Top menu

"Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων" -Κριτική Θέατρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Ο καμβάς του έργου είναι η συνεύρεση δύο χαμένων διδύμων και των υπηρετών τους, στην ίδια πόλη (Έφεσο), οι οποίοι δεν συναντώνται παρά στο τέλος, αλλά εν τω μεταξύ έχουν γεμίσει τα δρώμενα με ποικίλες φάρσες, απανωτές κλοουνιστικές επινοήσεις, σπαρταριστά επεισόδια, ευφυείς μονόλογους, έγχρωμες μαριονέττες, ιδιότυπα λογοπαίγνια, αγχωτικά πειράγματα, πρωτότυπους ήχους, που οι ίδιοι οι ηθοποιοί παράγουν, μεταφορά ενός είδους κουκλοθέατρου, όπου τα προσωπεία διατηρούν αυτονομία και προσδίδουν στο σύνολο γοητευτικές αποχρώσεις.

Από μια διαφορετική οπτική η προσέγγιση με τον άλλον, τον έτερο, τον άγνωστο εαυτό, που τελικά δεν προσεγγίζεται (είσαι ο καθρέπτης μου/ και όχι ο αδελφός μου), αφού οι αδύναμοι δεν φθάνουν στην απαιτουμένη τελειότητα, ώστε να περιέλθουν σε κατάσταση έκστασης ή σε παραδείσια ολοκλήρωση (είστε η θύμηση του εαυτού μας:/ υπήρξαμε, όπως κι εσείς, δεμένοι). Το Ελληνικό θέατρο υποδέχθηκε μια παράσταση παντομίμας, όπου οι ηθοποιοί είχαν ενδυθεί πολυχρωμίες για να απομακρυνθούν από ρεαλιστικές απεικονίσεις, ήτοι να μην παρασύρουν με τα πρόσωπα, τους ιδιωματισμούς, τις γκριμάτσες, τους ήρωες της υπόθεσης. Με αυτήν τη μέθοδο, δόθηκε η ευχέρεια να αναπτυχθεί ευρεία κινησιοθεραπεία προς κατευνασμό των σκεπτικιστών και συναφή εύχαρη διάθεση των αδημονούντων.

Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων (1594) αποτελεί ένα πρώιμο έργο του Σαίξπηρ (1564-1618), το οποίο ήταν επηρεασμένο από τους Μέναιχμους του Πλαύτου (254-184 π.Χ.). Πολλοί το κατηγόρησαν, ως υπερβολικό, αντιφατικό, δυσνόητο και πάντως όχι επεξεργασμένο με ιδιαίτερη πληρότητα. Οι επικριτές του δεν αντελήφθησαν την ενυπάρχουσα στο κείμενο στρωματική μεταφορά, την εκκωφαντική κωμική έξαρση, που διαχέεται στην ατμόσφαιρα, την αμφισημία, που διαδέχεται μια πολύπλευρη σάτιρα, όταν οι αντιστίξεις του τραγικού βρίσκονται επί θύραις (σαν μια στάλα νερό είμαι εγώ στον κόσμο,/ που μια άλλη στάλα ψάχνει στον ωκεανό). Οι γκροτέσκο φιγούρες, που εμφανίζονται αιφνιδιαστικά, εκεί που δεν αναμένονται, προσθέτουν σκηνική ευφορία, με συνέπεια την δημιουργία γέλωτος και ικανοποίησης των θεατών, αφού και αυτοί μετέ-χουν σε μια ταχύτατη εναλλαγή λόγου και εικόνων. Τους άξιους υποκριτές στηρίζουν η ευρηματική κυκλική κατασκευή και οι καθρέπτες, πίσω από τους οποίους χάνονται οι αενάως ασταθείς, για να εμφανισθούν πάλι και να αποδώσουν εναργέστερα τον ρόλο, που τους έχει ανατεθεί.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου εισέβαλλε ορμητικά στο εγχώριο αισθητικό γίγνεσθαι και προσέφερε μια εντελώς πρωτότυπη δημιουργία, όπου μέσα σε θυελλώδη και φαινομενικά ανεξέλεγκτα διανύσματα, αναδείχθηκε το αναγκαίο υπονοούμενο, η αδήριτη απόληξη, η αλλοτρίωση, η νοηματική άγνοια των ατόμων, η αδυναμία αναγνώρισης του διπλανού, η αποξένωση, το συναφές χάος, τα ευτράπελα, που επιφυλάσσει η ίδια η πραγματικότητα. Είχε βέβαια πολύτιμο συμπαραστάτη τον μεταφραστή Διονύσιο Καψάλη, που μετέφερε στην Ελληνική τον μεγάλο Βρετανό, σε απλή, στρωτή και ζωντανή γλώσσα.

Οι ηθοποιοί εντάχθηκαν σε μια λαϊκή γελοιογραφία της καθημερινότητας και εν-στερνίστηκαν ένα υπερβατικό άγγιγμα των σαιξπηρικών παρεξηγήσεων, μέσα από το οποίο το όλο επίτευγμα απέδωσε πολύτιμους καρπούς και ανέδειξε έξοχα το εύρος των γηγενών κωμωδιακών ηθών. Οι Δήμητρα Βλαγκοπούλου (Αδριανή) και η Αμαλία Νίνου (Λουκιανή) εξάντλησαν το είναι τους στη χιουμοριστική απεικόνιση δύο αδελφών και ακολούθησαν κατά γράμμα τη σκηνοθετική γραμμή. Ο Νίκος Κουρής (Αντίφιλος) και ο Ορφέας Αυγουστίδης (Δρόμιος) κυριολεκτικά οδήγησαν τον θίασο σε αληθώς εμπνευσμένη κορύφωση, με τη συνεχή και επίμονη ηθελημένη σκηνική σύγχυση, ιδιαίτε-ρο χαρακτηριστικό και των λοιπών συντελεστών του έργου. Οι Ερρίκος Μηλιάρης (Αιγαίων), Νίκος Πυροκάκος (δούκας), Γιώργος Νούσης (Άντζελο), Βαλάντης Φράγκος (έμπορος), Στέλιος Παυλόπουλος (αξιωματικός), Πάνος Ζηγούρος (Δρ Στυφός), Ελίζα Σκολίδη (εταίρα) και Μαριάμ Ρουχάτζε (ηγουμένη) με πειθαρχημένο ταλέντο, προσέθεσαν τα δικά τους ζωογόνα αποτυπώματα στην παράσταση. Η Εύα Μανιδάκη με ταιριαστά στο όλο πνεύμα σκηνικά σκιτσάρισε επιτυχημένα το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε η υπόθεση. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ανταποκρίθηκαν πλήρως στην ιδέα μετατροπής της θεατρικής εικόνας σε θίασο αρλεκίνων, ήτοι τσιρκολάνων, που ανανέωσαν τη σύγχρονη κωμωδία. Το ίδιο ισχύει και για την Πατρίσια Απέργη, που δίδαξε κίνηση και χορογραφία. Οι διακριτικοί φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ και η εύστοχη μουσική του Γιώργου Πούλιου, απέδειξαν, ότι το εγχώριο θέατρο διαθέτει ικανούς και άξιους συντελεστές.

Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων, που παίχθηκε στο θέατρο Βασιλάκου, αποδείχθηκε ιδιαίτερη πρόοδος στη προσέγγιση του Σαίξπηρ, αφού λείανε τους υπαινιγμούς, έντυσε τα πρόσωπα με πρωτότυπα κοστούμια, ώθησε την κεντρική ιδέα της δραματουργίας και τη μετέτρεψε σε σουρεαλιστική φανταστική δημιουργία, όπου κυριάρχησαν πνευματικά σκιρτήματα, φαντασιώσεις, συμβολισμοί, υπαινιγμοί, υπερβολές, λυρικές ανταύγειες (ο χρόνος ξεγλιστρά/ σαν κλέφτης απ’ τη νύχτα και τη μέρα), ιλαρότητα, διαψεύσεις, ελαττώματα, μειονεξίες και τελική ανακουφιστική λύση. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, έδωσε εκσυγχρονιστική διάσταση σε ένα έργο 425 ετών.