Top menu

Δύο διηγήματα (Κ. Αλογοσκούφι & Α. Θηβαίος)

Petite Salome

Ο μικρός πρίγκιπας αναστατωμένος στην μικρή ζωή που ζούσε με το κόκκινο τριαντάφυλλο του και τους θάμνους από αγκάθια αποφάσισε να πάει μια μέρα μια μικρή εκδρομή σε έναν γειτονικό πλανήτη. Αποβραδίς είχε πάρει όλες τις προφυλάξεις και τα μέτρα. Σκέπασε το μικρό τριαντάφυλλο του με μια γυάλα και φυσικά δεν έχασε να ακούσει και το διαρκές παράπονο του λουλουδιού του.

- Πάλι θα με αφήσεις μικρέ μου πρίγκιπα…
- Είναι για τις κάμπιες γλυκιά μου…
- Πάντα έτσι λες όταν θες να με αφήσεις.
- Ξέρεις ότι το αγιάζι σου κάνει κακό την νύχτα και αυτό σε επιβαρύνει τις επόμενες μέρες.
- Πόσες μέρες θα λείψεις πρίγκιπα;
- Θα γυρίσω αμέσως μόλις μπορέσω…

Το τριαντάφυλλο ρίγησε τα φύλλα του και έγειρε απαλά στο πλάι να κοιμηθεί. Δύο σταγόνες σαν δάκρυ έσταξαν από τα πράσινα στιλπνά φύλλα του.

Την επόμενη μέρα το πολύ πρωί, ο πρίγκιπας χτενισμένος και δροσερός συμβουλεύτηκε τους αστρολογικούς του χάρτες και με το τηλεσκόπιο παρατήρησε τον ερχομό ενός πυρόξανθου μικρού κομήτη. Στις 7.45 οι δυο πλανήτες πλησίασαν σε απόσταση μόλις μισής παλάμης και ο πρίγκιπας σχεδόν βαδίζοντας πέρασε στον πλανήτη yellow tedesco.

Με την μετακόμισή του άφησε το κουστούμι πρίγκιπα στον παλιό πλανήτη. Αφαίρεσε την ξανθιά περούκα και στον αέρα σχεδόν ντύθηκε με μια πράσινη φόρμα ξωτικού. Τα μάτια του με την αλληλεπίδραση του χρυσού πλανήτη yellow tedesco γίνανε πράσινα φωτεινά με μια καλή όψη.
Η τροχιά του νέου πλανήτη έγινε ξαφνικά τραχιά και ο μικρός πρίγκιπας έπεσε και χτύπησε σε μια μικρή κοτρόνα. Ήταν το μοναδικό πεζούλι του κομήτη. Ο πρίγκιπας λιποθύμησε για αρκετές ώρες.
Όταν ξύπνησε ένοιωσε να τον αγκαλιάζει θερμά ένα λουλούδι με κάμπιες. Ήταν ένας κισσός κίτρινος. Στην κορυφή είχε έναν κεφάλι χωρίς μαλλιά.

- Γεια σου μικρή Σαλώμη…
- Μικρή Σαλώμη;
- Ναι,… της είπε και της έφερε με τα κίσσινα χέρια του έναν καθρέφτη τον μοναδικό του κομήτη.
- Δες, τι όμορφη που είσαι…

Η μικρή Σαλώμη έφερε το πρόσωπο της δίπλα στο δικό του. Έμειναν να κοιτάζονται έτσι μία ολόκληρη μέρα. Δεν τρώγανε, δεν μιλάγανε. Όταν ο ήλιος του γαλαξία 345.876Β έδυσε η Σαλώμη ένοιωσε κουρασμένη σα γάτα και κουλουριάστηκε στη βάση του κισσού. Ο κισσός έγινε πολύ τρυφερός και λυγίζοντας με άπειρη ευκαμψία της έκανε ένα ζεστό παπλωματάκι για να κοιμηθεί ξεκούραστα.

Η μικρή Σαλώμη έκλαιγε μέσα στα παπλώματα για την νέα της ζωή και ο κισσός ποτιζόταν και μεγάλωνε πολύ.
Την άλλη μέρα διαπιστώσανε ότι κάνανε έρωτα χωρίς να το καταλάβουν. Η μικρή Σαλώμη ντράπηκε και κλείστηκε στο σπιτάκι με τα κηπουρικά εργαλεία. Όλος και όλος ο κομήτης ήταν 3 μέτρα σε περίμετρο. Έκανε ότι διάβαζε τις ταμπέλες που κρέμονταν από την τσάπα και το τσίγκινο ποτιστήρι. Δεν τα κατάφερνε όμως πολύ καλά με τα γατίσια μάτια της. Έπιανε πολλές φορές τον εαυτό της να κρυφοκοιτάζει τον κισσό μέσα από τις γρίλιες του πράσινου παραθύρου.
Ο κισσός έδειχνε σοβαρός. Σχεδόν θλιμμένος. Είχε πιάσει και έραβε όλα τα φύλλα που είχαν φαγωθεί από τις κάμπιες. Η μικρή Σαλώμη του έδειξε από το παράθυρο τα νύχια γάτας.

- Θες να σε βοηθήσω να απαλλαγείς από τις πράσινες κάμπιες;…
- Όχι, Σαλώμη μου.
- Πως όχι; αφού σε τρώνε ζωντανό...
- Petit Salome αν σ’ αφήσω να μου σκοτώσεις τις κάμπιες, μετά όταν εσύ ξαναγυρίσεις στον πλανήτη σου εγώ θα είμαι ολομόναχος εδώ πέρα.
- Μα γιατί να γυρίσω πίσω…
- Γιατί πρέπει. Φαντάζομαι εκεί σε περιμένει ένα πιο όμορφο λουλούδι. Κάποιο που εσύ φύτεψες με τα ίδια σου τα χέρια…
- Ναι, το τριαντάφυλλό μου. Αλλά αυτό είπε ότι μπορεί να ζήσει και χωρίς εμένα.

Ύστερα ο κισσός σώπασε. Και η σιωπή του κράτησε μέρες. Η Σαλώμη είχε ξαπλώσει πάνω στα εργαλεία και ένοιωθε φοβερούς πόνους στο σώμα της. Άρχισε να παρατηρεί ότι ο κομήτης τη μεταμόρφωνε εντελώς σε γάτα. Στα χέρια και στα πόδια φύτρωνε μια ξανθιά τιγρίσια γούνα με μαύρες ρίγες. Κοίταξε το ηλιακό ρολόι που βρισκόταν ενάμιση μέτρο μακριά της και είδε πως οι στιγμές λιγόστευαν.

Την επόμενη μέρα στις 10.46 θα πέρναγαν πάλι οι δυο πλανήτες ξυστά. Η μικρή Σαλώμη ήταν αναποφάσιστη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να επιστρέψει στον παλιό της πλανήτη, όπου εκεί ζούσε ως μικρός πρίγκιπας κοντά στο όμορφο τριαντάφυλλό του.
Από την άλλη της άρεσε και ο κισσός. Της άρεσε να κάθεται και να την ζεσταίνει.

~

Στις 10.45 η μικρή Σαλώμη είχε ήδη σκαρφαλώσει πάνω στο σπιτάκι του κομήτη. Έκοψε το μικρό γατίσιο πόδι της με ένα καρφί που εξείχε εκεί κοντά, ώστε να χάσει τις αισθήσεις της. Στη συνέχεια με ένα τεράστιο σάλτο θα βρισκόταν στον αέρα.

Στις 10.46 την ώρα που οι δυο πλανήτες πέρασαν ξυστά κατά μισή παλάμη η μικρή Σαλώμη βρέθηκε στον αέρα και άφησε την τύχη να αποφασίσει για εκείνη. Με την πτώση της θα την έπαιρνε ή ο ένας πλανήτης ή ο άλλος. Η μικρή Σαλώμη είχε λιποθυμήσει από την λάμψη των δύο πλανητών. Είχε χάσει το μυαλό της και όλα γύριζαν γύρω της πολύ γρήγορα. Σταγόνες αίμα έπεσαν σαν βροχή πάνω στο χώμα. Ο κισσός τρόμαξε και ξύπνησε. Δεν ήταν νερό αυτό που έπινε. Από ανατριχίλα από τη γεύση του αίματος κόρωσε σε ευθεία γραμμή και υψώθηκε σχεδόν 2 μέτρα πάνω από το έδαφος… Είχε συγκλονιστεί. Είδε την όμορφη Σαλώμη πρόσωπο με πρόσωπο. Εκείνη κοιμόταν. Ήταν 10.46 και οι συνάντηση των δύο πλανητών ήταν ήδη υπό εξέλιξη.

Στις 10.47 η μικρή Σαλώμη μεταμορφώθηκε σε γεφύρι και ένωσε τους δυο πλανήτες. Οι οποίοι άρχισαν να περιστρέφουν σε ένα πλανητικό βαλς. Τώρα τα πάντα έμοιαζαν σαν χρυσό νεφέλωμα. Δεν ξεχώριζες τίποτα.


Από μακριά κοιτάζοντας τον γαλαξία παρατηρούσε κανείς ένα σπάνιο φαινόμενο απερίγραπτης ομορφιάς. Το νεφέλωμα έκανε κύκλους χορευτικούς και τριγύριζε ελλειπτικά μέσα στον ευρύ γαλαξία. Ανεξήγητα και αθέλητα…

Λέγεται ότι από τότε που εμφανίστηκε το γαλακτερό σύννεφο του νεφελώματος η petit Salome ή διαφορετικά ο μικρός πρίγκιπας, ακόμα και ο κισσός και το τριαντάφυλλο εξαφανίστηκαν σαν από κοινή συμφωνία. Αν προσπαθήσεις να καταμετρήσεις τους κομήτες του γαλαξία 345.876Β θα βρεις να λείπουν οι δυο πιο όμορφοι πλανήτες.

Το νεφέλωμα και αυτό κάποια στιγμή κουρασμένο από την ξοδευτική περιπλάνηση εξατμίστηκε και εξαφανίστηκε οριστικά.
Η Κασσάνδρα  Αλογοσκούφι (ή αλλιώς σιβηρική κασκαντέρ σε εποχές Fyodor διώξεων) έχει εκπονήσει διατριβή πάνω στο επιστητό του παραλόγου. Ασχολείται ολοκληρωτικά με μυθιστόρημα, διήγημα, πρόζα, bonsai flash fiction (Neο Democracy of written speech-ΝΔ). Το 09’ εκπροσώπησε στην BJCEM την ελληνική πεζογραφία (political orgies at Skopje under cover of celebration of 7Arts). Γράφει για ανθισμένες βοκαμβίλιες και ερωτικά καλοκαίρια με τη συνήθη αγένεια εξπρεσιονιστών- γναθοχειρουργών [ή αλλιώς η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες πεζού και ποίησης, και έχει πολυβραβευθεί σε διαγωνισμούς της Ελλάδας και του εξωτερικού. Δεν την ενδιαφέρει άμεσα η έκδοση].

*


Μικρό Ερωτικό

Όλο χώματα τώρα περπατά προς το σταθμό. Υπέροχη οδός Θηβών με τις αλάνες, τους εραστές, τα μεγάλα φορτηγά με τα εμπορεύματα για τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη, τη Βέρροια. Κάποιοι τον κοιτούν που είναι μες στα χώματα, όλο αίματα στα χέρια από τις πτώσεις, το σύρσιμο, την ταπείνωση. Εκείνος περπατά αποφασιστικά, με μια διακριτική ευδαιμονία, όπως εκείνη που αισθάνεται κανείς μετά την πράξη του έρωτα. Μια μεγάλη ρωγμή στη νύχτα οι στύλοι των ρευμάτων, μια ανεπαίσθητη ρωγμή μες στο σώμα του το αποψινό απάντημα των σωμάτων. Οι μετανάστες του χαμογελούν, δείχνοντάς του τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα, τα χέρια τους όλο δαχτυλίδια, οι φαντάροι με τις στολές εξόδου, κάτι ανοιχτά πουκάμισα και τα λοχιόσημα ψηλά στα κοντά μανίκια του καλοκαιριού. Μόνο τη μάνα του συλλογιέται που θα τον προσμένει μες στο σαλόνι, αποκοιμισμένη, με τα χείλη της κομμένα σύριζα από την αγωνία. Μόνο αυτή συλλογιέται που ντροπιάζεται το πρωί και του θυμώνει και όλο κλαίει γυρισμένη στο παράθυρο της κουζίνας, να μην τη δει, να μην δει που κλαίει. Μόνο αυτή συλλογιέται.

