το παρελθόν και το παρόν.
Και ίσως μία γενιά που -τουλάχιστον στην αρχή- εξέφρασε αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η γενιά(1) του '70. Για τους ποιητές της περιόδου από το 1968 έως τις αρχές του 1980, έχουν προταθεί οι όροι "τρίτη μεταπολεμική γενιά", "γενιά της αμφισβήτησης"και "γενιά τηςάρνησης"(2). Στην πραγματικότητα είναι η τελευταία γενιά στην ποίηση που δικαίως φέρει τον τίτλο της γενιάς, ως ένα συλλογικό υποκείμενο που δρα συνειδητά και με εσωτερικές διεργασίες. Με βάση το κοινωνικό της ισοδύναμο θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε "αντικομφορμιστική γενιά" (ή "γενιά του αντικομφορμισμού"), τουλάχιστον κατά τις επιδιώξεις της καθώς αξιολογικά δεν επετεύχθη ως στόχος(3).

Οι ποιητές της γενιάς αυτής κατά την εφηβική τους ηλικία επηρεάστηκαν από την ψυχροπολεμική περίοδο (με μνήμες της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας) και το φόβο που αυτή γεννούσε (πυρηνικός όλεθρος), αλλά ταυτόχρονα και από τα νέα δεδομένα που εμφανίζονταν για την ανθρωπότητα (αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας, κατάκτηση του διαστήματος, επαναστάσεις και κινήσεις ανεξαρτησίας σε όλο τον κόσμο). Αν και από τις εμπειρίες της γενιάς είναι λάθος να περιθωριοποιήσουμε τη δικτατορία, παρατηρούμε ότι συγκριτικά κάποια ενισχυμένη τάση για αντίσταση και πνεύμα αγωνιστικότητας δεν κυριάρχησαν, όπως θα ήταν ίσως αναμενόμενο.
Διαμορφωμένη ποιητικά κατά τη δεκαετία του 1960 (βράβευση Σεφέρη και νέα καλλιτεχνικά κινήματα του εξωτερικού) έφτασε σε μία μοναδική ποιητική μυθοποίηση και καλλιτεχνική ηρωολατρεία. Ως νέοι "ήρωες" κι ινδάλματα της τότε ποιητικής πρωτοπορίας αναδείχθηκαν ο Σολωμός και ο Καρυωτάκης. «Η μυθοποίηση του Σολωμού διέρχεται μέσα από τη βιωματική οικείωση και τη συγκινημένη προσέγγισή του ως απόκοσμου ανθρώπου, αιθεροβάμονος σχεδόν, έγκλειστου στην μοναξιά του, τραγικά διαψευσμένου από τη ζωή του, διαρκώς ανικανοποίητου από το έργο του, ψυχικά σπαραγμένου από τη θρυλούμενη αδυναμία να ολοκληρώσει τα ποιήματά του»(4). Από την άλλη, μπορούμε να κάνουμε λόγο για νεοκαρυωτακισμό, καθώς είναι «ο μοναδικός Έλληνας ποιητής του οποίου όχι τόσο το ποιητικό έργο όσο η μυθοποιημένη μορφή αποτέλεσε για τη γενιά του 1970 πόλο έλξης και σημείο ρητής αναφοράς(5)».
Φυσικά μέσα στο κλίμα της παγκόσμιας αναγνώρισης της σεφερικής ποίησης και της μελοποίησης των έργων του από το Μίκη Θεοδωράκη, θα ήταν περίεργο να μην επηρεάσει τη νεώτερή του γενιά. Ο Αλέξης Ζήρας έβλεπε τα κύρια γνωρίσματα της γενιάς του '70 να αποτελούν μια αντανάκλαση της σεφερικής ποίησης. Ο Γαραντούδης εισπράττει βασικότατες επιδράσεις του Σεφέρη (παρά τις λίγες άμεσες αναφορές στον ποιητή ή το έργο του, σε αντίθεση με τους προαναφερόμενους).
