Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 1

Ζ.Δ. Αϊναλής : “Αποσπάσματα”

Αποσπάσματα, Πεζό/ Ποίηση, Ζ.Δ. Αϊναλής, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008

Νύχτα Αύγουστος

 ...αγαπώ το άρωμα που αναδίνει το ιδρωμένο κορμί σου μετά τον έρωτα να σε μυρίζω έτσι μ` ολάνοιχτα τα ρουθούνια αχόρταγα άπληστα στο λαιμό στις μασχάλες ακόμα ακόμα το πέος σου το χέρι της κινήθηκε χαμηλά τρυφερά επάνω στο γυμνό πέος του πεσμένο τώρα μετά τη συνουσία να στάζει γενετήσια υγρά πιο πολύ τις μασχάλες σου όμως απ` το παράθυρο έμπαινε μέσα πλημμύριζε το δωμάτιο η νύχτα αδιάκριτη καλοκαίρι πρωτεύουσα όλα τα παντζούρι` ανοιχτά κίτρινα κόκκινα φώτα περαστικά ατέρμονη περιδίνηση σ` ένα λαβύρινθο μπλε κόκκινα κίτρινα φώτα εφήμερα βιαστικά εκκωφαντικοί θόρυβοι εκρήξεις του λιμανιού ήχοι γνώριμοι μιας πόλης που κάποτε λες δεν κοιμάται ποτέ της χάιδεψε τα μαλλιά το μυαλό του την συμπαγή ολότητα της νύχτας κάτι πλημμυρισμένο κι αυτό είναι πάλι αλλού ε σου μιλώ του ψιθυρίζει αμήχανο χαμόγελο στο αυτί τα δάχτυλα του διέτρεχαν μηχανικά την πλάτη της γυμνή την ακούμπησε απαλά στο μαξιλάρι και σηκώθηκ` απ` το κρεβάτι ξεχαρβαλωμένο σιωπηλός κατευθύνθηκε έτσι γυμνός προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα ακούμπησε με τον ώμο στον τοίχο το πορτοκαλί φως του δημόσιου φαναριού του προσέδιδε κείνη τη στιγμή μια γοητεία μυστική που ίσως και να μην είχε καθόλου περιέφερε στο δωμάτιο ένα γύρω το βλέμμα ακινητοποιήθηκε τελικά  στο αντικείμενο που φαίνεται ασυνείδητα ζητούσε ο νους με μικρά βήματ` αργά κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι με το πρόστυχο τραπεζομάντιλο και τα μπαγιάτικα στο ανθοδοχείο λουλούδια πήρε το πακέτο τα τσιγάρα στα χέρια του το κούνησε μηχανικά ήξερε από τα πριν πως είχε τσιγάρα σήκωσε με τον αντίχειρα το καπάκι έβγαλε αργά ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα από μέσα έφερε το τσιγάρο στο στόμα και το άναψε προστατεύοντας απ` τ` αυγουστιάτικο μελτέμι  τη φλόγα με το αριστερό του χέρι κατευθύνθηκε με τα ίδια σίγουρα σταθερά βήματα προς την μπαλκονόπορτα ακούμπησε πάλι με τον δεξί ώμο στον τοίχο αφήνοντας ελεύθερο το αριστερό χέρι να ανεβοκατεβάζει το τσιγάρο κι εκείνη υπνωτισμένη να κοιτά το κόκκινο σημάδι ν` ανεβοκατεβαίνει μες το σκοτάδι μηχανικά πλάι στους γυμνούς γλουτούς μαρμάρινους του δυο τέλεια σκιασμένα ημισέληνα στο ημίφως χαμογέλασε αθώα νιώθοντας μια πληρότητα ακέρια και ξαναγύρισε στο φτενό μαξιλάρι κοχύλι αντηχώντας τα χιλιάδες κεφάλια που υπηρέτησε απολαμβάνοντας το ευχάριστο αεράκι που από καιρού εις καιρόν εφορμούσε στη γύμνια της να νιώθει το δέρμα της απαλό ν` ανατριχιάζει ηδονικά τις ρώγες της να σκληραίνουν και πάλι ο κόλπος της να γεμίζει υγρά αποζητώντας πάλι και πάλι ξανά τον άντρα ατέρμονα μέσα της εκείνος όμως τώρα κορέστηκε στηρίχτηκε στον αγκώνα της του χαμογέλασε πισώπλατα τελευταία φορά τα βλέφαρα σφάλισε γύρισε μπρούμυτα αγκαλιάζοντας και με τα δυο τα χέρια το μαξιλάρι σφιχτά και λυγίζοντας το δεξί γόνατο βέλος την κατεύθυνση να δείχνει όπου εκείνος τόσην ώρα κοιτούσε αφηρημένος το γερανό φόρτωνε ξεφόρτωνε εμπορεύματα πλοίο αποβάθρ` αποβάθρα πλοίο ξανά και ξανά όλη την νύχτα χιλιάδες νύχτες πόσες φορές τον φαντάστηκε προς στιγμήν να σπάει να πέφτουν τεράστια σαν σπίτια κιβώτια ξύλινα να καταπλακώνουνε τους εργάτες αισθάνθηκε έντονα πως βρισκόταν ο ίδιος εκεί έτσι γυμνός καθώς ήταν και τώρα ακουμπισμένος στον τοίχο και κάπνιζε κοιτώντας από μακριά ξαφνικά ν` ακούγεται το αποτρόπαιο τρίξιμο του ατσαλιού που σπάζει χωρίζει στα δυο κομμάτια η αλυσίδα ο εκκωφαντικός βόγκος του ξύλου π` ανοίγει πάνω στις πλάκες εκατοντάδες κομμάτια πολτοποιημένες οι σάρκες ανάκατα πάνω στην αποβάθρα τα ξύλα οι σάρκες το αίμα λεπτή γραμμή κυλά με βεβαιότητα προς την θάλασσα κραυγές στο βάθος σφυρίζει κάποιο μεταγωγικό άθελα του ανατρίχιασε σκέψου να ζήσεις λέει μετά τι ζωή μέσα στον πόνο τέτοιο που ν` ακυρώνει το ίδιο το νόημα της ζωής όχι χιλιάδες όχι φορές πάραυτα να πεθάνεις να πάρεις το μακρύ το χωρίς επιστροφή δρόμο μια και καλή και πίσω να μην γυρίσεις να κοιτάξεις ποτέ πίσω να μην γυρίσεις ή να μην είχες έρθει ποτέ το τσιγάρο έπεσ' αφηρημένος από τα χέρια του δίπλα από το πέλμα του έσκυψε και το μάζεψε δεν του ‘κανε κέφι να το καπνίσει άλλο το πέταξε κάτω απ` το στενόχωρο μπαλκονάκι το φαντάστηκε να προσγειώνεται στα μαλλιά κάποιου ανυποψίαστου περαστικού να λαμπαδιάζει ευθύς το κεφάλι του κι ύστερα ολόκληρος αρχίζει να τρέχει να τρέχει υστερικά οι φλόγες κατατρώγουν τις σάρκες του τ` αυτοκίνητα φρενάρουν απότομα συγκρούσεις  κόρνες φωνές η μυρουδιά του καμένου λάστιχου σηκώνεται απ` την άσφαλτο αναμειγνύεται με την αποφορά της καμένης σάρκας τον ορίζοντα να πληρώνει τελευταία ελπίδα οδεύει προς τη θάλασσα τρέχει βουτά στο νερό πυροσβεστική ασθενοφόρα περιπολικά κορδέλες κίτρινες ο θαλάσσιος του λιμενικού γερανός ανασύρει έν` απανθρακωμένο μαύρο κορμί έτοιμο να περάσει στην αιωνιότητα μ` ένα στόμα της αγωνίας στραβό τα δόντια λευκά να εξέχουνε αποτρόπαια άχρηστα γύρισε προς το μέρος της κατευθύνθηκε στα πόδια του κρεβατιού κάθισε πλάι στα πόδια της ακούμπησε στην κνήμη της την παλάμη του και πήρε να ανεβαίνει αργά εκείνη μες τον ύπνο της χαμογέλασε ευχαριστημένη ένα ρίγος της διαπέρασε το κορμί στάθηκε η παλάμη του στην εσωτερική των μηρών της πλευρά εκεί λίγο πιο χαμηλά από το φούσκωμα των χειλιών της κατεύθυνε τα δάκτυλα του απαλά ανάμεσα στα ζεστά της χείλη υγρά και το πέρασε σταδιακά στα μεριά χαϊδεύοντας γύρω γύρω τη πανάρχαια χαραμάδα ιερή κι ακόμη πιο μέσα τον απ` τα πριν ήδη ερεθισμένο πρωκτό κι έπειτα ακόμα ψηλότερα στη μέση χαμηλά κι έτσι ως ήτανε γυρισμένη πλακώνοντας τ` αριστερό με το σώμα της στήθος χάιδεψε με ευλάβεια τον δεξιό της μαστό αμίλητος την γύρισε με το πρόσωπο προς το μέρος του εκείνη μισάνοιξε του ύπνου τα μάτια ένα χαμόγελο άδολο έκανε την εμφάνιση του στα χείλια της τα χέρια του ανεβαίνουν όλο ψηλότερα στο λαιμό της τον υπέροχο χυτό της λαιμό κι άλλο ψηλότερα ψηλαφούνε τα χείλη της πιέζουν τα δόντια της υπέροχα γερά πάλλευκα η υγρασία από μια γλωσσίτσα παιχνιδιάρα να τα πιπιλά και πίσω πάλι στο λαιμό ξανά τυλίγονται γύρω του σφίγγουν τον σφίγγουν ασφυκτικά ολοένα πιο δυνατά στα μάτια της ο τρόμος κι η απορία η αγωνία η γλώσσα της ξεπροβάλλει από το στόμα στην κάτω γνάθο κολλημένη σφιχτά δεν μπορεί ανάσα να πάρει σπασμοί συνταράσσουνε ολόκληρο το κορμί αλλεπάλληλα ξανά και ξανά τα πόδια της τινάσσονται με βία ορμητικά τα ούρα της απόκοσμος μαύρος λεκές στο ξεφτισμένο σεντόνι γαλάζιο την κοίταξε καθισμένος έτσι ώρα πολύ σηκώθηκε δίχως να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της για μερικά δευτερόλεπτα έσκυψε και της έκλεισε τα μάτια τον ενοχλούσε ακίνητο έτσι το βλέμμα της έριξε ολόγυρα μια ματιά άδραξε απ` την καρέκλα το παντελόνι του και πήρε να ντύνεται δίχως βιασύνη αργά έριξε άλλη μια ματιά στο δωμάτιο και βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα αθόρυβα κατέβηκε ανόρεχτα τις σκάλες βαριά σταμάτησε στην είσοδο της πανσιόν είχε αρχίσει ήδη να χαράζει εκείνο το γαλάζιο ημίφως του σύθαμπου που βαραίνει τέτοιαν ώρα τη γη τώρα το καλοκαίρι ξημερώνει νωρίς έψαξε στην τσέπη για τα τσιγάρα αρχίδια τα ξέχασα πάνω γάμα τα δεν ξανανεβαίνω τώρα κινήθηκε προς την λεωφόρο ταχαίνοντας το βήμα ελαφρά τον προσπερνούσαν δαιμονισμένα τα πρώτ` αυτοκίνητα έντομα οχληρά μιας πόλης που ότι ξυπνούσε άλλαξε πεζοδρόμιο καθώς  το  βλέμμα του εντόπισε απέναντι ένα περίπτερο που ίσως και να `τανε τέτοια ώρ` ανοιχτό έσκυψε μέσα στο μικρό άνοιγμα ο χοντρός περιπτεράς με το αθλητικό φανελάκι μισοκοιμόταν στο γαλάζιο φως μιας τηλεόρασης μικρής φορητής μου δίνεις σε παρακαλώ ένα Chesterfield το σκούρο τριχωτό χέρι απόθεσε αμίλητα το πακέτο στο άνοιγμα συνέλεξε ψηλαφιστά τα κέρματα και αποτραβήχτηκε μέσα αθόρυβα εκείνος πήρε το πακέτο και συνέχισε μες την απέραντη ερημία της πόλης παρακάτω είδε μια στάση λεωφορείων κοίταξε το ρολόι του λογικά δεν αργεί να περάσει το πρώτο πρωινό λεωφορείο κάθισε στο παγκάκι ανέβασε το αριστερό πόδι του και το ακούμπησε στο δεξί σταυροπόδι έσκισ` απ` το πακέτο το σελοφάν το τσαλάκωσε μες τη παλάμη το πέταξε χάμου κι άναψε το πρώτο τσιγάρο της μέρας στο βάθος ίσα που διακρινόταν το λεωφορείο γύρω η μέρα είχε ξημερώσει για τα καλά.  

Η έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2008

Ο Ζ.Δ. Αϊναλής είναι ποιητής και μεταφραστής. Ζει στο Παρίσι. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή.