Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Βωμολόχοι, Ernesto Carnetti & Johnny Handsome

 

του Ernesto Carnetti

Σελίδες από το κρυμμένο τετράδιο

Δεν υπάρχει παρά μόνο μία ενόραση. Ο κώλος της στα μάτια μου λάμπει καθώς το φεγγάρι στον κόσμο. Σκυμμένη μπροστά μου στα τέσσερα κι ο πρωκτός της σφικτός δαχτυλίδι του Άδη. Αποθεώνω τη γύμνια της. Το κωλοδάχτυλο μου μες το μουνί της νιώθω τη σάρκα της. Δεν μου φτάνει. Ανοίγω τον κώλο της τα μεριά της. Με το άλλο μου χέρι. Με τον δείκτη χαϊδεύω την τρύπα της. Βάζω λιγάκι το δάκτυλο. Βγάζει μία κραυγή μικρή δυσαρέσκειας. Βάζω πιο μέσα το δάχτυλο μου. Αντιδράει φωνάζει. Με το χέρι τραβώ τα μαλλιά της. Πάνω κάτω τα δάχτυλα στα τοιχώματα μέσα στη σάρκα της. Την κάνω να χύσει γρήγορα απανωτά δεκάδες φορές. Γλείφω καταπίνω αχόρταγα τα υγρά της. Αυτή η γυναίκα που τώρα ακίνητη έχει γίνει η συνείδηση μου που μέσα της. Την κοιτάω γυμνή να κοιμάται με το χέρι αγκαλιάζοντας παραιτημένη το μαξιλάρι μες το ημίφως. Χαμογελάει. Καπνίζω. Κοιτάω τη γύμνια της. Ησυχία. Σβήνω αργά το τσιγάρο μες το τασάκι τασάκ το αρχίδι. Νιώθω το πέος μου να σκληραίνει. Τη χαϊδεύω. Ξαπλώνω προσεκτικά να μην την ξυπνήσω ανάμεσα στα πόδια. Γλείφω τη είσοδο του κόλπου της. Νιώθω τη σάρκα της μέσα έξω σιγά σιγά να υγραίνει. Γλείφω τα χείλια της φτερά πεταλούδας που ανοίγουν κι απλώνουν κι αναφλέγονται μες τις φλόγες φωτιά. Ξυπνάει νιώθω όλα μου τα υγρά να κυλάν μες το κορμί να γίνονται ένα με τα υγρά της ακόμα που έξω της μέσα της να κυλάω έχω γίνει ολόκληρος ένα ποτάμι εσώτατο που ρέει αργά πάνω κάτω πάνω στις φλέβες μου. Τη γυρνώ και μπαίνω ξανά μέσα της. Βλέπω το πρόσωπο της ν’ αναριγά τα χαρακτηριστικά της να αλλοιώνονται. Ανοίγω σηκώνω τα πόδια της κλειστά στον αέρα και μπαίνω βαθύτερα. Γλείφω τους αστραγάλους της. Αυτήν την αφή που νιώθω τη σάρκα μου. Σηκώνει τα χέρια της ανοίγει τα πόδια της με τραβά. Σηκώνεται λίγο και με σπρώχνει ελαφρά προς τα πίσω. Κάθομαι στο κρεβάτι με λυγισμένα τα γόνατα. Ξαπλώνει μπρούμυτα μπροστά μου λυγισμένα τα γόνατα ανασηκωμένος ο κώλος οι γάμπες να γυρίζουνε στον αέρα. Χαϊδεύει τον πούτσο μου χαμηλώνει ελαφρά το κεφάλι της μου γλείφει τ’ αρχίδια. Ανεβαίνει πιο ψηλά με τη γλώσσα της αφήνει το χέρι της γλείφει το κεφάλι του πούτσου αργά και τον βυθίζει όλον μέσα στο στόμα της με γλείφει αργά ανοίγω το στόμα. Τραβάει τα χείλια της αργά πιπιλώντας. Σηκώνεται και με ρίχνει προς τα πίσω αργά ανεβαίνει πάνω μου. Κάθεται χουφτώνοντας με τα χέρια της προσανατολίζει το καυλί μου στον κόλπο της καβαλά το καυλί μου και με ιππεύει αργά μέσα στη νύχτα. Τα μαλλιά της ανεμίζουνε στις σκιές μέσα από φύλλα δάση σκοτεινά. Τα νύχια της γδέρνουν το δέρμα μου ελαφρά χαμηλά πάνω από τα πλευρά. Ουρλιάζει μαζί μου χύνοντας ένα λεπτό μαζί. Πέφτει το κορμί της στο στέρνο μου αγκαλιάζει το λαιμό μου με φιλάει γελάει γελάω. Ένα λεπτό ακίνητοι. Σηκώνεται με πιάνει από το χέρι και με σηκώνει. Σκύβει μπροστά μου και γλείφει τον πούτσο μου. Με καυλώνει και με καυλώνει. Σηκώνεται σκύβει επάνω στο τραπέζι με τα χέρια μου ανοίγει τον κώλο της. Πιπιλάει τα δάχτυλα της. Τα ξαναφέρνει στο κώλο της μέσα μόνη της στην κωλοτρυπίδα της. Πηγαίνω προς το μέρος της παίζοντας το καυλί μου. Το τρίβω στο στόμιο της κωλοτρυπίδας της. Το καυλί μου γλιστράει αργά στην κωλοτρυπίδα της βάζει το δάχτυλο στο μουνί της. Πιο γρήγορα μέσα στο κώλο της τα χέρια μου στα βυζιά της τα χέρια της στο μουνί της αδιαχώριστο σύμπλεγμα. Χύνω μέσα στο κώλο της τη καίει το σπέρμα μου και ουρλιάζει χτυπιέται και συνεχίζει κι εγώ ξαναχύνω. Με διώχνει απαλά με το χέρι της. Σκύβει μπροστά μου και με γλείφει δαιμονισμένη χύνω στο στόμα της καταπίνει άπληστα τα υγρά μου. Σηκώνεται με τραβάει μαζί της και ξαπλώνουμε στο κρεβάτι ξαπλώνει στο στήθος μου και κοιμάται. Απλώνω το βλέμμα μου μέσα στη σάρκα της αφουγκράζομαι την καρδιά της αποκοιμάμαι. Τα ξημερώματα φεύγει. Πίνοντας καφέ πρώτο τσιγάρο το πρωί διαβάζω τα mail μου.   

του Johnny Handsome

Το ποτ-πουρί μιας αδιέξοδης σχέσης

[Σκοτάδι παντού. Μια υπερηψωμένη σκηνή. Καταμεσής της κάποιο φωτεινό σημείο, εκεί δεσπόζει ένα μικρό στρογγυλό ξύλινο τραπέζι με
δυο καρέκλες . Πίσω του ένα ζωγραφιστό παράθυρο που μοιάζει κλειστό. Πάνω στο τραπέζι ένα πακέτο Davidoff μαύρο και ένας καπνός  Drum  γαλάζιος. Ο αναπτήρας κοινός, ένας μικρός μαύρος bic. Ένας άντρας κ μια γυναίκα έχουν πάρει θέση, αντικρυστά. Εκείνος καθισμένος πίσω από το πακέτο μ΄ένα ποτήρι βότκα, εκείνη στην πλευρά του καπνού πίνοντας κόκκινο κρασι σε θερμοκρασία δωματίου. Δυο μαριονέτες, υπο τις επιταγές  λευκων κλωστών που
κρέμονται από  πάνω τους. Στο βάθος ο Θάνος Ανεστόπουλος τραγουδά Bukowski, “ Η Αγάπη Eίναι Ένας Σκύλος απ’ την Κόλαση” κρατώντας ευγενικά στο χέρι ένα ποτήρι ουίσκι (όχι νερωμένο).]

Α: Εκείνος
Γ: Εκείνη

Γ: Νιώθω πράγματα για σένα.Τα καταπιέζω διαρκώς, τα πνίγω μανιωδώς μέσα μου όπως μια σχιζοφρενής μάνα τα παιδιά της κάποια
ζεστή νυχτιά.
Α: Δε θέλω να νιώθεις τίποτα για μένα...
Γ: Είναι στιγμές που τα αφήνω ελεύθερα. Και μετά...
Α: Και μετά;
Γ: Τα κρύβω επιμελώς σ’ εκείνο το παλιο σεντούκι. Έχω μάθει να τα χαλιναγώγω, να είμαι σκληρή.
Α: Έχεις μάθει να δείχνεις αυτό που δεν είσαι... Μαλάκας!
Γ: Όχι, αυτό είσαι εσύ!
A: Ναι, μόνο που εγώ έχω συμβιβαστεί με την ιδέα [ με μια δόση ειρωνίας]
Γ: Θέλω να πηδιέμαι με όποιον μου γυαλίσει!!
Α: Θέλω να παίζω το ρόλο του δονητή σου. Δίχως παραμύθια, δίχως αγάπη κ έρωτα.
Γ: Είμαι γυναίκα, έχω ανάγκη τα παραμύθια.
Α: Έχω ανάγκη την αλήθεια, ωμή – σκληρή – γυμνή, εσύ το ψέμα. Βουτάς μέσα του κρατώντας την ανάσα σου, ψάχνοντας μαγικά κοράλια σε παράξενους βυθούς.

[Εκείνη στρίβει ένα τσιγάρο, ο άντρας ήδη καπνίζει. ]

Α: Δε θέλω να μπώ στο μυαλό σου. Θέλω να σου ανοίγω τα πόδια να σε γλείφω εκεί που εκστασιάζεσαι, να μπαίνω μέσα σου, να σε παίρνω στα τέσσερα έτσι όπως δε σ’ έχει πάρει ποτέ κανείς. Να μουδιάζεις από ηδονή, να πίνω τους χυμούς σου ασταμάτητα...
Γ: Και μετά;
A: Να φεύγω, σαν τον κλέφτη, ντυμένος στα μαύρα.
Γ: Πάντα;
A: Ίσως υπάρχουν φορές που νιώθω την ανάγκη να κοιμήθώ στο πλάι σου. Αλλά...
Γ: Αλλά τί;
A: Φοβάμαι.
Γ:  Τί;
A: Πως θα φύγω και πάλι, λίγο πριν χαράξει. Και τότε θ’ ανοίξεις τα μάτια κ’ εγώ απλά δε θα μαι εκεί.
Γ: Ναι, γιατί είσαι μαλάκας. Πάντα ήσουν άλλωστε. Ξυπνώ μόνη, φωνάζω τ’ όνομά σου και εσύ πουθενά!
Α: Θα θελα πολύ να σου πώ πως θα μαι κοντά σου όποτε με καλέσεις, πως τα πρωινά θα ειμαι ικανός να ξυπνώ δίπλα σου. Αλλα...
Γ: Αλλά τί;
A: Η αυτοκαταστροφή και το σκοτάδι δε μ’ αφήνουν.
Γ: Δε βαρέθηκες μια ζωή στα μαύρα; Διαρκώς στο σκοτάδι;
A: Βρίσκω λίγο φως σαν είμαι κοντά σου. Αλλά...
Γ: Τί;
A: Μετά πονάνε τα μάτια μου. Και ξέρεις πως έχω καιρό τώρα χάσει και τα γυαλιά ηλίου.
Γ: Σε ήθελα και σα φίλο και σαν εραστή. Όχι μόνο να με γαμάς!
Α: To ξέρεις αυτό δε γίνεται. Όχι με τον τρόπο που εσύ θες. Ήταν όμως εκείνη η στιγμή, μια στιγμή, που σε είχα ανάγκη δίπλα μου. Δίχως να αναζητώ κάποιο μονοπάτι ηδονής.Ήθελα απλα κ μόνο να σου μιλήσω. Ήσουν η μόνη που ίσως καταλάβαινες. Αλλά...
Γ: Αλλα τί;
A: Έφυγες, αρνιόσουν να’ ρθείς κοντά μου.
Γ: Eσύ το προκάλεσες, εσύ ήσουν αυτός που μ’ έδιωξε...
A: Έχεις δίκιο. Γαμώτο, ναι ( με λίγη ειρωνία). Η δική σου Απάθεια όμως ήταν ανήλεη!

[Ο άντρας στρίβει... κάτι. ]

Γ: Μπάφος;
Α: Στην υγειά του παλιού καιρού. Τότε που πίναμε κ’ έπειτα γαμιόμασταν σαν αγρίμια.
Γ: Mε τρέλαινε ο τρόπος που γαμιόμασταν!
A: Και μένα... Το ψέμα που τόσο σε σαγήνευε σιχαινόμουν.
Γ: Δε με σαγηνεύει κανένα ψέμα.
A: Ναι, συγνώμη. Το Παραμύθι! Σου έχω νέα λοιπόν... Η Σταχτοπούτα έγινε στάχτη στο τζάκι από τις αδερφές της και η ωραία κοιμωμένη σάπισε στο γυάλινο φέρετρο περιμένοντας τον πρίγκηπα.
Γ: Με τρομάζεις ...
Α: Η αλήθεια σε τρομάζει, πάντα σε τρόμαζε άλλωστε.
Γ: Θέλω ένα ακόμη ποτό.
Α: Και εγώ.

[Παύση για να γεμίσουν τα ποτήρια.]

« Κάνω παρέα με λεπρούς που θέλουν χάδια
μ’ άγια ρεμάλια και μυαλά σακατεμένα
κατατρεγμένους που αγκαλιάζουνε σκοτάδια
μήπως ακούσω και μου πουν κάτι για σένα»

Γ: Μ’ αρέσει να πηδιέμαι με όποιον μου γυαλίσει!
A: Ποτέ δε πίστεψα στη μονογαμία!
Γ: Σου χω μια ερώτηση.
A: Παρακαλώ...
Γ: Γιατί δε με πήρες ποτέ χωρίς προφυλακτικό;
Α: Γιατί σου αρέσει να πηδιέσαι με όποιον σου γυαλίσει! Χα Χα Χα [ χλευαστικά γέλια]
Γ: Είσαι μαλάκας. Ήταν φορές που ένιωθα κάτι για σένα.
A: Ήταν εκείνες τις φορές που ένιωθα πως μπορω να ερωτευτώ.
Γ: Και μετά;
Α: Μετά... Σιωπή. Ξανά σκοτάδι.
Γ: Δε με καυλώνεις πια...
A: Μη φοβάσαι, δεν επιθυμώ να πηδώ μια δευτεροκλασάτη απομίμηση του εαυτού μου πια... Αναζητώ κατι διαφορετικό.[ μικρή παυση]. Δε μου ξαναμίλησες για μήνες έπειτα απο εκείνη τη φορά, απλά χάθηκες.
Γ: Το ίδιο κ εσύ...
A: Χα Χα Χα. Πρωτοτύπησες!
Γ: Γίνεσαι πάλι μαλάκας.
Α: Επαναλαμβάνεσαι ξανά και ξανά...
Γ: Και μετά;
Α: Μετά... Ζήσαν αυτοί καλά και εμείς τα χειρότερα!!

Το φως σβήνει! Η αυλαία πέφτει! Το σκοτάδι παραχωρεί τη θέση του στην αιώνια σιωπή!

Ποιοί είναι ;

Ο Ernesto Carnetti γεννήθηκε το 1954 στη Ρώμη. Η μητέρα του, τουρκικής καταγωγής οικονομική μετανάστης η οποία γρήγορα εξωθήθηκε στην πορνεία, θα συλλάβει κατά λάθος το παιδί και θα αποφασίσει να το κρατήσει. Ο μικρός Ernesto θα μεγαλώσει μέσα στα πορνεία, όπου θα υπηρετεί ως παιδί για τα θελήματα, και δεν θα πάει ποτέ του σχολείο. Το 1968 η μητέρα του θα πεθάνει προσβεβλημένη από κάποιο αφροδίσιο νόσημα. Στα 17 του ο Carnetti θα συλληφθεί για κλοπή αυτοκινήτου μαζί με ακόμα δύο συνομήλικα του αγόρια και θα περάσει τα δύο επόμενα χρόνια της ζωής του στο αναμορφωτήριο. Μετά την έξοδο του από το αναμορφωτήριο και καθ’ όλην την διάρκεια της δεκαετίας του ’70 θα αναπτύξει έντονη πολιτική δράση στρατευμένος σε ομάδες της ακροαριστεράς. Το 1976 θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα ιταλικά γράμματα: δημοσιεύει ένα φλογερό άρθρο για τον μυστηριώδη θάνατο της Ulrike Meinhof στις φυλακές του Stammheim (ο ίδιος υποστήριζε πως επρόκειτο για δολοφονία), στο μιλανέζικο φοιτητικό περιοδικό La zanzara. Το 1978, μετά τις εκτεταμένες επιχειρήσεις της ιταλικής αστυνομίας που ακολούθησαν τη δολοφονία του Aldo Moro, θα συλληφθεί ως μέλος των Brigate Rosse, αλλά έξι μήνες αργότερα θα αφεθεί ελεύθερος ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Μετά την αποφυλάκιση του σταδιακά θα αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση. Το 1982 θα δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή Il poco del culo, η οποία αμέσως θα κερδίσει την προσοχή των avant-garde κύκλων της Ιταλίας. Έκτοτε θα ακολουθήσουν άλλες τρεις ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές σύντομων πεζών κειμένων που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο poème en prose και σε πιο αμιγώς αφηγηματικές μορφές. Θα αυτοκτονήσει το 2006 σε ηλικία 52 χρονών. Το πτώμα του θα βρεθεί στο διαμέρισμα του σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Οι Σελίδες από το κρυμμένο τετράδιο είναι ο τίτλος που έδωσε ο ιταλός εκδότης σε ένα ανέκδοτο χειρόγραφο τετράδιο που βρέθηκε ανάμεσα στα υπάρχοντα του. Ο Ernesto Carnetti θεωρείται σήμερα γενικά ως μία από τις σημαντικότερες μορφές της ρωμαϊκής μεταπολεμικής λογοτεχνίας.    

O Johnny Handsome δεν γεννήθηκε ποτέ, δεν ζει πουθενά, δεν υπάρχει.. αλλά και υπάρχει. Ζούσε τη δόξα του, το απόγειό του, την αποθέωσή του, όταν το 1989 είδε την ταινία του Γουόλτερ Χιλ, με τον παραμορφωμένο Μίκυ Ρουρκ. Από τότε έγινε ο δεύτερος εαυτός του, που έβγαινε τις νύχτες και κοιμόταν στα παγκάκια και τα πεζοδρόμια μετά από μεθύσια, γαμήσια και καυγάδες. Ο Johnny Handsome, σιγά-σιγά απομακρύνθηκε από τον πρότερο βίο του, από την παλιά ένδοξη ζωή του. Σε λίγο καιρό έγινε ο ήρωας της ταινία του Χιλ. Και από τότε είναι και δεν είναι, ζει και δεν ζει, πίνει και δεν πίνει, καπνίζει μα και καπνίζει, γαμάει μα και γαμάει.. είναι ο Johnny Handsome, και κρύβεται κάπου ανάμεσά σας, στα παράμερα χαλάσματα αυτής της πόλης, αυτού του κόσμου!