Top menu

"Δον Παγιασίτο" της Άνα Μαρία Ματούτε

matute_arthro

Mεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης

Η Άνα Μαρία Ματούτε (Ana María Matute) είναι μια από τις πιο αναγνωρισμένες λογοτεχνικές φωνές της Ισπανίας. Γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1926 και πέθανε στην ίδια πόλη το 2014. Έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Tα δύσκολα παιδικά της χρόνια αποτέλεσαν μόνιμη πηγή έμπνευσης για το έργο της, στο οποίο αναπλάθεται η ζωή της μετεμφυλιακής Ισπανίας. Ο αφηγηματικός της ιστός υφαίνεται μ’ ένα προσωπικό μίγμα υλικών που ανάγονται εξίσου στην πραγματικότητα και τη φαντασία και το οποίο οδηγεί σε μια γοητευτική πρόζα γεμάτη ερωτήματα και περίπλοκες ψυχολογικές εικόνες. Η Ματούτε έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας το 1997 και το 2010 της απονεμήθηκε το βραβείο Θερβάντες για το σύνολο του έργου της.

Το διήγημα Δον Παγιασίτο (Don Payasito) είναι το πρώτο έργο της Ματούτε που μεταφράζεται στα ελληνικά. Αποτελεί μέρος της συλλογής διηγημάτων Cuentos de la Artámila που εκδόθηκε το 1961. Το θέμα του είναι αντλημένο κι εδώ από την παιδική της ηλικία. Στο διήγημα υπάρχουν έντονα στοιχεία του χαρακτηριστικού ποιητικού της συναισθηματισμού και μιας παράξενης μυστηριακής χροιάς που αιωρείται πίσω από τις λέξεις.

**

Στο αγρόκτημα του παππού, ανάμεσα στους εργάτες που δούλευαν τη μέρα, υπήρχε κι ένας υπέργηρος άντρας που λεγόταν Λούκας δε λα Πεδρερία. Αυτός ο Λούκας δε λα Πεδρερία όλοι έλεγαν ότι ήταν κάθαρμα και πανούργος, ο παππούς μου όμως τον συμπαθούσε πολύ και πάντα μιλούσε για όσα είχε κάνει πριν από πολλά χρόνια:
«Έχει γυρίσει όλο τον κόσμο» έλεγε. «Μια ζωή καραβοτσακισμένος. Ακόμα και στην Ιάβα πήγε…»
Οι περιπέτειες του Λούκας δε λα Πεδρερία προκαλούσαν τα γέλια στους γηραιότερους. Σε εμάς, τα παιδιά, όχι. Γιατί ο Λούκας ήταν ο πιο παράξενος άνθρωπος του κόσμου. Ο αδελφός μου κι εγώ τρέφαμε προς αυτόν ένα είδος αγάπης, θαυμασμού και φόβου που δεν το έχουμε νοιώσει ποτέ ξανά.
Ο Λούκας δε λα Πεδρερία έμενε στην τελευταία καλύβα, στα όρια του δάσους του παππού μου. Ζούσε μόνος, και μαγείρευε ο ίδιος το στιφάδο του με τα κρεμμύδια και τις πατάτες, από το οποίο πότε πότε μας έδινε με το κοκάλινο κουτάλι του, και έπλενε ο ίδιος τα ρούχα του στο ποτάμι χτυπώντας τα δυνατά μ’ ένα φτυάρι. Ήταν τόσο γέρος που έλεγε ότι είχε χάσει τον τελευταίο χρόνο και δεν μπορούσε να τον βρει. Όποτε μπορούσαμε, το σκάγαμε για το σπιτάκι του Λούκας δε λα Πεδρερία γιατί κανένας μέχρι τότε δεν μας είχε μιλήσει γι’ αυτά για τα οποία μας μιλούσε εκείνος.
«Λούκας! Λούκας!» φωνάζαμε όταν δεν τον βλέπαμε να κάθεται στην πόρτα της καλύβας του.
Μας κοίταζε τρίβοντας τα μάτια του. Τα κάτασπρα τσουλούφια του έπεφταν στο μέτωπό του. Ήταν μικρόσωμος, καμπούρης, και μιλούσε πάντα με στίχους. Με κάτι παράξενους στίχους που δεν έκαναν πάντα ομοιοκαταληξία αλλά μας γοήτευαν:
«Ματάκια παιχνιδιάρικα» έλεγε, «τι γυρεύετε από μένα;»
Πλησιάζαμε αργά, πλημμυρισμένοι από εκείνον τον γλυκό και ανατριχιαστικό φόβο που μας έζωνε όταν ήμασταν δίπλα του (λες και ήμασταν περικυκλωμένοι από μαύρες πεταλούδες, από τον άνεμο, από τα πράσινα φώτα που διαπερνούσαν το γλιτσερό έδαφος του νεκροταφείου…)
«Θέλουμε να δούμε τον δον Παγιασίτο…» λέγαμε σιγά, για να μην μας ακούσει κανείς. Κανείς εκτός απ’ αυτόν, τον μάγο μας.
Εκείνος έβαζε κάθετα στα χείλη το στραβό και σκούρο σαν πούρο δάχτυλό του:
«Πάψτε, χαμηλώστε τη φωνή σας, κακιασμένα παιδάκια από το νησί της κακίας!»
Μας αποκαλούσε πάντα «κακιασμένα παιδάκια από το νησί της κακίας». Κι αυτό μας γέμιζε με ευχαρίστηση. Έλεγε επίσης: «Κακά, αμαρτωλά, μικρά κοράκια» όταν αναφερόταν σε εμάς. Και ακούγοντάς τον, τα στήθη μας φούσκωναν σαν πολύχρωμα μπαλόνια.
Ο Λούκας δε λα Πεδρερία καθόταν και έπαιρνε τα χέρια μας:
«Θε να πω την τύχη σας, θε να θωρήσω μέσα στις καρδιές σας…»
Τεντώναμε τα χέρια μας στρέφοντας τις παλάμες προς τα πάνω. Και οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά. Ήταν λες και μπορούσε όντως να τις δει μέσα από τα χέρια μας, τρέμοντας, γελώντας.
Σούφρωνε τα μάτια του και τα μελετούσε ξανά και ξανά, την παλάμη και την ανάστροφή της, και στράβωνε τη μούρη του:
«Χεράκια του αγρού, χεράκια του βοσκού, αχ, με τα μικρά σου τα χεράκια… κακομοίρικο!»
Τέτοια τραγούδια έλεγε, και έφτυνε κάθε τόσο στο πάτωμα. Δαγκωνόμασταν για να μην γελάσουμε.
«Είπες ψέματα τρεις φορές απανωτά όπως ο άγιος Πέτρος!» έλεγε, νομίζω, στον μεγαλύτερο, τον αδελφό μου. Ο αδελφός μου κοκκίνιζε και σώπαινε. Ίσως ήταν αλήθεια, ίσως όχι. Ποιος τολμούσε αλήθεια να λογομαχήσει με τον Λούκας δε λα Πεδρερία;
«Άπληστε, παλιοεγωιστή, έκρυψες ψήγματα χρυσού στον βυθό του ποταμού, όπως οι μοχθηροί ψαράδες της νήσου Ιάβας…»
Έκανε πάντα μνεία στους ψαράδες της νήσου Ιάβας. Κι εγώ επίσης σώπαινα, γιατί ποιος μπορούσε να ξέρει αν είχα όντως κρύψει ψήγματα χρυσού στον πυθμένα του ποταμού; Μπορούσα άραγε να ξέρω ότι δεν ήταν αλήθεια; Όχι, δεν μπορούσα.
«Σε παρακαλούμε, Λούκας, θέλουμε να δούμε τον δον Παγιασίτο…»
Ο Λούκας το σκεφτόταν για λίγο, και μετά έλεγε:
«Βάλτε φτερά στα πόδια, σατανάδες! Να τος ο δον Παγιασίτο, πάει προς τη σπηλιά…! Το κρίμα στο λαιμό σας αν δεν τον προφτάσετε!»
Ο αδελφός μου κι εγώ τρέχαμε προς το δάσος, και καθώς χωνόμασταν ανάμεσα στους κορμούς, μας εκπορθούσαν η χλοερή μαυρίλα, η σιγαλιά, τα ψηλά άστρα του ήλιου που διατρυπούσαν τα κλαδιά. Διασχίζαμε τα βρύα, σκαρφαλώναμε τα βράχια που ήταν καλυμμένα με λειχήνες, δίπλα στον καταρράκτη. Εκεί ψηλά ήταν η μικρή σπηλιά του δον Παγιασίτο, του μυστικού μας φίλου.
Φτάναμε λαχανιασμένοι στην είσοδο της σπηλιάς. Καθόμασταν με το αίμα μας παγωμένο και περιμέναμε. Τα μάγουλά μας έκαιγαν και βάζαμε τα χέρια μας στα στήθη για να αισθανθούμε τον καλπασμό της καρδιάς μας.
Μετά από λίγο, ο δον Παγιασίτο εμφανιζόταν από τη μικρή πλαγιά. Ήταν τυλιγμένος με την κόκκινη κάπα του που είχε ένα μοτίβο από κίτρινους ήλιους. Φορούσε ένα μπλε, μυτερό, ψηλό καπέλο, μια σχοινένια περούκα και είχε ένα όμορφο, ένα υπέροχο λευκό πρόσωπο που έμοιαζε με το φεγγάρι. Με το δεξί του χέρι στηριζόταν σ’ ένα μακρύ μπαστούνι που στην κορυφή του είχε κόκκινα λουλούδια από χαρτί, και στο ελεύθερο χέρι κρατούσε κάτι χρυσαφιά κουδούνια που κουδούνιζαν.
Ο αδελφός μου κι εγώ τιναζόμασταν όρθιοι και του υποκλινόμασταν. Ο δον Παγιασίτο έμπαινε με μεγαλοπρέπεια στη σπηλιά, και εμείς τον παίρναμε από πίσω.
Μέσα υπήρχε μια έντονη μυρωδιά στάβλου, γιατί μερικές φορές οι βοσκοί φύλαγαν εκεί τα κοπάδια τους τη νύχτα. Ο δον Παγιασίτο άναβε αργά το σκουριασμένο φανάρι, που το είχε κρυμμένο σε μια εσοχή της σπηλιάς. Μετά καθόταν στον μεγάλο βράχο στο κέντρο που είχε καεί από τις φωτιές των βοσκών.
«Τι μου φέρνετε σήμερα;» έλεγε με μια παράξενη φωνή που ήταν λες και ερχόταν από κάποια σκοτεινή άβυσσο.
Ψαχουλεύαμε στις τσέπες μας και βγάζαμε τα αμαρτωλά κέρματα που είχαμε κλέψει για εκείνον. Ο δον Παγιασίτο λάτρευε τα μικρά ασημένια κέρματα. Τα εξέταζε προσεκτικά, και τα φύλαγε στα άδυτα της κάπας του. Μετά, από τα βάθη εκείνης της ίδιας μαγικής αβύσσου, έβγαζε ένα μικρό ακορντεόν.
«Τον χορό της μάγισσας Τιμοτέας!» του ζητούσαμε.
Ο δον Παγιασίτο χόρευε. Χόρευε μ’ έναν απίστευτο τρόπο. Πήδαγε και φώναζε στο ρυθμό της μουσικής του. Η κάπα του φούσκωνε καθώς στροβιλιζόταν, κι εμείς στριμωχνόμασταν στο τοίχωμα της σπηλιάς χωρίς να ξέρουμε αν έπρεπε να γελάσουμε ή να γίνουμε καπνός. Μετά μάς ζητούσε κι άλλα λεφτά. Και χόρευε πάλι, ξανά και ξανά, «τον χορό του χαμένου διαβόλου». Η μουσική του ήταν όμορφη και μυστηριώδης, και το αγκομαχητό του έφτανε πάνω μας όπως ο αλλόκοτος πάταγος ενός ποταμού προκαλώντας μας τρόμο. Όσο υπήρχαν λεφτά, υπήρχαν χοροί και τραγούδια.
Όταν τα λεφτά τελείωναν, ο δον Παγιασίτο έπεφτε στο έδαφος και έκανε πως κοιμόταν.
«Έξω, έξω, έξω!» μας φώναζε. Κι εμείς, πανικόβλητοι, το βάζαμε στα πόδια κατηφορίζοντας προς το δάσος• χλωμοί, μ’ ένα ρίγος να διαπερνά σαν φίδι τη ραχοκοκαλιά μας.
Μια μέρα –μόλις είχα κλείσει τα οκτώ– τρυπώσαμε στην καλύβα του Λούκας θέλοντας να δούμε τον δον Παγιασίτο.
Αν δεν τον καλούσε ο Λούκας, ο δον Παγιασίτο δεν θα ερχόταν ποτέ.
Η καλύβα ήταν έρημη. Φωνάξαμε εις μάτην ξανά και ξανά και τη φέραμε γύρα σαν τρομαγμένα πουλιά. Ο Λούκας δεν μας απαντούσε. Τελικά ο αδελφός μου, που ήταν πιο θαρραλέος, έσπρωξε την ξύλινη πορτούλα, που έτριξε παρατεταμένα. Κοίταξα κι εγώ μέσα κολλημένη στην πλάτη του. Ένα αδύναμο φως έμπαινε στην καλύβα από το μισάνοιχτο παράθυρο. Μύριζε απαίσια. Δεν είχαμε βρεθεί ποτέ ξανά εκεί.
Ο Λούκας ήταν ξαπλωμένος στο άθλιο κρεβάτι του, ήρεμος, κοιτάζοντας με παράξενο τρόπο το ταβάνι. Στην αρχή δεν καταλάβαμε. Ο αδελφός μου του μίλησε. Πρώτα πολύ σιγά, μετά πολύ δυνατά. Τον μιμήθηκα.
«Λούκας, Λούκας, κακό κοράκι από το νησί της κακίας!»
Το γεγονός ότι δεν απάντησε μας έκανε να ξεκαρδιστούμε στα γέλια.
Ο αδελφός μου άρχισε να τον ταρακουνάει. Ήταν άκαμπτος, παγωμένος, και όταν τον αγγίζαμε νοιώθαμε έναν ακαθόριστο αλλά ακατανίκητο φόβο. Τελικά, μιας και δεν μας έδινε σημασία, τον παρατήσαμε. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τριγύρω, ώσπου βρήκαμε ένα παμπάλαιο μαύρο μπαούλο. Το ανοίξαμε. Μέσα υπήρχε η κάπα, το καπέλο και το άσπρο πρόσωπο από θλιβερό χαρτόνι του δον Παγιασίτο. Και τα κέρματα, τα αμαρτωλά μας κέρματα διάσπαρτα σαν χλωμά αστέρια ανάμεσα στα απομεινάρια.
Ο αδελφός μου κι εγώ απομείναμε βουβοί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ξαφνικά βάλαμε τα κλάματα. Τα δάκρυα έτρεχαν στα πρόσωπά μας, και φύγαμε τρέχοντας προς το δάσος. Κλαίγοντας, κλαίγοντας γοερά, ανεβήκαμε την πλαγιά. Και φωνάζαμε ανάμεσα σε λυγμούς:
«Ο δον Παγιασίτο πέθανε, αχ, ο δον Παγιασίτο πέθανε…!»
Και μας έβλεπαν και μας άκουγαν όλοι, αλλά κανένας δεν ήξερε τι λέγαμε ούτε για ποιον κλαίγαμε.