Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Ζ.Δ. Αϊναλής : "Οι ιστορίες του κύριου Plume" (μτφρ.)

Οι Ιστορίες του κύριου Plume [Plume], Πεζό/ Ποίηση, Henri Michaux, μτφρ. Ζ.Δ. Αϊναλής,  Εκδόσεις Ηλέκτρα, 2008 [Εκδόσεις Gallimard, 1938]

 

IV. Στα διαμερίσματα της βασίλισσας

    Καθώς ο Plume κατέφτασε στο παλάτι, με τα διαπιστευτήρια του υπό μάλης, η Βασίλισσα του λέει:
– Βλέπετε… ο Μεγαλειότατος είναι εξόχως απασχολημένος αυτήν τη στιγμή. Θα σας δει όμως εξάπαντος αργότερα. Μπορούμε μάλιστα να πάμε να τον αναζητήσουμε μαζί κατά τις πέντε, αν βέβαια το επιθυμείτε κι εσείς. Η Αυτού Εξοχότης, βλέπετε, αγαπά πολύ τους Δανούς. Μη φοβάστε καθόλου. Η Αυτού Εξοχότης θα σας δεχθεί, το δίχως άλλο, μετά πλείστης προθυμίας. Εν τω μεταξύ, περιμένοντας, θα μπορούσατε να μου κρατήσετε συντροφιά κατά τη διάρκεια του περίπατου μου.
Βλέπετε, καθώς το παλάτι είναι ειλικρινά αχανές, φοβάμαι διαρκώς μήπως χαθώ και βρεθώ ξαφνικά μπροστά στις κουζίνες, κάτι, που όπως καταλαβαίνετε, για μία Βασίλισσα, θα ήταν εξόχως γελοίο. Ορίστε, περάστε από δω. Α, μη φοβάστε, τη γνωρίζω καλά τη διαδρομή. Αυτή είναι η κρεβατοκάμαρα μου.
Και μπήκανε στην κρεβατοκάμαρα.
– Καθώς έχουμε δυο ολόκληρες ώρες μπροστά μας, θα μπορούσατε ενδεχομένως να μου διαβάσετε κάτι, αν και πολύ φοβάμαι πως εδώ, δυστυχώς, δεν θα βρείτε τίποτα πραγματικά ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να παίξουμε χαρτιά. Αλλά θα πρέπει να σας εξομολογηθώ πως είμαι τόσο ανεπίδεκτη που χάνω πάντα αμέσως.
Σε κάθε περίπτωση δεν χρειάζεται να στέκεστε όρθιος! Είναι τόσο ανυπόφορα κουραστικό… Απ’ την άλλη καθιστοί, θα βαρεθούμε, φοβάμαι γρήγορα. Ελάτε, λοιπόν, ας ξαπλώσουμε στο ντιβάνι…
Η Μεγαλειότητα της όμως δεν πρόλαβε να ξαπλώσει και ξανασηκώθηκε αμέσως.
– Αχ, γιατί πρέπει πάντα να βασιλεύει σ’ αυτό το δωμάτιο μια τέτοια ανυπόφορη ζέστη! Αν θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με βοηθήσετε να γδυθώ, θα μ’ ευχαριστούσατε ιδιαιτέρως. Κι  έπειτα μπορούμε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι, με την ησυχία μας, κατά πως πρέπει. Αχ, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο θα επιθυμούσα να μου μαθαίνατε ορισμένα πράγματα περί της Δανιμαρκίας! Κι όχι τίποτ’ άλλο, μα τούτο το φόρεμα βγαίνει τόσο εύκολα. Απορώ πως κάθομαι έτσι ντυμένη όλη τη μέρα. Κι είναι αυτό ένα πονηρό φορεματάκι! Βγαίνει χωρίς να το πάρεις χαμπάρι! Βλέπετε; Σηκώνω το χέρι, να έτσι, και τώρα κάποιο απ’ τα παρατρεχάμενα παιδιά το τραβά προς το μέρος του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα τα άφηνα να το κάνουνε. Τα αγαπάω πολύ τα καημενούλια, αλλά σ’ ένα παλάτι, καταλαβαίνετε, ο κόσμος κουτσομπολεύει με την παραμικρή ευκαιρία. Κι έπειτα τα παιδιά παρεκτρέπονται πάντα.
