Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Εξ αφορμής. ο καθρέπτης είναι αυτό που ήταν - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Ευγενία Χατζηχρήστου

photo © Ευγενία Χατζηχρήστου

Ο καθρέπτης ήταν. Ό,τι έστεκε σε απόλυτη αποστροφή από το βλέμμα και τις άκριες των χεριών -δίχως περιττή μεσολάβηση λέξεων και ήχων του παρακείμενου δωματίου- ήταν ο καθρέπτης. Ο ίδιος που χρόνια πριν -σχεδόν αιώνας- η Φελίτσε συνήθιζε να σκεπάζει κάθε που έπρεπε να ανοίξει τα παντζούρια. Έτσι ξεχύνονται οι σκοτεινές λέξεις πριν πατήσει σε ήχο η γλώσσα της νέας μέρας. Τα χείλη μας δεν λένε συχνά αυτό που τους σπρώχνει η μνήμη. Λένε ψυχρή είναι η μέρα και εννοούν ψυχρή ήταν η νύχτα μας.

“Ψυχρή είναι σήμερα η μέρα και σκληρή.
Παγωμένα τα σύννεφα.
Οι άνεμοι σέρνουν το κρύο
παγωμένοι και οι άνθρωποι.”

Μεγαλώνουμε σε μεσοδιαστήματα με μώλωπες στα μάτια. Τα χέρια και τα πόδια τα έχουμε σπάσει και συγκολλήσει άπειρες φορές -σχεδόν αιώνας- με κομμένη πλάτη σε δύο μεριές γέρνουμε μία προς τα κάτω και μια προς τα πάνω. Στα μεσοδιαστήματα συνειδητοποιούμε τη ζαλάδα των άκρων. Όταν θελκτικά μας καλεί το σκοτεινό κομμάτι της αυτόκλητης σελήνης στρεφόμαστε με πείσμα σε αντίστροφη φορά, ευχόμαστε να ήμασταν κουφοί στα καλέσματα ερχομών ή αναχωρήσεων. Μα ο καθρέπτης έχει και τη φωνή και τη γνώση.

“Υπάρχει ένας ερχομός και μια φυγή
ένας χωρισμός και συχνά-καμία επιστροφή”

Στην οπισθοχώρηση τα βήματα γεφυρώνονται, ενίοτε εναρμονίζονται, καθ’έξιν συντονίζονται. Τα χέρια καταρρέουν στο ψηλάφισμα της στιγμής μεταξύ του γινόμενου και του ερχόμενου. Στις μετοχές της γραμματικής ενός χρόνου ατελείωτου μόνο οι τροπικές δείχνουν το παρερχόμενο της ψυχής μας. Μα ο καθρέπτης δεν σταματά να λαχταρά όσα δεν έγιναν ποτέ εδώ και χρόνια -για την ακρίβεια αιώνας- δεν σταματά να ψαύει περιγράμματα κινήσεων ενός σώματος που η Φελίτσε συχνά συνήθιζε να σκεπάζει κάθε που έπρεπε να ξοδευτεί σε στιγμιαίο μέλλοντα.

“Λαχτάρα μου ήταν το παρόν
λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
και μ’όλα αυτά πεθαίνω σ’ένα μικρό φυλάκιο
στην άκρη του δρόμου
σ’ένα παντοτινά
όρθιο φέρετρο
σ’ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.”

Ο καθρέπτης υπήρξε πάντοτε στρογγυλός. Η στρογγυλότητά του βέβαια δεν ήταν, και συνεχίζει να είναι με παράδοξο και άκρως ανεξήγητο τρόπο,  παρά η αυταπάτη της κόρης του ματιού της Φελίτσε. Έβγαζε κάθε Τρίτη ολόκληρης σελήνης το χρυσό δακτυλίδι από το μικρό της δαχτυλάκι προεκτείνοντας το δεξί της χέρι σε μια παράδοξη και άκρως ανεξήγητη κίνηση του άκρου της να εφαρμόσει την κυκλική περιφέρεια του χρυσού κοσμήματος στο αχόρταγο τμήμα ενός τέλειου γεωμετρικού δίσκου. Καρφωμένος στον τοίχο ο καθρέπτης είχε χίλιες και μία φωνές.   

“Τίποτα δε με κρατά.
Πόρτες και παράθυρα κλειστά
δρόμοι μακρινοί και άδειοι
ό,τι αγγίζω καταστρέφεται”

Ακίνητη και στιβαρή, μια διάμετρος κατά μήκος ενός και ενός αντικριστού σημείου της παλάμης της με την στρογγυλή πέτρα. Περιχαρακώνεται στους αιμάτινους αρμούς του δέρματός της, με δόντια προεξέχοντα του πιο ακίνητου και στιβαρού μειδιάματος αυτοπαθούς φωνής που εδώ και χρόνια -για την ακρίβεια ένας και μόνο αιώνας- κυλάει σαν μετρονόμος από κλεψύδρα σε κλεψύδρα χτυπά τη γλώσσα στην πέτρα, ή αντίστροφα την πέτρα στη γλώσσα

“Στο θολωμένο μυαλό χτυπά ένα ρολόι
άκου το καθώς μπαίνεις στο σπίτι.”

Η Φελίτσε εδώ και έναν αιώνα μπαίνει -σαν σε εξακολουθητικό ενεστώτα- σε ένα σπίτι. Με την ίριδα του ματιού σπασμένη σε χίλιους και έναν χτύπους. τικ τακ τικ τακ τικ τακ τικ τικ τικ.

Σημείωση

Οι στίχοι ανήκουν στον Φραντς Κάφκα.