Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

"Από τη Θεία Κωμωδία στη Θεία Τραγωδία" - 100 χρόνια από τη γέννηση του Μάλκολμ Λόουρυ Μέρος Γ'

του Παναγιώτη Χαχή

Κάτω από το ηφαίστειο
    Ι

Καθώς ανηφόριζαν την Κάγιε Νικαράγουα κατευθυνόμενοι στο σταθμό των λεωφορείων, ο Χιού και η Υβόν έστρεψαν το βλέμμα για να δουν τα πουλιά στο χρώμα της μαρμελάδας που φώλιαζαν στις φυλλωσιές. Αλλά ο πατέρας της, υποφέροντας από τις δυνατές κραυγές τους, άνοιξε το βήμα του, μέσα στο ζεστό, μπλε απόγευμα του Νοεμβρίου.
Το λεωφορείο στην αρχή ήταν σχεδόν άδειο και σύντομα κουνούσε σαν πλοίο πάνω στα κύματα.
Πότε από το ένα παράθυρο, πότε από το άλλο, μπορούσαν να δουν το μεγάλο βουνό, τον Ποποκατεπέλτ, γύρω από τους πρόποδες του οποίου τα σύννεφα έμοιαζαν με τον καπνό από κάποιο τρένο.
Προσπέρασαν ψηλά, εξαγωνικά σταντ με διαφημίσεις του κινηματογράφου Μορέλος: Las Manos de Orlac: με τον Πήτερ Λορ. Αλλά και σε κάθε άλλο μέρος, καθώς διέσχιζαν την μικρή πόλη, παρατηρούσαν αφίσες της ίδιας ταινίας, να απεικονίζουν τα χέρια ενός δολοφόνου βαμμένα με αίμα.

‘Όπως στο Παρίσι’, είπε η Υβόν στον Χιού, δείχνοντάς του τα κιόσκια, ‘το Κιούμπ, το Οξυζενέ, θυμάσαι;’

Ο Χιού έγνεψε καταφατικά, προσπαθώντας να τραυλίσει κάτι, αλλά το τράνταγμα του λεωφορείου τον έκανε να καταπιεί την κάθε συλλαβή.
‘…θυμάσαι τον Πήτερ Λορ στο Μ;’
Αναγκάστηκαν όμως να σωπάσουν. Οι σανίδες του πατώματος του λεωφορείου έτριζαν πολύ δυνατά. Περνούσαν δίπλα απ’ το γραφείο κηδειών: Inhumationes. Ένας παπαγάλος, τους κοίταξε από το κλουβί του στην είσοδο. Quo vadis? Ρωτούσε μια επιγραφή από πάνω.
‘Υπέροχο’, είπε ο Πρόξενος.
Στην στάση της αγοράς ανέβηκαν στο λεωφορείο ινδιάνες κρατώντας καλάθια με πουλερικά. Είχαν σκληρά πρόσωπα, στο χρώμα σκουρόχρωμου πηλού. Δημιουργήθηκε μιαν αναστάτωση καθώς τακτοποιούνταν στις θέσεις τους. Δυο ή τρεις είχαν τσιγάρο στο αυτί τους και μιαν άλλη είχε στο στόμα μια παλιά πίπα. Τα συμπαθή πρόσωπά τους, πρόσωπα αρχαίων ειδωλίων, ήταν γεμάτα ρυτίδες από τον ήλιο και δεν χαμογελούσαν.

    Τότε κάποια γέλασε, και τα πρόσωπα των άλλων άρχισαν σιγά-σιγά να γεμίζουν με ευθυμία, καθώς το λεωφορείο μετέτρεπε τις γυναίκες σε μια ομάδα. Δυο απ’ αυτές, κατάφεραν μάλιστα να συνεχίσουν μιαν έντονη συνομιλία, παρά τον σαματά που γινόταν.
Ο Πρόξενος, τους χαμογελούσε ευγενικά, και μέσα του ευχόταν να πήγαινε κι αυτός σπίτι του. Κι αναρωτήθηκε ποιος είχε προτείνει να κάνουν αυτό το απαίσιο ταξίδι για την γιορτή στο Τσαπούλτεπεκ, ενώ το αμάξι τους ήταν χαλασμένο και δεν υπήρχαν ταξί! Η προσπάθεια να μην πιει καθόλου εκείνη την ημέρα, έστω κι αν το έκανε για χάρη της κόρης του και του νεαρού φίλου της που είχαν φτάσει εκείνο το πρωί από το Ακαπούλκο, ήταν περισσότερο δύσκολη απ’ ότι περίμενε. Ίσως τελικά να μην ήταν απλώς η προσπάθεια να παραμείνει νηφάλιος όσο το να αντιμετωπίσει την κληρονομιά του επικείμενου χαμού που του είχαν αφήσει τα πρόσφατα, εξωφρενικά μεθύσια του. Όταν η Υβόν του έδειξε τον Ποποκατεπέτλ για πέμπτη φορά, εκείνος χαμογέλασε θλιμμένα. Τσιμπορόζο, Κοτοπάξι- να ‘τος λοιπόν! Για τον Πρόξενο το ηφαίστειο είχε λάβει μια σκοτεινή και δυσοίωνη διάσταση: σαν ένας Μόμπυ Ντικ, ήταν σα να τους προσκαλούσε, καθώς ταλαντευόταν από τη μια άκρη του ορίζοντα στην άλλη, σε κάποια καταστροφή, μοναδική και ανεπανόρθωτη.

    Το λεωφορείο απομακρύνθηκε από την αγορά, όπου το ρολόι στο κεντρικό κτήριο που στεγάζονταν οι πάγκοι έδειχνε δύο και επτά λεπτά- είχε μόλις χτυπήσει έντεκα, το ρολόι του Προξένου έδειχνε τέσσερις παρά τέταρτο- ακολούθησε μια απότομη ασφαλτοστρωμένη κατηφόρα κι άρχισε να διασχίζει μια μικρή γέφυρα πάνω από ένα φαράγγι.
Να ‘ταν το ίδιο, αναρωτήθηκε η Υβόν, που διέσχιζε και τον κήπο του πατέρα της; Ο Πρόξενος έδειχνε πως όντως ήταν. Ο πυθμένας του ήταν σ’ ένα αχανές βάθος από κάτω, και τον κοιτούσες σαν από την κουπαστή κάποιου πλοίου, αν και η πλούσια φυλλωσιά με τα πλατειά φύλλα απέκρυβε το πραγματικό του βάθος. Οι απόκρημνες πλευρές του ήταν γεμάτες σκουπίδια, που κρέμονταν πάνω στα κλαδιά. Στην κρημνώδη πλευρά απέναντι, πέρα από τη γέφυρα η Υβόν είδε ένα νεκρό σκύλο κάτω στο βάθος, με τα λευκά οστά του ανάμεσα στα σκουπίδια.
‘Πώς πάει ο ‘βασιλικός’ πονοκέφαλος μπαμπά;’ Ρώτησε χαμογελώντας.
‘Τεντωμένος πάνω απ’ το χάος’, είπε ο Πρόξενος χτυπώντας τα δόντια του, ‘γεμάτος συμπαγείς μάσκες’.
‘Κάνε λίγο υπομονή’.
‘Όχι. Δεν θα ξαναπιώ ποτέ. Ποτέ πια.’
Το λεωφορείο συνέχισε το δρόμο του. Στα μισά της πλαγιάς, από την άλλη μεριά του φαραγγιού, έξω από μια φανταχτερά διακοσμημένη καντίνα με το όνομα Ελ Αμόρ ντε λος Αμόρες, περίμενε ένα άντρας με μπλε στολή, λικνιζόμενος ελαφρά, τρώγοντας ένα πεπόνι.