«Η λογοτεχνική κριτική γενικά απέδωσε τη διασπορά θεμάτων και εκφραστικών τρόπων, τη γλωσσοκεντρική τάση, την ερμητικότητα ή και την αυτοαναφορικότητα στην επίδραση της σεφερικής ποιητικής ως της κυρίως ορίζουσα(ς) το πρότυπο έκφρασης των νεωτέρων. Υπό αυτή την έννοια, καθώς πηγή διαμόρφωσης του εκφραστικού στίγματος της γενιάς του 1970 στάθηκε ο ελληνικός ποιητικός μοντερνισμός και καθώς η μία κυρίαρχη εκδοχή του ήταν αυτή που κυρίως μορφοποίησε η σεφερική ποίηση, εγκλιματίζοντας στην Ελλάδα την ποιητική του γαλλικού συμβολισμού και του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, όλοι οι ποιητές της γενιάς του '70 κατάγονται, λιγότερο ή περισσότερο, από τον Σεφέρη(6)».
Σημαντική είναι η επιρροή και του Καβάφη. Ίσως η γενιά του ’70 να είναι η πρώτη που επηρεάστηκε τόσο πολύ από τον Αλεξανδρινό (επιρροές που επιβιώνουν μέχρι σήμερα) καθώς του επιφύλαξε μια ιδιαίτερη θέση  στο έργο της. «Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ποιητική συνομιλία, πνευματική και αισθητική, που αφορμάται από το ενδιαφέρον των νέων ποιητών για τον Αλεξανδρινό ποιητή και την έλξη που ασκεί επάνω τους ως άνθρωπος και ως δημιουργός και πραγματώνεται με τους όρους της νέας ποίησης που γεννιέται. Αναπτύσσεται στη βάση της κοινής αποδοχής για το δικαίωμα του ποιητή να αμφισβητεί καθορισμένα αισθητικά πρότυπα και να δημιουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής του»(7).
Αξιοποιούν το μύθο και την Ιστορία ως σύμβολα ή βιώματα για την έκφραση της κοινής μοίρας. Τα βιωμένα αδιέξοδα του Καβάφη, η απογοήτευση και η απομόνωσή του βρίσκουν ισχυρή ανταπόκριση σε μια περίοδο ανατροπών κι αστυφιλίας. Παράλληλα, ο καβαφικός αντικομφορμισμός, η γλωσσική του ιδιοτυπία και η μοναξιά του λειτουργούν καταλυτικά στην ποιητική έκφραση της δεκαετίας του ’70.
Έντονες είναι οι επιρροές και από τον Εμπειρίκο σε πολλούς ποιητές. Οι δημιουργοί ωθούν την εμπειρική παράδοση στο πλαίσιο των υπαρξιακών αναζητήσεών τους. Έμφαση δίνεται στην εικονοπλασία. Πράγματι, η γενιά ολόκληρη δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εικόνα, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση εικαστικής έκφρασης. Βέβαια, έχει προηγηθεί ο Σαχτούρης, ωστόσο η σαχτουρική ποιητική δε χαρακτηρίζεται από την έκταση της μυστικής διάθεσης.

Την ποίηση της νέας γενιάς στην Ελλάδα του ΄70 θα γοητεύσει ο αυθορμητισμός, ο μποέμικος τρόπος ζωής, ο απόλυτα ελεύθερος ως στάση ζωής και αντίδραση που προσβλέπει στην ελεύθερη έκφραση, την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη συνεργασία(8).
Χωρίς να λησμονούμε τη διαφορετική αντιμετώπιση των ερεθισμάτων και τις ειδολογικές διακρίσεις (9) μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της γενιάς, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους βρίσκονται υπαρξιακή αγωνία, πολιτικές τάσεις, λαϊκισμός και ζητήματα ποιητικής. Και ο έρωτας ακόμα στο νέο κοινωνικό πλαίσιο προσεγγίζεται ως υπαρξιακή ανάγκη, καθώς η στοχαστική διάθεση κυριαρχεί στη διαπραγμάτευση όλων των θεμάτων. Οι ποιητές αντιμετωπίζουν τη σύγχρονή τους μοναξιά μέσα στην αστική καθημερινότητα και αναζητούν τη συντροφικότητα. Αμφισβητείται το σύνολο των παραδομένων ιδεολογικών και κοινωνικών αξιών, καθώς και -συλλήβδην- όλα τα μη μοντέρνα αισθητικά και λογοτεχνικά ρεύματα.
