Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Τ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Τη Δευτέρα παρουσιάστηκαν οι δύο νέοι συνεργάτες στα γραφεία της εφημερίδας. Τους υποδέχτηκε ο αρχισυντάκτης και τους οδήγησε σε ένα ευρύχωρο γραφείο. Ήταν το γραφείο της Ευδοξίας.

– Κύριε Γραβάνη, εδώ θα εργάζεσθε και η δεσποινίς Γεωργακάτου θα είναι η βοηθός σας.

Όταν έφυγε ο αρχισυντάκτης, η Βασιλεία είπε στον σύντροφό της:

– Θα φροντίσω να μην αλλάξει τίποτε στη διαμόρφωση του χώρου.

– Θα ζούμε σαν δυο νεκρόφιλοι;

– Σ’ αυτό το γραφείο θα υπάρχουν τρεις. Συνεχίζουμε το έργο της.

– Για την εφημερίδα... Εγώ όμως θέλω να μάθω για εκείνη...

– Κι εγώ. Την τελευταία φορά στο μάθημά σου μου ζήτησε, με πολλή τρυφερότητα, να σε προσέχω.

Έλεγξαν και τακτοποίησαν τα σκόρπια χαρτιά της, ενώ στην πορεία ήρθε να τους βοηθήσει ο Πετράκος τζούνιορ. Ομιλητικός, ευγενέστατος, δεν άφησε καμία υπόνοια για ερωτική σχέση ανάμεσα σε αυτόν και την Ευδοξία. Αυτός δούλευε στο οικονομικό ρεπορτάζ και είχε σπουδάσει οικονομία στο Καποδιστριακό. Επανέλαβε πως ήταν αδελφές ψυχές και του μιλούσε εκείνη για όλους και για όλα, για τις σχέσεις της, τα όνειρά της.

– Εσείς, κύριε Γραβάνη, είσαστε κάτι ξεχωριστό που δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε. Είμαι σίγουρος πως και αυτή δεν είχε ξεκαθαρίσει.

Ο τζούνιορ, αντί να ρίξει φως στην υπόθεση, έκλεισε και τον διακόπτη της λάμπας που τρεμόπαιζε. Ήταν ο άνθρωπος κλειδί, αλλά δεν ήξερε τίποτε από αυτά που πραγματικά ενδιέφεραν τον Γραβάνη. Έμαθε από αυτόν πως το τελευταίο διάστημα ήταν ανήσυχη, κουρασμένη και πολύ θλιμμένη, αλλά δεν του εκμυστηρεύθηκε αυτό που τη βασάνιζε. Θα ήταν φοβερό αν όλοι κατέθεταν στον Γραβάνη αυτά που και ο ίδιος γνώριζε.

Κάποια στιγμή πέρασε και ο Παπαναστασίου τζούνιορ, του αθλητικού ρεπορτάζ αυτός.

– Κάτι προαισθανόταν η αδελφή μου, αλλά δεν είχε πει σε κανέναν τίποτε.

– Πού ξέρεις πως δεν είχε μιλήσει σε κανέναν; τον ρώτησε ο Γραβάνης.

– Σ’ εσάς είχε πει κάτι; του απάντησε με ερώτηση.

– Όχι.

– Αφού δεν είχε πει σ’ εσάς, που σας είχε τοποθετήσει τόσο ψηλά... Όπως λένε στην ποδοσφαιρική γλώσσα «θρύλε, θεέ μου...» Κάπως έτσι σας έβλεπε.

– Υπερβολές, μικρέ...

– Καθόλου. Μου είχε πει, αρχές Νοέμβρη ήτανε, πως μόνο εσείς μπορείτε να της ζητήσετε τα πάντα, και θα τα έκανε.

– Μικρέ, κάτι δεν λες καλά. Της ζήτησα να μου μιλήσει και δεν το έκανε...

– Ήσασταν ο θεός της, αλλά η Ευδοξία δεν μιλούσε ούτε στον θεό της...

Έφυγαν οι επισκέπτες, και η Βασιλεία κοίταξε με λατρεία τον Παναγιώτη στα μάτια και του είπε:

– Μακάριος αυτός που λατρεύτηκε από κάποιον σαν θεός. Αν καταφέρω να τη φτάσω, τότε θα μπω κι εγώ σ’ αυτό τον κύκλο.

Σφιχταγκαλιάστηκαν, κοιτάζοντας τη φωτογραφία της, που τους χαμογελούσε αινιγματικά.

 

Την Τρίτη εμφανίστηκε στο γραφείο της κόρης του, εκεί που πια δούλευε ο καθηγητής της, ο Ευτύχης Παπαναστασίου, από τα βαριά ονόματα της εφημερίδας. Η Βασιλεία είχε πάει μέχρι την καφετέρια. Ο γερόλυκος κοίταξε στα μάτια τον Γραβάνη και του είπε:

– Κύριε καθηγητά, υπήρξατε ο μέντορας της κόρης μου, από ό,τι φαίνεται και ο μεγάλος της έρωτας, κάτι που αφορούσε μόνο εκείνη κι εσάς. Κανένας δεν γνωρίζει και δεν θα μάθει τίποτε γύρω απ’ αυτό που ψάχνεις, αγαπητέ μου Παναγιώτη. Είμαι από τις αυθεντίες στο αστυνομικό ρεπορτάζ, αλλά σ’ αυτή την ιστορία σηκώνω τα χέρια ψηλά. Η Ευδοξία μου διέπραξε το τέλειο έγκλημα, με θύμα τον εαυτό της.

– Νομίζω πως δικαιούμαι να ερευνήσω την υπόθεση.

– Φυσικά, αγαπητέ μου. Αν όμως εκείνη θέλησε να μείνει στη μνήμη μας σαν το διαρκές αίνιγμα και έκλεισε ερμητικά πόρτες και παράθυρα, από πού θα μπεις να ψάξεις; Στο σπίτι μας είμαστε μια οικογένεια που μιλάμε μεταξύ μας για όλα, άρα κάτι ξέρω παραπάνω από εσένα.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Βασιλεία. Συνέχισε ο Παπαναστασίου, μετά τη διακοπή, κοιτάζοντας και τη βοηθό του:

– Για να καταλάβεις: Όταν σου λέω μιλούσαμε για όλα, εννοώ πως μου μετέφερε και το κλίμα της φωτογράφισης με τη δεσποινίδα, τη βοηθό σας. Μου μίλησε για τις γυμνές φωτογραφίες της, που εννοείτε πως σας ανήκουν, για όλες σας τις συναντήσεις, χωρίς βαρετές λεπτομέρειες. Ξέρω όσα ξέρεις και δυστυχώς δεν ξέρω τίποτε παραπάνω για να σε βοηθήσω, αν θελήσεις να ψάξεις πέρα από τα προφανή. Τα άλλα τα κράτησε για τον εαυτό της. Είμαι σίγουρος πως αυτοκτόνησε. Ίσως επειδή φοβήθηκε πως θα προδώσει το μυστικό που έκρυβε... Τώρα πρέπει να φύγω, με περιμένουν. Θα είμαι στη διάθεσή σου, αν κάτι χρειαστείς...

Ο αστυνομικός συντάκτης είχε δώσει αστυνομικό κλίμα στον φάκελο του χαμού της κόρης του και παράλληλα προσπάθησε να τον κλείσει, σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις. Μπορεί να γνώριζε στοιχεία και τα έκρυψε επιμελώς, θεωρώντας πως η Ευδοξία έχτισε την αινιγματική της εικόνα και έπρεπε να τη σεβαστεί. Αν όμως η Ευδοξία έχτισε αυτή την εικόνα από αγάπη και σεβασμό προς όλους ή αν, στην αντίθετη περίπτωση, τα σκληρά λόγια που είπε στη Βασιλεία, την ώρα της φωτογράφισης, σκιαγραφούν το πραγματικό της πορτρέτο, τότε η εικόνα που είχε ο πατέρας της γι’ αυτήν ήταν λαθεμένη.

Κάπου θα είχε κάνει ένα λάθος στην κατασκευή του οικοδομήματός της η Ευδοξία κι εκεί θα έβρισκαν τα ίχνη των πραγματικών της κινήσεων.

Με επιμέλεια και μεθοδικότητα, ο Γραβάνης άρχισε να ψάχνει τα τεκμήρια που υπήρχαν πάνω στο γραφείο της, μπήκε στους φακέλους του υπολογιστή της, άγγιξε τα προσωπικά της αντικείμενα. Κανένας από την οικογένειά της ή από τους συναδέλφους της δεν έμοιαζε να μπήκαν στον χώρο από την ημέρα του θανάτου της. Τον είχε καταστήσει κληρονόμο της διαθήκης της. Ακόμα και χρήματα βρέθηκαν στο συρτάρι της.

Κάποια από τα ευρήματα, μαζί με τα χρήματα, τις τραπεζικές κάρτες, το μπλοκ των επιταγών της, τα τοποθέτησε η Βασιλεία σε έναν φάκελο, για να δοθούν στην οικογένειά της.

Διάβασαν όλα τα mail της, διάβασαν μηνύματα σε ένα δεύτερο κινητό που βρέθηκε στο συρτάρι της, αλλά ήταν πληροφορίες που δεν πρόσφεραν τίποτε. Ήταν σίγουρο πως η ίδια τα είχε αφήσει όλα τακτοποιημένα, ώστε ο ερευνητής των προσωπικών της στιγμών να μην είναι σε θέση να προχωρήσει ούτε βήμα πέρα από το σημείο που αυτή επέτρεπε.

