Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Μ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Το πρώτο μήνυμα από την Ευδοξία, όταν την επομένη άνοιξε το κινητό του, ήταν πρακτικό και ευπρόσδεκτο:

«Αν χρειάζεσαι χρήματα, η εφημερίδα μπορεί να σε εξυπηρετήσει. Θέλουμε να φιλοξενούμε άρθρα σου, κάθε δεύτερη Παρασκευή».

Τα οικονομικά του αποθέματα τελείωναν και τα ψυχικά του εξαντλούνταν. Είναι ενδιαφέρουσα η φάση να τριγυρνάς στους δρόμους, διατυπανίζοντας πως είσαι ερωτευμένος, αλλά το είχε παρατραβήξει, σπαταλιόταν. Κι εκείνη, με τη σειρά της, τα είχε παρατήσει όλα και η ζωή της εγκλωβίστηκε ανάμεσα στο Κολωνάκι και στου Ψυρρή. Κάποια παρεξήγηση είχε τρυπώσει ανάμεσά τους, μετατράπηκε σε φαύλο κύκλο, και βασάνιζε και τους δύο. Είχε εκείνη ζηλέψει τόσο πολύ με τον πίνακα της Αναστασίας; Η Αναστασία το είπε ευθέως, και περίπου το ίδιο συμπέρασμα έβγαλε και η Μυρτώ. Ήταν αδέξιο από μέρους του, το όλο σκηνικό, αλλά δεν έκανε κάτι το τραγικό. Ας του έκανε μια σκηνή και ας μην το έπαιζε τόσο άνετη. Θα του έδινε την ευκαιρία να επανορθώσει.

Το απόγευμα είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο και με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου θα αναφερόταν στους μηχανισμούς των ολοκληρωτικών καθεστώτων, κύκλο που είχε ανοίξει πριν ένα μήνα. Οι φοιτητές του είχαν περάσει στην αίθουσα και στην είσοδο τον περίμενε η Βασιλεία. Της χαμογέλασε, του ανταπέδωσε, πέρασαν στην αίθουσα και εκείνος ανέβηκε στην έδρα.

Δεξιά, στην πρώτη σειρά, καθόταν η Ευδοξία Παπαναστασίου, όπως τότε, πριν μερικά χρόνια, όπως πριν τρεις εβδομάδες. Οι φοιτητές είχαν συμφιλιωθεί με την παρουσία της, μετά την προηγούμενη θερμή υποδοχή της από τον καθηγητή, και περίμεναν την έναρξη του μαθήματος. Εκείνος βρέθηκε στην πλέον δύσκολη φάση της σχέσης τους. Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και άρχισε το μάθημα:

– Ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος είναι το πρόσωπο που θα σταθώ σήμερα σαν εισαγωγή στο θέμα μου. Πρόκειται για κομβικό σημείο στην ιστορία της πολιτικής, αλλά και των ανθρώπινων σχέσεων. Θα συνοψίσω βιογραφικά του στοιχεία, γνωστά θα έλεγα σε μελετητές της Ιστορίας, όπως εσείς. Η σωστή φράση είναι «θα υπενθυμίσω». Λοιπόν: Εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου. Ο Βρούτος συντάχθηκε με τον Πομπήιο και βρέθηκε στα Φάρσαλα, για τη μάχη ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Ο Καίσαρας διέταξε τους στρατηγούς του να συλλάβουν τον Βρούτο και εάν δεν παραδοθεί να τον αφήσουν να φύγει. Πίστευε πως ήταν γιος του, από τον μεγάλο του έρωτα με τη μητέρα του Βρούτου Σερβιλία. Έτσι σώθηκε ο Βρούτος και βρέθηκε ξανά κοντά στον Καίσαρα που του έδωσε αξιώματα. Ο Καίσαρας ήταν ευεργέτης του, ίσως και πατέρας του. Η Ιστορία μας διδάσκει πολλά ως τη μοιραία στιγμή. Μιλάει για τυράννους και τυραννοκτονίες που έφθασαν στη δολοφονία του Καίσαρα. Όπως μαρτυρά ο Πλούταρχος, εκείνος σταμάτησε ν’ αντιστέκεται «ὡς εἶδε Βροῦτον ἑλκόμενον ξίφος ἐπ' αὐτόν». Ο Σουητώνιος αναφέρει πως όταν ο Καίσαρας είδε τον Βρούτο εναντίον του, είπε στα Ελληνικά «Και σύ τέκνον;» Ο Βρούτος είναι αμφιλεγόμενη μορφή. Υπόδειγμα αρετής, πιστός στο καθήκον, τυραννοκτόνος για κάποιους, αχάριστος και πατροκτόνος για άλλους. Η πράξη του ήταν πύρρεια νίκη. Ο Οκταβιανός έγινε απόλυτος άρχοντας και το πολίτευμα καταλύθηκε. Ο Βρούτος αγωνίστηκε για μια χαμένη υπόθεση. Το πολίτευμα είχε φτάσει σε αδιέξοδο και δεν άντεχε.

 Όσο έλεγε αυτά, ο Γραβάνης κοίταζε συχνά στα μάτια την Ευδοξία που στεκόταν απέναντί του, με τον ίδιο πάντα σεβασμό, όμως το βλέμμα της αυτή τη φορά δεν ήταν γλυκό, ήταν ψυχρό. Συνέχισε εκείνος:

– Ο Σόλων Γρηγοριάδης, στο βιβλίο του «Ιστορία της δικτατορίας», αποκαλεί τον ταξίαρχο Ιωαννίδη σαν τον «έμπιστο συνωμότη». Αυτός ήταν ο Μίμης, ο έμπιστος του Παπαδόπουλου. Και σημειώνει ο Γρηγοριάδης: «Ο Αμερικανός φιλόσοφος Έμερσον λέει: ‘‘Εμπιστεύσου τους ανθρώπους και αυτοί θα σε εμπιστευθούν. Μεταχειρίσου τους μεγαλόψυχα και θα σου δείξουν τη μεγαλοψυχία τους’’. Από τον Βρούτο έως τον Ιωαννίδη ο ισχυρός μεγαλόψυχος συχνά πέφτει θύμα του έμπιστου φιλόδοξου, ανεξάρτητα από τα κίνητρα του τελευταίου». Δεν θα καθαγιάσουμε τον Παπαδόπουλο, στιγματίζοντας τον Ιωαννίδη, θα ανιχνεύσουμε δομές συμπεριφοράς, έστω και αν ξεφεύγουμε από τα αυστηρά ιστορικά πλαίσια που μας όρισε η επιστήμη που υπηρετούμε και μπαίνουμε σε ψυχαναλυτικούς δρόμους. Ο Ιωαννίδης βρισκόταν μεταξύ Νασερισμού και Νεοφασισμού, ένας «υπερδεξιός Ροβεσπιέρος», όπως τον αποκαλεί ο Γρηγοριάδης. Γιατί στήριξε με εντυπωσιακές και ριψοκίνδυνες κινήσεις τον Παπαδόπουλο, όταν οι στρατηγοί αμφισβήτησαν τον δικτάτορα;

Κοίταξε την Ευδοξία στα μάτια, πήρε μια ανάσα και συνέχισε.

– Ο Μίμης, ο βασιλιάς των τσιγγάνων, όπως τον αποκαλώ, μίλησε τελευταίος στη συνάντηση του Παπαδόπουλου με τους στρατηγούς, ένας απλός ταξίαρχος, αλλά παντοδύναμο αφεντικό της ΕΣΑ και έβαλε τους άλλους στη θέση τους: «Ο στρατός θέλει τον Παπαδόπουλο». Στο μεταξύ η ΕΣΑ είχε ζώσει τον γύρω χώρο, με το δάχτυλο στη σκανδάλη των αυτομάτων. Όποιος αμφισβητούσε τον ηγέτη της επανάστασης, θα είχε να κάνει με τον Μίμη. Ο Παπαδόπουλος βγήκε πανίσχυρος από την αίθουσα, και, συγνώμη, δεσποινίδες μου, κατέβασε τα βρακιά του στον Ιωαννίδη, που απεδείχθη ο Βρούτος του. Γιατί τον ανέτρεψε ο τελευταίος; Γιατί η «επανάστασίς τους παρεξέκλινε των στόχων της», κατά την άποψη του Βρούτου. Ο νέος ισχυρός άνδρας όρισε Πρωθυπουργό, Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων και των τριών σωμάτων του στρατού και ο ίδιος παρέμεινε ταξίαρχος, διοικητής του σώματος ασφάλειας του δικού του πολιτεύματος. Όταν αργότερα του ζήτησαν να υπογράψει την κατάρρευση του πολιτεύματός του, αυτός που μπορούσε να ξηλώσει όλη την στρατιωτική ιεραρχία, σαν σκορπιός εγκλωβισμένος στον κύκλο της φωτιάς, ζήτησε από τον παρευρισκόμενο αρχηγό στρατού, δύο μέρες άδεια και ιδιώτευσε. Ο σκορπιός είναι μισητό μας ζωντανό, αλλά τον συμπονάμε όταν βρεθεί μέσα στον κύκλο της φωτιάς. Γυρνάει το κεντρί και το καρφώνει στην πλάτη του, σαν καμικάζι. Αυτό έκανε ο Χίτλερ, και πολλοί χαμένοι. Ο Ιωαννίδης πίστευε πως μια μέρα θα τον δικαιώσουν οι άνθρωποι εν ζωή και όχι η Ιστορία στους αιώνες. Έζησε τρεισήμισι δεκαετίες μέσα στον χλευασμό, γιατί ήταν, συγγνώμη για την αντιεπιστημονική έκφραση, «στόκος». Δεν κατάλαβε πως έχασε το παιχνίδι, πως ήταν ο άδικος λόγος και οι καιροί άλλαξαν, ήρθαν άλλοι λόγοι, πιο δίκαιοι ή πιο άδικοι από τον δικό του, να τον πετάξουν στο καλάθι των απορριμμάτων. Από κάποιο σημείο και πέρα τα πρόσωπα αποϊστορικοποιούνται και αποκτούν διαστάσεις μεταφυσικές. Ταυτίζονται, για παράδειγμα, με το απόλυτο κακό, με την προδοσία, και ο Βρούτος γίνεται σύμβολο.

Κοίταξε ξανά την Ευδοξία στα μάτια, πήρε ανάσα και συνέχισε, μέχρι τέλος του δίωρου μαθήματός του, χωρίς διάλειμμα, χωρίς να δώσει την ευκαιρία για ερωτήσεις. Όταν τελείωσε, πρώτη σηκώθηκε και αποχώρησε η Ευδοξία. Άδειαζε η αίθουσα, καθώς τον πλησίασε η Βασιλεία.

– Το μάθημά σας ήταν εκπληκτικό και σήμερα.

– Πηγαίνεις στο Χαλάνδρι;

– Ναι.

– Θέλεις να σε πάω εγώ;

– Με πολλή χαρά.

Τόσο καθαρό χαμόγελο, και τόσο γλυκό πρόσωπο, είχε να δει από την πρώτη φορά που τον πλησίασε, πριν κάποια χρόνια η Ευδοξία.

– Γιατί η επιμονή σας στον Βρούτο; τον ρώτησε στη διαδρομή η Βασιλεία.

– Επέμεινα στην προδοσία, που δεν αλλάζει χρώμα ακόμα και αν τα δύο μέρη στιγματίστηκαν αρνητικά από την Ιστορία. Σε έχουν προδώσει ποτέ;

– Σ’ αυτό τον κόσμο ζω κι εγώ, αλλά δεν πιστεύω πως μου οφείλουν τόσα που αν δεν μου τα δώσουν θα αισθανθώ προδομένη. Εσείς πρέπει να έχετε προδοθεί.

– Συμφωνώ με αυτά που είπες. Δεν μου οφείλουν τόσα που αν δεν μου τα δώσουν θα αισθανθώ προδομένος. Θα κρατήσω την παρατήρησή σου.

– Η κυρία που καθόταν μπροστά και που την κοιτάζατε συχνά είναι μια πολύ γοητευτική παρουσία.

– Παλιά μαθήτριά μου, έρχεται καμιά φορά και με ακούει. Εδώ μένεις;

– Ναι, σε μία θεία μου. Και πάλι σας ευχαριστώ...

– Το τηλέφωνό μου είναι στη διάθεσή σου. Καληνύχτα, κορίτσι μου...

«Το μάθημά σας ήταν εκπληκτικό και σήμερα, κύριε καθηγητά», ήρθε και το μήνυμα της Ευδοξίας.

«Θέλεις να βρεθούμε;» της ανταπάντησε και δεν του απάντησε.

Αυτό ήταν μαρτύριο και το σπίτι δεν τον χωρούσε. Αν πήγαινε στο Φίλιον ή στου Ψυρρή θα αντίκριζε την πλάτη της Ευδοξίας να σηκώνεται και να αποχωρεί επιδεικτικά, αφήνοντας το αντίτιμο και του δικού του καφέ στο ταμείο. Η σχέση τους ήταν κλινική περίπτωση. Τηλεφώνησε στην Αναστασία και το σήκωσε ο Ηλίας. Είχαν πεταχτεί στο Αίγιο και η Αναστασία βρισκόταν στο μπάνιο του ξενοδοχείου. Θα γυρνούσαν το πρωί. Με πολλή ηρεμία, ο Ηλίας δήλωσε στη διάθεσή του, «ανά πάσα ώρα και στιγμή». Τηλεφώνησε στην κόρη του, διάβαζε για αύριο, τηλεφώνησε στη Μυρτώ, δούλευε, και ο Άρης ήταν στο πλατό για διαφημιστικό. Προσπάθησε να αποσπάσει πράγματα από τα βιβλία, για το πόνημά του, αλλά δεν του έβγαινε. Πήγε μέχρι την πλατεία Βικτωρίας, είδε τους αποθηκευμένους στα πεζοδρόμια πρόσφυγες και γύρισε σπίτι. Δεν απάντησε στο τηλέφωνο του φίλου του Νικήτα, γιατί θα τον παρέσερνε έξω κι εκεί ο Γραβάνης θα του ιστορούσε την ερωτική του περιπέτεια. Είχε καταντήσει γραφικός. Απάντησε στο μήνυμά του η Ευδοξία:

«Θα έρθω στο επόμενο μάθημά σου».

«Ο πόλεμος νεύρων δεν έχει όρια», της ανταπάντησε και δεν του απάντησε

«Εξήγησέ μου, τι έχεις και τι θέλεις;»

Τίποτε, μόνος του κραύγαζε στην έρημο.

Τον κάλεσαν στο κινητό. Είδε τον αριθμό της Βασιλείας. Πώς χώθηκε αυτή, τόσο απρόσκλητα στη ζωή του;

– Κύριε καθηγητά, ξέχασα, έναν πράσινο φάκελο στο αμάξι σας.

– Θα κατέβω να δω, τον βιάζεσαι;

– Έχω μια εργασία που πρέπει να την παραδώσω αύριο. Να περάσω το πρωί από κάπου να τον πάρω;

– Κι απόψε, αν θέλεις, εργάζομαι και θα μείνω μέσα. Στη Δαφνομήλη μένω...

– Μου είπε η Ευανθία.

Έκλεισε το τηλέφωνο, κατέβηκε στο αμάξι, πήρε τον φάκελο και τον ανέβασε στο διαμέρισμά του. Δεν άντεξε στον πειρασμό, παραμέρισε τα λαστιχάκια και επιθεώρησε το περιεχόμενο. Ήταν δέκα φωτογραφίες μιας κυρίας, γύρω στα σαράντα, διαφημιστικές έμοιαζαν, ίσως κάποιας όχι γνωστής τραγουδίστριας ή ηθοποιού. Έκλεισε το φάκελο και άνοιξε τον υπολογιστή του. Στο διαδίκτυο συνάντησε:

Ιωαννίδης, Δημήτριος: Αόρατος δικτάτωρ, σκύλος της ΕΣΑ.

Είχε πέσει σε φάκελο με παρατσούκλια ελλήνων πολιτικών της μεταπολίτευσης. Αποθήκευσε στον δικό του φάκελο κάποιους από αυτούς που διαδραμάτισαν ρόλο στα τελευταία χρόνια της Χούντας και τα πρώτα της μεταπολίτευσης και άρχισε να το διασκεδάζει:

 Ευάγγελος Αβέρωφ: Γεφύρωφ, Ροζαλία. Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος: Η μικρούλα η Adam η κουνιστή. Αρχιεπίσκοπος Μακάριος: Τζουμπές, Μούσκος, Μασκαριότατος, Ερυθρός ρασοφόρος της Μεγαλοννήσου, Κάστρο της Μεσογείου. Βασιλεύς Κωνσταντίνος Β΄: Κοκός, Γλύξμπουργκερ. Βασίλισσα Φρειδερίκη: Φρίκη, Φρειδεφρίκη. Πέτρος Γαρουφαλιάς: Γάλα με ανθρακικό, «Πέτρο, μαλάκα, ήρθαμε για πλάκα!» Κωνσταντίνος Καραμανλής: Τραμπάκουλας, Καραμάν Αλής, Γκαούτσο Κώτσο, Φρυδάς, ο Θείος, ο Μαρμαρένιος. Σπυρίδων Μαρκεζίνης: Μαϊμού, Σπυριδούλα, Σαγώνας, Τσίτα του Ταρζάν. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Μητσοτάκης, Μητσοτάκουλας, Εθνικός Γκαντέμης, Γκαντεμόσαυρος, Ψηλός, Καμπινεδάρχης, Ακατονόμαστος, Ροφός, Δρακουμέλ, Τσιμενένιος. Γεώργιος Παπαδόπουλος: Μπισκότο. Ανδρέας Παπανδρέου: Αντρέ Παπαντρέ, Συγκινημένος, Σιδερένιος, Αντρίκο ντελ Πάσο. Βλ. και ΘΑΣΟΚ, Μιμίκος, Αυριανοτομπριστής. Γεώργιος Παπανδρέου: Παπατζής, γέρος της Δημοκρατίας. Πρωταίτιοι 21ης Απρίλιου: Ντάλτονς...

Τον διέκοψε το κουδούνι και σε ένα λεπτό στεκόταν στην πόρτα του η Βασιλεία με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, ντυμένη και η ίδια σαν μπουκέτο. Παραμέρισε και την άφησε να περάσει. Έδειξε το άδειο βάζο που τοποθετούσε η κυρία Φεβρωνία τα λουλούδια. Η κόρη του στρατηγού έλειπε δύο βδομάδες στην Καλαμάτα και τα τελευταία ζουμπούλια της είχαν μαραθεί. Η Αναστασία είχε μεταφερθεί σε πιο σεμνή θέση, ενόψει της επίσκεψης της Βασιλείας. Η τελευταία κινήθηκε στον χώρο, έβαλε καθαρό νερό στο βάζο, τοποθέτησε τα λουλούδια κάθησε στον καναπέ και άνοιξε τον φάκελο της με τις φωτογραφίες.