Το έργο των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από στοχασμό και ήπια μελαγχολία. Εμφανής είναι μία ακαθόριστη -κατά τη γνώμη μας- άρνηση του παρόντος με μία μελαγχολική διάθεση για τον κόσμο της υπαίθρου που χάνεται, τον καταναλωτισμό που ολοένα και γιγαντώνεται, την αστική αλλοτρίωση κλπ. Ωστόσο, η άρνηση είναι πρωτογενής και χαλαρή χωρίς να διακρίνονται στοιχεία συστηματικής έκφρασής της και δεν φτάνει να αντιπροτείνει κάτι ορατό.
Εντοπίζεται ένας σαφής υπαρξιακός προσανατολισμός, μία στοχαστική ενατένιση της ζωής που αργότερα στη δεκαετία του '80 καταλήγει σε ενδοσκοπικές αυτοπροβαλλόμενες ματιές με ατομική πορεία, που στην ουσία ακύρωσαν τις ανησυχίες της προηγούμενης δεκαετίας που γέννησε τη νέα γενιά (ακύρωσαν στην ουσία την γέννησή τους).Ο αρχικός συλλογικός χαρακτήρας περιορίστηκε στα άτομα. Αυτή η στροφή είναι στην ουσία και η απόδειξη της απουσίαςμιας ιδεολογικής συνισταμένης.
«Άλλωστε, αρκετοί από τους "πάπες" της εξέγερσης αναγκάστηκαν στο διάβα του χρόνου να αυτοκαταργηθούν, από έλλειψη ακριβώς αντικειμένου ή ειλικρίνειας. Η τραχειοτομή για την εγκατάσταση πολλαπλασιαστικής ντουντούκας στο λάρυγγα είναι βέβαιη πλασματικότητα και αυθεντικότητα»(10).
Η ποίηση έτσι έγινε πιο κρυπτική, πιο προσωπική, με αυτοαναφορικότητες. Μία τέτοια τάση αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη χαλάρωση και τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό από τις ανάγκες που γέννησαν τέτοιες ιδέες. Και τούτο το βλέπουμε να διακρίνει τη συντριπτική πλειονότητα της γενιάς. «Αυτό που τους διαφοροποιεί είναι ο δικός τους προσωπικός τρόπος να αντιδρούν, όχι πάντα με το ρεαλισμό και την αμεσότητα της πολιτικής ποίησης των προηγουμένων γενιών, αλλά κυρίως μέσα από μια ποίηση που υπαινίσσεται»(11). Αυτή η κρυπτικότητα είναι εμφανής στα περισσότερα έργα της εποχής. Το συλλογικό βίωμα συνδέεται με το ατομικό, αλλά μόνο το δεύτερο προβάλλεται με στόχο να δώσει έμφαση στον ψυχισμό τους.
Έτσι, η αμφισβήτηση δεν είναι ιδεολογικής κατεύθυνσης, αλλά κυρίως συναισθηματική άρνηση του κατεστημένου της εποχής, και φυσικά το συναίσθημα και η κρυπτικότητα δεν ταράσσει τα νερά, δεν προκαλεί, δεν γεννά στοχασμούς για το παρόν και το μέλλον στον αναγνώστη.

Στην αρχή και λόγω της εποχής, όπως παρατηρεί ο Γιάννης Κοντός(12), η γενιά «έκανε μια αντίσταση καλυμμένη ποιητικά με την τότε υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, δηλαδή τη χούντα. Ήταν μια αντίσταση απέναντι στο στρατιωτικοποιημένο τρόπο ζωής, απέναντι στον αμερικάνικο τρόπο της κατανάλωσης και κυρίως απέναντι στην ανελευθερία που υπήρχε τότε. Όμως ιδεολογικά, ποιητικά και πρακτικά μετά την πρώτη πενταετία, γύρω στο 1975, τα πράγματα ξεχώρισαν. Άλλοι σταμάτησαν και άλλοι συνέχισαν».
