Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΓΓ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Τη Δευτέρα, στην εφημερίδα, δέχτηκαν ευχές από όλους για το χαρούμενο γεγονός που ερχόταν. Το μεσημέρι το κοράκι ξαναχτύπησε το τζάμι του γραφείου.
«Με ξεχάσατε...
»Ευδοξία».
Ο Γραβάνης βρισκόταν στο γραφείο του αρχισυντάκτη και γυρνώντας βρήκε την καλή του με διαφορετική διάθεση από αυτή του τελευταίου ευχάριστου διαλείμματος. Προσπάθησε εκείνη να μην τον ταράξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Του έπιασε το χέρι και του είπε:
– Την ξεχάσαμε...
– Αυτό σκέφτομαι κι εγώ...
– Μου έστειλε μήνυμα...
Του έδειξε την ανεπίδοτη επιστολή κι εκείνος έπεσε στον μικρό καναπέ.
– Δεν γίνεται τίποτε, ψιθύρισε.
– Ας πάμε με τα νερά της. Πιστεύω πως δεν θα μας κάνει κακό. Όσο ζούσε έδειξε πως μας νοιάζεται... Μαζί στα εύκολα, μαζί και στα δύσκολα...
Η μέρα πέρασε σε βαρύ κλίμα. Δεν δέχτηκαν ούτε την Αναστασία που επέμενε να τους επισκεφτεί, σαν καλή μαμά. Πάλι σαν τον εγκληματία πέρασαν από τον τόπο του εγκλήματος, αυτή τη φορά από το Φίλιον. Το δικαιολόγησαν σαν κίνηση για τον εξευμενισμό της ψυχής της. Κάθισαν στο τραπέζι που καθόταν η Ευδοξία, έμειναν ώρα αμίλητοι και ζήτησαν τον λογαριασμό. Το γκαρσόνι που τους είχε γνωρίσει τους είπε πως είναι πληρωμένος, από την Ευδοξία Παπαναστασίου. Είχε αφήσει ένα ποσόν, για να κερνούν τους φίλους της, όταν αυτή θα λείπει.
Το βράδυ την είδαν και οι δύο στον ύπνο τους, ήρεμη και γλυκιά, να τους χαμογελάει.

Το πρωί σχολίασαν τα όνειρά τους, ήταν ίδια και στους δύο και αυτό τους προκάλεσε ευχάριστη έκπληξη. Μπορούσαν πια να ονειρεύονται τα ίδια πράγματα και να πετύχουν την ισορροπία με εκείνη, το αγαπημένο τους πρόσωπο που χάθηκε.
Στην εφημερίδα, η ανεπίδοτη επιστολή της ημέρας έγραφε:
«Σας ευχαριστώ που υπάρχετε...
»Ευδοξία».
– Τελικά είδες που όλα μπορούν να γίνουν εύκολα; παρατήρησε στον αγαπημένο της η Βασιλεία.
– Ας ελπίσουμε.
– Κάνε θετικές σκέψεις...
Αυτό προσπαθούσε ο Γραβάνης, αλλά δεν του έβγαιναν πάντα και τότε ερχόταν η απογοήτευση.
– Θα την ονομάσουμε Ευδοξία την κόρη μας, αποφάνθηκε η Βασιλεία.
– Φυσικά...
Το ανακοίνωσαν και στην Αναστασία κι εκείνη τους αποκάλεσε μαζοχιστές.

Την Τετάρτη, η ανεπίδοτη επιστολή της ημέρας έγραφε:
«Να ζήσετε ευτυχισμένοι...
»Ευδοξία».

Την Πέμπτη έγραφε:
«Το μέλλον ανήκει στους ευτυχισμένους...
»Ευδοξία».
Το βράδυ, παραμονή του γάμου τους, είχαν αποφασίσει να περάσουν από το στέκι του Ψυρρή. Όμως κατέφθασε η παρέα για να τους τιμήσει για τελευταία φορά σαν ελεύθερους, πριν δώσουν επίσημα τους όρκους της αιώνιας δέσμευσης ο ένας στον άλλο.
Η Αναστασία πόζαρε το μεσημέρι σε φωτογράφο που διαφήμιζε ροζ εσώρουχα. Η Μυρτώ έκανε ένα πέρασμα από μια ροζ ταινία. Ο Ηλίας ζωγράφισε ένα ροζ σύννεφο και το έκανε δώρο στους μελλόνυμφους. Ο Άρης διαφήμιζε όλη τη μέρα ροζ κουρτίνες. Ο Παπαναστασίου τζούνιορ έπεισε τον Κεραυνό Αμπελοκήπων να αλλάξουν το χρώμα της φανέλας τους σε ροζ. Η Ευανθία φόρεσε ροζ παπιγιόν στη Μαφάλντα και στη Μιράντα. Η Βασιλεία είχε φορέσει ροζ φούστα. Ο Γραβάνης αποφάσισε να μην πάει στο Άγιον Όρος, αλλά να φορέσει κι αυτός ροζ πουκάμισο.
Ο τζούνιορ πέταξε μια ακόμη δυνατή ατάκα:
– Καλά... έχουμε γίνει όλοι αδερφές...
– Τόσο γέλιο, να μας βγει σε καλό, ευχήθηκε ο Άρης.
Στην τηλεόραση, που πάντα ήταν στραμμένο το μισό μάτι του Γραβάνη, έκαναν σε όλη τη χώρα παρελάσεις τα τρακτέρ και οι αγρότες που απειλούσαν να κόψουν την Ελλάδα όχι στα δύο, όπως στις προηγούμενες κινητοποιήσεις τους, αλλά στα είκοσι δύο. Με αριστερή κυβέρνηση, τα ΜΑΤ έδερναν αγρότες και τα «περήφανα γηρατειά» μιλούσαν για το έσχατο όριο εξαθλίωσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο γιος του ψηλού, αναλάμβανε να τους σώσει από τον Τσίπρα, όπως πριν δύο χρόνια ο Τσίπρας από τον Σαμαρά. Οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές άγγιζαν το σύνολο των εσόδων κάποιων στρωμάτων του λαού και κάποιοι το θεωρούσαν σαν αναγκαιότητα για τη σωτηρία της χώρας.
Ο τζούνιορ πέταξε τη δυνατότερη του ατάκα:
– Χάσαμε την μπάλα...
Ο Άρης είχε μελαγχολήσει. Όλοι κατάλαβαν πως κάτι ήθελε να πει και τον παρότρυναν να μιλήσει, για να ξαλαφρώσει. Τους διηγήθηκε το όνειρο που είδε την προηγούμενη βραδιά.
– Είδα τον φίλο μου τον Νίκο τον Παναγιωτόπουλο ολοζώντανο, και μαζί κόβαμε ξύλα, για το επόμενο γύρισμα της ταινίας του. Αναρωτήθηκα αν ονειρεύομαι κι αν ο Νίκος ζει, αλλά ήταν μπροστά μου, είχαν μακρύνει τα μαλλιά του, τα έπιασα και μου είπε πως θα συνεχίσει την ταινία του. Δεν είχε πεθάνει αυτός, αλλά μία ηθοποιός που θα την αντικαταστούσε, κι εγώ πείστηκα με αυτά που είπε. Μετά φύγαμε με το αμάξι του να πάμε κάπου, μέσα από έναν χωματόδρομο. Πηγαίναμε ταξίδια με τον Νίκο, αυτός οδηγούσε και έκανε τη διαδρομή Αθήνα-Αλεξανδρούπολη σε λιγότερο από έξι ώρες. Αλλά χθες ο Νίκος δεν οδηγούσε καλά, φοβήθηκα και σκέφτηκα μήπως σκοτωθούμε. Σταμάτησε σε ένα... δεν κατάλαβα τι ήταν, να πάρει κάτι, κι εγώ είδα μπροστά μου τη Λένα, μια φίλη μου και της είπα: «Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Πάμε να φύγουμε, γιατί ο Νίκος πέθανε». Μπήκε από τη θέση του οδηγού, μπήκα κι εγώ από εκεί κι εκείνη πέρασε δίπλα. Πήγα να ξεκινήσω κι εμφανίστηκε ο Νίκος. Άνοιξε το καπό, έσφιξε την τάπα του ψυγείου και μου είπε: «Τώρα μπορείς να φύγεις με ασφάλεια». Έφυγε αυτός, και η Λένα μου είπε: «Σε αγαπάει, ξύπνα τώρα». Ξύπνησα και φύγαμε, διανύοντας την αντίστροφη διαδρομή. Οδηγούσα άτσαλα. Η Λένα μου είπε: «Έχει λακκούβες ο δρόμος» κι εγώ είπα: «Γι’ αυτό οδηγούσε άτσαλα κι ο Νίκος». Μετά δεν ξέρω τι έγινε.
Τέλειωσαν αργά και οι μελλόνυμφοι έπεσαν κουρασμένοι για ύπνο. Το πρωί τους περίμενε η Χαλκίδα. Πριν τους περίμενε η Ευδοξία στον ύπνο τους. Ήταν έξαλλη που την έστησαν στου Ψυρρή και το γλεντούσαν στη Δαφνομήλη. Ακόμη και τον αδελφό της έβριζε. Έγινε άγριος καυγάς μεταξύ Ευδοξίας και Παναγιώτη και ένας μεταξύ Ευδοξίας και Βασιλείας, όπου ανταλλάχθηκαν και στους δύο καβγάδες βαριά λόγια.

Το πρωί το ζευγάρι σχολίασε τα όνειρά του, ενοχλημένο από τη στάση της νυχτερινής επισκέπτριας. Έδωσε τόπο στην οργή και ξεκίνησε για τη Χαλκίδα όπου είχε δώσει ραντεβού με την Αναστασία, τον Ηλία και την Ευανθία. Οι δύο πρώτοι θα ήταν οι μάρτυρες στον γάμο. Ο Γεωργακάτος είχε φροντίσει να τελέσει τη διαδικασία ο ίδιος ο δήμαρχος Χαλκιδαίων. Η Ευδοξία είχε φροντίσει για το δικό της τελετουργικό. Έξω από το Βαθύ το αμάξι που οδηγούσε ο Γραβάνης έφυγε από την πορεία του, έφυγε από το κιγκλίδωμα και ανασύρθηκαν ελαφρά τραυματισμένος ο οδηγός και πιο βαριά η συνοδηγός του. Στο νοσοκομείο της Χαλκίδας που μετακομίστηκε εκείνη, διαπίστωσαν πολλαπλά ελαφρά κατάγματα, χωρίς να διατρέχει κίνδυνο η ζωή της, αλλά και αποβολή του εμβρύου.
Κανείς από τους καλεσμένους στον γάμο, που παραλίγο να μετατραπεί σε κηδεία, δεν πίστευε σ’ αυτό που συνέβη, όμως μακάρισαν που η Βασιλεία δεν διέτρεχε κίνδυνο.
– Νέοι είσαστε, παιδιά θα κάνετε κι άλλα, σχολίασε η μητέρα της στον μέλλοντα γαμπρό της.
Ο Γραβάνης ήταν πια σίγουρος πως η Ευδοξία δεν θα τους άφηνε να κάνουν παιδιά. Από την αρχή πήρε το πρώτο που μπορεί να ήταν και αίμα της. Ίσως γι’ αυτό το πήρε. Ο τζούνιορ ξέσπασε στο τηλέφωνο:
– Αυτό το παιδί ήταν δικό μου...
Δεν του απάντησε ο Γραβάνης. Βρέθηκε μόνος του δίπλα στη Βασιλεία. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, βούρκωσαν, φιλήθηκαν κι εκείνη του ψιθύρισε στο αυτί:
– Διαπράξαμε ύβρι χθες το βράδυ και τιμωρηθήκαμε.
– Έχεις δίκιο, της είπε και τη φίλησε ξανά.
– Πρέπει να γίνει σύμμαχος και προστάτης και όχι εχθρός μας. Μπορούσε να μας είχε πάρει κοντά της σήμερα. Παιδιά θα κάνουμε πολλά, όπως λέει και μητέρα μου...
– Θα μας αφήσει;
– Σε αγαπούσε και σε αγαπάει, όπως και μένα, όμως είναι λίγο κακομαθημένη. «Μην τάξεις σ' άγιο κερί, και σε παιδί κουλούρι», έλεγε ο παππούς μου. Αυτή είναι και άγιος και παιδί μαζί, δεν είναι κακή.
– Πού βρίσκεις το θάρρος να λες όλα αυτά;
– Όταν έχεις δει τον χάρο με τα μάτια σου, ξορκίζεις το κακό...
Το βράδυ της Παρασκευής είδαν και οι δύο το ίδιο όνειρο, με τη Βασιλεία στο κρεβάτι του νοσοκομείου και εκείνον δίπλα της στην πολυθρόνα, που τον πήρε ο ύπνος: Εμφανίστηκε η Ευδοξία και είπε με έμφαση αυτά που είχε πει στον Γραβάνη η Βασιλεία: «Σας αγαπάω πάντα, όμως είμαι λίγο παραπονιάρα. Δεν είμαι κακή, αλλά μη με ξεχνάτε, γιατί δεν αντέχω την απουσία σας και δεν ελέγχω το πάθος μου, τη μονομανία μου ή όπως αλλιώς τη λέτε. Βοηθήστε με, να σας βοηθήσω». Ήταν δηλώσεις ανθρώπου με καθημερινές ανάγκες και όχι κάποιου που κατοικούσε στις αιώνιες μονές, εκεί που δεν υπάρχει λύπη, πόνος και στεναγμός. Η Ευδοξία διατηρούσε αισθήματα και συναισθήματα, αλλά γιατί συνδιαλεγόταν μόνο με αυτούς τους δύο;
– Ίσως μιλάει και με άλλους, σχολίασε η Βασιλεία. Σίγουρα με τον τζούνιορ. Το παιδί θα μπορούσε να είναι και δικό του, όμως εγώ γνωρίζω καλά ότι ήταν δικός σου, και δεν έχει πια καμία σημασία. Ο τζούνιορ έφτιαξε τριήμερη ερωτική σχέση μαζί μου, κατόπιν εντολής της αδελφής του. Αυτή του ζήτησε να κάνει παιδί μαζί μου. Δέχτηκα για εκείνην και το απέτρεψα για σένα. Γι’ αυτό το πήρε, γιατί την εξαπάτησα.
– Κι αν το ζητήσει πάλι;
– Τώρα έχουμε ανοίξει τα χαρτιά μας και συζητάμε μαζί της.
Έμεινε όλη η παρέα το τριήμερο στη Χαλκίδα, για συμπαράσταση στη δοκιμασία του ζευγαριού και των γονέων εκείνης και βάλθηκαν να απομακρύνουν τον θάνατο από το μυαλό τους. Το ζευγάρι δεν θεωρούσε την Ευδοξία πεθαμένη, αλλά ολοζώντανη και πανίσχυρη, και η τελευταία κολακεύτηκε ιδιαίτερα. Εμφανιζόταν σαν περαστική από τα όνειρά τους και χαμογελούσε. Πού πήγαινε τις άλλες ώρες; «Παντού και πουθενά», απάντησε όταν τη ρώτησαν.
Το περιστατικό με το τροχαίο είχε φέρει νέα ισορροπία στη σχέση του ζευγαριού. Μπαινόβγαιναν ενωμένοι στη ζωή και στον θάνατο, συζητούσαν εξίσου λογικά με τη γήινη Αναστασία και την υπερβατική Ευδοξία, αν και κάπου διαπίστωναν ίχνη ζήλιας ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Η κάθε μία διεκδικούσε το ζευγάρι σε βάρος της άλλης. Μάλιστα η Αναστασία έλεγε: «ο ερωμένος και η ερωμένη μου».

Τη Δευτέρα επέστρεψαν στην Αθήνα. Η Βασιλεία θα παρέμενε μια εβδομάδα στο κρεβάτι, με αποκλειστικές νοσοκόμες την Αναστασία και κάποιες ώρες την Ευανθία και τις γάτες της.
Ο Γραβάνης πήγε στην εφημερίδα, όπου δέχτηκε συλλυπητήρια και γρήγορη ανάρρωση για τη Βασιλεία. Δέχτηκε και την επίσκεψη του τζούνιορ. Τον ρώτησε ο καθηγητής:
– Η αδελφή σου έρχεται στα όνειρά σου;
– Κάθε βράδυ.
– Και τι σου λέει;
– Προσωπικά δεδομένα, για σένα τα καλύτερα...
– Σου είπε να σκαρώσεις ένα παιδί με τη Βασιλεία;
– Δεν χρειάστηκε να μου το πει, μπήκα στη σκέψη της, όπως μπαίνει και αυτή στη δική μου. Θυμάσαι που είπα να μοιράσουμε τη Βασιλεία στα δύο; Εσύ θα έκανες παιδί με την άλλη μισή.
– Γιατί το πήρε μαζί της;
– Δεν το πήρε αυτή, εσύ το σκότωσες γιατί ήξερες πως είναι δικό μου.
– Μικρέ, λες ανοησίες...
– Από μικρό και ανόητο, μαθαίνεις την αλήθεια...
– Ποια είναι η αλήθεια;
– Άμα δεν τη γνωρίζει ο μικρός και ο ανόητος, πώς θέλεις να τη μάθεις εσύ, μεγάλε μέντορα;
Όταν έφυγε ο τζούνιορ, ο Γραβάνης άνοιξε την ντουλάπα της Ευδοξίας, για να παραλάβει την καθιερωμένη ανεπίδοτη επιστολή, που έγραφε:
«Συγγνώμη, αγαπημένε μου, αν σε στεναχώρησα...
»η Ευδοξία σου».
Γύρισε σπίτι, που τον περίμενε με λαχτάρα η Βασιλεία, και της επέδωσε την επιστολή. Του χαμογέλασε, τον φίλησε, δεν την έδειξαν στην Αναστασία, που τον περίμενε με την ίδια λαχτάρα, φτιάχνοντας μια ζεστή σούπα στην κουζίνα.
Είχε έρθει και πάλι η γαλήνη. Μαζεύτηκε το βράδυ η παρέα. Ευχήθηκε η Ευδοξία στον ύπνο τους, «καλή ανάρρωση», στη Βασιλεία.

Η συνέχεια αύριο