Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Η δίκη - Δήμητρα Λουκά

10louka30.jpg
φωτό: Αλ. Κατσής

Στην αίθουσα του δικαστηρίου επικρατούσε απόλυτη σιγή. Όλοι περίμεναν την ετυμηγορία, αλλά πιο πολύ αγωνιούσε η Μαρούλα που ως την ύστατη στιγμή ήλπιζε στο έλεος του προέδρου, ο Λευτέρης της ήταν ανήλικος και ο ψυχίατρος που τον εξέτασε πίστευε ότι η έκθεσή του μπορεί να τον γλίτωνε απ’ τα χειρότερα. Το 'ξερε χρόνια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, δεν λάθεψε, μάνα ήταν. Μωρό ούτε έκλαιγε ούτε γελούσε, στο σπίτι έπαιζε πάντα μόνος του με τις ώρες, στο σχολείο στρατιά τα αριστεία, στην εφηβεία κλεισμένος στο δωμάτιό του να παίζει μέρα νύχτα με τον υπολογιστή, δώρο της αδερφής της για το παιδί που όλο διαβάζει, να ξεσκάει και λίγο, παρέες ούτε λόγος. «Άριστος μαθητής και σούρτα φέρτα είναι αταίριαστα πράγματα Μαρούλα μου», την παρηγορούσε ο άντρας της κάθε φορά που την έβλεπε να ανησυχεί για τον γιο της. Όλα υποφερτά μέχρι που οι αναδουλειές, ανάθεμα την ώρα, τους στρατολόγησαν στη σειρά 2010 για Βερολίνο. Μαρούλα και Αποστόλης δουλειά για τον επιούσιο στο Akropolis κι ο Λευτέρης σουλάτσο στις κωλογειτονιές, με κείνον τον τουρκόσπορο τον Γκιούλ, πατικωμένο μαλλί, μάτια βυθισμένα στις κόγχες τους, τον είχε ξεβγάλει για τα καλά. Για διάβασμα ούτε λόγος, το όνειρο να μπει στο ελληνικό πανεπιστήμιο με τις ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα παιδιά των ελλήνων μεταναστών, άπιαστο.
Συγκεντρώσου Μαρούλα, εσένα κοιτάει. Ο πρόεδρος την κάρφωνε με βλέμμα καθαρό σαν κεχριμπάρι, εκείνη έσκυψε, αβάσταχτο το φόρτωμα που σήκωνε στην πλάτη, μαλακό το χώμα να χωθεί μέσα και να μείνει εκεί. Ακολούθησε η φωνή του προέδρου, καμπάνα να μπήγεται στα έγκατα: «Το δικαστήριο αποφασίζει την παραδειγματική τιμωρία των δύο νεαρών μεταναστών…» Κατέρρευσε αυτοστιγμεί, τη συγκράτησε ο Αποστόλης, τα 'χε ψιλοτσούξει λίγο πριν στην ταβέρνα κι άντεξε. Ήξερε πάντα να ασφαλίζει τον εαυτό του.
Ο μόνος που έμεινε ατάραχος στη θέση του, άχρωμα μάτια, σφραγισμένα χείλια, ήταν εκείνος. Οχτώ χρονάκια, οχτώ γαμημένα καλοκαίρια, για λίγο ξύλο που έφαγε ο γέρος. Πρώην γυμνασιάρχης το πουρό, το αντάμωσαν στο ταξίδι Βερολίνο-Ρόστοκ, πρόσωπο πέτρινο, ντυσιματάκι καθωσπρέπει, ήθελε να σταματήσουν το κάπνισμα, απαγορεύεται στο τρένο, δεν σέβονται τίποτα; Μυρμήγκιασαν τα μηνίγγια, κύματα ανέβηκε η χολή και τον έπνιξε, τα ΄θελε τα μαπίδια του ο γέρος. Λυπάται μόνον που δεν ήταν αρκετά για να τον στείλει στον άλλο κόσμο, τόσοι και τόσοι δάσκαλοι τον είχαν στείλει αυτόν στον μέσα, χειρότερο κι απ΄ τον άλλο. Αλλά η καριόλα η ατυχία τον κάθισε στο εδώλιο• αν δεν είχε καταγράψει η κάμερα ασφαλείας το σκηνικό, να παιχτεί σε όλα τα γερμανικά κανάλια, δεν θα 'χε ανοίξει ρουθούνι. «Ουδείς βεβαιότερος εχθρός του ευεργετηθέντος, όπως έλεγε και ο Σωκράτης, κυρίες και κύριοι, ειδικά όταν πρόκειται για τον αχάριστο έλληνα μετανάστη που τρώει ψωμί απ΄ τα χέρια μας χρόνια τώρα!» Έτσι δεν το ΄πε ο μπάσταρδος ο εισαγγελέας; Ποιος τους είπε ότι ήθελε να τρώει το μουχλιασμένο ψωμί τους; Κάθε μπουκιά και κόμπος στο λαιμό, δηλητήριο στον ουρανίσκο. Μόνη του χαρά ήταν να παίρνει το δρόμο για το λιμάνι του Ρόστοκ, να βλέπει θάλασσα, να γαληνεύει. Κι ο Γκιούλ από θάλασσα ήταν, τακίμιασαν από την πρώτη στιγμή, έβριζε κάθε μέρα την τύχη του, ήθελε κι αυτός να γυρίσει.
  Τώρα όλοι εναντίον του, γιατί τον κάρφωναν έτσι γαμώτο; Ακόμα και η κωλόγρια που τον ταχτάριζε μικρό στα γόνατά της κι ήρθε σούμπιτη να παρασταθεί στη μάνα του, μην χάσει, να της λέει: «Ανάθεμα το παλιόπαιδο, κουκί ήταν κι έσκασε; Τα λησμόνησες τα κατορθώματα του πατέρα σου; Εφτά ζωνάρια βαστάει το αίμα.» Κούλαρε γιαγιάκα, όταν θα την κάνω από δω θα 'μαι λευκό περιστεράκι, είναι κολέγιο οι φυλακές ανηλίκων στη Γερμανία, το 'πε κι ο ψυχάκιας που με εξέτασε: «Η άμβλυνση της εγκληματικής προδιάθεσης θα επιτευχθεί με τη διαρκή παρέμβαση των αρμόδιων θεραπευτών.» Πέτυχε bingo ο χλεχλές με τις διαγνώσεις του! Ναι, δεν γούσταρε να κάνει παρέα με τα μαλακισμένα της ηλικίας του, όλο γκόμενες, γυμναστήρια και αναβολικά αβέρτα, δεν κοίταξε ποτέ στα μάτια τον μανιακό τις λίγες φορές που συναντήθηκαν για να τον εξετάσει, κανέναν δεν κοίταζε στα μάτια, απόφευγε από μικρός την αγκαλιά της Μαρούλας, είχε εμμονή με τους υπολογιστές, τα λόγια δεν έβγαιναν από μέσα του ποτέ. Ποιο το πρόβλημα; Κι όμως, ο τύπος θεώρησε προβληματικό όλο το πακέτο, χαμογέλασε κιόλας με ηδονή για τις επιστημονικές του διαπιστώσεις που θα τον γλίτωναν σίγουρα από κάποια χρονάκια φυλάκισης! Μόνο που τον έχωσε ακόμη βαθύτερα! Λες και είχαν συνεννοηθεί όλοι να τον αποτελειώσουν… Μέχρι και ο μπάτσος που τον περιέφερε από αίθουσα σε αίθουσα με τα χέρια κλειδωμένα στις χειροπέδες σαν τον χειρότερο εγκληματία, του πέταξε σκληρά:
  -Πάρτο χαμπάρι, φιλαράκο. Ο Γερμανός δεν μιλάει την ίδια γλώσσα με τον κάθε μπάσταρδο μετανάστη.
  -Και ποιος θα βρεθεί να κάνει τη μετάφραση κύριε;
Το στόμα σφίχτηκε, το καρύδι ανεβοκατέβηκε ρυθμικά. Σου 'βαλα δύσκολα ε; Εδώ σε θέλω ξεφτιλισμένε…
Η Δήμητρα Λουκά ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.