Αν και η γενιά αποκλήθηκε "γενιά της αμφισβήτησης", εντούτοις η δυσπιστία αυτή αυτοματοποιείται σε μια κίνηση συνηθισμένης καθημερινής στάσης και δεν αποτελεί αποτέλεσμα μιας οξυμένης κριτικής διεργασίας(13). Όπως σημειώνει η Ψάχνου(14) «η Γενιά του ΄70 τα "είπε" όλα: χτυπήθηκε, πειραματίστηκε, ξανά χτυπήθηκε από τρίτους και από τα ίδια της τα μέλη, αυτομαστιγώθηκε, ανέβηκε σε κορυφές, κυλίστηκε σε βάραθρα, αυτοκαταστράφηκε και "αυτοανελήφθη". Και ούτω καθεξής». «Γι’ αυτό και, διοχετευμένη μέσα στους στίχους των ποιητών της γενιάς αυτής, περνά και χάνεται…» (15) οδηγεί τελικά στην επανάληψη και την κοινοτοπία. Επρόκειτο για μία άρνηση που έφτασε στα όρια του αναρχικού παραμιλητού, ή μια επαναστατικότητα δίχως αντικείμενα απέναντί της για να στραφεί να τα κατεδαφίσει(16).
Αν και θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για ιδεολογικό κενό (κριτική που έχει ασκηθεί), ωστόσο, είναι εμφανής η απουσία οποιοδήποτε ιδεολογικού μοχλού (φυσικά εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν). Ο Παναγιώτη κρίνει τη γενιά «άρρυθμη ως προς το κοινωνικό της περιβάλλον, ιδιαίτερα μετά τη Μεταπολίτευση (στην οποία και το στοιχείο του μετά και της πολίτευσης δεν αντιστοιχεί στις ενδόμυχες προσδοκίες των πνευματικών δημιουργών) έχει φτάσει στην απόρριψη του "κοινού", του "συσσωματικού" τρόπου δράσης, χωρίς ποτέ να απορρίψει και την μονομερή καταγγελία των συνθηκών που οικοδόμησαν αυτά τα αλλοτριωτικά φαινόμενα»(17).
Αποδείχθηκε τελικά μία θολή αντιλογία με ακαθόριστο περιεχόμενο που -κατά τον Αντώνη Παπαδόπουλο- «χωρούσε τους πάντες και κανέναν και δεν έβλαπτε(...) Στην εποχή της Μεταπολίτευσης πια σχεδόν κανείς δε μίλησε για αμφισβήτηση, για αποδομήσεις και κατεστημένα(...) Δεν είναι τίποτ' άλλο από μια απλή πόζα στο κορύφωμα μιας στιγμιαίας μικροαστικού χαρακτήρα εκτόνωσης κι ενός μονιμότερου πεσιμιστικού ομφαλοσκοπισμού»(18).
Είναι η εποχή που η ποίηση αρχίζει και χάνει όχι μόνο τα επαναστατικά της εργαλεία ή την επαφή με την με την κοινωνία, μα ταυτόχρονα αιμορραγεί ιδεολογικά. Αναφερόμενοι σε έλλειψη ιδεολογικής συνάρτησης δε μιλάμε απλά για πολιτική εξ αριστερών ποίηση, αλλά για ποιητική που θα δείχνει ένα καλύτερο αύριο, που θα προτείνει κάτι νέο.
Σε αντίθεση με τη γενιά του '30 και την πρώτη μεταπολεμική γενιά δεν κατάφεραν να αντιπαρατεθούν στον κόσμο που τους περιέβαλε με τον καλλιτεχνικό δυναμισμό που θα περιμέναμε σε περιόδους οξυμένης κρίσης και βίας. Διακρίνεται μια ασάφεια και μια ποιητική αμηχανία με αναφορές κυρίως συναισθηματικές και λιγότερο άμεσης ή έμμεσης αναφοράς στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ως πηγή έμπνευσης.

Στον αντίποδα, οφείλουμε να μνημονεύσουμε τη νέα γλωσσική προσέγγιση (μπορούμε να μιλήσουμε και για καινοτομία σε επίπεδο γενιάς). Κυρίαρχο εκφραστικό χαρακτηριστικό όλων των τάσεων που αναδεικνύονται το γλωσσικό ιδίωμα αυτής της γενιάς. Η φρεσκάδα, η γνησιότητα, η τόλμη και το θάρρος του λόγου και της σκέψης της νεότητας, αλλά και οι υψηλοί αναβαθμοί αισθημάτων, με κυρίαρχα, τουλάχιστον για τις αρχές αυτά της διάψευσης των προσδοκιών.
Η γλώσσα ανανεώνεται και πλησιάζει όλο και περισσότερο προς τον προφορικό λόγο μακριά από επιτηδεύσεις και βερμπαλισμούς αλλά με παράλληλη είσοδο πολλών νέων λέξεων στην ποίηση. Η εριστικότητα (έως και σάτιρα) με δυναμικές εικόνες και τολμηρές μεταφορές. «Η γενιά αυτή έκανε μια ρήξη ως προς τη γλώσσα με κατεύθυνση το μοντερνισμό», θα υπογραμμίσει ο Γιάννης Κοντός(19).
Διακρίνεται μία καθαρή εικαστική αντίληψη.Οι μεταϋπερραλιστικές τάσεις ωθούν σε αντίληψη εικαστική που εκθέτουν τις υπαρξιακές αγωνίες με επίκεντρο τον προσωπικό αφανισμό αναζητώντας την προσωρινή λύτρωση. Ευνοούνται οι συνειρμικοί συλλογισμοί με συμβολική προσέγγιση. Συχνά μοιάζουν με διαλυμένες σκέψεις απελευθερωμένες από τη συμβατικότητα. Έτσι όμως ο ποιητικός λόγος μοιάζει να συγκρούεται με το τίποτα και το ανώφελο, χωρίς προορισμό παρά μόνο την εμφάνιση της υπαρξιακής αγωνίας μέσα στο δεδομένο κοινωνικό σύνολο.
Ο στίχος, αν και πάντα ελεύθερος, διαφέρει από δημιουργό σε δημιουργό. Άλλοι επιλέγουν θρύμματα στίχων, κάποιοι μακροσκελείς κι άλλοι μέσης έκτασης. Επιλέγεται σταθερά η πεζολογική προσέγγιση. Λιτότεροι στίχοι από προηγούμενες γενιές, αλλά μάλλον τελικά εκφραστική λιτότητα θυσιάζεται προς όφελος της εικόνας και του εξομολογητικού ή αφηγηματικού ύφους. Το πεζολογικό ύφος κατάγεται ακόμα από τις καβαφικές επιρροές, αλλά και την αμέσως προηγούμενη λογοτεχνική παραγωγή (γενιά του ’30 και μεταπολεμικές γενιές).

Αξίζει να σημειωθεί η ανανέωση των λογοτεχνικών ομάδων (στέκια, περιοδικά, μελοποιήσεις ποιημάτων). Ωστόσο, έλειπαν οι διακαλλιτεχνικές επαφές. Αν και η μουσική δέθηκε πια ισχυρά με την ποίηση, οι ποιητές φαίνεται να αδιαφορούσαν για τις άλλες τέχνες ή τις επαφές με άλλους καλλιτέχνες. Έτσι όμως η ποίηση έγινε πιο κλειστή, απομακρύνθηκε από το ευρύ κοινό, δεν αναζήτησε έμπνευση ή τεχνοτροπικές καινοτομίες σε άλλες πηγές (κοινωνία, ζωγραφική, γλυπτική κλπ).
Οι πολλές ανθολογίες της εποχής, ως πιο επίσημο μέσο προβολής του έργου των νέων ποιητών, μαζί με τα αξιόλογα ή βραχύβια περιοδικά της εποχής, έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων... Στην ουσία, όπως σωστά σημειώνει η Λιναρδάκη(20), σε μια εποχή που αρχίζει να εμφανίζεται η επιδεικτική καταναλωτική αντίληψη, τότε γεννήθηκαν και οι πελατειακές σχέσεις.Οι περισσότεροι, εξάλλου, ποιητές της γενιάς στη Μεταπολίτευση έσπευσαν να επωφεληθούν από την προβολή που τους προσφέρθηκε αφειδώλευτα από τα μέσα επικοινωνίας(21).
Στο ίδιο πνεύμα (αλλά και ως ένδειξη μίας συλλογικής συνείδησης για τη γενιά) ο Γαραντούδης σημειώνει ότι «η προσπάθεια της γενιάς του 1970 (αργότερα και εκείνη του 1980) να υποσκελίσουν τις παλαιότερες ή η μία την άλλη, χρησιμοποίησε τις παραπάνω ανθολογίες, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των επιμελητών τους (συνολικώς εκδόθηκαν έξι ανθολογίες της γενιάς του 1970 και πέντε της γενιάς του 1980), 17 ως είδος σωματειακών λευκωμάτων και τον ανθολόγο ως κριτικό άλλοθι σε μια απροσχημάτιστη κίνηση στη σκακιέρα της δημοσιότητας και της καθιέρωσης»(22).
Όπως σημειώνει και ο Κώστας Βούλγαρης «όταν δε οι ανθολογίες αφορούν νέους ποιητές, λειτουργούν εφησυχαστικά για τους άρτι εμφανισθέντες∙ ίσως και καταστροφικά, όπως συνέβη με τη γενιά του ‘70, αφού τόσοι και τόσες, ήδη από τη νεότητά τους, "κεκυρώθησαν», αντί να ζήσουν την αγωνία της γραφής»(23). Οι προσωπικές φωνές, παρά την ύπαρξη συνειδητών συλλογικών διεργασιών στο εσωτερικό της γενιάς, κυριαρχούν. Ο Παπαγεωργίου (24) διαπιστώνει ταυτόχρονη παρουσία πολλών προσωπικών φωνών, μια ποικιλία ως απόρροια της άσπιλης αγνότητας συμφωνώντας με το Ζήρα(25).

Η γενιά της ’70 -παρά την όποια κριτική της έγινε-στάθηκε ένας σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη των ελληνικών γραμμάτων. Η έμφαση που δόθηκε στην προφορική γλώσσα με την είσοδο νέων λέξεων και η εμμονή στην πεζολογική μορφή του στίχου, λειτούργησαν καταλυτικά στην ελληνική Ποίηση. Παράλληλα, κατέδειξε ένα σημαντικό στοιχείο που συχνά ξεφεύγει της προσοχής των κριτικών: Την ατομική εξέλιξη και την ομαδική σκέψη που κυριαρχεί πια στη συλλογική συνειδητά καλλιτεχνική έκφραση.
Όσον αφορά το πρώτο, οφείλουμε στο ποιητικό παρόν να μην ξεχνάμε ότι η ιστορική στιγμή δεν καθορίζει το σύνολο του έργου ενός δημιουργού. Η εξέλιξη του ποιητή διαμορφώνεται από τις προσωπικές του -καλλιτεχνικές- αγωνίες, την ενασχόλησή του με τα γράμματα, την αναγνωστική του προσέγγιση. Αναφορικά με την προαναφερθείσα ομαδική σκέψη, οι στενές σχέσεις που είχαν πολλοί εκπρόσωποί της ενίσχυσαν σε κάποιο βαθμό μία ταυτότητα ποιητικής κάτι που λειτούργησε ανασταλτικά στη θετική εξέλιξη της ίδιας της γενιάς.

Σημειώσεις
(1) Τα τελευταία χρόνια στο χώρο της τεχνοκριτικής διαμορφώνεται μία τάση για την απαγκίστρωση από τον όρο γενιά. Βλ. σχετικά το Δήμου Χλωπτσιούδη, Προβληματική για την ποιητική γενεαλογία και τον όρο "γενιά", τοβιβλίο (30/04/2015).
(2) Στη διάρκεια της περιόδου 1971-1985 περίπου, η παράλληλη πορεία καθιέρωσης των όρων "γενιά του 1970" και "γενιά της αμφισβήτησης" φανέρωσε την επικράτηση της γραμματολογικής και κριτικής μεθόδου των ποιητικών γενεών. O πρώτος, χρονικού προσδιορισμού, όρος καθιερώθηκε και χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας ως σήμα συνεννόησης σε κριτικά κείμενα. Ο όρος "γενιά της αμφισβήτησης", κοινωνιολογικής στόχευσης, προτάθηκε προκειμένου να αποτυπώσει το θεματικό στίγμα της νεανικής ποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
(3) Επιλέγοντας τους πιο αντιπροσωπευτικούς της γενιάς θα καταγράψουμε τον Γιάννη Κοντό, τον Μιχάλη Γκανά, την Τζένη Μαστοράκη, τον Νάσου Βαγενά, τον Κώστα Παπαγεωργίου και τον Δημήτρη Αλεξίου, Αντώνη Παπαδόπουλου. Εξίσου σημαντικές είναι οι παρουσίες των Δήμητρας Χριστοδούλου, Μανόλη Πρατικάκη, Αλέξη Ζήρα, Βασίλη Στεριάδη, Άντειας Φραντζή, Αντώνη Φωστιέρη, Νατάσας Χατζιδάκι και Γιώργου Χρονά. Στην ίδια ηλικιακή ομάδα και περίοδο δημιουργίας εντάσσεται και η Κατερίνα Γώγου, αλλά τυπολογικά είναι δύσκολη η ένταξή της στη γενιά παρά το ότι αποτελεί βασικό δείγμα αμφισβητησιακού ποιητικού λόγου στη δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα, ο οποίος παρόλ’ αυτά, μέσα από τις στοχεύσεις του και την εκπροσώπηση του περιθωρίου, δεν εντάσσεται δυναμικά στις ιστορίες λογοτεχνίας και αναπόφευκτα, δεν αναφέρεται καθόλου στο κεφάλαιο των βασικών εκπροσώπων μιας ποιητικής γενιάς που αξίωσε ως βασικό της χαρακτηριστικό, την αμφισβήτηση.
(4) Ευριπίδης Γαραντούδης, Η πρόσληψη του Σολωμού από τη νεότερη ποίηση, η λέξη, 142, νοέμ-δεκ. 1997.
(5) Ευριπίδης Γαραντούδης, Η μυθοποίηση της ποιητικής παράδοσης. Ο Σολωμός και η ποιητική γενιά του 1970, Εταιρεία Σπουδών Αθήνα 1999.
(6) Ευριπίδης Γαραντούδης, Οι δεσμοί με τους οργισμένους ποιητές του '70, ΤΟ ΒΗΜΑ (27/02/2000).
(7) Μαρία Ψάχνου, Ο Καβάφης και η ποίηση της γενιάς του ΄70, Αυγή (26/05/2013).
(8) Μαρία Ψάχνου, Η ποιητική γενιά του '70, ιδεολογική και αισθητική διερεύνηση, διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2011.
(9) βλ. υποσ. (1) αναφορικά με τις αντιρρήσεις για τον όρο γενιά.
(10)Γ. Παναγιώτου, Γενιά του ’70 (ποίηση), εισαγωγή, Σίσυφος, Αθήνα 1979.
(11)Μαρία Ψάχνου, ό.π.
(12)Γιάννης Κοντός, συνέντευξη στην εφημερίδα Εποχή.
(13)Αντώνης Παπαδόπουλος, ό.π.
(14)Μαρία Ψάχνου, ό.π.
(15)Χριστίνα Λιναρδάκη, Η γενιά του '70 και το σήμερα, ΣτίγμαΛόγου (30/09/2013).
(16)Γ. Παναγιώτου, ό.π.
(17)Γ. Παναγιώτου, ό.π.
(18)Αντώνης Παπαδόπουλος, Η γενιά του ’70 και η μεταπολεμική ποίηση, Δοκίμια, εκδ. Ρέω, Αθήνα 2010.
(19)Γιάννης Κοντός, συνέντευξη, ό.π.
(20)Χριστίνα Λιναρδάκη, ό.π.
(21)Αντώνης Παπαδόπουλος, ό.π.
(22)Ευριπίδης Γαραντούδης, Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, προδημοσίευση, poiein.gr.
(23)Κώστας Βούλγαρης, Στιγμές και υποκατάστατα της ποίησης, κουκούτσι, τ. 3.
(24)Κώστας Παπαγεωργίου, η γενιά του '70, Ιστορία-Ποιητικές διαδρομές, Κέδρος, Αθήνα 1989.
(25)Αλέξης Ζήρας, από τη γλώσσα της οργής στην τραυματική γλώσσα. Ποιητές και ποιητικές μετά το '70, Όμβρος, Αθήνα 2001.