Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΔΔ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Κύλησε μια εβδομάδα, με ισορροπία ανάμεσα στο τρίγωνο της ζωής και του θανάτου, την Ευδοξία στη γωνία της κορυφής και τους άλλους δύο στη βάση, και με τον τζούνιορ να βρίσκει τρόπους για να χώνεται στο παιχνίδι τους. Έφερε λουλούδια στην παθούσα και της ξανάφερε γλυκά. Προσπαθούσε η Αναστασία να τον απομακρύνει, μη χωθούνε όλοι στον άρρωστο κύκλο και τους πάρει και πάλι από κάτω. Άφηναν την εξέλιξη, χωρίς παρεμβάσεις ο Παναγιώτης και η Βασιλεία. Ο τζούνιορ ήταν τζέντλεμαν, όλη την εβδομάδα, έδειχνε σεβασμό ακόμη και στην κακίστρα Αναστασία και της έφερνε τις τάρτες που της άρεσαν. Στο γραφείο παραλάμβανε ο Γραβάνης τις ανεπίδοτες επιστολές της νεκρής του ερωμένης, όλες σε ήπιο κλίμα, και της έφερνε στην εν ζωή καλή του, που τις αποδεχόταν με χαμόγελο.

Την Παρασκευή είχε προγραμματιστεί ταξίδι στη Χαλκίδα, για επίσκεψη στους Γεωργακάτους, προκειμένου να εξετάσουν οι γιατροί την εξέλιξη της Βασιλείας. Ο τζούνιορ τους απαγόρεψε να πάνε μόνοι τους, δεν τους είχε εμπιστοσύνη. Εξάλλου το αμάξι του Γραβάνη βρισκόταν σε συνεργείο της Χαλκίδας. Η Ευδοξία έδωσε σήμα στον ύπνο τους πως συμφωνούσε, και δεν τους έπαιρνε να πάνε αντίθετα στην επιθυμία της. Ο τζούνιορ, σαν οδηγός, τούς μετέφερε άνετα και με ασφάλεια. Οι γονείς εκείνης χάρηκαν, και οι γιατροί μίλησαν για ικανοποιητική βελτίωση, που θα της επέτρεπε να βρίσκεται από τη Δευτέρα στη δουλειά της.

Την Κυριακή το πρωί, σε μια μικρή βόλτα στην παραλία, ο τζούνιορ είπε:

– Αν παραμείνουμε ενωμένοι, όλοι θα κερδίσουμε.

Συμφώνησαν και οι άλλοι δυο. Η νέα ημερομηνία του γάμου ορίστηκε για την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου. Το απόγευμα, ο Γραβάνης κατέβασε μόνος το αυτοκίνητό του στη Δαφνομήλη και ο τζούνιορ μετέφερε τη Βασιλεία. Στον δρόμο της είπε:

– Αισθάνομαι σαν να είσαι η αδελφή μου.

– Οι δυο μας κάναμε έρωτα, με την αδελφή σου δεν κάνεις.

– Πού το ξέρεις;

– Έκανες έρωτα με την αδελφή σου;

– Και απέβαλε το έμβρυο που φύτεψα στην κοιλιά της.

Τη βοήθησε σαν κύριος να ανέβει στο διαμέρισμα, περίμεναν τον καλό της, που έφτασε μετά από δέκα λεπτά, αναφέροντας πως το αμάξι εμφάνιζε ακόμη κάποιο πρόβλημα στο τιμόνι. Το πήρε μαζί του ο τζούνιορ, για να το φροντίσει, τους άφησε το δικό του και ζήτησε να αποχωρήσει για να ξεκουραστεί η Βασιλεία.

Μόνοι τους συζήτησαν αυτά που ο τζούνιορ κατέθεσε στη Βασιλεία, στο ταξίδι της επιστροφής. Τους εξέπληξαν, αλλά δεν τους προξένησαν άσχημη εντύπωση. Πρόσθεταν κάτι στον χαρακτήρα της Ευδοξίας και στη στενή σχέση που είχε με την οικογένειά της. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του τζούνιορ, εκείνη ήθελε το παιδί και δεν ανέφερε τον πατέρα του. Ο μικρός είχε προσφερθεί να μεγαλώσει το αγνώστου πατρός νεογέννητο της αδελφής του. Οι πληροφορίες του αυτές έριχναν κάποιο φως στην υπόθεση με το χαμένο παιδί της Βασιλείας.

 

Την Τρίτη συναντήθηκαν τυχαία, ο Γραβάνης και ο τζούνιορ, στο κυλικείο της εφημερίδας. Το αμάξι του πρώτου ήταν έτοιμο, αλλά δεν είχε προλάβει ο μικρός να περάσει από το γραφείο της αδελφής του, για να το αναφέρει. Ο Παναγιώτης οδήγησε τη συζήτηση γύρω από αυτά που ο άλλος είχε μαρτυρήσει στη Βασιλεία στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής από τη Χαλκίδα. Ο μικρός τον κοίταξε στα μάτια και βούρκωσε:

– Το ήθελα πολύ αυτό το παιδί, όπως και το άλλο με την Ευδοξία. Θρύλε, το παιδί που θα κάνεις με τη Βασιλεία, και που θα είναι κορίτσι, θέλω να το βαφτίσω εγώ, και να το ονομάσουμε Ευδοξία. Θα του δώσουμε το σπίτι στο Ψυχικό, θα του δώσουμε μέρος από αυτά που σου άφησε η Ευδοξία και δεν είναι λίγα, θα βοηθήσω κι εγώ. Θα το προσέχω σαν νονός του και συ θα του κάνεις πολλά αδελφάκια. Εγώ θα παραμείνω στην οικογένειά σου σαν πραγματικός αδελφός. Η Βασιλεία θα είναι η γυναίκα σου κι εγώ θα λυτρωθώ, θα βρω ένα κορίτσι και θα φτιάξω τη ζωή μου.

– Γιατί πήρε το προηγούμενο παιδί σου με τη Βασιλεία;

– Γιατί δεν ήταν δικό μου. Τα σκέφτηκα αυτές τις μέρες και θυμάμαι που η Βασιλεία πήγε μετά το κρεβάτι και πλύθηκε εξαντλητικά.

Ο Γραβάνης δεν σχολίασε τίποτε, του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά και πήγε να μοιραστεί αυτά που άκουσε με την αγαπημένη του. Εκείνη κρατούσε την καθιερωμένη ανεπίδοτη επιστολή:

«Εσύ και ο μικρός μου αδερφός είσαστε οι μόνοι άνδρες που μου χαράξατε τη ζωή...

»Η Ευδοξία σου».

Το μήνυμα ήταν σαφές. Συζήτησε με την καλή του τα νέα δεδομένα και αποφάσισαν να σεβαστούν τη θέλησή της.

Το απόγευμα ο τζούνιορ έφερε το αμάξι του Γραβάνη στο σπίτι για να πάρει το δικό του. Ο Γραβάνης ζήτησε τον λογαριασμό και ο άλλος χαμογέλασε αμήχανα:

– Ποιο λογαριασμό; Με προσβάλλεις.

Δαγκώθηκε ο καθηγητής και του απάντησε:

– Θα ανταποκριθούμε στην επιθυμία σου και την επιθυμία της Ευδοξίας μας.

Χαμογέλασε η Βασιλεία, χαμογέλασε ο τζούνιορ, χαμογέλασε ο Παναγιώτης, χαμογέλασε το βράδυ, στον ύπνο και των τριών η Ευδοξία. Είχαν επιτύχει και οι τέσσερις ένα καλό δίαυλο επικοινωνίας.

 

Οι επόμενες μέρες πέρασαν ήρεμες. Η ψυχή της Ευδοξίας ήταν κι αυτή ήρεμη και η ίδια επέβλεπε και διόρθωνε τα πάντα, σαν να ήταν παρούσα. Η ευρύτερη παρέα μπαινόβγαινε στο σπίτι, το βιβλίο για τον Ιωαννίδη προχωρούσε προς το τέλος του και η εφημερίδα ανέβαζε την κυκλοφορία της. Εκεί, στην ανάπαυλα, ο Γραβάνης και η Βασιλεία, μετά από μια υπέροχη ερωτική συνεύρεση άφησαν το σπέρμα εκείνου να εκκολάψει στα σπλάχνα εκείνης μια νέα ζωή.

Παράλληλα η χώρα ήταν ανάστατη από τις αγροτικές κινητοποιήσεις, με διεκδικήσεις των αγροτών την απόσυρση του νομοσχεδίου που προετοίμαζε η κυβέρνηση για το φορολογικό και το ασφαλιστικό τους. Οι αγρότες απειλούσαν με «απόβαση» στην Αθήνα, κάτι σαν την Απόβαση των Συμμάχων στην Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944. 

 

Το μεσημέρι της Παρασκευής, στις 12 Φεβρουαρίου, ξεκίνησαν πάλι οι δύο πομπές για τον γάμο στη Χαλκίδα. Αυτή τη φορά τους μελλόνυμφους τους μετέφερε ο τζούνιορ.

– Αδελφούλα, είπε στη Βασιλεία. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στον δικό σου.

– Μου αρέσει αυτό, του απάντησε τσαχπίνικα εκείνη.

Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει η «απόβαση» των αγροτών στην Αθήνα και η Εθνική Οδός ήταν γεμάτη με αγρότες, γεωργικά μηχανήματα, αστυνομικές δυνάμεις, μπλόκα. Τα εκστρατευτικά σώματα δήλωναν τα πλέον απίστευτα συνθήματα, αφού κανένας δεν πίστευε πως κάτι θα αλλάξει. Ήδη, βρακοφόροι και μαγκουροφόροι κρητικοί είχαν πιάσει δουλειά από το πρωί και έκαναν ρημαδιό το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, στην αρχή της οδού Αχαρνών.

Η γαμήλια πομπή προχωρούσε μετ’ εμποδίων στην ανάστατη Εθνική. Λίγο μετά τις τρεις και μισή έφτασαν στα διόδια των Αφιδνών, όπου συνάντησαν τα δεκαοκτώ τρακτέρ και τα τέσσερα αγροτικά οχήματα στα οποία είχε επιτρέψει η αστυνομία να κατέβουν στο κέντρο της Αθήνας. Στολισμένα σαν λατέρνες, έμοιαζαν με απελευθερωτικό στρατό. Κάποιοι κυβερνητικοί τα είχαν χαρακτηρίσει σαν τανκς που θα καταλάβαιναν την πόλη. Οι ακροβολισμένοι συνάδελφοί τους κερνούσαν τους οδηγούς ρακή και κρασί και τους έραιναν με λουλούδια, τραγουδώντας τραγούδια για τη λευτεριά και στον αέρα ανέμιζαν σημαίες με τον Μαρίνο Αντύπα.

– Την άλλη εβδομάδα θα σας φέρω ένα κορίτσι που περιμένει από καιρό να εκπληρώσω το χρέος προς την αδελφή μου, έβαλε το καινούργιο επεισόδιο στο παιχνίδι ο τζούνιορ.

– Τι ξέρει για όλα αυτά;

– Τα πάντα.

– Και τι κάνει;

– Υπομονή...

Τους μετέφερε με άψογο στιλ στην εκκλησία, και μετά στο γαμήλιο τραπέζι, εκεί όπου ο Γεωργακάτος τα έδωσε όλα για χάρη της κόρης του, του γαμπρού του και του νονού, που ήταν αδελφός της ευεργέτιδας του σπιτιού του. Γλέντησαν χόρεψαν, καμιά πενηνταριά άτομα, και ο δήμαρχος μαζί, και τα γατιά της Ευανθίας που έκαναν το μαγαζί θερινό. Πάνω στο τσακίρ κέφι και στον χορό του ο Γεωργακάτος έπεσε ξερός. Έγινε χαμός, έτρεχαν τα γκαρσόνια, έπεσε στο τραπέζι η Βασιλεία και σπάραξε:

– Ευδοξία, βοήθα με...

Ο Γεωργακάτος πετάχτηκε σαν πουλάκι και συνέχισε να χορεύει και όλοι έβλεπαν και δεν πίστευαν. Εκμυστηρεύτηκε την προσευχή της η Βασιλεία στον Γραβάνη και στον τζούνιορ και οι δύο άνδρες θεώρησαν αυτονόητη την παρέμβαση της προστάτιδας αγίας τους. Τα γατάκια της Ευανθίας είχαν χάσει τον θεό που δεν είχαν.

Τραγουδούσε μόνος του ο Ηλίας:

Με μια αγάπη καινούργια θα χαράξω πορεία

εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία...

Ο Ηλίας είχε μετατραπεί σε μαντείο των Δελφών. Δεν τον έπαιρνε κανένας στα σοβαρά, γιατί τους παραπλανούσε με τα διφορούμενά του. Έβλεπε τον τζούνιορ που κοίταζε με λατρεία τη Βασιλεία στα μάτια. Ο Γραβάνης έβλεπε τον Ηλία που ανέκρινε τον τζούνιορ και τη Βασιλεία και καταλάβαινε αυτό που δεν καταλάβαινε ο Ηλίας, γιατί του έλειπαν πληροφορίες. Ο τζούνιορ λάτρευε τη Βασιλεία γιατί τον λύτρωσε και τώρα οι άλλοι περίμεναν το κορίτσι που τα γνώριζε όλα. Η Ευανθία δεν ανήγγειλε το ευτυχές γεγονός γιατί ήταν ακόμη πολύ νωρίς. Ποιος θα άκουγε την Αναστασία που δεν θα το βάφτιζε εκείνη, και ακόμη που ο επί τρεις ημέρες εραστής της θα του έδινε το όνομα Ευδοξία;

Ξαφνικά μια σκιά πέρασε από το μυαλό του Γραβάνη, το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες». Αν όλη η ιστορία ήταν καλοστημένο σχέδιο ανάμεσα στην Ευδοξία και τον αδελφό της, να του κλέψουν τη Βασιλεία, για να μείνει εκείνος αποκλειστικά στη νεκρή ερωμένη του; Όταν συνδιαλέγεσαι ταυτόχρονα με το εδώ και το επέκεινα, όλα είναι δυνατά. Αν συνέβαινε αυτό, θα σήμαινε την ολοκληρωτική ήττα του Γραβάνη, τη νίκη του θανάτου πάνω στη ζωή. Όμως σε μια τέτοια πάλη ένιωθε ανίσχυρος, ήταν αγώνας χωρίς νόημα. Εκείνη διαφέντευε από ψηλά κι αυτός από χαμηλά. Εκείνη είχε τεράστιο οπτικό πεδίο και αυτός περιορισμένο. Πλησίασε τον τζούνιορ κι εκείνος τον αγκάλιασε:

– Σ’ αγαπάω, του είπε. Μη με υποπτεύεσαι.

– Εγώ όχι, αλλά αύριο που θα ξεφυτρώσει το απρόοπτο;

– Αν είμαστε μαζί μη φοβάσαι.

– Με πρόδωσε πολλές φορές και με πολλούς ανθρώπους αυτό το «μαζί».

– Όπως νομίζεις, να προσέχεις, λοιπόν. Και προπάντων να προσέχεις εμένα, αφού αυτό ήθελες να ακούσεις...

Μπλέχτηκε και πάλι ο Γραβάνης. Η Βασιλεία βρισκόταν σε ευφορία. Όλοι γύρω της την κοίταζαν, καθώς έλαμπε, σαν η βασίλισσα της ημέρας, που ήταν δικιά της και την κέρδισε με πολύ κόπο και αφοσίωση σε ένα άνδρα που του άξιζε και της άξιζε. Τα ίδια σκεφτόταν και ο Παναγιώτης και καμάρωνε την καλή του.

Έγιναν όλα όπως έπρεπε, με χαρά και χιούμορ, όσο χρειαζόταν για να σκορπίσουν τα σύννεφα του τελευταίου διαστήματος.

Πέρασαν το Σαββατοκύριακο στη Χαλκίδα, με τα μεθεόρτια του γάμου και επέστρεψαν στην Αθήνα την Κυριακή.

Στον δρόμο συνάντησαν αγρότες να επιστρέφουν στα μπλόκα τους. Η «απόβαση» στην Αθήνα καταγράφηκε σαν αγροτουρισμός, σαν πανηγύρι. Ο Γιώργος Μαργαρίτης είχε δώσει τον ρυθμό του πανηγυριού, τραγουδώντας μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ ετοίμαζε το νομοσχέδιο που θα «ξεκλήριζε την αγροτιά».

Πεθαίνω για σένα και ας είσαι απάτη

δε πά’ να είσαι ψέμα εγώ σε λέω αγάπη...

Η συνέχεια τη Δευτέρα