Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Η μουσική των εικοσιτετραώρων - Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

1.

Είμαι κιόλας στο κρεβάτι
και σ’ ακούω μες στο μπάνιο
να πλένεις τα δόντια σου.

Τι ποικιλία ήχων που έχει η ευτυχία!

2.

Τη βραδύτητα των μουσείων αγαπώ,
όταν βαδίζεις αργά στους διαδρόμους
και στις αίθουσες με τα εκθέματα
κοιτάζοντας τους παλιούς δασκάλους
και τους σύγχρονους σαμάνους

κι όταν αίφνης μένεις θαμπωμένος
μπροστά σ’ ένα κορίτσι (του Gerhard
Richter) που διαβάζει εφημερίδα.

3.

Ποίηση απ’ το τίποτα
που είναι το παν μου
ονειρεύομαι να κάνω.

4.

Ανοίγεις το παντζούρι το πρωί και έξω
είναι τα πάντα κάτασπρα, τ’ αυτοκίνητα
φορτωμένα χιόνι, σχεδόν αόρατα
και στη μέση του δρόμου
οι πατημασιές κάποιου σκύλου.

5.

Με κάθε βήμα που κάνουμε
τα πόδια μας χώνονται
στο άσπιλο χιόνι του πρωινού
και βρίσκουνε
τη λάσπη που κρύβεται από κάτω.

Ώσπου να φτάσουμε στην καφετέρια
και να πιούμε έναν καφέ
διαβάζοντας του κόσμου τις ειδήσεις
νέο χιόνι θα ‘χει καλύψει
τα παλιά μας ίχνη.

6.

Πέρασα ένα μέρος του πρωινού μου
ανασυνθέτοντας το χαμένο έργο της Ήριννας.

7.

Ανοίγεις το παντζούρι το πρωί
και η αμυγδαλιά του κήπου σου
έχει γεμίσει άνθη.

Ο παγωμένος αέρας σε κάνει
γρήγορα να κλείσεις το παράθυρο.

Μένεις όμως πίσω απ’ το τζάμι και κοιτάζεις.

8.

Διαβάζω απόψε σαν κάποιος που παραιτείται
(Fernando Pessoa διαβάζω απόψε)

και ξέρει πως η παραίτησή του
ούτε αυτή τη φορά δεν πρόκειται
να γίνει αποδεκτή.

9.

Πέρασα μιάμιση ώρα σήμερα τ’ απόγευμα
ακούγοντας Leonard Cohen
και σχίζοντας παλιά μου ποιήματα.

Τι ωραία που σβήνει ο χρόνος τα σημάδια μας!

10.

Καμία κατάνυξη, καμία ανάταση,
καμία νοσταλγία του απολύτου,

μόνο ενόχληση μού προκαλεί
ο ήχος της καμπάνας τα πρωινά της Κυριακής,

πριν πιω έναν καφέ και διαβάσω
δύο τουλάχιστον απ’ τις εφημερίδες της ημέρας.

11.

Πρώτες μέρες της άνοιξης, στις τρεις
τα ξημερώματα• τόσο αφαιρέθηκα
κοιτάζοντας τη λιγοστή κίνηση του δρόμου
και τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών,
τόσο αφαιρέθηκα από τη μυρωδιά
του νυχτολούλουδου και τη χλομή λάμψη των άστρων,

που δεν σήκωνα πια το χέρι μου
στα ταξί που περνούσαν, δεν κοιτούσα καν
στη σωστή κατεύθυνση της λεωφόρου.

12.

Τα νύχια των ποδιών σου
που τα ‘χεις βάψει γαλάζια

τα προτιμώ

απ’ όλα τα γαλάζια μάτια
που έχουν ψάλει οι ποιητές.

13.

Ακούμπησες στο πλάι το βιβλίο που διάβαζες
και έσβησες το φως στο κομοδίνο σου,
έφερες το σώμα σου λίγο πιο κοντά στο δικό μου
και διάβασέ μου λίγο Πρεβέρ, είπες,
για να με πάρει ο ύπνος επάνω στη φωνή σου
και να ονειρευτώ πως βρίσκομαι
στον κήπο του Λουξεμβούργου με τους ερωτευμένους
που ανάβουνε μικρές φωτιές να δουν το πρόσωπό τους.

14.

Μ’ αρέσει στη θάλασσα να πιάνω πέτρες
και να τις ρίχνω στα νερά, να τις κοιτάζω
που βυθίζονται και χάνονται.

Όταν όμως είναι η θάλασσα ακύμαντη,
αχάραγη σαν τον καθρέφτη,
διαλέγω μόνο τις μικρές, φοβάμαι
να μην ταράξω τη γαλήνη των νερών
και άθελά μου προκαλέσω
καμιά καινούρια συμφορά.

15.

Το ασανσέρ που ανεβοκατεβαίνει,
μια βρύση που τρέχει στο διπλανό διαμέρισμα,
αυτοκίνητα που διασχίζουν τον βρεγμένο δρόμο,
φωνές απόμακρες και ήχοι ακατάληπτοι,
γαυγίσματα σκύλων που δεν γνωρίζω

είναι οι σύντροφοι της αϋπνίας μου απόψε, ώσπου
να προσηλώσω τις αισθήσεις μου στου κορμιού σου
τη μυρωδιά για ν’ αποκοιμηθώ ξανά.

16.

Βγήκε ήλιος μετά την πρωινή βροχή,
διασχίζω τη φρεσκοσφουγγαρισμένη πόλη
προσέχοντας να μη χωθεί το πόδι μου
σε καμιά τρύπα με νερό.

Κι αυτή είναι η μόνη μου έγνοια σήμερα το πρωί.

O Xαράλαμπος Γιαννακόπουλος είναι συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής και βιβλιοκριτικός. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα "Μικρά Ικαρία" (Ηλέκτρα, 2005).