Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Βωμολόχοι, Εrnesto Carnetti & Johnny Handsome VΙΙ

του Ernesto Carnetti

Σελίδες από το κρυμμένο τετράδιο ΙΙΙ

Την είχα καθισμένη στα γόνατα μου με τα σκέλια της ανοιχτά και τη μούρη στο πάτωμα. Δεν χόρταινα να κοιτάζω τη σούφρα, τον κώλο, το φούσκωμα του αιδοίου της, έτσι όπως βάθαινε σε χρώμα στα χείλια και από ροζ γινότανε γκριζορόζ. Αναρωτιόμουνα τι στον πούτσο έλπιζα να βρω εκεί μέσα. Δεν γύρευα την ηδονή, αυτό το ήξερα, μικρός εξερευνητής τη γνώση θα γύρευα. Ήθελα να χώσω βαθιά τα δάχτυλα μου στις τρύπες της, να ψάξω αδιάκριτα μέσα της, να νιώσω με την αφή μου τη σάρκα από ΜΕΣΑ, όχι το όμορφο δέρμα που φαίνεται και σε τυφλώνει, μα κείνη την αιμάτινη και ευπαθή μάζα που χανόταν κατ’ απ’ την επιφάνεια της όρασης. Το ειδεχθές και το σιχαμένο να νιώθω το κωλοδάχτυλο μου να βυθίζεται αργά στην κωλοτρυπίδα της, να ψαχουλεύει τα τοιχώματα του πρωκτού της, να ψάχνει, να ψάχνει αδιάκριτα περισκόπιο υποβρυχίου στα βάθη της άβυσσος. Και ξάφνου είχα γίνει ο πλοίαρχος Νέμο και είχα αρχίσει να χώνω ολόκληρη την παλάμη μου 20.000 λεύγες κατ’ απ’ τον κώλο της. Εκείνη ούρλιαζε για τα καλά με τη γροθιά μου στη σούφρα της. Της έφτυσα το μουνί και πήρα να παίζω μαζί του για να την εγλυκάνω. Δεν ήθελα μόνο να υποφέρει. Ήθελα και να τη δω να χύνει, να νιώσω το χύμα να της φτάνει στο λαιμό κι έπειτα σιγά-σιγά να χύνεται  απ’ τα βάθη της και να τ’ ακολουθήσω κύματα-κύματα ίσαμε να σπάσει στις όχθες του κόλπου της. Ήθελα όμως κυρίως να μάθω αν ήτανε δυνατόν να χύσει απ’ τον κώλο. Άρχισα να ανεβοκατεβάζω πιο γρήγορα τη γροθιά μου μέσα στον κώλο της σαν αντλία. Εκείνη ούρλιαζε, το ένιωθα πως την ξεσκίζω. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν ήταν για την ηδονή. Προσωπικά, άλλωστε, πέρα απ’ την ικανοποίηση εκείνης της νοσηρής περιέργειας, η όλη κατάσταση δεν μου πρόσφερε κάποιου άλλου είδους ικανοποίηση. Την έκανα να χύσει δεκάδες φορές. Τράβηξα τότε τη γροθιά μου και να βρωμάνε τα σκατά της στο χέρι μου. Την άφησα να πέσει στο πάτωμα ημιλιπόθυμη, με κομμένη την ανάσα. Σύρθηκε για λίγο σαν έμβρυο στο πάτωμα κι έπειτα κουλουριάστηκε στα πόδια μου αμίλητη. Της έτεινα το χέρι που πριν από λίγο ασελγούσε στον κώλο της. Το κράτησε μ’ ευγνωμοσύνη στα χέρια, σαν το σκυλί το κόκαλο, και πήρε να το γλείφει.  

του Johnny Handsome

   (Γαλλία 30.01)

Αγαπητέ Βήτα Ν.,

   Τα νέα σου με βρήκαν πάνω σε μια αρπαχτή κοντά στη Λυών. Περάσαμε το εμπόρευμα μέσω των γαλλό ιταλικών συνόρων στο ύψος του Μόντε Κάρλο. Είναι το σημείο μεταξύ των δύο αυτών χωρών που παραμένει σχεδόν πάντα αφύλαχτο. Σα να περνάς δυόδια ένα πράμα. Ξέρεις πως τέτοιες ώρες  δε μπορώ να έχω το νού μου σε σας. Μπορώ όμως να ξεκλέβω στιγμές. Στιγμές που ζήσαμε όλοι μαζι. Τη δουλειά τη στήσαμε παρέα με εκείνο το γάλλο που είχα γνωρίσει τότε στις φυλακές στη Μπορντό. Καλό παιδί, αλλά λίγο οξύθυμος.......
   (Γαλλία 03.02)
   ........ Όλα πήγαν μια χαρα. Έχουμε το ρευστό και αύριο πρωί πρωί αναχωρούμε για Ιταλία. Σήμερα διανυκτερεύουμε σε ένα μικρό χωριό λίγο έξω από τη Βαλάνς. Η επιστροφή θα είναι δύσκολη λόγω κακοκαιρίας. Χαμηλές θερμοκρασίες, χιόνι, δυνατοί άνεμοι και τέτοια. (τι σου λέω τώρα ε?). Είναι αργά  όμως. Και γώ κουρασμένος και γεμάτος ερωτηματικά ρε συ Βήτα. Καληνύχτα.........
   ( Ιταλία 06.02)
   ....... Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Φόρεσα πουκάμισο, γραβάτα, παντελόνι, σακάκι, παπούτσια χλιδάτα. Πήρα το χαρτοφύλακα και κατέβηκα στην κουζίνα. Τον ακούμπησα πάνω σε μία καρέκλα. Φίλησα τρυφερά τη γυναίκα μου και το παιδί μου... Έκατσα και έφαγα πρωινό μαζί τους. Πήγα δούλεψα το οχταωράκι μου και το απόγευμα συναντηθήκαμε όλοι μαζί για καφέ. Ξέρεις σε εκείνες τις καφετέριες με τις τεράστιες τις κούπες και τα μάφινς. Ήμασταν όλοι εκεί... Εσύ είχες εκείνο το μειδίαμα στα χείλη και έπινες περιέ με μία φέτα λεμόνι. Το βράδυ γύρισα σπίτι. Έφαγα με την οικογένεια. Έβαλα πυτζάμες και παντόφλες και είδα μια ταινία με την γυναίκα μου στον καναπέ του σαλονιού.
   Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι... Με ξύπνησαν οι αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Χάραξα ρότα για την τουαλέτα. Ξέρασα στη χέστρα. Θα πρέπει να ξερνούσα ώρα, γιατι όταν κοίταξα το ειδωλό μου τα μάτια μου είχαν πεταχτεί τόσο που έγλειφαν τον καθρέφτη με τις κόρες τους. Πιάνω χαρτί και στυλό και σου γράφω. Δεν βλέπω καλά. Όνειρο ήταν και πέρασε. Άλλα όμως όχι. Ξέρεις δε μ’αρέσουν τα ρούχα τα ελεγκάν. Δεν έχω γυναίκα και παιδιά. Σιχαίνομαι χαρτοφύλακες και οχτάωρα. Εμείς δε συναντιόμαστε για καφέ ρε. Κι εσύ δεν πίνεις περιέ. Ρακιές, μπύρες, ουίσκια, άντε και καμια κυρία. Στη σούρα μας δε σπρεχάρουμε καλά ελληνικά. Γινόμαστε κομμάτια και γυρνάμε σπίτια μας τρεκλίζοντας. Κάποιες φορές ούτε αυτό δεν προφταίνουμε να κάνουμε. Παίζουμε μ’ εκείνο το πράγμα που οι κοινοί άνθρωποι το λένε τύχη.  Το διώκουμε, στήνουμε το παιχνίδι. Γίνεται μεμπτό, επίγειο. Όταν επιστρέφω σπίτι είμαι μόνος, ούτε γυναίκα ούτε παιδί. Γυναίκες μου η νύχτα, ο δρόμος, η λήθη.  Δε φοράω πυτζάμες, μ’αρέσει να τριγυρίζω γυμνός. Και να κοιμάμαι γυμνός. Βαριέμαι μέχρι θανάτου τις γυναίκες που δε γουστάρουν να κάνουν σεξ συχνά, πολύ συχνα. Α, όλα κι όλα. Οι καύλες με τις καύλες και οι ξενέρωτοι με τις ξενέρωτες. Ξέρω συμφωνείς κι εσύ μ’αυτό. Άλλωστε είσαι ένας πορνοδιαστροφικός μπάσταρδος.......
   (Κολαστήριο της ψυχής 00.00)
   ........ Τις τελευταίες μέρες παίρνω κάτι σταγόνες. Όχι απ’ αυτές που υγραίνουν τα μάτια αλλά το μυαλό. Και μπάφους κάνω και κάτι χάπια παίρνω. Πίνω και Jameson. Έτσι μπορώ και κάνω διαλόγους μαζί σου και δε βλέπω όνειρα. Νόμιζα πως είχα δοκιμάσει πολλά είδη πόνου. Τελικά υπάρχει για να μας θυμίζει ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Ή κάνω λάθος? Πές μου εσύ... Άντε πές... Πές ρε........
   ( Κολαστήριο της ψυχής 00.00)
   ....... Με τους άλλους δε μιλάμε συχνά. Μια στο πού μέσω ίντερνετ και με καμιά κάμερα. Ακόμα και τότε δεν κοιταζόμαστε στα μάτια. Ούτε κι αυτοί συναντιούνται συχνά, ούτε και βγαίνουν. Κλείστηκαν μέσα σαν κάτι άρρωστοι. Κι εγώ μέσα κλείστηκα. Εγώ δεν έχω δυνάμεις, οι άλλοι φοβούνται και λίγο. Θα κάνει τον κύκλο της όμως η αρρώστια και θα αρχίσουμε να ξεμυτάμε πάλι, θα δείς. Θα πορευόμαστε κενοί, μα χωρίς να ξεχνάμε. Έτσι πιστεύω. Δε θέλω να σου γράψω άλλο, τά χω πάρει μαζί σου..........
   ( Κολαστήριο της ψυχής 00.00)
   ....... Σήμερα δε θέλω να σου γράψω. Δεν ξέρω τι μέρα είναι ούτε και την ώρα ξέρω. Στην υγειά σου.....
   ( Κολαστήριο της ψυχής 00.00)
   ....... Είσαι μπάσταρδος ρε Βήτα. Γιατί δεν  «τσίμπησες» τα ζάρια έτσι όπως έχουμε μάθει να κάνουμε?
   ( Κολαστήριο της ψυχής 00.00)
   ....... Μέρες τώρα στάσιμος και τα πόδια μου μούδιασαν. Τα παπούτσια μου θέλουν περπάτημα και διαφορετικής γης χώμα καθε φορά. « Η ελευθερία μου είναι γραμμένη στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου» έλεγε και το Κατερινάκι.Τέλειωσαν όλα. Βγήκα μόνο να πάρω χόρτο και Jameson. Ξέρω η απέχθειά σου για  τα ναρκωτικά ήταν τόσο μεγάλη όσο η λατρεία σου για τα ουίσκια. Είδα όνειρο χθές. Αμέ. Έκανα σεξ λέει.... σεξ με το θάνατο. Γένους θηλυκού, επιδερμίδα μαύρη, μάτια και μαλλιά μαύρα. Ήταν ο θάνατος. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωσα......
   ( Κολαστήριο της ψυχής 00.00)
   ...... Είναι φορές που σε ζηλεύω. Έπρεπε να ήμουν εγώ στη θέση σου. Σ’ εκείνη την στροφή ν’ αλλάζαμε πόστα. Όχι εσύ. Εσύ είχες καρδιά. Τώρα τελευταία χωρισμένη στα δύο μα μεγάλη για όλους. « Είναι μικρός, θα μάθει»,  έλεγες και χαμογελούσες. Εκείνο το μειδίαμα στα χείλη. Σκατά...
   ( Κολαστήριο της ψυχής 00.00)
   ...... Οι μέρες τρέχουν. Έτσι θα τρέξουν και τα χρόνια. Η άρνηση γεννά ερωτηματικά, αυτά με τη σειρά τους θλίψη, μετά οργή και τέλος....
«Ο Πόνος ένας παλιός φίλος
ποιός τον κάλεσε πάλι εδώ σήμερα
μπορώ να συγχωρέσω τα τραύματά μου στ΄όνομά σου
θυσιάζω την ψυχή μου στο βωμό της σιωπής»
Κοιτάζω φωτογραφίες. Και θυμάμαι... Μόνο αυτό έμεινε, η θύμησή σου..και κάνα δάκρυ και ένας κόμπος στο λαιμό όποτε σε σκέφτομαι, κάθε που λέω για σένα. Τα λόγια σου χαραγμένα στο κεφάλι μου σαν τατουάζ. Η νύχτα...είναι οι νύχτες που ζήσαμε...και οι κυρίες...και τα ουίσκια...και οι ρακές και αυτός ο Γονίδης που τόσο σε τρέλαινε. Εκείνη η νύχτα στη ρακαδημία... ήσουν τόσο μπερδεμένος για αυτές τις δύο...τις γυναίκες σου. Τα μάτια σου σε πρόδιδαν. Αφού και τις δυο τις αγαπούσες. Σε σκότωσαν τελικά? Τις σκότωσες εσύ? Κι έπειτα έφυγες για πάντα. Στα γρήγορα. Έτσι ζούσες, στα γρήγορα.  Όπως τότε που είμασταν ακόμα παιδιά και εσύ έτρεχες με μία μπάλα στα πόδια. Η πουτάνα κολλούσε πάνω σου σα να ‘χες μαγνήτη. Σα να τη μάγευες. Και εκείνη και εμάς. Τώρα όλα σε μια στροφή. Στα 160 ίσως και 180. Και εμείς... διαλυμένοι, κατακερματισμένοι, συνεχίζουμε να ζούμε..μα δεν ξεχνάμε. Δε σε ξεχνάμε. Εκείνος ο καργιόλης ο θάνατος δε μας χωρίζει. Οι άλλοι λένε πως σε βλέπω συχνα, γιατι είμαι κι εγώ πεθαμένος. Έτσι λένε, μακάρι ρε συ Βήτα. Μακάρι. Ακόμη θα περιμένω να ‘ρθείς να μου χτυπήσεις το παράθυρο στο κάτω σπίτι στην Αθήνα. Τη στιγμή που κάνω σεξ να εισβάλεις μέσα και να μου διηγείσαι τις περιπέτειες σου από τις «κυρίες». Κι εγώ να πίνω τσιγάρα και να σε ακούω και εσένα να μη σε πειράζει. Ακόμη δακρύζω όποτε σε σκέφτομαι, έτσι και όλοι μας το ξέρω. Όλοι πορευόμαστε με ένα κενό μέσα  μας. Ένα κενό που δε θα γεμίσει ποτέ και κανένας. Δεν ξέρω γιατί σου γράφω αφού είσαι νεκρός. Ίσως και γιατι μπορείς να ακούσεις τη σκέψη μου. Δε μπόρώ να στο αποστείλλω. Δε γνωρίζω που μένεις πια. Ίσως παντού. Δεν πειράζει. Θα στο δώσω στα χέρια όταν ξανασυναντηθούμε. Μέχρι τότε θα το φυλάω κρυμμένο. Δακρύβρεχτο.
Γιατί δεν τα ‘στησες τα γαμημένα τα ζάρια;

                                         «Τί όνειρα να κάνω που φεύγεις και σε χάνω
                                           Τί όνειρα να κάνω τωρα....» (έτσι για να γουστάρουμε διάολε) J.H.