Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Εξ αφορμής. Νο 00000001 - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Silenced Eyes

Πάει πολύ πίσω η γλώσσα όταν πρόκειται να βουτήξει στους πρώτους φθόγγους της σιωπής. Μετακινείται το βλέμμα απειροελάχιστα σαν αποκτά την τάση να παρατηρεί κάθε κίνηση του στέρνου, σε μια προσπάθεια να εσωκλείσει λιγότερο αέρα. Αλλάζω θέσεις συχνά μέσα στον κόσμο, αλλάζω σώματα συχνά μέσα στις θέσεις, αλλάζω διαθέσεις σπάνια μέσα στο σώμα, η σκιά μου κινείται ενόσω παραμένω ακίνητη. Από ιδεολογία κι άποψη φυσικά, μη φανταστείτε από αδυναμία! Τα πιο δυνατά μου σημεία είναι η στοχευμένη μου απογύμνωση κάθε βεβαιότητας κι η ιώβεια υπομονή μου. Έμαθα να περιμένω στην ίδια στάση πολλές εποχές, διαδέχω τη μία, κατόπιν την άλλη. Με διαδέχονται όλες χωρίς εξαίρεση. Ζευγάρια εποχών, χρόνων, δεκαετιών (θα πείτε πως υπερβάλλω αλλά δεν θα είναι αλήθεια, ακόμη κι αν το πείτε αφού το έχετε σκεφτεί καλά) συνιστούν τη μνήμη μου.

“Φωταγωγημένη μνήμη, στοά όπου περιφέρεται η σκιά
αυτού που περιμένω. Δεν είναι αλήθεια ότι θα έρθει.
Δεν είναι αλήθεια ότι δεν θα έρθει”

Ωστόσο το να περιμένω χωρίς να προσδοκώ, το έμαθα αργότερα, όταν τσουβαλιασμένη -μεταξύ άλλων- ύπαρξη με γδαρμένες τις κλειδώσεις αγκώνων κι αστραγάλων, όρθια για παραπάνω από δύο παγκοσμίους πολέμους και άπειρους εμφυλίους, έβλεπα μόνο πάτωμα και βήματα ανθρώπων που έσερναν άλλοτε σόλες, άλλοτε πατούσες, άλλοτε πάλι τις ματωμένες μύτες τους. Γίνονται παράξενοι οι άνθρωποι, όταν πλησιάζουν τόσο κοντά ο ένας τον άλλον. Μυρίζουν οι λέξεις τους χώμα και χιλιοφορεμένα πλευρά, σαν να μην τους αφορά πια καμία αλήθεια.

“Το πρόσωπό μου διαδέχονται
γενιές από διαβάτες που αιωρούνται
παράξενα δίχως προορισμό”

Τους αγαπώ όμως τους ανθρώπους. Δεν χωρά αμφιβολία καμιά. Τους παρατηρώ πώς βιάζονται να απομακρυνθούν από επίμονες ερωτήσεις, πώς κοντοστέκονται ν’ αδειάσουν από πιεστικές Τετάρτες, πώς κρύβονται στις γωνιές για να αποφύγουν υπαρξιακούς λόξιγκες και πνευματικές φαγούρες, πώς κλείνουν τα μάτια για να αισθανθούν τον απόηχο του νυχτερινού ξοδέματος. Τους κοιτώ. Τους κοιτώ ενίοτε και με την πλάτη γυρισμένη, ενίοτε και με το κεφάλι πεταμένο στο πάτωμα, τους κοιτώ και τους αγαπώ, χωρίς να το έχω επιλέξει.     

“Η αγάπη μου δε θορυβεί
δε διαμαρτύρεται
δεν ικετεύει
δε γελά. Το σώμα της είναι ένα μάτι”

Περισσότερο αγαπώ τους ραχιτικούς. Διέτρεξα πολύ τη μνήμη προσπαθώντας να εξηγήσω αυτήν μου την προτίμηση. Μάταιη και κουραστική η ένδυση διαφορετικών κουστουμιών ή στυλ ντυσίματος. Αβίαστα και αδικαιολόγητα με συγκινεί μέχρι δακρύων η προσπάθεια για πέταγμα των σωμάτων, με τυπωμένη πάνω τους μια επίκτητη ακαμψία. Εγώ την έχω από αρχής δημιουργίας. Όπως λέμε εργοστασιακή

“ Αλλά θέλω να λογίζομαι ζωντανή
αλλά δε θέλω να μιλήσω
για το θάνατο
ούτε για τα παράξενά του χέρια”

Ώρες ώρες, στα μικρά δηλαδή εκείνα διάκενα της πλαστικής μου σάρκας, όταν οι γρίλιες των μαγαζιών κλείνουν τα παράξενα χέρια τους και οι φωνές τραβιούνται σταδιακά προς την άλλη πλευρά της αιωνιότητας, ψελλίζω τραγουδάκια παιδικά μιας πρώιμης ηλικίας που δεν θα ζήσω, προφανώς.
 
“Οι λέξεις μου απαιτούν ησυχία και εγκαταλελειμμένους χώρους…
Υπάρχουν λέξεις που μοιάζουν στους νεκρούς, αν και προτιμώ, ανάμεσα σ’ ολες, εκείνες που φέρνουν στο νου την κούκλα ενός δυστυχισμένου κοριτσιού”

Το ξέρω εδώ και καιρό εξάλλου. Στο πρόσωπό μου περιέχω και την κούκλα και το κορίτσι.

Σημείωση
Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στην ποιήτρια Alejandra Pizarnik.