– Σας αρέσουν; τον ρώτησε. Είμαι και φωτογράφος, για τα προς το ζην. Σπούδασα στα ΙΕΚ Ακμή, πριν μπω στο Πανεπιστήμιο. Εδώ φωτογράφισα μία κυρία που έχει ανδρικό κομμωτήριο στην Πεύκη και θέλει να πλασάρει το πρόσωπό της στο διαδίκτυο. Την προηγούμενη εβδομάδα φωτογράφισα έναν αρσιβαρίστα και έναν τραγουδιστή της καψούρας. Καταφέρνω και βγάζω κάποια χρήματα, βοηθάνε και οι δικοί μου.

– Πώς βρέθηκες από την φωτογραφία στην Ιστορία;

– Με ενδιαφέρει η Αρχαιολογία. Θέλω να φωτογραφίζω αρχαιολογικούς χώρους, ανασκαφές και ό,τι έχει σχέση με την αρχαιότητα, την Ιστορία και τη Μυθολογία.

Ο Γραβάνης άφησε τη Βασιλεία να του εκθέτει με νεανικό ενθουσιασμό, αν και είχε πατήσει τα είκοσι πέντε, τα πεπραγμένα και τα οράματά της. Την αγάπη της για τη  φωτογραφία και την αρχαιότητα και τις παρέες της με άτομα αρκετά μεγαλύτερης ή μικρότερης ηλικίας. Από αυτούς μάθαινε περισσότερα, παρά από συνομήλικους, που είχαν τις ίδιες εμπειρίες και τα ίδια προβλήματα με αυτήν. Έτσι εξηγήθηκε η προσέγγισή της προς την Ευανθία, αλλά και αυτή προς τον καθηγητή της και πατέρα της μικρής. Η Βασιλεία ήταν η ενδιάμεση γενιά. Ξεκινούσε την όποια σταδιοδρομία της, ενώ η Ευανθία θα άρχιζε να το σκέπτεται την επόμενη δεκαετία και ο Γραβάνης την ξεκίνησε την προηγούμενη. Τη συζήτησή τους διέκοψε το κουδούνι της εξώπορτας και στην παρέα προστέθηκε ο Άρης που είχε τελειώσει με το διαφημιστικό και λίγο αργότερα η Μυρτώ που είχε σχολάσει από τη δουλειά της. Η Βασιλεία πρότεινε να φέρουν και την Ευανθία, αλλά ο Γραβάνης το απέκλεισε. Η μικρή είχε σχολείο το πρωί. Όσο για την Αναστασία και τον Ηλία, η Βασιλεία γνώριζε γι’ αυτούς από την Ευανθία, κοίταξε μάλιστα κάποια στιγμή με νόημα τον πίνακα της μητέρας της, που τους παρακολουθούσε διακριτικά από τη νέα της θέση.

– Αυτή μοιάζει με την Αναστασία, είπε ο Άρης.

– Και μοιάζει και είναι, του απάντησε ο πρώην σύζυγός της.

– Βρε, την Αναστασία, που κάποτε ντρεπόταν να φορέσει ξώπλατα και μίνι φούστες, σχολίασε ο Άρης.

Για την Ευδοξία δεν είπανε κουβέντα, δεν τους έλειπε εκείνη τη στιγμή. Το άδειο διαμέρισμα είχε γεμίσει από φωνές και απόψεις. Από ανθρώπους που έκαναν αισθητή την παρουσία τους, δίπλα στον Παναγιώτη. Η φωτογράφος και οι δύο ηθοποιοί βρήκαν πολλά κοινά σημεία, με επίκεντρο το αρχαίο θέατρο. Περισσότερο χαρούμενη ήταν η Βασιλεία, που το ξεχασμένο σκόπιμα ντοσιέ, της έφερε τρεις καινούργιους φίλους. Σ’ αυτούς ανακοίνωσε για πρώτη φορά την ιδέα της για φωτογράφιση προσώπων που θα υποδυόταν ανάλογα των αρχαίων μύθων.

– Έχω παίξει Αντιγόνες, Ηλέκτρες, Κασσάνδρες, μπόλικες, την πληροφόρησε η Μυρτώ. Θα μας ντύσεις όπως το θέατρο;

– Καθόλου, θέλω να αισθάνεται κάποια πως είναι η Κασσάνδρα, όταν φωτογραφίζεται. Το ράσο δεν κάνει τον παπά. Δεν έχω κάτι πιο συγκεκριμένο προς το παρόν.

– Εγώ θα κάνω τον Σωκράτη, προσφέρθηκε ο καθηγητής της. Φαντάζομαι θα συμπεριλάβεις και ιστορικά πρόσωπα.

– Αισθάνεσθαι να σας ποτίζουν με κώνιο; τον ρώτησε η Βασιλεία.

– Όχι είμαι σίγουρος, πια πως «Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα». Δεν ξέρω τίποτα, δηλαδή.

– Είσθε ένας σοφός.

Η παρέα διαλύθηκε αργά, αφήνοντας αισθήματα πληρότητας σε όλους. Μόνος ο Γραβάνης αναζήτησε στο διαδίκτυο το όνομα Σωκράτης. Έπεσε πάνω στον πίνακα του Νταβίντ «Ο θάνατος του Σωκράτη». Γύρω του ωρύονταν οι μαθητές του κι εκείνος, ολύμπιος πέθαινε και δίδασκε με το χέρι υψωμένο. Μια αρχαία τοιχογραφία, που βρίσκεται στο Μουσείο της Εφέσου τον έδειχνε σκοτεινό και σκεπτόμενο. Άλλος πίνακας, του Gérôme, έδειχνε τον Σωκράτη να αναζητεί τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας. Ο Γραβάνης δεν άντεξε άλλο στον πειρασμό. Έστειλε μήνυμα στην Ευδοξία:

«Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα».

«Κι εγώ», του απάντησε.

Έσβησε τα φώτα και πήγε στο κρεβάτι. Στον ύπνο του είδε τον εαυτό του σαν Σωκράτη, στο σπίτι της Ασπασίας. Μόνο που ο Αλκιβιάδης και η Ασπασία ήταν μια συγκεχυμένη φιγούρα που θύμιζε και τους δύο. Γύρω κυκλοφορούσαν άλλα πρόσωπα, όπως στον πίνακα, που και αυτά συγχέονταν σαν φιγούρες με τα πρόσωπα που απασχολούσαν τον Γραβάνη τις τελευταίες μέρες. Κάποιος φορούσε στολή ταξίαρχου ή κάτι τέτοιο, και όλα έγιναν αξεδιάλυτο κουβάρι στον ύπνο του, το ίδιο κουβάρι με αυτό της πραγματικότητας που βίωνε, αν αυτή ήταν η πραγματικότητα και δεν βίωνε ένα όνειρο. Ίσως όνειρο μέσα στο όνειρο που όταν νομίζεις πως ξυπνάς πρόκειται για ψευδαίσθηση. Κοιμάσαι ακόμη και βλέπεις τον εαυτό σου να ονειρεύεται. Ο ταξίαρχος ήταν λοχίας και η στολή του δεν ήταν ελληνική, έμοιαζε με αμερικανική, είχε και έναν αγκυλωτό σταυρό, ίδιο με αυτούς που ήταν στολισμένος ο χιτώνας που φορούσε ο Αλκιβιάδης-Ασπασία και όταν δεν φορούσαν τον χιτώνα, η σβάστικα ήταν χαραγμένη στην πλάτη του σώματος, που κάποιοι το βασάνιζαν να ομολογήσει. Ο βασανιζόμενος φώναζε «δεν γνωρίζω» και οι άλλοι τον χτυπούσαν αλύπητα και μετά τον έστηναν στον τοίχο. Άκουσε «πυρ» άρχισε να φωνάζει, του έβγαινε πνιχτή η φωνή, ξύπνησε ιδρωμένος ο Γραβάνης και αναζήτησε το ποτήρι με το νερό. Απέναντι η τηλεόραση έπαιζε μια πολεμική ταινία και έπεφταν  πυροβολισμοί, κάποιοι πυροβολούσαν κάποιους, και ο Γραβάνης αναγνώρισε τον εαυτό του ανάμεσα σ’ αυτούς που προσπαθούσαν να αποφύγουν τις σφαίρες. Έπεσαν πάνω του καμιά δεκαριά εσατζήδες, σαν γουρούνια δολοφόνοι, τον έπιασαν και το έστησαν στον τοίχο. Είδε τις παγωμένες κάννες των αυτομάτων και άρχισε πάλι να φωνάζει, του έβγαινε πνιχτή η φωνή, ξύπνησε και πάλι ιδρωμένος και αναζήτησε το ποτήρι με το νερό. Απέναντι η τηλεόραση ήταν κλειστή. Ονειρεύτηκε πως έβλεπε όνειρο κακό. Σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Κράτησε το μόριό του πάνω από τη λεκάνη και στο τέλος διαπίστωσε πως κατούρησε τα πόδια του και το χαλί. Ήταν σίγουρος πως ακόμη ονειρευόταν και έπεσε να κοιμηθεί.

Το πρωί είδε το χαλί μουσκεμένο. Ήταν πια σίγουρος πως είχε γίνει υπνοβάτης και έπαιρνε μηχανικά τους δρόμους από το Φίλιον ως του Ψυρρή. Μηχανικά μπήκε στο διαδίκτυο και βρήκε μια πληροφορία που μηχανικά την αποθήκευσε στο φάκελο του Ιωαννίδη:

 Espresso, Παρασκευή, 25 Ιουλίου, 2008: Ο Ιωαννίδης, ο οποίος δεν έκανε ποτέ του οικογένεια και δεν έχει παιδιά, ούτε φυσικά φίλους, παρά μόνο μία 80χρονη αδελφή που συνεχίζει να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, δεν είχε ποτέ κίνητρο να επιδιώξει την έξοδό του από τον Κορυδαλλό. [...] Δεν του έλεγε μια καλημέρα κανείς.

Η μοναξιά και ο μοναχικός λύκος είναι κάτι έξω από την ιδιοσυγκρασία του Γραβάνη, όπως και η κατάχρηση εξουσίας, γι’ αυτό ήταν σίγουρος πως δεν θα κατάφερνε ποτέ να μπει στη σκέψη του προσώπου που ανέλαβε να βιογραφήσει. Έστειλε μήνυμα στην Ευδοξία:

«Ο Ιωαννίδης βίωσε μόνος του τη δοκιμασία του εγκλεισμού του στις φυλακές».

Πήρε αμέσως απάντηση:

«Εγώ δεν θα μπορούσα».

«Ούτε κι εγώ».

«Είμαι μόνος».

«Κι εγώ».

«Τι μπορεί να γίνει;»

«Φοβάμαι πως τίποτε».

Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτε, τουλάχιστον προς το παρόν. Ήταν ακόμη φανερό πως εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να δώσει καμία εξήγηση για όλα αυτά. Παρέμεναν οι εικασίες της Αναστασίας και της Μυρτώς. Εκείνος αποφάσισε να μην περάσει ξανά από το Φίλιον και από του Ψυρρή, θα την περίμενε στο επόμενο μάθημά του.

Άντεξε μέχρι το απόγευμα και μετά βγήκε. Τα βήματά του τον έφεραν έξω από το Φίλιον. Δεν ήταν μέσα. Ούτε στου Ψυρρή τη βρήκε. Της έστειλε μήνυμα:

«Πέρασα από τα στέκια μας».

Πήρε αμέσως απάντηση:

«Κακός συντονισμός».

«Δώσε μου χρονικό στίγμα».

Δεν του απάντησε. Αυτό ήταν το χειρότερο, τον άφηνε να το βρει μόνος του και να την ψάχνει από το πρωί ως το βράδυ. Μπορούσε να το κάνει, αλλά δεν έπρεπε. Ανηφόρισε για το σπίτι. Στην Πανεπιστημίου άκουσε πυροβολισμούς και κροτάλισμα από ερπύστριες. Το είχε συνηθίσει, ήταν τα τανκς του Ιωαννίδη που βγήκαν να ανατρέψουν τον Παπαδόπουλο. Τα είδε να ανεβαίνουν ανάποδα την Πανεπιστημίου, σταμάτησε στο πεζοδρόμιο και απόλαυσε την παρέλασή τους. Μετά ανηφόρισε την Αμερικής και βρέθηκε μπροστά στο Φίλιον. Η Ευδοξία ήταν μόνη στο τραπεζάκι τους και τον περίμενε. Μπήκε και της είπε:

«Βγήκαν τανκς στους δρόμους».

«Πρέπει να πάω γρήγορα στην εφημερίδα. Ετοιμάζουν έκτακτη έκδοση. Γράψε κείμενο για την Παρασκευή, το περιμένουν».

Έφυγε βιαστική και ο Γραβάνης ξύπνησε, στον καναπέ του που τον είχε πάρει για λίγο ο ύπνος. Ήταν οκτώ το βράδυ. Κάθισε να γράψει το κείμενο που του είχε παραγγείλει εκείνη. H τηλεόραση μετέδιδε ρεπορτάζ από την νέα επίθεση των τζιχαντιστών σε πολυτελές ξενοδοχείο του Μάλι. Η επιχείρηση εξουδετέρωσης των τρομοκρατών από τον στρατό και την αστυνομία βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο μέχρι στιγμής απολογισμός ήταν τρεις νεκροί και ένας μεγάλος αριθμός ομήρων. Το σημείο που εστίασε ο Γραβάνης ήταν οι όμηροι που αφέθηκαν ελεύθεροι. Ήταν αυτοί που ήξεραν να ψελλίσουν κομμάτια του κορανίου.

Τίτλος: Η πολιτική και η θρησκευτική διαμάχη δεν είναι πάντα συγκοινωνούντα δοχεία.