Απόψε φάνηκε η αστυνομία, πραγματοποίησε μία από εκείνες τις  εφόδους, συνέλλαβε αρκετούς. Τους χτυπούσαν με τα χέρια, τους έφτυναν όσους έπιασαν, τους έβαζαν με τη βία μες στις κλούβες. Εκείνοι φώναζαν, κάποιοι έκλαιγαν και εκκλιπαρούσαν να τους αφήσουν, έχουν γυναίκες, παιδιά, στη γειτονιά πια πώς θα περπατήσουν, τα παιδιά τους θα τα ξεφτιλίζουν, θα τους φωνάζουν πράγματα πρόστυχα. Εκείνον δεν τον πρόλαβαν. Ένας άνδρας βυζαντινής ομορφιάς τον κράτησε από το χέρι, έτρεξαν μες στις λάσπες, έφτασαν σε μια παλιά, πλίθρινη μάντρα, έκανε να μιλήσει, μα όπως έπεφτε εκείνο το φως και ήταν ιδρωμένος και το στήθος του γυάλιζε σαν τους παλιούς κεραμεικούς, δεν μίλησε, δεν είπε τίποτα. Πίσω από τη μάντρα, μεγάλα πουλιά με σκισμένα φτερά κοπιάζουν να σηκωθούν, μα είναι αδύνατο, δίχως φτερά κανείς να σηκωθεί.

Έφτασε στο σπίτι, την είδε που τρόμαξε με όλα τούτα τα χώματα στο σώμα, τα χτυπήματα στην πλάτη. Τον πλησίασε με τέτοια λατρεία, ύστερα έκανε πίσω, τώρα πια δεν είναι μονάχα το παιδί της, είναι ο εραστής της οδού Θηβών, ο κυνηγημένος με τα φιλημένα άκρα, τα βρώμικα. Την άκουγε που έκλαιγε, την άκουγε και δεν γύριζε, δεν είναι ο έρωτας για να θρηνείς. Και μες στη θέρμη της νύχτας, απέμεινε γυμνός και κοίταξε με έκσταση τα χέρια του, θυμήθηκε που τα φίλησε εκείνος και τα έβαλε τότε πάνω στα χείλη του, σαν τάχα να φιλούσε τις πληγές από τα καρφιά, από τις σταυρώσεις, τότε τον καιρό της αποκαθήλωσης.
 

Μικρό Ερωτικό ΙΙ


Είπαμε να συναντηθούμε στην οδό Αθηνών. Θα περνούσε, λέει να με πάρει με τη μοτοσικλέτα νωρίς το απόγευμα. Ήταν καλοκαίρι και το μεσημέρι ανυπόφορο. Περπάτησα χρόνια ολόκληρα ώσπου να φτάσω στο προκαθορισμένο σημείο. Το κατάστημα σιδηρικών ήταν κλειστό, καθώς συμβαίνει  τις Κυριακές, όταν παύουν οι εμπορίες και οι συναντήσεις, οι επαγγελματικές. Θα περνούσε λέει να με πάρει, νωρίς το απόγευμα, μα ήταν κιόλας εννιά και είχαν ανάψει όλα τα φώτα στη λεωφόρο και στην αερογέφυρα είχαν εμφανιστεί οι αλλοδαποί με την πραμάτεια τους και έτρεχαν γύρω από τα τροχοφόρα, παιδιά με χαμηλωμένα βλέμματα τριγύριζαν μες στα αυτοκίνητα, δίχως το φόβο ενός ατυχήματος, ενός επώδυνου τραύματος. Ήταν δέκα και εγώ τώρα φάνταζα μνημείο αρχαιοπρεπές της εγκατάλειψης, της τόσης περιφρόνησης. Εγώ, που είχα το σθένος να ξοδέψω ολόκληρη τη νύχτα εκεί, στο προαύλιο του καταστήματος σιδηρικών περιμένοντας πως τάχα θα φανεί να με πάρει με τη μοτοσικλέτα. Ήλπιζα μια ζωή τώρα, πως τάχα θα φανεί με τη μοτοσικλέτα να με πάρει, να επισκεφτούμε τα γήπεδα, τα αναψυκτήρια με τους ερωτευμένους, να μυηθούμε με σθένος και αυταπάρνηση στις τρομερές τελετές της νεότητας. Ομολογώ πως δεν υπάρχει άλλη θηριωδία, σαν της ελπίδας. Το βράδυ στη γειτονιά όλοι μιλούσαν για το δυστύχημα και έδειχναν τη διαλυμμένη μοτοσικλέτα και εγώ θρηνώ ακόμη μες στα ερρείπια, που συλλογίστηκα μονάχα τις απολαύσεις, τα θέλγητρα του απογεύματος.

Μικρό Ερωτικό ΙΙΙ

Τα είχαν όλα συμφωνημένα. Βρέθηκαν στην ταβέρνα την Κυριακή και έδωσαν τα χέρια. Ο γάμος θα γίνει την άλλη εβδομάδα, όρισαν την εκκλησία, την προίκα, είπα πώς έπρεπε να γίνουν όλα. Το κορίτσι κρατούσε το βλέμμα της χαμηλό, ταπεινωμένο. Κάθε τόσο τη ρωτούσαν αν είναι ευχαριστημένη, εκείνη μονάχα έγερνε το κεφάλι, κρατούσε τα μάτια της χαμηλά, σαν από δισταγμό. Και εκείνοι έπιναν και χτυπούσαν τα ποτήρια τους και όλο χόρευαν κάτω από τις λάμπες τις πολυκολόρ και ο ταβερνιάρης, ένας άνθρωπος με φήμη πρόστυχη τους κοιτούσε καθισμένος στην ψάθινη καρέκλα και εκείνοι έσπαγαν τα τραπέζια και πια δεν της έδιναν σημασία, έτσι που τώρα είχε  χαριστεί.

Το επόμενο πρωί την έβαλαν στο κάρο, με τις κουβέρτες, τα ασημικά, τα φορέματα, που ήταν παλιά κοστούμια μεταποιημένα. Η μάνα κράτησε το πρόσωπό της μες στα χέρια, έκλαιγε γιατί ήταν μικρή η Κατίνα και δεν ήταν για σπίτι και άνδρες και ήξερε πως φοβόταν την πρώτη νύχτα και τον έρωτα τον ενήλικο, τον αναίσθητο. Της έδωσε μαζί το χράμι που έραβε χρόνια και είχε επάνω χρωματιστά πουλιά, κήπους και φρεγάδες, της είπε μια συμβουλή, μια γνώμη και γύρισε μες στο σπίτι να λυπηθεί με την ψυχή της. Γιατί έφευγε η Κατίνα και δεν ήταν που δεν χαιρόταν, μα ήταν κομμάτι μικρή ακόμα και δεν έκανε για να κρατήσει το σπίτι και τον άνδρα της. Λυπήθηκε η μάνα. Την άφησε να ξεμακρύνει.

Δεν φαντάστηκε, λοιπόν πως καταμεσίς του θέρους εκείνο το κάρο έγινε του ήλιου η άμαξα και φλέγονταν τώρα οι προίκες και τα άλλα τα πράγματα και η Κατίνα που είχε πια αγγίξει το εμπρηστικό σύνορο του εαυτού της πετούσε όλο και ψηλότερα. Φορούσε λέει, ένα άσπρο παλτό τύπου λουτρ, γελούσε, λερώνοντας στο χώμα, σαν μεθυσμένη τα τακούνια της. Και είχε γύρω της πολύχρωμα πουλιά, κήπους φρεγάδες, ρωπογραφίες, όπως εκείνες στα σαλόνια τα αστικά με τα σεμέν και τα βαριά ασημικά.
O Aπόστολος Θηβαίος ζει στην Αθήνα. Το 2008 ολοκλήρωσε την έκδοση του πρώτου αφηγήματος Νόμισμα στην Όχθη, των εκδόσεων Μπαρτζουλιάνος, ενώ το 2009 ολοκληρώθηκε η έκδοση ενός θεατρικού παραμυθιού από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, με τίτλο Πολύχρωμο Θάρρος. Από τις ίδιες εκδόσεις δημοσιεύτηκε το αφήγημα με τίτλο Mendizabal, ενώ πρόσφατα εκδόθηκαν οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του από τις εκδόσεις Πάτση, με τίτλο Οδός Πόλεως, Αριθμός 28 (2010), και από τις εκδόσεις Εκάτη, με τίτλο 17 (2011). Είναι τακτικός συνεργάτης του Vakxikon.gr.