Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Για τον Βάσο. Τον Βάσο μου. - Κείμενο του Σωτήρη Κακίση

πτωχόπουλος

Έγραφε ο Βάσος και δεν έγραφε όλ’ αυτά τα χρόνια; Δεν ξέρω να πω ακριβώς. Του άρεσε και σαν εκδότης να θριαμβεύει στην Λευκωσία, στην Κύπρο του την Ελλάδα πιο πολύ κι από την εδώ Ελλάδα, κι ένα σωρό βιβλία το ένα καλύτερο από τ’ άλλο ταξιδεύουν απτόητα στου εκεί Αιγαίου του τα επίσης κατακάθαρα νερά.

(Μην πω άλλα. Γιατί αρκετά τον τελευταίο καιρό βιβλία του έχουν και τη δική μου συμμετοχή, κι οι τρεις τελευταίες μου ποιητικές συλλογές στον Βάσο κι από τον Βάσο εκδόθηκαν, οπότε…)

Να που τώρα όμως, στου Δημήτρη του Δημόπουλου την «Κουκκίδα» ο Πτωχόπουλλος της ζωής του όλης διήγηση απελευθερωτική κι απελεύθερη σαν τραγούδι, σαν τραγούδια πολλά, γράφει, έγραψε εκ βάθους καρδίας. Κι όσα δίπλα και στ’ άλλα τραγούδια από μέσα του ισορρόπησε ιδανικά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, καθόλου λίγα: αντίθετα, αντιθέτως.

Αξίζει να καταλαβαίνει κανείς τι επιτέλους σημαίνει συγγραφέας και δημιουργός. Δεν σημαίνει «-Θέλω να γίνω συγγραφέας» και να γράφω χωρίς να ’χω τίποτα να πω, με δήθεν στυλ και κόλπα επικαιρικά, άχρηστα. Άλλο, τελείως σημαίνει, άλλο, τελείως άλλο είναι: είναι έχω πράγματα πολλά να πω, η ψυχή μου βράζει, κι αποφασίζω κάποτε με τόλμη κι ηρεμία να διευθετήσω αισθήματα και γεγονότα όσο γίνεται πιο απλά, όσο γίνεται πιο εσωτερικά. Όπως έκανε φέτος, εδώ, ο Βάσος.

Θυμήθηκα απολαμβάνοντας το ταπεινά βιογραφικό αλλά πολύ παραπάνω συγγραφικά βιβλίο του, μια κουβέντα που πολλά χρόνια πριν είχα τηλεφωνήσει κι είχα πει ενθουσιασμένος στον Χρήστο τον Βακαλόπουλο, τον επίσης πολύ φίλο μου, τον επίσης πολύ αγαπημένο μου, με αφορμή τότε τις «Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες» του:

«Τι έγινε, βρε Χρήστο; Μας πέρασες όλους στη στροφή, συγγραφείς δήθεν εκ φύσεως, δήθεν επαγγελματίες;»…

Έτσι ξαναλέω και σήμερα στον Βάσο. Στον Βάσο μου.

Ο Σωτήρης Κακίσης και ο Βάσος Πτωχόπουλος στη Σεμέλης (Φωτογραφία Κύριλλος Σαρρής)

Ο Σωτήρης Κακίσης και ο Βάσος Πτωχόπουλλος στη Σεμέλης (Φωτογραφία Κύριλλος Σαρρής)

Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος
Περιπλανώμενος δυστυχισμένος
-ιστορίες με τραγούδια (1)
(ένα κεφάλαιο)

Στρώσε το στρώμα σου για δυο

Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
         

Ο δρόμος είναι σκοτεινός
ώσπου να σ’ ανταμώσω
ξεπρόβαλε μεσοστρατίς
το χέρι να σου δώσω

Στρώσε το στρώμα σου για δυο
για σένα και για μένα
ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή
να ’ν’ όλα αναστημένα

Σ’ αγκάλιασα μ’ αγκάλιασες
μου πήρες και σου πήρα
χάθηκα μες στα μάτια σου
και στη δική σου μοίρα

Μέσα στις ίδιες γειτονιές
έρημος ζητιανεύω
ό,τι μαζί σου σκόρπισα
γυρνώ και το γυρεύω.

Επιτέλους ο θρυλικός Ζορμπάς του Κακογιάννη έφτασε και στο Margate. Προβλήθηκε στο Dreamland, στον τεράστιο τότε κινηματογράφο, πριν χωριστεί σε τέσσερις διαφορετικές αίθουσες. Ήμουν μόνο δεκαπέντε χρονών και φοβόμουν πως δεν θα καταφέρναμε να περάσουμε το ταμείο, μιας και η ταινία έφερε ένδειξη Χ, που σήμαινε πως έπρεπε κάποιος να είναι πάνω από δεκαοκτώ για να τη δει. Τελικά, τα καταφέραμε. Βάλαμε μπροστά τον Στηβ, που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος και φορούσε και φορεσιά και η κοπέλα μάς άφησε και περάσαμε, εμένα, τον Ππίτα και τον Στηβ. Μια μεγάλη αγωνία με είχε κυριεύσει. Θα μου άρεσε η ταινία, θα άρεσε στον Ππίτα, μα κυρίως θα άρεσε στους Εγγλέζους; Θα μας έβγαζε ασπροπρόσωπους ο Κακογιάννης; Τελείωσε η ταινία και ο Στηβ, πολύ θυμωμένος, πρότεινε να πάμε να πιούμε σε μια μπυραρία σε ένα κοντινό χωριό. Εγώ δεν είχα όρεξη και ο Στηβ έφυγε μόνος του, αφού πρώτα κατάχεσε την ταινία.

Εγώ και ο Ππίτα πήγαμε σπίτι μου. Πήγαμε στο δωμάτιό μου και αρχίσαμε να πίνουμε από ένα ούζο. Σκέτο χωρίς κανένα μεζέ. Για κάμποση ώρα δεν είπαμε λέξη, σαν να θέλαμε να χωνέψουμε αυτά που είδαμε. Μέσα μου ένιωθα ψιλοπερήφανος, αλλά και συγκλονισμένος από κάποιες σκηνές, σαν να έφερα εγώ την ευθύνη για το σφάξιμο της χήρας και τη λεηλασία του σπιτιού της μαντάμ Oρτάνς. Αφήσαμε το τραγούδι να κάνει κύκλους στο πικάπ. «Ο δρόμος είναι σκοτεινός ώσπου να σ’ ανταμώσω» και ο Ππίτα έλεγε συνεχώς σε καλά ελληνικά «εις υγείαν» και τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας. Κάποια στιγμή, μου λέει μια ατάκα από την ταινία «Teach me to dance. Will you?». Δεν ήξερα τι να πω. Σε αντίθεση με τ’ αδέρφια μου, εγώ δεν ήξερα να χορεύω. Προσβλήθηκα και προσποιήθηκα πως είχα πονοκέφαλο από το ούζο και είπαμε καληνύχτα. Μόλις έφυγε ο Ππίτα έκατσα ως το πρωί να μάθω να χορεύω. Η καημένη η μάνα μου άκουσε τη μουσική κι ανέβηκε να δει αν ήμουν εντάξει. Ανησύχησε διότι προφανώς άκουσε και τα βήματά μου από πάνω. Ευτυχώς ο πατέρας μου ήταν ακόμη στη δουλειά και ξενυχτούσε. Έκλεισα το πικάπ και ζήτησα απ’ τη μάνα μου να με μάθει να χορεύω. «Αύριο, γιε μου. Τζιοιμήθου τωρά τζι εν να πάεις σχολείο σε λλίο. Aύριο έσιει ο Θεός». Κοιμήθηκα, σχολείο όμως γιοκ. Ποτέ δεν έμαθα να χορεύω συρτάκι. Ούτε και κανέναν άλλο χορό, εδώ που τα λέμε.

Τις επόμενες μέρες το Margate ήταν σε αναβρασμό. Όλοι οι Κυπραίοι συνέρρεαν να δουν τον Ζορμπά και κάθε μέρα στον καφενέ οι καυγάδες έδιναν κι έπαιρναν. Η παροικία χωρίστηκε στα δύο. Ένας νέος εμφύλιος άρχισε με τα στρατόπεδα να μην είναι ακόμα εμφανή. Οι Γιαλουσίτες ήταν κυρίως με τον Ζορμπά κι οι Αραδιππιώτες κυρίως εναντίον. Αυτοί που ήταν όλοι εναντίον της ταινίας, ήταν η ελίτ του Margate, η εκκλησιαστική επιτροπή, οι αριστεροί και αρκετοί φοιτητές του Λονδίνου που κατέφθαναν στο Margate για να δουλέψουν τα Σαββατοκύριακα, κάποιοι και για ολόκληρη τη σαιζόν. Οι οπαδοί του Ζορμπά ήταν κυρίως τα γκαρσόνια και σχεδόν όλοι οι κουμαρτζήδες, οι σικκιμετζήδες, που κάθε μέρα δούλευαν σαν τα σκυλιά και πλούτιζαν για να τα δώσουν όλα στο καζίνο τη νύχτα, χωρίς να σκεφτούν τους κόπους τους.  
Στη διαμάχη συνέβαλαν και οι ξένοι θαμώνες του καφενέ, κυρίως Εγγλέζοι, Πολωνοί και Ιταλοί τζογαδόροι. Μέσα στον καφενέ υπήρχε και το μπούκικο του κυρίου Αντρέα, ενός άλλου τύπου Ζορμπά. Πέθανε νέος 60 ετών, ο καημένος, ενώ γαμούσε μια εικοσάχρονη Εγγλεζούδα. H Εγγλεζούδα κράτησε για ενθύμιο και το χρυσό ρολόι του, πριν έρθει η αστυνομία. Nοείται πως η παροικία του Margate είχε διχαστεί και με αυτόν τον θάνατο του κυρίου Aντρέα, μ’ ένα διχασμό παρόμοιο με αυτόν που προκάλεσε ο Ζορμπάς.

Ο κύριος Αντρέας ήταν σοβαρός, λιγομίλητος και μοδάτος. Ντυνόταν στην τρίχα, ήταν παντρεμένος και εκτός από το κουμάρι που ήταν η δουλειά των bookies ήταν ο άνθρωπος που δεν είχε άλλη δουλειά. Μόνο που ήταν πουττολάτρης όπως έλεγε ο θείος μου ο Λόντος.

Πήγαν πολλοί ξένοι και είδαν την ταινία. Ένας απ’ αυτούς, μεθυσμένος, κατέβηκε κάτω στον καφενέ μας και άρχισε να αμολά την ατάκα του Ζορμπά «To be alive is to look for trouble fucking Greeks, fucking peasants». Σήκωσε μια μπουκάλα της μπύρας, αλλά πριν προλάβει να την αμολήσει κατά πάνω μας, ο θείος μου ο Λόντος τον έπιασε από τον γιακά και τον έριξε στον τοίχο του μπούκικου. Ο τοίχος ήταν ψευδότοιχος και φυσικά κατέρρευσε. Το βράδυ ο Εγγλέζος, με καμιά εικοσαριά  φίλους του, πήγε να πάρει το αίμα του πίσω. Πού να ’ξέρε, όμως, πως ο θείος μου με τον Λου Χάρρις τους περίμεναν στην κυρίως πόρτα πάνω και έναν έναν τους έριχναν κάτω απ’ τις σκάλες κι εκεί οι υπόλοιποι τους έκαναν άχρηστους ως τον τελευταίο. Μετά, από την πίσω πόρτα τους έριχναν στον δρόμο και καλούσαν την αστυνομία να τους μαζέψει.  

Δεν πέρασε πολύς καιρός και ένα ποπ συγκρότημα κυκλοφόρησε ένα δίσκο με τίτλο «Bend it» πάνω στον ρυθμό του «Zorbas Dance», όπως αποκαλούσαν το άσμα οι Εγγλέζοι. Έγινε μεγάλη επιτυχία. Οι Dave Dee, Dozy, Beaky, Mick & Titch έκαναν τους Εγγλέζους να χορεύουν ένα κακέκτυπο συρτάκι κι έτσι κάπως δικαίωσαν στα μάτια των Κυπραίων και την ταινία του Κακογιάννη. Ο Ππίτα όμως, που ήταν αυστηρός κριτής, είπε πως είναι μεγάλη προσβολή προς τον Θεοδωράκη αυτή η εκτέλεση. Μια νύχτα, στο Καλαί της Γαλλίας, μου εκμυστηρεύτηκε πως ήθελε να μπορούσε να ήταν Έλληνας και, για να μου το αποδείξει, τράβηξε πεντέξι Pernod και τραγούδησε μπροστά σε Γάλλους και Εγγλέζους θαμώνες το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο, για σένα και για μένα, ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή να ’ν’ όλα αναστημένα». Το ξανάκανε αυτό όταν καταφέραμε και ρίξαμε δυο Εγγλεζούδες στο Ramsgate. Ήπιε κάμποσα και άρχισε να τραγουδά ελληνικά με τη γαϊδουροφωνάρα του. Οι Εγγλεζούδες μάς άφησαν στα κρύα του λουτρού. Εγώ θύμωσα και του είπα πως δεν πρόκειται να γίνει Έλληνας ποτέ. Η απάντησή του ήταν πιο ελληνική απ’ τη δική μου αντίδραση. «Fuck them!», είπε ο Ππίτα και έβαλε άλλο ένα ποτήρι λέγοντας «Εις υγείαν».

Τον Zορμπά τον είδα πεντέξι φορές πριν αποφανθώ τελεσίδικα και διά παντός. Διάβασα στ’ αγγλικά και το βιβλίο. Aργότερα, στο Λονδίνο, διάβασα το βιβλίο και στα ελληνικά. Έχω την αίσθηση ότι η αγγλική εκδοχή είναι η καλύτερη. Δεν ξέρω γιατί, μα ο Kαζαντζάκης στ’ αγγλικά είναι πολύ καλύτερος απ’ ό,τι στα ελληνικά. Όταν θα γιάνει ο Σάββας ο Παύλου, θα τον ρωτήσω. Είναι ο μόνος που ίσως λύσει την απορία μου.

Aπό τη μέρα που είδα την ταινία γράφω κι εγώ ένα σενάριο, μέσα στο κεφάλι μου φυσικά. Eλπίζω να το τελειώσω κάποτε και να το γράψω όλο σε χαρτί. Θα είναι αφιερωμένο στον Kακογιάννη, που μου άνοιξε την όρεξη για τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. H ιστορία είναι απλή. Ένας μιτσής δεκαεφτά χρονών, λεπτός και ψηλός, στην τούμπα του Ακάμα, λίγα μέτρα από τη θάλασσα της Γιαλούσας, παίζει το βιολί του με ακροατές τα κύματα και φόντο τη Μικρασία. Ένας συνταγματάρχης Εγγλέζος τον ακούει και μένει άλαλος με το παίξιμό του. Στην ιστορία μου ο συνταγματάρχης είναι κι αυτός βιολιστής, μόνο που αυτός παίζει μόνο κλασική μουσική. Προσπαθεί να γίνει φίλος με τον βιολιστή, αλλά μάταια. Ο αγώνας της EOKA δεν έχει αρχίσει, αλλά το μίσος κατά της αποικιοκρατίας μαίνεται. Bλέπουμε τη σχέση τους να εξελίσσεται –δεν θα γίνουν ποτέ φίλοι– ώσπου μια μέρα θα παίξουν μαζί ατενίζοντας τη Μικρασία.
 
O ήρωάς μου είναι ερωτευμένος με την Eλλάδα, την κόρη ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, από τον οποίο ο πατέρας του είχε δανειστεί χρήματα. Όταν θα γίνει ο γάμος της μ’ έναν άλλο συγχωριανό, καλούν τον ήρωά μας να παίξει στους γάμους. Αυτός αρνείται. Δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να παίζει στον γάμο της κοπέλας που αγαπά, η οποία παντρεύεται κάποιον άλλο. O πατέρας του, όμως, τον πείθει. Στον γάμο, στο γλέντι που ακολουθεί, ο ήρωάς μας δεν αντέχει και σ’ ένα τραγούδι, στην «Ψιντρή Bασιλιτζιά μου», αλλάζει τα λόγια ενός στίχου και προκαλεί χάος. O ήρωας τραγουδά «Έλα να σε φιλήσω, Eλλάδα μου γλυτζιά να σβήσεις τα λαμπρά μου που έχω στην καρκιά». Επεμβαίνουν τρίτοι και τον δικαιολογούν πως τάχα μιλά για την Ελλάδα και όχι την κόρη που παντρεύεται. Παρεμβαίνει και η ίδια η νύφη και η «παρεξήγηση» λύνεται. O ήρωας, όμως, υποπίπτει και σε δεύτερο ατόπημα. Αρνείται να παίξει το «Ώρα καλή», προσποιούμενος πως είναι άρρωστος. Tο γλέντι συνεχίζεται με κάποιον άλλο βιολιστή. O ήρωάς μας φεύγει ολοταχώς για τον Ακάμα. Μες στο σκοτάδι παίζει για τα κύματα. Tον συλλαμβάνουν οι Εγγλέζοι. Tην επομένη, στον γάμο πάλι τ’ αδέλφια της Ελλάδας τον απειλούν πως μεγάλο κακό θα γίνει στο χωριό, αν δεν παίξει και τραγουδήσει. Τελικά, πάει. Στα τσιαττιστά αποκαλύπτεται πλήρως σιγά σιγά. Είναι ξεκάθαρο για όλους πια πως θέλει την Ελλάδα και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. O πατέρας της, βαθιά προσβεβλημένος, τον σφάζει επιτόπου. Kαταφθάνουν οι Εγγλέζοι. O γάμος διαλύεται. Στην κηδεία πάει και ο Εγγλέζος. Tον διώχνουν. Tη νύκτα παίζει στον Aκάμα το κονσέρτο για βιολί του Bach. Πετάει το βιολί του στη θάλασσα. Συνεχίζει με το βιολί του Aχιλλέα παίζοντας το «Ώρα καλή» σαν Έλληνας.

Ύστερα από δύο χρόνια, ο αδερφός του ήρωά μας θα τοποθετήσει μια νάρκη κάτω από τον αστυνομικό σταθμό του χωριού και θα τον ανατινάξει στον αέρα. Ένας από τους νεκρούς είναι και ο συνταγματάρχης.

**

Σημείωση

1. Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2015. (Εξώφυλλο Κύριλλος Σαρρής).