Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Ρ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Στο μάθημα του Γραβάνη, η Βασιλεία περίμενε ξανά στην είσοδο την Ευδοξία. Ήρθε εκείνη με διαφορετική αμφίεση από την άλλη φορά, πρόχειρα ντυμένη και πολύ κουρασμένη, σχεδόν τσακισμένη. Δικαιολόγησε στη Βασιλεία την εμφάνισή της, προβάλλοντας τα τρία ξενύχτια στην εφημερίδα που έπρεπε να κλείσουν κάποια δύσκολα θέματα. Είδε την άλλη που προσπαθούσε να της ανοίξει συζήτηση και την απέτρεψε κουρασμένα.

– Δεν έχουμε να πούμε τίποτε, κορίτσι μου, και δεν θα μάθεις τίποτε σχετικό με αυτά που ψάχνεις, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τίποτε. Έχω πέσει σε κενό αέρος. Να τον προσέχεις όσο μπορείς. Μη σας πάρει κι εσάς από κάτω. Δεν είμαστε αντίπαλοι, ούτε συνένοχοι σε τίποτε. Ας μπούμε στο μάθημα.

– Άσε μου ένα περιθώριο να τα λέμε.

– Σου αφήνω απεριόριστο, αλλά, δυστυχώς και για τις δυο μας, δεν θα βρεθεί τίποτε να πούμε.

Ο καθηγητής ανέβηκε στην έδρα και ανέπτυξε το θέμα του, πάνω στην πτώση της Χούντας και τις πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης. Οι δυο γυναίκες κρέμονταν από τα χείλη του, αλλά λίγα συγκρατούσαν από αυτά που έλεγε. Είχαν περάσει και οι τρεις σε άλλο πεδίο, γοητευτικό και βασανιστικό.

Τελείωσε το μάθημα και επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό αποχώρησης. Μόνο που ο Γραβάνης δεν μετέφερε αυτή την εβδομάδα τη Βασιλεία στο Χαλάνδρι, αλλά στο κέντρο. Η Ευδοξία δεν περίμενε να τους δει να φεύγουν μαζί. Μπήκε σε ένα ταξί και έφυγε για το Φίλιον. Στο δεύτερο ουίσκι που παρήγγειλε, μόνη της στο τραπέζι, μπήκαν ο Γραβάνης με τη Βασιλεία. Διακριτικά προσπάθησαν να την πλησιάσουν, αλλά εκείνη, επίσης διακριτικά, δεν τους άφησε χώρο. Έμειναν αρκετή ώρα, σε άλλο τραπέζι, αμίλητοι και οι τρεις, ώσπου η Ευδοξία σηκώθηκε, σχεδόν τρεκλίζοντας, πλήρωσε τα ποτά και των τριών και έφυγε. Όταν εκείνη βγήκε στον δρόμο, ο Γραβάνης, πάνω στην αμηχανία του, της έστειλε ένα μήνυμα:

«Είσαι καλά;»

«Μην ανησυχείς για μένα, να προσέχεις τον εαυτό σου και το κορίτσι».

Πήρε το κινητό του η Βασιλεία και της έστειλε νέο μήνυμα:

«Πας στου Ψυρρή;»

«Ναι», απάντησε εκείνη.

Μετά από μισή ώρα τη βρήκαν μόνη στο γνωστό σημείο. Τους άφησε να καθίσουν στο τραπέζι της με την υπόδειξη:

– Δεν θα μιλήσουμε καθόλου.

Ήπιαν και δεν άνοιξαν το στόμα τους. Η Ευδοξία όλο και χανόταν σε κόσμο που οι άλλοι αγνοούσαν. Αργά, την έβαλαν στο ταξί και μετά οι δύο τους ανηφόρισαν για τη Δαφνομήλη.

– Τι σημαίνει αυτό το σκηνικό; ρώτησε ο Γραβάνης. Μαζοχισμός; Ζητάει να τριγυρνώ κι εγώ στους δρόμους, μόνος και να αυτοτιμωρούμαι;

– Δεν σου ζητάει τίποτε. Δεν ζητάει από κανένα, ούτε από τον εαυτό της.

– Φοβάμαι, καλή, μου, πως αυτή η ιστορία δεν θα μας βγάλει σε καλό. Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον εαυτό μου. Φοβάμαι μήπως κάνω κακό, ακόμη και σε σένα.

– Μη σκέφτεσαι εμένα, με έχεις θωρακίσει. Ξέρω πως θρέφεις τα καλύτερα αισθήματα απέναντί μου, και αυτό με κάνει ισχυρή. Ελέγχεις το παιχνίδι, γιατί είσαι δυνατός. Και η Ευδοξία θα βρει ξανά τον εαυτό της. Ίσως συμβαίνει κάτι που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Κάποτε θα ισορροπήσουμε όλοι σε διαφορετικούς ρόλους. Εγώ θα αποδεχτώ χωρίς μιζέριες τον νέο μου ρόλο.

– Μιλάς με σοφία. Τι εννοείς «συμβαίνει κάτι που δεν μπορούμε να φανταστούμε»;

– Αν μπορούσα να το φανταστώ θα σου το έλεγα.

Αυτό δεν του είχε περάσει από το μυαλό. Ο εγωισμός δεν τον άφηνε να δει πέρα από το δικό του εγώ. Μπορεί να μην υπέφερε από πράξεις δικές του, όπως εκείνη τη σαχλαμαρίτσα με τον πίνακα της Αναστασίας. Αν δεν την υποκινεί η ζήλια, αλλά προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα αισθήματά της γι’ αυτόν και σε κάτι άλλο που τη συνθλίβει; Τι ρόλο παίζει ο γιος του αρχισυντάκτη στη ζωή της και πού βρίσκεται τώρα; Την εγκατέλειψαν όλοι κι εκείνη περιφέρει τη μοναξιά και τη θλίψη της; Γιατί δεν ανοίγει το στόμα της να του εξομολογηθεί; Για να μην τον πικράνει; Θυσιάζεται για χάρη του; Πάλι ο εγωισμός τον φέρνει στο κέντρο του κόσμου και σε υποθέσεις πως εκείνη τα κάνει όλα γι’ αυτόν.

Το Σάββατο, 5 Δεκεμβρίου, το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη για το μακελειό που προκάλεσε πριν λίγες ημέρες στην Καλιφόρνια. Δύο οπαδοί του πραγματοποίησαν την επίθεση στο Σαν Μπερναρντίνο, κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκατέσσερις άνθρωποι. Η υπόθεση ξεκαθαρίστηκε, ως «πράξη τρομοκρατίας», και ο πλανήτης συνέχισε να ζει τρομοκρατημένος.

Τη στήριξή του προσέφερε στην Ελλάδα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, για τα ζητήματα του χρέους και του προσφυγικού.

Η Ντόρα Μπακογιάννη ζήτησε από το Άγιο Πνεύμα να δώσει φώτιση στη Νέα Δημοκρατία για τη σωστή εκλογή του νέου αρχηγού.

Η Ευδοξία επί δύο ημέρες έστελνε στον καθηγητή σπασμωδικά μηνύματα. Ανέλαβε την ευθύνη για την άσχημη διάθεση που του προκάλεσε η στάση της. Του προσέφερε την αμέριστη στήριξή της και ζήτησε από το Άγιο Πνεύμα να της δώσει φώτιση.

Μάταια εκείνος προσπαθούσε, με τη στήριξη της Βασιλείας, να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματά της.   

Ήταν η μέρα της κυριακάτικης εκδρομής στη Χαλκίδα. Η Ευανθία με τη Βασιλεία είχαν κανονίσει να συγκεντρωθούν όλοι στο σπίτι της δεύτερης στην ευβοϊκή πρωτεύουσα, όπου τους ετοίμαζαν τραπέζι οι γονείς της.

Βρήκε την ευκαιρία η Αναστασία, στη διαδρομή, όταν δεν τους άκουγαν τα κορίτσια, να πειράξει τον Πάνο της:

– Πάμε να γνωρίσουμε τα νέα πεθερικά σου;

Οι δύο συμπαθέστατοι γονείς της Βασιλείας, δημοτικός υπάλληλος ο πατέρας, και κομμώτρια η μητέρα, με κομψότητα σε όλα, καλοδέχτηκαν τη μικρή φίλη της κόρης τους, που τους είχε κατακτήσει από την πρώτη τους συνάντηση. Ο πατέρας της Ευανθίας ήταν καθηγητής της κόρης τους και η φιλοξενούμενη οικογένεια εμφανίστηκε σαν τυπική αγία οικογένεια που συγκατοικούσαν και οι τρεις στην ίδια εστία. Τις απουσίες της από το Χαλάνδρι, η Βασιλεία τις δικαιολόγησε σαν φιλοξενία από συμμαθήτριά της, στο κέντρο της Αθήνας, εκεί όπου οργάνωσε τη φωτογραφική της ενασχόληση. Δύο διαφορετικοί κόσμοι συνέπραξαν σε αρμονικό σύνολο, με την επιστράτευση του χιούμορ που διέθεταν όλοι τους. Μίλησαν για διάφορα, από τον Σκαρίμπα ως τη Χούντα, από το Πανεπιστήμιο ως το μέλλον της Βασιλείας και πάνω στο τελευταίο ήρθε, από απρόσμενη ζαριά της τύχης, το φυσικό να συναντήσει το μεταφυσικό. Όταν μιλούσαν για τις ευκαιρίες που θα έπρεπε να αναζητήσει η φοιτήτρια Βασιλεία, έφτασε μήνυμα στο κινητό της από την Ευδοξία:

«Η εφημερίδα σού προσφέρει εργασία στην ομάδα των ιστορικών μονογραφιών. Βοηθητικά στην αρχή, αλλά με προοπτική...»

