Top menu

Ζ.Δ. Αϊναλής: "H μετάφραση της ποίησης είναι ανεκτίμητη μαθητεία"

ainalisaggeloi

Συνομιλήσαμε με τον μεταφραστή Ζ.Δ. Αϊναλή, ο οποίος ανθολόγησε και μετέφρασε το σημαντικό ποιητικό έργο του πολυβραβευμένου Τουρκοκύπριου ποιητή Μεχμέτ Γιασίν. Η εργασία αυτή κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Vakxikon.gr, τον Οκτώβριο του 2015, με τον τίτλο Άγγελοι εκδικητές – Ανθολόγιο ποιημάτων. Περισσότερα για το βιβλίο μάθετε στη σελίδα του στο site των εκδόσεων.

Μιλήστε μας για τη μετάφρασή σας στο έργο του Mεχμέτ Γιασίν Άγγελοι εκδικητές.
Πριν από αρκετό καιρό, το 2008 ή ίσως το 2009, έπεσε στα χέρια μου σε κάποιο γαλλικό βιβλιοπωλείο η γαλλική έκδοση των ποιημάτων του Μεχμέτ Γιασίν (Mehmet Yashin, Constantinople n’attend plus personne, Bleu autour, 2008). Η ποίησή του με ενθουσίασε, ενδιαφέρθηκα περαιτέρω και αποφάσισα να μεταφράσω μερικά ποιήματα, τα οποία και ανάρτησα στο ιστολόγιό μου. Με κάποιον τρόπο, που πλέον μου διαφεύγει, οι μεταφράσεις αυτές περιέπεσαν στην αντίληψη του Μεχμέτ Γιασίν, ο οποίος μου ζήτησε εν συνεχεία να αναλάβω τη μετάφραση ενός ανθολογίου ποιημάτων του στα ελληνικά. Ένα μέρος των ποιημάτων μεταφράστηκε αρχικά ως «δείγμα γραφής» για να δοθεί σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, αλλά μόνο πρόσφατα, στις αρχές του 2015, όταν προέκυψε η βεβαιότητα μιας έκδοσης, προχώρησα στη συστηματική μεταφραστική εργασία και την οριστική συγκρότηση του ανθολογίου, που κράτησε αρκετούς μήνες, και η οποία υπήρξε ιδιαζόντως επίμοχθη και απαιτητική, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της «γλώσσας» και του ύφους του Γιασίν. Το βιβλίο ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο και οι εκδόσεις Vakxikon.gr, με περισσή φροντίδα, το δημοσίευσαν ταχύτατα. Η αλήθεια είναι πως, αναλαμβάνοντας την εργασία αυτήν, και μην έχοντας κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Κύπρο (πέρα από τη γενική, «φιλολογική» σχέση που μπορεί να έχει ένας «μέσος» Έλληνας) είχα πολλές ανασφάλειες και αβεβαιότητες και έτσι αναζήτησα βοήθεια από Κύπριους συναδέλφους, ώστε να αποφύγω τα όποια λάθη, να ελέγξω κάποια στοιχεία εντοπιότητας, γεωγραφίας ή ιστορίας που εκ των πραγμάτων αγνοούσα, κάποια πραγματολογικά στοιχεία, κτλ. Δυστυχώς, καθώς τα χρονοδιαγράμματα ήταν περιορισμένα και τα προγράμματα βαρυφορτωμένα, κανένας Κύπριος συνάδελφος δεν στάθηκε δυνατόν να ελέγξει το κείμενο. Ευελπιστώ παρόλα αυτά πως απέφυγα τα σοβαρά λάθη και πως η μετάφρασή μου, η οποία έγινε με μεγάλη και ειλικρινή αγάπη προς την ποίηση του Μεχμέτ Γιασίν και με την προγραμματική πρόθεση να διαβάζεται απνευστί ο στίχος του σαν να είχε γραφτεί από μιας αρχής στα ελληνικά, δικαιώνει τις προσπάθειές μου και την εργασία μου. Το πιο γόνιμο πνευματικά και διανοητικά στοιχείο της συγκεκριμένης εργασίας στάθηκε ασφαλώς η μέθεξη την οποία αισθάνθηκα με πολλά ποιήματα του Μεχμετ Γιασίν μεταφράζοντάς τα. Η ποίησή του μου ήτανε σε έναν ασύλληπτο βαθμό οικεία, μεταφέροντας στοιχεία βυζαντινά, νεοελληνικά, οθωμανικά, λεβαντίνικα, και θυμίζοντάς μου έντονα την ποίηση της λεγόμενης «πρώτης μεταπολεμικής γενιάς», την οποία και θεωρώ τη σημαντικότερη, ίσως, ποιητική γενιά στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, και πιστεύω πως η οικειότητα αυτή, αντικατοπτρίζεται στη μετάφρασή μου, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για έναν γόνιμο πνευματικό διάλογο μεταξύ διαφορετικών γλωσσών, πολιτισμών, ποιητικών και ιστορικών παραδόσεων.

Πώς αναζητάτε την έμπνευση μες στα χρόνια της κρίσης;
Δεν θεωρώ την «κρίση» πραγματική κρίση· εννοώ ότι αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε «κρίση» τα τελευταία χρόνια δεν είναι στην πραγματικότητα κρίση, αλλά μία σταθερά επαναλαμβανόμενη εκδήλωση της αστικο-καπιταλιστικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών. Οι συστημικές «λύσεις» στην «κρίση» είναι επίσης γνωστές, όπως άλλωστε γνωστή είναι και η καταστροφή που αυτές συνεπιφέρουν. Υπό την έννοια αυτή, και αν κάποιος εξετάσει το ζήτημα μακροσκοπικά, η πραγματική κρίση στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ο ίδιος ο αστικο-καπιταλιστικός «πολιτισμός» που οδηγεί την ανθρωπότητα, με μαθηματική ακρίβεια, στον αφανισμό της. Θεωρώ πως μέσα στα δεδομένα του ύστερου αστικο-καπιταλιστικού κόσμου, ο οποίος διέπεται από το όραμα της από-πολιτικοποίησης την οποία και προωθεί βίαια, η τέχνη, πολύ περισσότερο κι απ’ τη φιλοσοφία ίσως, είναι το ύστατο καταφύγιο του πολιτικού. Η όαση όπου, με νύχια και με δόντια, προσπαθεί να επιβιώσει το απολησμονημένο «πολιτικόν ζώον» του Αριστοτέλη. Με βάση την ξεκάθαρη αυτή οπτική, η ποίησή μου, τα κείμενά μου, τα δοκίμιά μου, ακόμα-ακόμα και οι μεταφράσεις μου, χαρακτηρίζονται, άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό, από ένα πολιτικό βάθος, ακόμη κι όταν δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν –και συνήθως δεν έχουν– με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Κατά συνέπεια η «κρίση» δεν με έχει επηρεάσει κάπου σ’ αυτό· η έμπνευση συνήθως έρχεται και με βρίσκει μόνη της και οι πηγές της είναι από μιας αρχής οι ίδιες: εντοπισμένες στη βαθιά δυσφορία που το άτομο νιώθει μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία, στα αδιέξοδά του που αυτή η ίδια κοινωνία προξενεί. Από την άλλη, σε ότι αφορά στη μετάφραση του Μεχμέτ Γιασίν συγκεκριμένα, ένα στοιχείο που εξαρχής με «τράβηξε» στην ποίησή του ήταν η τόσο επίκαιρη πολιτική της τοποθέτηση και προβληματική: ένα πολυδιάστατο κατηγορώ εναντίον των πολέμων, του μίσους, του φανατισμού, της αδιαλλαξίας, μία σαφής, ξεκάθαρη, πανανθρώπινη και τραγικά επίκαιρη άρνηση του κάθε λογής εθνικισμού και των φαντασιακών του, ήταν στο τέλος-τέλος ο βαθύς, ουσιώδης ανθρωπισμός της, αυτό το λιτό και χαμηλόφωνο κάλεσμα για τη συνάντηση των ανθρώπων πέρα και έξω από τα σύνορα (υλικά και συμβολικά) του όποιου έθνους-κράτους.

Ποια είναι η σχέση σας με τη λογοτεχνία;
Όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται, η σχέση μου με τη λογοτεχνία είναι βιωματική. Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου διαβάζω. Και το μόνο πράγμα με το οποίο ήθελα ν’ ασχοληθώ απ’ τη στιγμή που άρχισα να συνειδητοποιώ τον εαυτό μου, ήταν η λογοτεχνία. Για μένα η λογοτεχνία δεν είναι κάποιου είδους εξεζητημένη ενασχόληση. Είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό, όπως το περπάτημα, το φαγητό, η συναναστροφή. Το λογοτεχνικώς σκέπτεσθαι είναι για μένα το μόνο σκέπτεσθαι. Αυτονόητα, αποφασίζοντας να αφιερώσω τη ζωή μου στη λογοτεχνία, γνώριζα πολύ καλά πως θα έπρεπε να «θυσιάσω» ένα σωρό άλλα πράγματα από δίπλα. Και βέβαια το «θυσιάζω» μπαίνει εδώ σε αρκετά εισαγωγικά, καθόσον πράγματα τα οποία δεν σε νοιάζει που στερείσαι (και εδώ το «πράγματα» μην το εννοήσετε απαραίτητα στην υλική του διάσταση), δεν νοούνται ακριβώς ως «θυσίες». Παρόλα αυτά θα ήταν μεγάλο ψέμα εάν ισχυριζόμουν ότι δεν θα επιθυμούσα να κατόρθωνα κάποια στιγμή να βιοπορίζομαι αξιοπρεπώς από την εργασία μου, οσοδήποτε «ανορθόδοξη» κι αν είναι αυτή για τα μέτρα και τα σταθμά του αστικο-καπιταλιστικού κόσμου. Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει: πώς μπορεί να βιοποριστεί από και μέσω της λογοτεχνίας ένας άνθρωπος που έχει αποφασίσει ν’ αφιερώσει τη ζωή του στη λογοτεχνία σε μία κοινωνία που βδελύσσεται τη λογοτεχνία; Και έπειτα: υπήρξε άραγε πράγματι ποτέ κάποια εποχή ή κάποια κοινωνία που δεν βδελυσσόταν τη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες;

Μπορεί ένα καλό βιβλίο να «σώσει» την ψυχή μας;
Εάν κάποιος αναζητεί τη σωτηρία της ψυχής μπορεί να αποταθεί σε κάποιον από τους αρμόδιους επί του θέματος. Η λογοτεχνία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη σωτηρία της ψυχής. Στην καλύτερη περίπτωση, η λογοτεχνία μπορεί απλά να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και να μας παρηγορήσει. Ας μην παραγνωρίζουμε, ωστόσο, αυτήν την παραμυθητική της εντελέχεια.

Τα επόμενα εκδοτικά/μεταφραστικά σχέδιά σας;
Υπάρχουν δύο ήδη έτοιμες ποιητικές συλλογές, «Τα παραμύθια της έρημος» και «Το τραγούδι της έρημος», ενώ σε μία τελική φάση επεξεργασίας βρίσκεται και μία συλλογή διηγημάτων. Αναμένεται, άλλωστε, από τις εκδόσεις Vakxikon.gr η άκρως τιμητική για μένα και επετειακή επανέκδοση –σε «κανονικό» βιβλίο πια– της ποιητικής συλλογής μου «Η σιωπή της Σίβας», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ηλεκτρονικά το 2011. Ακόμη, από τις εκδόσεις Πανοπτικόν αναμένεται, λογικά εντός του έτους, μια φιλόδοξη εργασία που έχουμε ολοκληρώσει από κοινού με τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο και τον Κώστα Δεσποινιάδη, με τίτλο «Αναρχία και Λογοτεχνία»,  και που όμοια της, απ’ όσο γνωρίζω δεν υπάρχει όχι μόνο στην ελληνική, αλλά ούτε και στη διεθνή βιβλιογραφία: μια συλλογή δοκιμίων συγγραφέων που γράφουν για έναν αναρχικό και αναρχικών που γράφουν για έναν συγγραφέα. Η ανθολογία καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα από την επανάσταση του 1848 μέχρι και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και χαρτογραφεί την ιδιαίτερη πνευματική ατμόσφαιρα εντός των κόλπων του αναρχικού κινήματος στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του και την όσμωσή του, μέσα σε πολύ κρίσιμες ιστορικές συνθήκες, με τον κόσμο της λογοτεχνίας και των συγγραφέων. Από την άλλη, τις μέρες αυτές ξεκινώ και τη μετάφραση των «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου για την ομάδα Σημείο Μηδέν και τον σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο, του οποίου το έργο θαυμάζω απεριόριστα. Η συνεργασία αυτή, βέβαια, αποτελεί, εκτός από μεγάλη τιμή για μένα, και μια τεράστια και πολυεπίπεδη πρόκληση από μόνη της, όχι μόνο γιατί πρώτη φορά θα ασχοληθώ με τη μετάφραση αρχαίας τραγωδίας, αλλά και γιατί πρώτη φορά θα ασχοληθώ σοβαρά με το θέατρο, με το οποίο επιθυμούσα εδώ και χρόνια να καταπιαστώ. Σε ότι αφορά, τέλος, στις άλλες άμεσα επικείμενες εκδοτικές κινήσεις αναμένεται, επίσης από τις εκδόσεις Vakxikon.gr, μια πολύ προσωπική ανθολογία υπερπραγματικής (σουρεαλιστικής) ποίησης· ένα ημερολόγιο μεταφραστικών σπουδών σχεδόν, με ποιήματα και κείμενα των Aragon, Artaud, Éluard, Desnos, Soupault και Char. Επίσης μέσα στο 2016, αναμένεται και η έκδοση από τις εκδόσεις Straw Dogs των «Μικρών Ποιημάτων σε Πεζό» του Charles Baudelaire, έργου πιο γνωστού με τον μετά θάνατον και αυθαίρετο τίτλο των Αsselineau-Banville «Η μελαγχολία του Παρισιού». Γενικά, η μετάφραση είναι για μένα μία διαδικασία αξεχώριστη από την αμιγώς δημιουργική διαδικασία. Μεταφράζοντας είμαι υποχρεωμένος να μένω διαρκώς μέσα στη «γλώσσα», γεγονός που ανατροφοδοτεί γόνιμα και το δικό μου γράψιμο. Ιδίως η μετάφραση της ποίησης, η οποία είναι ανεκτίμητη μαθητεία και, βέβαια, ανεκτίμητη συνοδοιπορία, είναι μια ενασχόληση σχεδόν, με την κυριολεξία του όρου, καθημερινή. Μεγάλη μου φιλοδοξία, ωστόσο, είναι να κατορθώσω να μεταφράσω στα ελληνικά ορισμένα σημαντικότατα και άγνωστα, ή λησμονημένα, αριστουργήματα της λεγόμενης «περιπετειώδους» λογοτεχνίας του 19ου αι. (όπως τα μυθιστορήματα του James Fenimore Cooper, του Eugène Sue, του Alexandre Dumas, του Michel Zévaco ή του Emilio Salgari, για παράδειγμα). Θεωρώ πως αυτού του είδους η λογοτεχνία όχι μόνο δεν αντιπροσωπεύεται ανάλογα με τη σημαντικότητά της στην ελληνική βιβλιογραφία, αλλά και πως, ειδικά στους δικούς μας χαλεπούς καιρούς, θα ερχόταν να πληρώσει ιδανικά την βαθιά ανάγκη των ελλήνων αναγνωστών για περισπασμούς πέραν και έξω της δικής τους ζοφερής καθημερινότητας. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως σε όλη την ιστορία της λογοτεχνίας η «escape literature», σύμφωνα με την επιτυχημένη έκφραση της Agatha Christie, δεν ήταν παρά μία διαφορετική οδός για να εισέλθει κανείς απ’ την Κερκόπορτα στην πραγματικότητα: προσπαθώντας να ξεφύγουμε απ’ ό,τι μας πνίγει, καταλήγουμε να μιλάμε για ό,τι μας πνίγει, έστω και συγκεκαλυμμένα.