Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Γ.Ξ. Τροχόπουλος: "Είσαι ασυγχώρητος έστω μια μέρα να δώσεις το παιδί σου"

τροχόπουλος

Συνέντευξη
στον Θεοχάρη Παπαδόπουλο

Συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα Γ.Ξ. Τροχόπουλο με αφορμή το μυθιστόρημά του Η στάμπα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ars Poetica (2015). Σχετικά με το βιβλίο ανατρέξτε στη σελίδα των εκδόσεων.

Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στο φαινόμενο της εσωτερικής υιοθεσίας. Κατά τη γνώμη σας δικαιολογείται η πράξη των γονιών να δώσουν το ένα τους παιδί στην άτεκνη οικογένεια; Μπορεί η μεγάλη φτώχεια να δικαιολογήσει τέτοιες πράξεις απελπισίας;
Η γνώμη μου είναι αποτυπωμένη στο βιβλίο με τη φράση «Και μια μέρα να δώσεις το παιδί σου σε άλλους, είσαι ασυγχώρητος, μια μέρα μόνο…» Εδώ που τα λέμε, την εποχή εκείνη της δεκαετίας του ’50, ήταν πολύ δύσκολη η επιβίωση, η χώρα είχε «βγει» μόλις από έναν εμφύλιο πόλεμο και οι κοινωνικές συνθήκες ήταν τραγικές. Με το σκεπτικό δηλαδή, ότι ένα παιδί θα μπορούσε να έχει μια πιο άνετη ζωή, πιθανόν να έδιναν οι γονείς τα παιδιά τους ψυχοπαίδια. Φυσικά, η περίπτωση που αναφέρω στο βιβλίο, είναι τελείως διαφορετική, και έχει ως κίνητρο την ατεκνία της πλούσιας αδελφής, όπου ο αδελφός της, Πάνος, υποχωρεί και ενδίδει στον ηθικό εκβιασμό που υφίσταται από το άτεκνο συγγενικό ζευγάρι και το κάνει για να δώσει λύση στο πρόβλημα αυτό του ζευγαριού, για να καλυτερεύσει η ζωή τους.

Σύμφωνα με το βιογραφικό σας, οι γονείς σας ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο και ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος φέρει το μικρό σας όνομα. Υπάρχουν στο μυθιστόρημα αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Κοιτάξτε, το βιβλίο είναι ουσιαστικά μια μυθιστοριογραφία, με στοιχεία ιστορίας, μυθοπλασίας, αλλά και γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την εποχή, που ήταν συχνό το φαινόμενο της υιοθεσίας μεταξύ συγγενικών οικογενειών, και όχι μόνο. Υπήρχε φτώχεια, δυστυχία, οικονομική ανέχεια, που δημιουργούσαν τις συνθήκες για τέτοιες ενέργειες. Χρησιμοποιώ ονόματα της καθημερινότητας, για ευκολία, αλλά έως εδώ, και τίποτε άλλο. Άλλωστε, το όνομά μου είναι Γεώργιος-Ξάνθιππος.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου συναντάμε το φαινόμενο bullying από τους συμμαθητές του υιοθετημένου παιδιού. Τι γνώμη έχετε για το bullying εκείνη την εποχή; Πώς αντιμετώπιζε η κοινωνία των μαθητών, το διαφορετικό τη δεκαετία του ’50; Μπορούσε η δασκάλα να επέμβει αποτελεσματικά;
Έχω να σας αναφέρω τρεις περιπτώσεις από εκείνη την εποχή που έχουν σχέση με το φαινόμενο του bullying: Θυμάμαι, ότι στο δημοτικό σχολείο, και συγκεκριμένα στο σχόλασμα, στην εξώπορτα του σχολείου, ένα παιδί μεγαλύτερο από εμένα, κατά τρία χρόνια, περίμενε καθημερινά δυο αδέλφια δίδυμα, συμμαθητές μου, και τους φοβέριζε με άσχημα λόγια και χειρονομίες. Αυτό συνεχίστηκε για δύο μήνες περίπου, αλλά μετά έγινε μεγάλη φασαρία. Προφανώς, τα παιδιά μίλησαν στους γονείς, που ήρθαν στο σχολείο έξαλλοι, η δασκάλα μας φώναξε τους γονείς του άλλου παιδιού, έγινε θέμα στο συμβούλιο του σχολείου, κι έφαγε πολύ ξύλο ο «δράστης» με την άδεια των γονιών του. Το είχα ξεχάσει το θέμα τελείως, ώσπου πριν είκοσι περίπου μέρες, είδα τη μορφή του πάνω σ’ έναν στύλο της ΔΕΗ, σε κηδειόχαρτο, και μου ήρθε στο μυαλό η περίπτωση αυτή των παιδικών μου χρόνων. Είχε έρθει τότε, στα μέσα της χρονιάς, μια μαθήτρια από άλλη πόλη, επειδή προφανώς οι γονείς της ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, που είχε το συνήθειο να γράφει με το αριστερό χέρι. Αυτό λοιπόν, είχε γίνει αντικείμενο παρατήρησης απ’ όλη την τάξη, σε όλη τη διάρκεια της σχολικής ώρας, γεγονός που την έφερε σε πολύ δύσκολη θέση, κι έτσι έβαλε τα κλάματα. Φυσικά, με την παρέμβαση της δασκάλας, τα πράματα ησύχασαν. Το άλλο που θυμάμαι, ήταν ένα παιδί, συμμαθητής μας, που είχε νοητική υστέρηση, λόγω μηνιγγίτιδας. Αυτό το παιδί υπέφερε, είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού απ’ όλους μας, γιατί, όπως αναφέρω στο βιβλίο «Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τον παιδικό αυθορμητισμό. Στην ηλικία αυτή τα παιδιά γίνονται πολύ κακά εν τη αφέλειά τους».

Μια μάνα δίνει το παιδί της για υιοθεσία. Μια άλλη μάνα εγκαταλείπει το παιδί της γιατί το θεωρεί γρουσούζικο. Και οι δύο ιστορίες ανατρέπουν τα στερεότυπα, που θέλουν τη μάνα πάντα να αγαπάει το παιδί της και να θυσιάζεται γι’ αυτό. Ποια είναι η γνώμη σας για τέτοια φαινόμενα;
Οπωσδήποτε, και στις δύο περιπτώσεις η συμπεριφορά της μάνας είναι τουλάχιστον αψυχολόγητη. Μην ξεχνάμε όμως, τις συνθήκες που υπήρχαν εκείνη την εποχή στα ζευγάρια, όπου η γυναίκα ήταν υποταγμένη στη θέληση του άνδρα και δεν ίσχυαν τα σημερινά δεδομένα, και μάλλον το συναίσθημα της μητρικής αγάπης «πνιγόταν» στη προσταγή του συζύγου, υποθέτω. Στην πρώτη περίπτωση, όμως, η αυθόρμητη αντίδραση του μικρού που διεκδικεί στην ουσία την ταυτότητά του με τη συμπεριφορά του, που «γαντζώνεται στο σβέρκο» του πατέρα του, βλέποντάς τον μετά από τέσσερις μήνες, αλλάζει τα δεδομένα και δίνει λύση, απαλλάσσοντας τους γονείς του από τις τύψεις που είχαν, επειδή ακριβώς έδωσαν το παιδί τους για ψυχοπαίδι, και το είχαν  μετανιώσει, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι. Η δεύτερη περίπτωση που αναφέρω, είναι αληθινή, και συνέβη σ’ έναν ξάδελφό μου, που τώρα έχει «συγχωρεθεί». Η «μάνα» αυτή εγκαταστάθηκε σε άλλη πόλη, παντρεύτηκε, και απέκτησε δύο κόρες, και δεν είχε καμία σχέση με το πρώτο της παιδί, μέχρι που πέθανε. Άλλωστε, όλα μπορούν να συμβούν, γιατί ο άνθρωπος είναι το μεγαλύτερο και το πιο απρόβλεπτο θηρίο που γέννησε η φύση. Κι όπως λέει η λαϊκή ρήση: «Όταν ο Θεός γύρισε και είδε τί έπλασε (τον άνθρωπο δηλαδή) φοβήθηκε».

Πείτε μας τα επόμενα εκδοτικά σας σχέδια. Ετοιμάζεται κάτι καινούργιο;
Το επόμενο βιβλίο μου σκέφτομαι να είναι συλλογή διηγημάτων, από ιστορίες που έχω στο μυαλό μου, ή θα αφορά το στρατό, και συγκεκριμένα τη στρατιωτική μου θητεία σε συνθήκες πολύ άσχημες την περίοδο 1976-78, με 26 μήνες υπηρεσία στον Έβρο ως τυφεκιοφόρος-επιστήμων.