Ήταν λογικό να χάσει τα λόγια της η Βασιλεία. Έτρεξε και έδειξε το μήνυμα στον καθηγητή της, ήταν έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του, αλλά δεν το έκανε, το έδειξε στη μικρή της φίλη και στην Αναστασία, και μετά εξήγησε στους γονείς της τι ήταν αυτό που της προξένησε την ευχάριστη αναστάτωση. Το «Παρόν και Μέλλον» ήταν η εφημερίδα της οικογένειας.

Ο Γραβάνης δάκρυσε, δεν σχολίασε τίποτε, άφησε τον πατέρα της Βασιλείας να του εκφράζει την ευγνωμοσύνη του. Του άξιζε μια Ευδοξία στη ζωή του και με αυτήν δίπλα του θα ήταν δημιουργικότερες οι σχέσεις του με τη Βασιλεία, την Αναστασία, την κόρη του. Έστειλε μήνυμα στην Ευδοξία:

«Δεν είναι άξιός σου ο κόσμος».

«Δεν είμαι άξια να γευθώ τον κόσμο σας».

Ήταν σίγουρο πως η Ευδοξία βίωνε κάποιο βαθύ τραύμα. Βρήκε την ευκαιρία η Βασιλεία και ψιθύρισε στον Παναγιώτη:

«Είμαι ερωτευμένη μαζί της».

«Πού θα πάει αυτή η ιστορία;» τη ρώτησε εκείνος.

«Πήγε, και είμαστε τυχεροί που τη βιώνουμε».

Οι πανευτυχείς γονείς της Βασιλείας ξεπροβόδισαν τους Αθηναίους και την κόρη τους που είχαν καταλάβει πως βρίσκεται σε καλά χέρια και φόρτωσαν το αμάξι των επισκεπτών με καλούδια που διέθετε το σπίτι της μοναχοκόρης τους.

Στην επιστροφή η μικρή ζήτησε να καθήσει στη θέση του συνοδηγού, δίπλα στον πατέρα της. Βρήκε την ευκαιρία η Βασιλεία και ζήτησε από την Αναστασία να ποζάρει μπροστά στον φακό της, σαν αρχαία ηρωίδα.

– Ποια θέλεις να κάνεις;

– Τη Φρύνη. Να δω τι άλλο θα ακούσω και τι άλλο θα κάνω. Θα είμαι η εταίρα της παρέας. Θα κάνουμε και έκπληξη στον Ηλία που μου δήλωσε μεγαλόπρεπα πως κάποτε θα γίνω η Φρύνη κι αυτός ο Πραξιτέλης.

Έκλεισε η συμφωνία, έκλεισε και η μέρα, μοιράστηκαν στην Κυψέλη τα δώρα των Χαλκιδέων και χώρισαν.

Στην Αλεξάνδρας η Βασιλεία είπε στον Παναγιώτη:

– Στρίψε δεξιά, για Ψυρρή. Αν δεν είναι εκεί πάμε στο Φίλιον.

Δεν χρειάστηκε να μετακινηθούν στο Κολωνάκι, εκείνη ήταν στην πρώτη τους επιλογή, μόνη. Τους αποδέχτηκε στο τραπέζι της, δεν είπαν λέξη, σεβάστηκε ο καθένας τους άλλους. Ακόμη και το «ευχαριστώ» που είπε στην Ευδοξία, με ευγνωμοσύνη η Βασιλεία, εκείνη δεν το άκουσε. Δεν είχε το αμάξι της, προσφέρθηκαν να την πάνε στο Νέο Ψυχικό και δεν το αρνήθηκε. Έκατσε στη θέση του συνοδηγού, χλωμή και πανέμορφη, καθώς την έλουζαν οι λάμπες νέον της Βασιλίσσης Σοφίας και η Βασιλεία της χάιδευε τα μαλλιά από το πίσω κάθισμα.

– Είσαι πανέμορφη, της είπε στη διασταύρωση των Αμπελοκήπων και πέρασε τα χέρια μέσα στα μαλλιά της.

– Σε ευχαριστώ, γλυκιά μου, είπε σχεδόν άψυχα εκείνη.

Αρκέστηκε να τους κοιτάξει με το γλυκό της χαμόγελο, κατέβηκε και μπήκε στο σπίτι της. Μια θεά, γυναίκα άλλων εποχών, απομακρυνόταν από το οπτικό τους πεδίο.

Από το σπίτι η Βασιλεία τής έστειλε μήνυμα:

«Είσαι θεά».

Δεν της απάντησε. Ούτε εκείνος της έστειλε μήνυμα, τα είχαν δει και τα είχαν πει όλα. 

 Η συνέχεια αύριο