Κι ο Plume την έγδυσε.
– Μα κοιτάξτε, μην κάθεστε έτσι! Το να παραμένει κανείς έτσι αυστηρά ντυμένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο παραείναι επιτηδευμένο, κι έπειτα δεν μπορώ να σας βλέπω έτσι! Αισθάνομαι πως από στιγμή σε στιγμή θα φύγετε παρατώντας με ολομόναχη μέσα σε τούτο το αφόρητα αχανές παλάτι!
Κι ο  Plume γδύθηκε. Και φορώντας μόνο το πουκάμισο ξάπλωσε δίπλα της.
– Αχ, τι θα κάνουμε τώρα; Η ώρα είναι μόλις τρεις και τέταρτο. Πιστεύετε πραγματικά πως γνωρίζετε τόσα περί της Δανιμαρκίας ώστε να μπορέσετε να μου μιλάτε επί μια ώρα και σαράντα πέντε λεπτά; Δεν είμαι δα και τόσο απαιτητική! Καταλαβαίνω καλά πως κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Θα σας παραχωρήσω ακόμα μερικά λεπτά για να σκεφτείτε. Α, σταθείτε, μιας κι είστε εδώ, θα ήθελα να σας δείξω κάτι που με ιντριγκάρει απεριόριστα. Είμαι πολύ περίεργη να μάθω τι σκέφτεται γι αυτό ένας Δανός.
Εδώ, ακριβώς κάτω απ’ το δεξί στήθος, έχω τρία μικρά σημάδια. Δηλαδή, για την ακρίβεια, δύο μικρά κι ένα μεγάλο. Κοιτάξτε, κοιτάξτε, το βλέπετε το μεγάλο; Δεν μοιάζει κάπως σαν να… αχ, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Δεν είναι πολύ περίεργο αλήθεια; Και κοιτάξτε το αριστερό στήθος. Τίποτα! Ολόλευκο!
Μα κοιτάξτε, πείτε μου κάτι για το Θεό! Αλλά εξετάστε το προσεκτικά πρώτα, όχι, όχι έτσι, καλύτερα, να έτσι, με την άνεση σας, δεν βιαζόμαστε…
Και να λοιπόν ο Plume που το εξετάζει. Το αγγίζει, το ψηλαφεί με τ’ αβέβαια δάχτυλα του, και η αναζήτηση της αλήθειας το κάνει να τρέμει. Τα δάχτυλα ξανά και ξανά στην καμπύλη τους διαδρομή.
Κι ο Plume σκέπτεται.
– Α, βλέπω πως αναρωτιέστε, είπε η Βασίλισσα μετά από κάποια δευτερόλεπτα, (και το βλέπω μόνο τώρα που όσο να ‘ναι γνωριζόμαστε κάπως καλύτερα), πως θα θέλατε να μάθετε αν έχω κάποιον άλλον. Ε λοιπόν όχι, είπε, κι αμέσως αισθάνθηκε άσχημα κι έγινε κατακόκκινη.
Μα μιλήστε μου επιτέλους για τη Δανιμαρκία! Μόνο ελάτε πιο κοντά μου, λιγάκι πιο σφιχτά, ναι, κάπως έτσι, για να σας ακούω καλύτερα.
Ο Plume λοιπόν προχωράει ακάθεκτος. Ξαπλώνει τόσο κοντά της που δεν μπορούσε τίποτα πια να κρατήσει κρυφό.
Και πράγματι:
– Ακούστε, λέει εκείνη, ειλικρινά πίστευα πως τρέφατε μεγαλύτερο σεβασμό για τη Βασίλισσα! Μα, τέλος πάντων, εδώ που φτάσαμε καθόλου δεν θα ήθελα αυτό να εμποδίσει την συνέχεια της αφήγησης σας περί της Δανιμαρκίας.
Και η βασίλισσα τον τραβά προς το μέρος της.
– Αχ ναι, τα μπούτια, κυρίως τα μπούτια να μου χαϊδεύετε, έλεγε εκείνη, ειδάλλως κινδυνεύω αμέσως ν’ αφαιρεθώ και δεν θα ξέρω πια γιατί ξάπλωσα…
Και  να ‘τος που μπαίνει τώρα μέσα ο Βασιλιάς!