Πέρασε και πάλι ο Παπαναστασίου τζούνιορ και δήλωσε πως είναι στη διάθεσή τους σε ό,τι τον χρειαστούν. Η Βασιλεία του έδωσε το φάκελο με τα προσωπικά αντικείμενα της Ευδοξίας. Εκείνος τον πήρε και τον παρέδωσε στον Γραβάνη. Ήταν επιθυμία της αδελφής του.

– Μα υπάρχουν χρήματα, κάρτες και επιταγές, είπε ο καθηγητής στον νεαρό.

– Και ένας λογαριασμός στην τράπεζα που σε έβαλε συνδικαιούχο.

– Δεν θα τον δεχτώ.

– Δώσ’ τα σε ορφανοτροφείο. Επιθυμία της οικογένειας είναι να μεταβιβαστούν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία σε σένα. Ακόμα και το σπίτι στο Ψυχικό.

– Όλη η οικογένεια σαλταρισμένη είναι;

– Θα μπορούσα να σου σπάσω τα μούτρα, θρύλε, αλλά εκείνη η γυναίκα ήταν η σημαία μας... Θα κάνεις αυτό που σου λέω, γιατί αυτό ήθελε. Δεν θεωρούμε πως πέθανε, ούτε και για σένα θα πεθάνει ποτέ.

Ο νεαρός είχε βουρκώσει. Ο Γραβάνης τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Βουρκωμένος κι αυτός του ψιθύρισε:

– Αδελφέ μου...

 

Δυο ημέρες μετά δόθηκε το επόμενο μάθημα του Γραβάνη. Όλα ήταν όπως τα άφησε πριν δεκαπέντε μέρες. Επιπλέον, η Βασιλεία είχε τοποθετήσει στη θέση που καθόταν η Ευδοξία ένα άσπρο τριαντάφυλλο. Οι συμμαθητές της είχαν πληροφορηθεί το δυσάρεστο συμβάν από τα ΜΜΕ και κατάλαβαν στη διάρκεια του μαθήματος τι σήμαινε η γυναίκα που χάθηκε για τον καθηγητή τους. Δεν το σχολίασαν. Όλα έγιναν με αξιοπρέπεια και ας κόμπιαζε εκείνος στην έδρα, και ας βούρκωνε ο άγγελος που τον πρόσεχε από κάτω.

Τελείωσε το μάθημα, και έφυγαν οι δυο τους, σίγουροι πως από κάπου τους παρακολουθεί εκείνη.

Το βράδυ είχαν καλέσει στο σπίτι, για ένα κρασί, όλη την παρέα. Πέρασαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από το Φίλιον, ψώνισαν εδέσματα για το βράδυ και περίμεναν τους φίλους τους, απλώνοντας μπουκάλια με κόκκινο κρασί. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και δεν άρεσε αυτό στον Παναγιώτη. Η Ευδοξία ήταν μέσα του, δίπλα του και παντού, δεν είχε νόημα να περιφέρει και να επιδεικνύει θλίψη στους άλλους. Διόρθωσε το σκηνικό η Βασιλεία που κρέμασε στον τοίχο τον πίνακα της Αναστασίας και δίπλα μία εντυπωσιακή φωτογραφία της Ευδοξίας, από αυτές που της είχε τραβήξει. Γυμνή, σκληρή, εντυπωσιακή, κοίταζε στο βάθος με το κεφάλι ψηλά.

– Μου επιτρέπεις; ρώτησε τον σύντροφό της, πριν την αναρτήσει.

– Το ρωτάς;

– Ήταν στη συμφωνία μας να σε ρωτήσω.

– Μας ξεπέρασαν τα γεγονότα. Το γνωρίζει και η οικογένειά της. Η ίδια άφησε τις φωτογραφίες στα χέρια σου, γιατί δεν την αφορούσε η καριέρα της. Διέσωσες τη μορφή της.

Ο Γραβάνης κάλεσε στη συνάντηση και τον Παπαναστασίου τζούνιορ, που στη μέση της συνάντησης κατέθεσε την ατάκα της βραδιάς:

– Καλά... και πολύ σας πάω... είσαστε οικογένεια...

Τα τραπέζια για τη μνήμη των πεθαμένων, οι νεκρόδειπνοι, ήταν αφορμή να ξεδίνουν οι ζωντανοί, τιμώντας εκείνον που έφυγε. Τα πανηγύρια τελούνται την ημέρα που πέθανε ο άγιος. Τιμούμε τη μνήμη τους με χορούς, τραγούδια, χορό και κρασί.

