Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Βασίλης Χουλιαράς: Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν

 
Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν, μικρές ιστορίες, Βασίλης Χουλιαράς, 2014



Όλοι γνωρίζουμε

 

Όλοι γνωρίζουμε ότι Θεός δεν υπάρχει. Όμως αυτός, δεν το ξέρει πως έχουμε μάθει την αλήθεια και συνεχίζει να σουλατσάρει έξω από τα σπίτια μας.

Θα μπορούσα να βγω απόψε, να του το σφυρίξω και να τον εξαφανίσω. Μα τα βήματα του εκεί έξω, είναι κάποια βράδια, που μου κρατάνε συντροφιά.


Ένα κομμάτι μάρμαρο

 

Κοίταξε το σφυρί και το καλέμι του, αφημένα στον πάγκο, και ύστερα τη μορφή που είχε πάρει εκείνο το κομμάτι μάρμαρο που τόσο καιρό πάλευε να τελειώσει. Μόλις είχαν δοθεί με αποφασιστικότητα μερικά ακόμα χτυπήματα, εδώ κι εκεί, μα ατενίζοντας το αποτέλεσμα, είχε κιόλας χάσει την πίστη του σε αυτά. Ο δρόμος, που για τόσο λίγο νόμιζε πως βάδιζε στο τέλος του, είχε πάλι χαθεί.

Πολύ περισσότερο, εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά διαπίστωνε, πως το υλικό που κάποτε έμοιαζε υπεραρκετό, είχε κατά πολύ μειωθεί. Πολλές σφυριές, πόσο φανερό ήταν ξάφνου, είχαν δοθεί χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, καθώς δοκίμαζε ιδέες που εν τέλει, δεν βγάλαν πουθενά.

Παρατηρώντας λοιπόν ό,τι τώρα απέμενε από τον αρχικό όγκο του μαρμάρου, αργά συνειδητοποιούσε, πως ήταν πλέον εξαιρετικά δύσκολο ό,τι κάποτε ονειρευόταν, τελικά να μορφοποιηθεί στις διαστάσεις που αρχικά είχε οραματιστεί. Συνεπώς, αν βάσιμα ήθελε ακόμα να ελπίζει ότι μπορούσε να επιτύχει το στόχο του, από εδώ και πέρα έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεκτικός σε κάθε του ενέργεια. Κάθε σφυριά, αυτόματα σήμαινε, και περαιτέρω απομείωση του υλικού, και περιθώρια άλλα δεν υπήρχαν. Ίσως μάλιστα, και αγωνία τον κυρίευσε με αυτή του τη σκέψη, ό,τι είχε μπροστά του, πια να μην έφτανε.

Γρήγορα παρηγορήθηκε στην ιδέα πως ούτως ή άλλως, μέτρο της αληθινής τέχνης δεν αποτελεί ούτε το μέγεθος, ούτε η ποσότητα, μα αμέσως μετά, πριν καλά καλά ησυχάσει, ξανά αμφιβολίες τον έζωσαν. Σε κάθε περίπτωση, έπρεπε ό,τι είχε μπροστά του, κάποια στιγμή επιτέλους και ει δυνατόν σύντομα, να λάβει την οριστική του μορφή.

Παίρνοντας βαθιά ανάσα, με ψύχραιμο μάτι προσπάθησε να ξανακοιτάξει το που είχε φτάσει, και να εξετάσει το τι μπορούσε πλέον να κάνει. Το μυαλό του όμως για τα καλά είχε θολώσει, η ώρα περνούσε και άκρη δεν έβγαζε. Ίσως εν τέλει μια ακόμα σφυριά να βοηθούσε. Δίχως άλλη σκέψη έπιασε πάλι στα χέρια του, το καλέμι και το σφυρί. Γεμάτος αμφιβολίες τα έστρεψε προς το μάρμαρο.

Το δέντρο

 

Αν πρέπει να μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στο δέντρο εκείνο, που όλοι μας το ξεχωρίζαμε από όλα τα άλλα και δεν είναι υπερβολή να πω, ότι η παρουσία του έχει σημαδέψει όλους όσοι κάποτε βρεθήκαμε στη σκιά του. Στεκόταν μόνο του, αγέρωχο και εντυπωσιακό, όντας μακράν το πιο ψηλό δέντρο της περιοχής, στο κέντρο μιας πλατωσιάς στη μέση του χωριού μας, καθιστώντας το αναπόφευκτα σημείο συνάντησης κι αναφοράς. «Θα συναντηθούμε στο δέντρο», έτσι λέγαμε, και κάθε απόγευμα κανένα παιδί δεν έλειπε χωρίς σοβαρό λόγο, παίζοντας ώρες ατέλειωτες παιχνίδια κάθε είδους, ενώ κάθε ηλιόλουστη Κυριακή, μικροί-μεγάλοι, κάτω από το παχύ του φύλλωμα συναντιόμασταν, λες και ήτανε γιορτή.

Κανείς δεν ήξερε πότε είχε φυτευτεί και έμοιαζε τόσο γερό που δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε κάτι να το λυγίσει. Στοιχηματίζαμε ότι για πολλές γενιές ακόμα θα δέσποζε εκεί, παρατηρώντας και σκεπάζοντας, όπως έλεγαν οι μεγάλοι, δίχως να λείπει κάποια δόση πικρίας στη φωνή τους, όλα εκείνα τα μελλούμενα που εκείνοι δεν θα προλαβαίνανε να δούνε.

Δεν φανταζόμασταν ότι μέσα του, πλάσματα αλλόκοτα και αποτρόπαια το κατοικούσαν. Πλάσματα τα οποία τρέφονταν από αυτό, και που κάθε στιγμή, δίχως να δίνουν μάχη, όλο και το νικούσαν, χαράσσοντάς του αδιάκοπα, ατέλειωτα εσωτερικά λαγούμια.

Κι έτσι, μια Κυριακή, καθώς όλοι γύρω του ήμασταν μαζεμένοι, ξαφνικά ακούσαμε σε μια στιγμή κάτι υπόκωφο και κάτι σαν τρίξιμο, που αργότερα κάποιοι, πιο ευφάνταστοι, είπανε, ότι ήταν η τελευταία του κραυγή, το οποίο διήρκησε τόσο, όσο να μπορέσουμε κάπως να απομακρυνθούμε. Και εκεί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας, το θεόρατο δέντρο κατέρρευσε, αφήνοντάς μας άφωνους και σαστισμένους. Μόνο ένας κατάφερε να ψελλίσει ένα: «για κοίτα» και κάποιοι άλλοι που έκαναν το σταυρό τους. Τίποτε άλλο.

Πια, εκεί που έριχνε τη σκιά του, βρίσκεται πλακοστρωμένη μια πλατεία, όπου τα παιδιά μας παίζουν αμέριμνα, χωρίς να νοιάζονται αν κάποτε υπήρχε κάτι άλλο πέραν από ό,τι τώρα βλέπουν. Καμιά φορά τους λέμε αυτή την ιστορία, μα εκείνα δεν μας πιστεύουν.