Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Η λάμπα της Αλίκης - Ωδή στον Σπύρο Βασιλείου

thivaioseik30.jpg
Γράφει ο Απόστολος ΘηβαίοςΆναψε τη λάμπα του μπαλκονιού και ευθύς αποκαλύφθηκαν όλα τα μυστήρια του κόσμου. Οι σκαλωσιές, κάτι ετοιμόρροπα σπίτια, λόφοι και ένα φεγγάρι γεμάτο υδράργυρο, ελεύθερο και ωραίο φεγγάρι της ζωής μας, ζωγραφισμένο απ΄τους τρελούς και τα παιδιά. Έπειτα σε μια άκρη είδε το παλιό σχολείο και ένα σμήνος από πουλιά στη θέση της καρδιάς.Δεκαεπτά σειρές ξυλογραφιών, σκηνώδεις ήρωες της ιστορίας πού χαθήκατε τόσα χρόνια. Τόσους αιώνες σε ποια δωμάτια γερνάτε, ωραίοι φίλοι των ιδεών και των οραμάτων, ποια πλοία σας φέρνουν νύχτες ολόκληρες στους κόλπους του Γαλαξειδιού, στα πόδια των βράχων. Μ΄ένα παγώνι για ψυχή και η θέση μας που ανιχνεύεται για μια φορά μονάχα, καθώς πλέουμε στα ήμερα νερά, καταμεσίς των καημών μας. Σιωπηλά νερά του παιδικού ονείρου, σωροί οι καθρέφτες σπασμένοι μες στη θάλασσα να δείχνουν όλοι τον ουρανό σαν προσευχές. Ύστερα η Αλίκη συντριμμένη θυμήθηκε τα χαμένα πια σπίτια. Εκείνο του ζωγράφου που το κατέκλυσε η διαφήμισης, ίδιον του καιρού μας και άλλα χαμηλά κτίσματα που ανεβαίνουν απόψε με τις παλίρροιες, με τις απομιμήσεις των καρυάτιδων και τις σκιές, σπίτια ταπεινά πνιγμένα στα μεσημβρινά φυτά. Πίσω απ΄τις λάμπες παλιώνει η πόλη, ψυχή δεν φάνηκε στους μικρούς μας δρόμους. Στις πλατείες αλλάζουν οι εποχές με τα πουλιά και τα θαύματα. Και εσύ Αλίκη, μισή και γκρεμισμένη σαν τ΄αγάλματα που αποκαλύπτουν κάθε βράδυ τα αστεροσκοπεία, θαύματα της μικρής και της μεγάλης κλίμακος. Και είδε η Αλίκη τον ζωγράφο με το τρίποδο και τα μάτια του ένα ακέραιο σώμα στο βάθος μιας εικόνας ακαθόριστης. Έτσι που να σε βρέχουν τα νερά της Ερέτριας ή το καλοκαιρινό θάμπος της Αίγινας και οι κρεμαστοί μας κήποι. Και οι ζωγράφοι των ονείρων μας, γηραιοί και περήφανοι, μ΄αυθάδεις απόψεις για τη χρήση των καλλιτεχνικών μέσων, να συζητούν την ωραιότητα μιας στήλης ή ενός φρέσκου που αποτυπώνει τ΄απόγευμα ενώπιόν τους. Μα την Αλίκη τίποτε δεν την κερδίζει απόψε. Ανάμεσα σε μηχανές της ραπτικής, τις λάμπες, τους πίνακες που πέφτουν σαν βροχή στα κεφάλια μας, εν μέσω θαυμάτων και παράλογων λυρισμών, έρχονται και περιπλέκονται όλες οι αισθήσεις μας, ξακάθαρες, σαν να μην υπήρξε ποτέ μνήμη, σαν τίποτε αφοπλιστικότερο να μην μας παραμονεύει. Αλήθεια Αλίκη είδες πώς άλλαξε η Καισσαριανή, πώς κλείσαν τα πατητήρια και χαθήκατε όλοι εσείς, εργάτες εκείνης της εποχής, φίλοι αξέχαστοι των μικρών, εποχιακών επαναστάσεών μας;Κατακόκκινες νύχτες και εσύ Αλίκη με κάτι πυριφλεγή μάτια, παρούσα σ΄όλες τις νυκταγωγίες με  ρίζες βαθιές που φθάνουν ως τις παλιότερες γενιές μας.Θα σε γυρέψω στα μικρά, τ΄αθέατα μαγαζιά των αγορών. Μες σ΄αυτό το δράμα ζουν οπαλίσκοι, κομπολόγια, πιάτα στολισμένα με θυσσάνους και ψαλίδια και κουτιά ολόκληρα από λογής πράγματα. Εσένα Αλίκη πάντα θα σε παθιάζουν οι τελευταίες στιγμές ενός καλοκαιριού όταν σβήνουν τα ίχνη τόσων και τόσων παραθεριστών, όταν μας γνέφουν απ΄το βάθος τρομερές καταιγίδες, εναλλαγές του φωτός, στιγμές τρυφερότατες.
Άμα τέλειωσε η νύχτα βρήκε η Αλίκη μες στο χλωμό πρωινό πλήθος ακροκεράμια, κιονόκρανα, πεθαμένες μουσικές αετωμάτων, οικόσημα και τ΄απομεινάρι ενός σκουριασμένου παγωνιού. Και ο Άγιος που έρχεται απ΄το βάθος τραβώντας για τη δουλειά του, αιώνια σταυρωμένος και αιώνια ελληνικός, ένας απ΄τους αγίους ανέργους για τους οποίους τόσα και τόσα γράφτηκαν τραγούδια. Αυτός χαιρετά με τα νευρώδη του χέρια την Αλίκη, καθώς αυτή λαμβάνει διαρκώς όλες τις μορφές της ελληνικής ιστορίας. Και ο βράχος που ταξιδεύει μες στα νερά, μ΄ετοιμόρροπους κίονες και μια μαρτυρία συγκλονιστική.Εν τω μεταξύ ο ζωγράφος, σαν πνεύμα, σαν αερικό διασχίζει τις ψυχές μας, τινάζοντας σαν τους χαρταετούς, νευρικά την προτομή του, συλλαμβάνοντας κάτι απ΄τ΄αμετάδοτο, τ΄αμετάφραστο, το δικό σου ελληνικό φως Αλίκη.

Σημείωση
Το παρόν κείμενο βασίστηκε στην πινακοθήκη του Σπύρου Βασιλείου. Ο τίτλος αντλείται από τον ομώνυμο πίνακα του Γαλαξειδιώτη ζωγράφου.