Η Αναστασία είχε βρει δουλειά σαν μοντέλο, από αγγελία και έπεσαν στοιχήματα στην παρέα, αν ο ζωγράφος θα την πέσει στην κυρία, κατά την ώρα της εργασίας ή μετά. Η ταινία που θα έπαιζε η Μυρτώ ήταν τσόντα ρουτίνας, αλλά αυτή, μέσα στην οικονομική της ένδεια, το σκεφτόταν ακόμη. Ο Ηλίας ανέλαβε να φτιάξει τον πίνακα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με ημερομηνία παράδοσης και υπογραφής: «Χριστούγεννα του 2015». Ο Άρης ανέλαβε, με ικανοποιητική αμοιβή τη διαφήμιση, από τηλεόραση, μιας νεόκοπης μουστάρδας, για δύο χρόνια. Ο Παπαναστασίου τζούνιορ ανέλαβε την προπόνηση της Αστραπής Ελληνορώσων. Η Ευανθία υιοθέτησε ένα βλαμμένο στρουμπουλό γατάκι που το ονόμασε Μαφάλντα. Η Βασιλεία συμφώνησε να φωτογραφίσει τον Παπαναστασίου τζούνιορ, σαν τον δισκοβόλο αστραπή. Ο Γραβάνης ανακοίνωσε πως σκόπευε να πάει στο Άγιον Όρος προκειμένου να αποφύγει τους πειρασμούς της σάρκας. Η Αναστασία, με τη σειρά της, προσφέρθηκε να τον συνοδεύσει και κάπου εκεί έγινε χαμός στην παρέα.  

 

Την επομένη στην εφημερίδα δημοσιεύθηκε το νέο άρθρο του Γραβάνη, που πια έγινε εβδομαδιαίο. Αναφερόταν στην προσφορά της Ευδοξίας Παπαναστασίου:

«Έφυγε ένα κεφάλαιο που δεν πρόλαβε να γίνει κεφάλαιο για τους πολλούς, αλλά για εκείνους που την έζησαν και που έχουν να καταθέσουν πολλά για την προσωπικότητά της...»

Η παρέα κατάλαβε πως ήταν κείμενο προβοκατόρικο. Προκαλούσε όσους κατείχαν πληροφορίες για την απελθούσα να τις καταθέσουν.

Πέρασε ο Κάπτεν Παπαναστάσης και κατέθεσε πρώτος:

– Η κόρη μου ήταν πολύ ευαίσθητο κορίτσι. Το επισήμανες στο κείμενό σου, αλλά ο κάθε ευαίσθητος περιχαρακώνεται και δεν μας αφήνει εύκολα χαραμάδες για να εισέλθουμε στον κόσμο του. Πέντε χρονών ήταν, τότε που μου είπε πως όταν μεγαλώσει θα γίνει αστροναύτης, όμως στα οκτώ της το διόρθωσε και μου είπε πως θα πεθάνει στα τριάντα της.

Ο Γραβάνης συνέλεγε τους καρπούς της προβοκάτσιας του. Έφυγε ο κάπτεν και ήρθε ο τζούνιορ:

– Θρύλε, έσκισες, ξέρεις να τα γράφεις από καρδιάς. Μου θύμισες έναν μεγάλο έρωτα της αδερφής μου: Συμμαθητής μου ήταν στο Λύκειο, μορφωμένος και ευγενικός, μέχρι σκασμού, εκείνη είκοσι τέσσερα κι ο φίλος μου δεκαοκτώ. Πέρασαν δυο μήνες, πετώντας στους εφτά ουρανούς και μια μέρα, χωρίς λόγο, ο μαλάκας ο «ποιητής», όπως τον λέγαμε, γιατί έγραφε στιχάκια της καψούρας, της έσπασε τα μούτρα. Έσπασα κι εγώ τα δικά του.

Έφυγε ο Παπαναστάσης τζούνιορ, και ήρθε ο Πετράκος τζούνιορ:

– Η Ευδοξία μας μου είπε κάποτε πως «αναζητούσε έναν άνδρα που θα της πρόσφερε τον θάνατο».

– Ξαναπέστο, αγόρι μου.

– Αναζητούσε έναν άνδρα που θα της πρόσφερε τη ζωή.

– Τη ζωή ή τον θάνατο;

– Τη ζωή και τον θάνατο.

Στην επιστροφή ρώτησε τη Βασιλεία:

– Αν κάνουμε ένα κορίτσι μαζί, θα το ονομάσουμε Ευδοξία;

– Εννοείται, χαζούλι μου, του απάντησε.

Τηλεφώνησε και ο πατέρας της να τους καλέσει το Σάββατο στη Χαλκίδα.

Η συνέχεια αύριο