Φρικτές περιπέτειες, όποιες κι αν είναι οι διαδρομές κι οι αφετηρίες σας, πικρές περιπέτειες κινημένες από κάποιο χέρι θαρρείς θανάσιμο, εχθρικό.                    

IX. Μητέρα εννιά παιδιών!

    Ο Plume είχε μόλις φτάσει στο Βερολίνο όταν, μπαίνοντας στον τερματικό σταθμό, μια γυναίκα τον πλησιάζει και του προτείνει να περάσει τη νύχτα μαζί της.
– Μη φεύγετε, σας ικετεύω. Είμαι μητέρα εννιά παιδιών.
Και φωνάζοντας τις φίλες της για βοήθεια, καταφέρνει να ξεσηκώσει ολόκληρο το τετράγωνο. Μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα ο Plume βρέθηκε περικυκλωμένος ενώ οι περίεργοι δεν σταματούσαν να συρρέουν από παντού. Και τότε, μέσα στη σύγχυση, εμφανίστηκε ένας αστυνομικός. Αφού άκουσε τις εξηγήσεις αμφότερων, λέει στον Plume: «Μα μην είστε κι εσείς τόσο σκληρόκαρδος! Στο κάτω-κάτω, πρόκειται για μια μητέρα εννιά παιδιών!». Έτσι, αυτές, σπρώχνοντας τον, τον σέρνουν σε κάποιο πρόστυχο ξενοδοχείο που οι κοριοί το τρώγαν εδώ κι αιώνες. Αλλά… ο καλός χωράει παντού… Εκείνες ήτανε πέντε. Βάλθηκαν λοιπόν να τον απαλλάξουν από ό,τι είχε και δεν είχε στις τσέπες του και εν συνεχεία μοιράζουν αναμεταξύ τους τα λάφυρα.
– Διάβολε, έλεγε ο Plume από μέσα του, αυτό πια λέγεται ληστεία. Μα την πίστη μου, δεν μου ‘χει ξανασυμβεί. Να τι παθαίνει κανείς όταν ακούει τους μπάτσους.
Ξαναπαίρνοντας, λοιπόν, το σακάκι του, ετοιμάζεται να φύγει. Τότε ήταν που εκείνες έγιναν πραγματικά έξω φρενών: «Μα δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Ε, όχι να μας περάσεις και για κλέφτρες! Αυτό πια είναι άνω ποταμών! Απλά πληρωνόμαστε προκαταβολικά για λόγους προληπτικούς, αυτό είναι όλο. Αλλά θα στο ξεπληρώσουμε και με το παραπάνω το παραδάκι σου, αγόραρε, και μην ανησυχείς!». Και γδύνονται. Η μητέρα εννιά παιδιών ήταν γεμάτη σπυριά. Το ίδιο κι οι άλλες.
Ο Plume αναλογίστηκε: «Αυτές οι γυναίκες σίγουρα δεν είναι ο τύπος μου. Αλλά πώς να τους δώσω να το καταλάβουνε δίχως να τις προσβάλλω;», και σκεφτότανε.
Τότε, η μητέρα εννιά παιδιών λέει: «Λοιπόν, κορίτσια στοιχηματίζω, πως ο αγόραρος από δω, κι αν θέλετε με πιστεύετε, είναι από κείνους τους μη-μου-άπτου τζιτζιφιόγκους που ακόμα φοβούνται τη σύφιλη. Πφ, η σύφιλη… καθαρά ζήτημα τύχης!»
Και έτσι, η μία μετά την άλλη, τον βιάζουν.
Μόλις τελείωσαν, ο Plume έκανε να σηκωθεί. Λέει τότε η μητέρα εννιά παιδιών: «Μη βιάζεσαι τόσο, αγόραρε! Αν δε ματώσεις, δεν πρόκειται να γνωρίσεις ποτέ την πραγματική ηδονή.»
Και ξαναρχίζουν, η μία μετά την άλλη, να τον βιάζουν.
Κι ενώ εκείνος δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του απ’ την κούραση, εκείνες πήραν να ξαναντύνονται.
– Άιντε, ξεκουβάλα τώρα, αγόραρε, εμπρός, λίγη ζωντάνια! Είναι ήδη δώδεκα και τέταρτο και το δωμάτιο είναι πληρωμένο μόνο μέχρι τις δώδεκα.
– Μα επιτέλους, έκανε εκείνος, αναλογιζόμενος τα 300 φορολογημένα του μάρκα και ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι, θα μπορούσατε με τόσα λεφτά που λάβατε να πληρώσετε τουλάχιστον τη διαφορά μέχρι το πρωί!
– Άκου, ρε φιλενάδα, τι λέει ο μάγκας! Δηλαδή, θα ‘πρεπε να σ’ ευχαριστήσουμε κι από πάνω; Ε, αυτό πάει πολύ!
Και ξεριζώνοντας τον απ’ το κρεβάτι, τον πετάνε στις σκάλες.
Μα την αλήθεια, σκέφτηκε ο Plume, αυτό θ’ αποτελέσει σίγουρα περίφημη ταξιδιωτική ανάμνηση αργότερα!

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει το χειμώνα του 2008

 Ο Ζ.Δ. Αϊναλής είναι ποιητής και μεταφραστής. Ζει στο Παρίσι. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή.