Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Δημήτρης Παπαθέου: Περί αισθητικής [Επιλογή: Γιώργος Πανουσόπουλος]

Γράφει ο Δημήτρης Παπαθέου
 
«…Πάλι έχασα ένα  μεγάλο κομμάτι που είχα γράψει. Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτό το τρίτο γραπτό. Προφανώς, επειδή αποφάσισα να το μαζέψω και να μην αφήσω τις περιπέτειες να αναπτύξουν την εσωτερική τους πρωτοβουλία, σαν τα γεγονότα δηλαδή που αυθυπάρκτως δονούνται, μ’ εκδικούνται.Χάθηκε ένα όμορφο για το γούστο μου κομμάτι και το χειρότερο είναι ότι θα προσπαθήσω να μαζέψω τα συντρίμμια του από τις γωνιές του μυαλού μου και βέβαια θα φέρουν τη σφραγίδα της ελλειμματικής  γνησιότητας και  αυθορμητισμού πια, και δεν νομίζω ότι αξίζει τίποτε περισσότερο απ’ τον αυθορμητισμό στα γραπτά μου.

Τα λέγαμε πιο πάνω, δεν τα λέγαμε;

Ήταν περί αισθητικής ο λόγος.

Είχα προσπαθήσει να αναπτύξω τον πρωτεύοντα ρόλο της αισθητικής στην ζωή των ανθρώπων, παρά τα όσα εντέχνως και με εξαιρετική στρατηγική μας έχουν εμφυσήσει περί αυτής.

Τσαντίστηκα πολύ με τον εαυτό μου που το έχασα. O όρος «αισθητική», πάντως, προέρχεται από την «αίσθηση», την εμπειρία που προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων.

Γιατί το έγραψα; Σαν συνδετικό κρίκο μιας εξήγησης στο πώς και γιατί λειτουργήσαμε σαν παρέα στον ευρύτερο χώρο μας.

Τέλος πάντων, τί γκρινιάζω τώρα;

Η αισθητική, λοιπόν, δεν είναι πολυτέλεια, όπως πολύ προσπάθησαν να μας πείσουν, είναι τα θεμέλια αποδοχής ή μη ολόκληρων κοινωνικών μέτρων, επιβολών και μεταβολών. Είναι ο πυρήνας του πολιτισμού, που με τη σειρά του επιτρέπει ή όχι την ευτέλεια και την συναλλαγή.

Δεν έρχεται στον άνθρωπο ξαφνικά, σαν κεραμίδα στο κεφάλι του εν αιθρία. Ψηφιδωτά μορφώνεται, από τον τόνο του νανουρίσματος, από τη γλύκα των παραμυθιών, από το στήθος της μάνας, τα φουστάνια της μάνας και της αδερφής, το σακάκι του πατέρα, τα κεραμίδια που περπατούσαν οι γάτες της γειτονιάς, το τόξο της καμάρας του διπλανού σπιτιού, τις πλάκες στο πικάπ, το ραδιόφωνο και το ποια εφημερίδα πρωτομπήκε στο σπίτι, το καθαρό πάτωμα και την ανάγκη να ’ναι καθαρό, απ’ το λιόγερμα σ’ αυτή τη θάλασσα κι όχι στην άλλη, τον ορίζοντα και τον ίσκιο των νερών, από τον τρόπο που σου πρωτοδείχνονται όλα αυτά κι άλλα τόσα.

Το να βρίσκεσαι μεταμεσονύχτιες ώρες καταμεσής στο πέλαγος, ψαρεύοντας υποβρυχίως, και να ψάχνεις να βρεις τη βάρκα που άφησες μπροστά από τις πελάδες -που κι αυτές δεν τις βρίσκεις-, πίσσα σκοτάδι, κι αυτός ο φάρος του Βασιλαδιού που για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν φαίνεται,

και τα ψάρια που παρανόμως και υπούλως με τη χρήση φακού έχεις σκοτωμένα, περασμένα στη μέση σου -φοβούμενος, άρα, μην προσελκύσουν κανένα αγριόψαρο-, ο πανικός που ύπουλα πάει να σε καταλάβει και η ηρεμία που επιστρατεύεις από την πείρα και την ανάγκη, η σκέψη ότι σε 100 μέτρα είναι τα ρηχά και το πολύ-πολύ να περιμένεις το ξημέρωμα που δε θ’ αργήσει και η βάρκα σου δεν μπορεί παρά να ’ναι προς εκείνα τα φώτα, αφού η μεγάλη άρκτος είναι προς τα εκεί -αυτά είναι αισθητική; Μπορεί και όχι.

Αμέσως μετά όμως, που νοιώθεις ασφαλής και είσαι κάτω από έναν ουρανό που γυαλίζεται φιλάρεσκα στα νερά που κολυμπούσες για να σκοτώσεις ψάρια και που δεν πρόσεξες νωρίτερα την επιστροφή των σημάτων τους στ’ άστρα, με το φώσφορο που από παντού αναδύεται, και κολυμπάς, τώρα το βλέπεις, σχηματίζοντας ένα φωσφορούχο περίγραμμα, και γίνεσαι ένα κι εσύ με τα σήματα και σα να ζωγραφίζεις σου φαίνεται σ’ ένα κομμάτι από συμπαντικό καμβά κι ο Φάρος που φάνηκε ξαφνικά και σου άνοιξε δρόμο στο σκοτάδι και τα φώτα στο βάθος της «Πολιτείας του Νερού» και τα ψάρια που γυαλίζουν κι αυτά στη μέση σου και πόσο καλύτερα θα ’ταν να τα ’χεις αφήσει στην υγρή αιωρούμενη ζωή τους, αυτό, ναι, είναι αισθητική.

Ψάξτε το λίγο και θα σας φανεί παράξενο, αν δεν το ’χετε κάνει ήδη, πόσα πράγματα στη ζωή μας δεχόμαστε ή αρνούμαστε εξ αιτίας της. Προσπαθήστε να καθαρίσετε μια πόλη, με όσους οδοκαθαριστές και απορριμματοφόρα θέλετε, δεν θα το καταφέρετε ποτέ, αν δεν υπάρχει η ομορφιά μέσα στην ψυχή των κατοίκων της.

Η επιλογή συντρόφου, που στηρίχτηκε στην αυτόματη διαδικασία αρέσκειας και που μεταμοντέρνα ειπώθηκε «χημεία», τί είναι; Αυτό το «μ’ αρέσει» και το αντίθετό του, πού στηρίζονται;

Η αγάπη για τη φύση και η ανάγκη προστασίας της και κατ’ ακολουθία η αποδοχή και εφαρμογή όλων των μέτρων που εκεί στοχεύουν, από την αισθητική ξεκινούν και, για να μην τα πολυλογώ, η χώρα μας δεν θα ’φτανε σ’ αυτό το χάλι αν υπήρχε αισθητική που δεν θα επέτρεπε την παρανομία στην οικοδομή, την αφαίρεση κάθε πολιτισμικού στοιχείου, την απαξίωση των αρχών και δομών γενικότερα, καθώς πρώτοι οι μαθηματικοί το είπαν ότι η ομορφιά είναι ανάγκη και η αρμονία φύση και η παραβίασή τους οδηγεί σε όλεθρο.

Κατάφεραν, όμως, ανεπαισθήτως, που λέει κι ο Καβάφης, να περάσουν στον πολύ τον κόσμο μια περιφρόνια προς την αισθητική. Ξέρανε πολύ καλά τι κάνανε και υποτιμητικά κόλλησαν το κουλτούρα-αισθητική-ρομαντισμός, τρίπτυχο γραφικότητας.

Α, ρε Αναγνωστάκη, το επεσήμανες, το ’γραψες, το τραγούδησε ο Μίκης, το μοίρασε στο χρόνο ο Μάνος, ο μέγας αυτός Έλλην, κι από κοντά βαλθήκαμε μες στη νεανική παλαβομάρα, μέσα στ’ άλλα, να κρατήσουμε κάποια ψήγματα, μιας που διώχτηκε βίαια από τον τόπο,  εικόνας που του άξιζε.

Δύσκολο, πολύ περισσότερο από όσο νομίζαμε.

Ευκολότερα αποδέχονται τις αποκοτιές και τις όποιες παρεκκλίσεις από το νόμιμο, παρά να δουν τα αυτονόητα, και κάναμε τριάντα χρόνια να διώξουμε τα σκουπίδια από το ευλαβικότερο πέλαγος του κόσμου, την Κλείσοβα.

Ο τρόπος που ντυνόμασταν, που διδάσκαμε, που παρείχαμε χειρωνακτική εργασία, που μιλάγαμε στα δικαστήρια, που βγάζαμε και ξοδεύαμε χρήματα, που συναναστρεφόμασταν, που ερωτευόμασταν, που τσακωνόμασταν, που διεκδικούσαμε για τον τόπο με κάθε τρόπο αυτά που νομίζαμε ότι του ταίριαζαν, είχαν να κάνουν με την αισθητική.

Οι πριν από μας, γίγαντες σε σχέση μ’ εμάς, πιο ήμεροι και πιο χαμηλοί στον τόνο της φωνής τους και πολύ πιο ουσιαστικοί, καθώς αληθινοί γνώστες των πραγμάτων, κρυφοχαίρονταν που πατάγαμε σ’ αυτούς για να λαλήσουμε, άκομψα και άγαρμπα στην αρχή, αυτά που αγάπησαν εκείνοι πρώτοι. Και όταν οι άλλοι, οι πολλοί, μας πολεμάγανε, αυτοί, με τον τρόπο τους, αδιοράτως μας προστάτευαν και Τους ευχαριστούμε, έστω και καθυστερημένα, αφού κάποιοι ευτυχώς είναι ακόμα ανάμεσά μας.

Βάλτε όλο το πιο πάνω σε παρένθεση και ακολουθήσετε τον κανόνα που είπαμε: αγνοήστε το!

Χωριστήκαμε σε παρέες, λοιπόν, και οργώσαμε τη ζωή μας»…


Σημείωση: Απόσπασμα από την ιδιωτική έκδοση Σεωρή / Ταϊτατάτς!, Μεσολόγγι 2011, σελ. 74-78.

papath252.jpg
 Φωτογραφία: Βασίλης Αρτίκος / Εξώφυλλο: Σωτήρης Κακίσης
papath253.jpg
 Ραλλού Κυριακοπούλου, Δημήτρης Παπαθέου, Μεσολόγγι, Αρχοντικόν
(Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης)