Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Η περιπέτεια ενός ποιήματος (μουσική, λόγος, εικόνα)

photo © Στράτος Προύσαλης

Γράφει ο Γιάννης Σολδάτος

Το θέμα μας είναι ο κινηματογράφος και η ποίηση, και θα μιλήσω, για τα ποιήματα και τους ποιητές, δηλαδή αυτούς που γράφουν ποιήματα στο χαρτί και στη συνέχεια στήθηκαν πάνω τους κινηματογραφικά πλάνα. Κύρια αιτία οι εμπειρίες μου από την εκπομπή «Η περιπέτεια ενός ποιήματος», που από το 1989 έως το 1991 φτιάξαμε για την ΕΡΤ ο υποφαινόμενος και ο Αντώνης Κόκκινος.

Οι εκπομπές αυτές θα μπορούσαν να προβληθούν σαν ντοκιμαντέρ και σε κινηματογραφικές αίθουσες κι αυτό το λέω για να μη νοηθεί ότι θεωρώ κινηματογράφο κάθε κινητή εικόνα, όπως αυτές, για παράδειγμα που βλέπουμε στην οθόνη του θυροτηλέφωνού μας. Στην «Περιπέτεια ενός ποιήματος» προσπαθήσαμε να καλύψουμε το ποιητικό έργο ποιητών, μ' έναν αυστηρό περιορισμό: τη μεσολάβηση κάποιου συνθέτη. Εξού και ο τίτλος της εκπομπής. Προϋπήρξε ο ποιητής και τα ποιήματά του, ακολούθησε ο συνθέτης που τα μελοποίησε και ήρθαμε εμείς να μετατρέψουμε σε εικόνα το τελικό προϊόν, το βινύλιο. Και φυσικά αφήνουμε απ' έξω, αφού δεν μας αφορά εδώ την κινηματογράφηση των μουσικών οργάνων και των προσώπων των μουσικών και των τραγουδιστών, που φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με τον ποιητή και μιλάμε για τις ξέχωρες εικόνες που αναζητήσαμε για να επενδύσουμε τα ποιητικά λόγια, που είτε στο ποίημα είτε στο τραγούδι, ανήκουν στον ποιητή.

Σημειώνω ότι συνεργαστήκαμε με ονόματα συνθετών όπως του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Μαμαγκάκη, του Σπανού, του Ξυδάκη κ.ά. και ασχοληθήκαμε με ποιητές που καλύπτουν όλο το εύρος της ποίησής μας από τον Σολωμό και τον Λασκαράτο έως τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη.

Σας μεταφέρω τον δικό μου προβληματισμό:

Θέμα 1ον. Μεταφορά ενός λογοτεχνικού κειμένου στον κινηματογράφο. Θέμα πολυσυζητημένο, αφού ο παγκόσμιος κινηματογράφος από τα πρώτα του κιόλας βήματα πάτησε γερά στη λογοτεχνία στην οποία οφείλει πολλά, σε αντίθεση με τον ελληνικό κινηματογράφο που πάτησε περισσότερο στη λογική των θεατρικών μπουλουκιών κι εκεί οφείλεται μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας του. Οι κανόνες της αφήγησης είναι περίπου ίδιοι και στις δύο τέχνες και η μεταφορά ενός μυθιστορήματος στην οθόνη φάνταζε πάντα εγχείρημα δελεαστικό, αλλά και εύκολο, εφ' όσον λύνονταν κάποια προβλήματα παραγωγής. Εν ολίγοις, το πρωτότυπο λειτουργούσε σαν το πρώτο χέρι του σεναρίου.

Θέμα 2ον. Μεταφορά ενός ποιητικού έργου στον κινηματογράφο. Θέμα περιθωριακό, αφού ο παγκόσμιος κινηματογράφος από τα πρώτα του κιόλας βήματα πάτησε γερά στην αφήγηση και μάλιστα σε έκταση τέτοια που να καλύπτει τη φιλμική διάρκεια μιας μεγάλου μήκους ταινίας. Και δεν μιλάμε εδώ για έπη, όπως η Ιλιάδα, η Οδύσσεια, τα έργα του Δάντη. Μιλάμε για κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις όπως για παράδειγμα το «Κοράκι» του Πόε από τον Κόρμαν, η «Κυρά Φροσύνη» του Βαλαωρίτη από τον Γρηγορίου. Είναι ποιήματα που διαθέτουν αφήγηση και μια στοιχειώδη έκταση που μπορεί να εμπλουτιστεί με κάποια επιπλέον στοιχεία και να καλυφθεί η απαιτούμενη φιλμική διάρκεια. Ακόμη μπορούμε να εντοπίσουμε μεταφορές ποιημάτων σε μικρού μήκους ταινίες, εκεί που η διάρκεια είναι πιο βολική, φυσικά σε ποιήματα που και πάλι διαθέτουν μια ιστορία σαν αφηγηματικό ιστό. Ο Πρεβέρ, για παράδειγμα, δεν ξέρω γιατί, είχε γίνει παλιότερα ο τροφοδότης σεναρίων των μαθητών της Σχολής Σταυράκου.

Στη δική μας την περίπτωση έμοιαζε εύκολη η μεταφορά σε κινούμενες εικόνες ανάλογων ποιημάτων-τραγουδιών. Μιλάει ο Καββαδίας για φορτηγά καράβια; Πάμε στην Ελευσίνα και τραβάμε καράβια. Μιλάει ο Ελύτης για το εκκλησάκι στο ερημονήσι, πάμε και το τραβάμε, όπως και το κορίτσι που λούζεται. Εν ολίγοις μιλάμε για απλή μεταφορά ενός έτοιμου σεναρίου στην οθόνη.

Θέμα 3ον. Υποθέμα του παραπάνω, όμως είναι το θέμα που με απασχόλησε σ' εκείνες τις εκπομπές. Τι γίνεται όταν δεν θέλεις να μεταφέρεις την εικόνα που ο ποιητής προβάλλει, χωρίς όμως να προδώσεις τον ποιητή και κυρίως τι γίνεται όταν ο ποιητής δεν προβάλλει εικόνες εύκολα αναγνωρίσιμες και το δυσκολότερο όταν προβάλλονται γλωσσικά παραληρήματα, όπως το «Ο Θων ως τραμ Θου-Κολοκυνθού» του Μιχάλη Κατσαρού. Ποιο τραμ και ποια Κολοκυνθού; Τραμ δεν υπάρχει και η γέφυρα της Κολοκυνθούς είναι ότι πιο αντιποιητικό υπάρχει, αν και ο ποιητής μαζί με τη γέφυρα ανακατεύει και τα κολοκύθια και τη θεία του την Κολοκυνθού.

Θέμα 4ον. Υποθέμα του 3ου υποθέματος, δηλαδή τι γίνεται όταν δεν θέλεις εσύ ή δεν μπορείς να μεταφέρεις την εικόνα που ο ποιητής προβάλλει, χωρίς όμως να προδώσεις το νόημα και τον ποιητή. Τότε υποτίθεται πως δουλεύεις υπαινικτικά. Στον Καρυωτάκη χρησιμοποιούνται εικόνες παρά την ποίηση του Καρυωτάκη με ένα πιστόλι σε διπλοτυπία. Όλοι γνωρίζουμε τον ρόλο του πιστολιού στη ζωή του Καρυωτάκη, αλλά και τον ρόλο του θανάτου στην ποίησή του, που όμως και τα δύο ήταν στιγμιαία. Στο «Ο Γιάννης ο φονιάς» του Γκάτσου, το ποίημα-τραγούδι μιλάει για τον Γιάννη τον φονιά, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσσολογγίτη που βγήκε απ' τη φυλακή, σε μουσική του Χατζιδάκι. Ο Μητσιάς που το τραγουδάει έχει τη φιγούρα ενός λαϊκού ανθρώπου, που αν του φορέσεις το άσπρο πουκάμισο, έξω από μία φυλακή, εικονοποιείς τον στίχο. Όμως αυτό δεν μου αρκούσε. Ρώτησα επανειλημμένα και επίμονα τον Γκάτσο ποιος είναι ο Γιάννης ο φονιάς και μου απαντούσε: «Είναι παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσσολογγίτη που βγήκε απ' τη φυλακή, γιατί είχε κάνει ένα ερωτικό έγκλημα». Ρώτησα τον Χατζιδάκι και μου απαντούσε τα ίδια. Μου διηγούνταν κι αυτός ξανά τους στίχους. Ρώτησα τον Γεωργουσόπουλο και μου είπε: «Καταλαβαίνω τι θες να κάνεις, αλλά μη ρωτάς κανέναν, γιατί κανένας δεν μπορεί να σε βοηθήσει και προπάντων ο ποιητής».

Σ' έναν αφαιρετικό χώρο έβαλα τον τραγουδιστή μπροστά σ' ένα τραπέζι στρωμένο με μαύρο τραπεζομάντιλο με κρασί και ψωμί. Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού ήρθαν και κάθισαν δίπλα του όχι αυτοί που τον υποδέχτηκαν, όπως λέει το τραγούδι, το Φροσί και οι άλλοι, αλλά τα σύμβολα του Γκάτσου: ο θάνατος, η κόρη, ο Χριστός, η Περσεφόνη, το παιδί κ.λπ. Μια εικόνα που άρεσε στον Γκάτσο και στον Χατζιδάκι. Μετά η εικόνα του θανάτου συνέχισε να περιφέρεται και στα δύο επεισόδια που είχαν θέμα τους τη ποίηση του Γκάτσου, μέσα από τη συνεργασία του με τον Χατζιδάκι. Τα δύο βασικά μοτίβα του Γκάτσου είναι ο έρωτας και ο θάνατος και τα παρέθεσα εξαντλητικά. Ο θάνατος στοίχειωσε (στοιχειοθέτησε θα λέγαμε στην τυπογραφική γλώσσα) όλες τις εικόνες τόσο, που μία μέρα, πριν μιλήσει για το θέμα, ο Τάσος Λιγνάδης πέθανε. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε και το αγόρι που υποδυόταν τον θάνατο. Πέθανε και ο Γκάτσος, πέθανε και ο Χατζιδάκις. Έμειναν εκείνες οι εκπομπές, μοναδικό μνημείο αφού είναι η μοναδική φορά που ο Χατζιδάκις κατέβηκε στο στούντιο και ερμήνευσε μπροστά σε κάμερα τον «Ματωμένο γάμο». Θυμάμαι στην πρώτη μας συνάντηση, όταν του είπα πως μια ωραία εικόνα θα ήταν να παίζει ο ίδιος σκάκι με το θάνατο. «Ίσως με τον Γκάτσο», μου είπε χαριτολογώντας. «Ντυμένος θάνατος», του είπα. Χαμογέλασε, μη δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτερη στο αποφευκτέο. Ούτως ή άλλως ο Γκάτσος παρέμενε ακριβοθώρητος.

Χρησιμοποίησα σαν εξαντλητικό παράδειγμα τον Γκάτσο, γιατί αν και υπερρεαλιστής στην Αμοργό που δύσκολα μελοποιείται και πιο δύσκολα εικονοποιείται, στα τραγούδια του υπάρχει αφήγηση· υπάρχει η αίσθηση της μπαλάντας, που όμως σε προκαλούν να δραπετεύσεις πέρα απ' τις προφανείς εικόνες και να ανακαλύψεις τα βαθύτερα νοήματα ενός ιδιοφυούς ποιητή. Ο Γκάτσος είναι ο ιδιοφυέστερος, μετά τον Όμηρο, ποιητής, αφού είχε καταλάβει πως η ποίηση δεν είναι για να γράφεται και να τυπώνεται σαν βιβλίο, αλλά να τραγουδιέται, να γίνεται εικόνα, είπα εγώ.

Θέμα 5ον. Υποθέμα του 3ου υποθέματος κι αυτό: Τι γίνεται όταν ο ποιητής δεν προβάλλει εικόνες αναγνωρίσιμες ή όταν προβάλλονται γλωσσικά παραληρήματα; Εδώ είναι ίσως και η καρδιά του γενικότερου θέματος που θέτω εδώ. Θα επικαλεσθώ τον Μιχάλη Κατσαρό που προανέφερα. Πρόκειται για τη συνεργασία του με τον Θεοδωράκη, στο Κατά Σαδδουκαίων αλλά και σε σκόρπια ποιήματα, όπως η «Μαργαρίτα», «Ο Μίμης ο βασιλιάς των τσιγγάνων», «Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναδείς» κ.λπ. Τα ερωτήματα μπαίνουν απ' τους τίτλους. Ποιοι είναι οι Σαδδουκαίοι του Κατσαρού, ποια η Μαργαρίτα, ποιος ο Μίμης και ποιους βλέπουμε που θα τους ξαναδούμε, αλλά κυρίως ποιος είναι ο πιο μικρός, ο πιο καλός που δεν θα τον ξαναδούμε; Ο ποιητής μου απαντούσε ότι «είναι ο πιο μικρός, ο πιο καλός», και άντε εσύ να βρεις την εικόνα του πιο μικρού και πιο καλού. Δεν βρήκα τίποτα. Το άφησα να περιπλανηθεί σαν εικόνα. Και ο «ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει τον Χριστό». Ποιητή, ποιος είναι ο «ψευδο-Μάρκελος;» Απάντηση: «Κάποιος που παρίστανε τον Χριστό, αλλά δεν τον παρίστανε αληθινά, τον παρίστανε ψευδώς». Συνεννόηση πλήρης ασυνεννοησίας, όπως η αληθινή ποίηση. Στο στούντιο, μέσα στο γενικότερο κλίμα εμφανίζω ένα λέτσο ντυμένο Χριστός, καβάλα σε μια μοτοσικλέτα. Όταν το είδε ο Κατσαρός μου είπε: «Τώρα κατάλαβα ποιος είναι ο ψευδο-Μάρκελος, εσύ... Από τότε, όταν με συναντούσε με αποκαλούσε ψευδο-Μάρκελο».

Είχα να κάνω μ' έναν ποιητή με χειμαρρώδη χαοτικό λόγο και κυρίως χειμαρρώδη χαοτική παρουσία, που μπέρδευε περισσότερο τις σκέψεις μου, αλλά έδινε σχεδόν πάντα και λύσεις. Για παράδειγμα, στο «Ποια είναι η έλαφος;»: Τριγυρνάμε στο Σύνταγμα, στέκεται μπροστά σ' ένα κακόμοιρο μπρούντζινο ελαφάκι (κάποιου σπουδαίου γλύπτη είναι, αλλά είναι τόσο κακόμοιρο, που δεν του δίνεις σημασία), παίρνει πόζα, κοιτάζει λοξά την κάμερα, αν τον τραβάει σωστά, μας σκηνοθετεί όλους και επιδίδεται σ' ένα γλωσσικό παιχνίδι αποκαλώντας το άγαλμα: «Έλαφος, έλαφος, έλα-φος, έλα στο φως, έλα στο φως, έλα φως, έλα φως». Βγάζει τον αναπτήρα, τον ανάβει, έρχεται προς την κάμερα, μασκάρει η φλόγα τον φακό και ο ποιητής ουρλιάζει: «Έλα, φως!!!»

Ποιος είναι «ο Μίμης ο βασιλιάς των τσιγγάνων;» Εκεί η απάντηση είναι σαφής. Ίσως η μοναδική σαφής του απάντηση. Και η πιο ανούσια για μένα: «Το 'γραψα για τον Χατζή, τον τραγουδιστή, αυτός είναι ο βασιλιάς των τσιγγάνων». Έδωσα και γω μια κι έβαλα σαν εικόνα τον Λαμπράκη στην πορεία ειρήνης και τον Λαμπράκη στην εντατική, με τα σωληνάκια, να αργοπεθαίνει.

Ο Μίκης ήτανε τότε υπουργός του Μητσοτάκη. Εκείνη τη μέρα είχαμε γύρισμα στο Σύνταγμα και ο Κατσαρός με φόντο τη Βουλή φώναζε: «Ελευθερία ανάπηρη, πάλι σου τάζουν». Και: «Ο Μίσια και ο Μάικλ, δηλαδή ο Μίκης και ο Μιχάλης πρέπει να βρεθούν πάνω από ένα τανκς και να δώσουν τα χέρια, όπως τότε στην Κατοχή». Εδώ τι κάνουμε ποιητή; Στέκεται πάνω από ένα σκουπιδοτενεκέ και ενώνει τα δυο του χέρια.

Ο Μίκης όταν το είδε μου εξέφρασε πόνο και κάτι σαν προδοσία από μέρους μου. Όμως εγώ δήλωσα δημόσια πως ο Θεοδωράκης είναι, ίσως, η κορυφαία μας προσωπικότητα στον 20ό αιώνα.

Εντελώς τυχαία στο πλάνο εμφανίστηκε ο ποιητής Αλέξης Ασλάνογλου και δέχτηκε να με υποκαταστήσει παίρνοντας συνέντευξη από τον Κατσαρό. Πρόκειται για ακουστικό χάρμα. Με φιλολογική επιμονή ο Ασλάνογλου προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, μίλησε για σχολές, για ποιητικά είδη, επιχείρησε την κατάταξη του Κατσαρού. Με υπερρεαλιστική έως ντανταϊστική επιμονή ο Κατσαρός αποδιάρθρωσε τα πάντα. Αποκάλεσε τον Ασλάνογλου κριτικό της ποίησης γιατί είναι από την Κρήτη, κι ας μην είναι, και η Κρήτη περνάει κρίση. Είναι γνωστή η γλώσσα του Κατσαρού και θα σας έτρωγα ώρες μεταφέροντας τα απολαυστικά αποφθέγματά του.

Όμως θέλω να καταλήξω σε τούτο: Η ίδια η παρουσία του ποιητή στην προκείμενη περίπτωση εικονοποίησε την ποίησή του. Σκηνοθέτησε εικόνες απρόσμενες, αλλά και μου προκάλεσε εικόνες όπως αυτές στο στούντιο όταν έστησα το Κατά Σαδδουκαίων. Στο στούντιο δεν ήρθε ο ποιητής, γιατί του φαινόταν υπερατλαντικό ταξίδι να κινηθεί από την πλατεία Συντάγματος ως τα Άνω Πατήσια. Πέθανε εκείνη την ημέρα και ο Ρίτσος, και ο Κατσαρός πήρε τα βουνά, ήρθε ο Μίκης λιώμα και τραγούδησε μόνος και κεκλεισμένων των θυρών το «Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναδείς». Ήταν ο Ρίτσος ο πιο μικρός; Ο πιο καλός; Τυχαία σύμπτωση που μοιάζει να λειτούργησε.

Στην ερμηνεία του Μπιθικώτση, πάνω σ' αυτή την σχεδόν επική φωνή, εμφάνισα ένα πρεζόνι νεκρό με τη σύριγγα στο μπράτσο. Μετά, έστησα ένα ρεμπέτ ασκέρι με τον Νινιό, τον Καρακατσάνη, τον Θωμόπουλο, τον Λάκη Παπαδόπουλο κι ένα μωρό, τον γιο μου, που, κουβαλώντας στους ώμους τους ό,τι απίθανο βρέθηκε, έψαχναν να βρουν τη Μαργαρίτα, τον Μίμη, τον πιο μικρό, τον Κατσαρό, τον Μίκη, τον Κούτρα που ήταν να τραγουδήσει και τον χάσαμε στον λόφο του Στρέφη. Σε παράλληλες σκηνές, στο στούντιο, ο Πέτρος Πανδής τραγουδούσε αποσπάσματα από το ορατόριο Κατά Σαδδουκαίων και γύρω του έτρεχαν Ρωμαίοι, Μαργαρίτες, μάσκες, το συνεργείο, τα μόνιτορ, το τράβελινγκ, όλα στο κάδρο. Ενορχηστρωτής της μουσικής, ο Τάσος Καρακατσάνης που υποδυόταν και τον μακενίστα. Ο Μίκης έπαιζε στο πιάνο και ο Κατσαρός με αποπροσανατόλιζε συνέχεια.

Νομίζω πως εικονοποίησα τον κόσμο του Κατσαρού. Κατά την άποψή μου φυσικά, αλλά μου μένει η φράση του Πανδή, όταν είδε το τελικό υλικό: «Έκανες ό,τι μπορούσες, αλλά είχες να κάνεις μ' έναν τρελό». «Τρελός, ποιητής, μοναχά», έλεγε ο Νίτσε. «Ο τρελός λαγός» του Σαχτούρη. Ποιος είναι ο τρελός λαγός; Δεν καταφέραμε να κάνουμε τον Σαχτούρη, τον έκανε σε άλλη εκπομπή ο φίλος Λευτέρης Ξανθόπουλος και αντιμετώπισε αυτός το ερώτημα.

Ακολούθησαν κι άλλοι ποιητές, δεν θα εξαντλήσω το χρονικό της εκπομπής. Στάθηκα σε δύο παραδείγματα με κάποιες νύξεις, βιωματικές πάνω στο θέμα που έθεσα, παρά το θέμα μας. Μίλησα για απόπειρες κινηματογραφικής εικονοποίησης ποιημάτων.