Πολλοί μιλούσαν για την αγανάκτηση του μουσουλμανικού κόσμου απέναντι στους δυτικούς που τους προκάλεσαν πλείστα κακά και διάλυσαν τη χώρα τους. Ο Γραβάνης τους συμμεριζόταν, όμως εδώ δεν προσπαθούσαν να πλήξουν τους δυτικούς. Σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, αν δεν είχε μάθει απ’ έξω το κοράνι. Όλα αυτά το 2015, μόνο σαν άνοια και παράνοια μπορείς να τα χαρακτηρίσεις. Όπως κάτι γριές, θεούσες με μηδέν IQ, που αν είχαν όπλα θα μας καθάριζαν όλους προς δόξαν του θεού τους, και προπάντων της ανύπαρκτης νοημοσύνης τους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και πολλοί αυτοκράτορες και ηγέτες έπαιξαν παιχνίδια με το θρησκευτικό αίσθημα των συγκερινών τους και θεμελίωσαν συγκοινωνούντα δοχεία ανάμεσα στο θρησκευτικό και το πολιτικό παιχνίδι. Όμως αυτά τα σαλταρισμένα όντα ξεθεμέλιωσαν κάθε ίχνος σύγχρονης επικοινωνίας. Θύμιζαν κάτι τρισάθλιους που στο όνομα του Χριστού τριγυρνούσαν, στους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, στις ερημιές της Αιγύπτου και της Συρίας και κόπτονταν, οδύρονταν και αυτοτιμωρούνταν, σαν περίγελα της κοινωνίας. Όταν αποκτούσαν τσεκούρια και σφυριά, ορμούσαν και κατέστρεφαν πολιτιστικά μνημεία του πρότερου πολιτισμού. Στον 21ο αιώνα, κάτω από άλλο θεό, απέκτησαν καλάσνικοφ, ζώστηκαν εκρηκτικά και ορμούσαν σαν δονκιχώτες στους ανεμόμυλους, σπέρνοντας τον θάνατο, σε βάρος των όποιων συμφερόντων των λαών τους. Είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή οι δυτικοί θα τους ισοπεδώσουν με την υπεροπλία τους. Όμως εκείνοι δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, παρά στον θεό τους. Ο Πούτιν δήλωσε: «Δουλειά δική μου είναι να τους στείλω πιο γρήγορα κοντά του». Σήμερα στις ερημιές της Αιγύπτου και της Συρίας δεν τριγυρνούν σαλταρισμένοι χριστιανοί, μα σαλταρισμένοι ισλαμιστές που σφάζουν τους πρώτους.

Πάνω σ’ αυτές τις σκέψεις ανέπτυξε το άρθρο του ο Γραβάνης και το έστειλε στην Ευδοξία. Μετά από δέκα λεπτά πήρε απάντηση:

«Υπέροχο, θα δημοσιευτεί την Παρασκευή. Η εφημερίδα πληρώνει τους εξωτερικούς συνεργάτες κάθε Τρίτη».

Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Πέρασαν ακόμη δέκα λεπτά και ήρθε νέο μήνυμα:

«Ο αρχισυντάκτης και όλοι ενθουσιάστηκαν. Καθιερώθηκες στην εφημερίδα».

 Δεν καταλάβαινε τίποτε. Πήρε τηλέφωνο την Αναστασία:

– Με δουλεύει η γκομενίτσα...

Της κατέθεσε τα νέα δεδομένα και εισέπραξε την απάντησή της:

– Επιτέλους αναγνωρίστηκε σε ευρεία κλίμακα η προσωπικότητά σου. Θα φέρεις και χρήματα στην ευρύτερη οικογένειά σου. Όσο για την γκομενίτσα, αυτή τρέχει από πίσω σου. Δεν πρόλαβες να την πηδήξεις, αλλά... Μου είπε η κόρη μας πως συναντήθηκες με μια φίλη της και φοιτήτριά σου. Καλή;

– Τα έκανες όλα ίσιωμα.

– Μη με παρεξηγείς. Πότε πήγες τελευταία με γυναίκα στο κρεβάτι;

– Πριν δυο-τρεις βδομάδες με την πρώην σύζυγό μου.

– Να σου κανονίσω ένα ραντεβού μαζί της απόψε;

– Δεκτόν...

– Σε δέκα λεπτά κάτω από το σπίτι μου...

Σε δέκα λεπτά ο Γραβάνης άνοιγε το τζάμι από το παράθυρο του αυτοκινήτου του.

– Πόσο πάει; ρώτησε την κυρία που περίμενε προκλητικά στο πεζοδρόμιο.

– Πουλάω το κορμί μου για έναν καφέ.

Δεν πρόλαβαν να πιουν ούτε καφέ στο διαμέρισμά του. Ήταν ακόμα καλύτερα και από τις δύο προηγούμενες φορές, που το έκαναν ως εραστές και όχι ως σύζυγοι.

– Μήπως πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον επικίνδυνα; τη ρώτησε.

– Καλό είναι αυτό, του απάντησε. Όπου μας βγάλει, που λέει και ο Ηλίας, και μη ζηλεύεις, αυτός, αν του πω πως ξαναγυρνάω στον πρώην σύζυγό μου, είναι ικανός να μας ξαναπαντρέψει. Αλλά γιατί, δεν είναι υπέροχα έτσι;

– Κάτι παραπάνω από υπέροχα. Σε αγαπάω.

– Δεν χρειάζεται να μου το πεις, ούτε να το πω και γω.

Τον αγκάλιασε και κοιμήθηκε μαζί του. Για τον Παναγιώτη ήταν μεγάλη η μέρα και η μητρική αγκαλιά εκείνης τον ηρέμησε και κοιμήθηκε χωρίς εφιάλτες.

 Η συνέχεια αύριο