    Καθώς πλησίαζαν ο Πρόξενος νόμισε πως τον αναγνώρισε, πως ήταν ο συνιδιοκτήτης της καντίνας, αλλά έκανε λάθος: μέσα από την καντίνα ακούγονταν τραγούδια μεθυσμένων.
Όταν σταμάτησε το λεωφορείο, ο Πρόξενος έριξε μια διψασμένη ματιά πάνω απ’ την πόρτα, στον μπάρμαν που μιλούσε έντονα με μια παρέα φωνακλάδων αστυνομικών.
Το λεωφορείο τραντάχτηκε καθώς σταμάτησε κι ο οδηγός μπήκε στην καντίνα. Βγήκε σχεδόν αμέσως και ξαναμπήκε στο λεωφορείο. Έριξε μια εύθυμη ματιά στον άντρα με την μπλε στολή, τον οποίο προφανώς ήξερε, έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε.
Ο Πρόξενος παρατηρούσε εκστασιασμένος τον άντρα. Ο τελευταίος ήταν πράγματι πολύ μεθυσμένος, κι ο Πρόξενος ένιωσε μια παράξενη ζήλια, ή ίσως απλά μια νύξη συντροφικότητας. Καθώς το λεωφορείο περνούσε μπροστά από το ζυθοποιείο Cerveceria de Quahnahuac, ο Πρόξενος, με το νηφάλιο βλέμμα του στα χέρια του άντρα που έτρεμαν, έβαλε ένοχα τα δικά του χέρια στις τσέπες, βρήκε όμως τη λέξη που έψαχνε για να τον περιγράψει: πελάδο.
Οι πελάδος, σκέφτηκε, οι πλιατσικολόγοι, ήταν αυτοί που δεν χρειαζόταν να είναι πλούσιοι για να δυναστεύουν τους πραγματικά φτωχούς. Ήταν επίσης εκείνοι οι μισο-πολιτικάντηδες που δούλευαν σαν σκλάβοι για να μπουν σ’ ένα γραφείο μόνο για ένα χρόνο, μέσα στον οποίο ήλπιζαν να βγάλουν τόσα χρήματα ώστε να μην χρειαστεί να δουλέψουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Πελάδο- σίγουρα ήταν μια διφορούμενη λέξη! Ο Πρόξενος γέλασε πνιχτά. Ένας Ισπανός που γνώριζε και τον απεχθανόταν, χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη γεμάτος δηλητήριο. Ενώ για τον Ινδιάνο η λέξη αυτή ίσως να σήμαινε τον Ισπανό ή οποιονδήποτε άλλο έκανε φιγούρα και για τον οποίο ένιωθε κάποια αξιαγάπητη περιφρόνηση.

    Αλλά ανεξάρτητα με το τί σήμαινε ή τι δεν σήμαινε, ο Πρόξενος έκρινε, με τα μάτια του ακόμα καρφωμένα στον άντρα με τη μπλε στολή, πως ήταν σωστό να θεωρήσεις πως η λέξη αυτή θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί μόνο κατά τη διάρκεια ενός εγχειρήματος όπως η Κατάκτηση, εννοώντας από τη μια μεριά τον  του εκμεταλλευτή, κι από την άλλη τον κλέφτη: και δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις γιατί με τον καιρό έφτασε να περιγράφει εξίσου τους κατακτητές με τα θύματά τους. Πάντοτε εναλλάσσονταν αμοιβαία οι όροι της κακομεταχείρισης με τους οποίους ο επιτιθέμενος δυσφήμιζε αυτούς τους οποίους λεηλατούσε!
Τότε ο πελάδο, που λίγο πριν παραμιλούσε, βυθίστηκε σ’ ένα λήθαργο. Δεν υπήρχε εισπράκτορας στο λεωφορείο, τα εισιτήρια πληρώνονταν στον οδηγό στο τέλος της διαδρομής, οπότε δεν θα τον ενοχλούσε κανένας. Η σκονισμένη μπλε στολή και το σακάκι, σφιχτοδεμένο στη μέση αλλά ανοιχτό από πάνω, τα φαρδιά παντελόνια, τα μυτερά παπούτσια που είχε γυαλίσει το πρωί, γεμάτα τώρα πριονίδι απ’ το πάτωμα του μπαρ, έδειχναν μια σύγχυση στο μυαλό του την οποία ο Πρόξενος καταλάβαινε καλά: ποιος θα είμαι σήμερα, ο Τζέκυλ ή ο Χάυντ; Το μωβ πουκάμισό του, ανοιχτό στο λαιμό απ’ όπου φαινόταν ένας σταυρός, ήταν τραβηγμένο, το μισό σχεδόν έξω από το παντελόνι του. Για κάποιο λόγο φορούσε δυο καπέλα, ένα είδος φτηνής ρεπούμπλικας να ταιριάζει πάνω στο πλατύ στέμμα του σομπρέρο του.

    Σύντομα περνούσαν έξω από το ξενοδοχείο Κασίνο ντε λα Σέλβα, όπου έκαναν στάση γι’ άλλη μια φορά. Πουλάρια με γυαλιστερά σκεπάσματα κατηφόριζαν την πλαγιά. Ο Πρόξενος αναγνώρισε την πλάτη του Δρ. Βίχιλ ανάμεσα στα δέντρα στο γήπεδο του τένις. Ήταν σα να χόρευε μόνος του κάποιο γκροτέσκο χορό εκεί πέρα.
Σε λίγο θα βρίσκονταν έξω από την πόλη στην ύπαιθρο. Στην αρχή, στις άκρες του δρόμου υπήρχαν τραχείς πέτρινοι τοίχοι: στη συνέχεια, αφού πέρασαν τις στενές γραμμές του τρένου, όπου κατά μήκος δίπλα στα δέντρα ήταν στοιχισμένα τα ντεπόζιτα της Πηρς, ανθισμένοι φράχτες με λαμπερά αγριολούλουδα και άνθη σε βαθύ βασιλικό μπλε. Πράσινα και λευκά ρούχα ήταν απλωμένα, έξω από τα σπίτια με τις καλαμένιες στέγες. Τώρα τα λαμπερά μπλε λουλούδια αναρριχούνταν πάνω στα δέντρα, ολάνθιστα, κι όλη αυτή την ομορφιά ο Πρόξενος της παρατηρούσε με τρόμο.
Ο δρόμος έγινε λίγο πιο ομαλός και ο Χιού κι η Υβόν μπόρεσαν να κουβεντιάσουν: ύστερα, καθώς ο Χιού έλεγε κάτι για ‘convulvi’ ο δρόμος χειροτέρεψε ξανά.
‘Μοιάζει με καμπάνα του Καντέρμπουρυ’, προσπαθούσε να πει ο Πρόξενος, αλλά το λεωφορείο αναπήδησε σε μια λακκούβα εκείνη τη στιγμή, κι ήταν λες και το τίναγμα ανέβασε την ψυχή του ως τα δόντια. Κρατήθηκε απ’ το κάθισμα και το ξύλο έστειλε έναν πόνο σαν σουβλιά σ’ όλο του το κορμί. Τα γόνατά του χτυπούσαν μεταξύ τους. Με τον Ποποκατεπετλ πάντοτε να τους ακολουθεί ή να προπορεύεται, προχωρούσαν τώρα σε ένα πραγματικά άγριο τοπίο. Ο Πρόξενος αισθανόταν το κεφάλι του σαν ένα ανοιχτό καλάθι γεμάτο καβούρια. Ένιωθε πως ήταν το φαράγγι που τον κατεδίωκε τώρα, έρποντας στο κατόπι τους με μια μοχθηρή υπομονή, καθώς ξετυλιγόταν απ’ τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη. Τα καβούρια ήταν στο πίσω μέρος των ματιών του, ωστόσο ανάγκασε τον εαυτό του να δείξει θαρραλέος.
‘Πού χάθηκε ο γερο-Ποπάυ ;’ Θ’ αναφωνούσε καθώς το ηφαίστειο χάθηκε απ’ τη θέα του παραθύρου στ’ αριστερά, γιατί, αν και το φοβόταν, ένιωθε κατά κάποιο τρόπο καλύτερα όταν ήταν εκεί.
‘Είναι λες και οδηγείς στη σελήνη’ προσπάθησε να ψιθυρίσει ο Χιού στην Υβόν, αλλά κατέληξε να φωνάξει.
‘Ίσως να είναι καλυμμένος με σπανάκι! Απαντούσε η Υβόν στον πατέρα της.
‘Κατευθείαν πάνω στον Αρχιμήδη αυτή τη φορά! Προσέξτε!’

    Για κάμποση ώρα περνούσαν μέσα από μια επίπεδη, δασώδη έκταση, χωρίς να φαίνεται το ηφαίστειο, φαίνονταν μόνο πεύκα, πέτρες, κουκουνάρια και μαύρη γη. Αλλά όταν κοιτούσαν πιο προσεκτικά, παρατηρούσαν πως οι πέτρες ήταν ηφαιστειογενείς, η γη έμοιαζε κατάξερη και παντού υπήρχαν μαρτυρίες της παρουσίας και της αρχαιότητας του Ποποκατεπέλτ.
Λίγο αργότερα το ίδιο το βουνό εμφανίστηκε ξανά, μεγαλοπρεπές, ή με μια θλιμμένη όψη, γκριζογάλανο σαν την απόγνωση, να ζυγιάζεται πάνω απ’ τη γυναίκα του που κοιμόταν, την Ιξτασιουάτλ, σε μόνιμη θέα τώρα πια. Ο Πρόξενος ένιωθε πως ο Πόπο απέπνεε την ενοχλητική εκείνη αίσθηση του να δείχνει όπως ακριβώς περίμεναν οι άνθρωποι να δείχνει, ή να σημαίνει κάτι παραπάνω –λες και το να είναι το ομορφότερο βουνό στον κόσμο δεν ήταν από μόνο του αρκετό.
Χαζεύοντας μέσα στο λεωφορείο, που έμοιαζε να έχει γεμίσει, ο Χιού έκανε μια καταγραφή των διπλανών του. Παρατήρησε τον μεθυσμένο, τις γριές, τους άντρες με τα λευκά παντελόνια και τα μωβ πουκάμισα, και τώρα τους άντρες με τα μαύρα παντελόνια και τα κυριακάτικα λευκά τους πουκάμισα- γιατί σήμερα ήταν γιορτή- και δυο-τρεις νεαρές γυναίκες που πενθούσαν. Προσπάθησε να δείξει ενδιαφέρον για τα πουλερικά. Οι χήνες, τα κοκόρια και οι γαλοπούλες, φυλακισμένα στα καλάθια τους, αλλά κι εκείνα που ήταν ελεύθερα ήταν πλήρως υποταγμένα στη μοίρα τους. Μόνο με κάποιο περιστασιακό φτερούγισμα, για να δείξουν πως ήταν ζωντανά, στέκονταν παθητικά κάτω από τα καθίσματα, με τα γαμψά τους πόδια δεμένα με σκοινί. Δυο πουλάδες τρομαγμένες, έτρεμαν ανάμεσα στο χειρόφρενο και τον συμπλέκτη, κι έμοιαζαν τα φτερά τους συνδεδεμένα με τις ταχύτητες. Ο Χιού τελικά βαρέθηκε μ’ όλα αυτά. Η σκέψη της Υβόν κατέλαβε τη σκέψη του, τάραξε το μυαλό του, διαποτίζοντας όλο το λεωφορείο, την ίδια την μέρα, με ένα νευρικό πάθος.
Γύρισε από την άλλη πλευρά και κοίταξε έξω, μόνο και μόνο για να δει το καθαρό της προφίλ και τα στιλπνά μαλλιά της ν’ ανεμίζουν καθρεφτισμένα στο παράθυρο.

    Ο Πρόξενος υπέφερε, όλο και πιο έντονα. Κάθε αντικείμενο στο οποίο έπεφτε η ματιά του έμοιαζε να έχει κάποια στυγνή, υπερκόσμια σημασία. Ήξερε πως ακόμα και το ξύλο του καθίσματος ήταν ικανό να πληγώσει τα χέρια του. Και οι λέξεις που διέτρεχαν όλο το πλάτος του λεωφορείου πάνω από το παρμπρίζ: su salva estara a salvo no escapiendo en el interior de este vehiculo: ο στρογγυλός καθρέφτης του οδηγού, η φίρμα από πάνω του, Cooperacion de la Cruz Roja, δίπλα στη οποία ήταν τρεις καρτ-ποστάλ της Παρθένου Μαρίας κι ένας πυροσβεστήρας, τα δυο στενά βάζα με τις μαργαρίτες πάνω απ’ το ταμπλό, η εργατική φόρμα και η σκούπα κάτω απ’ το κάθισμα πίσω απ’ το οποίο καθόταν ο πελάδο, όλα αυτά του έμοιαζαν να είναι ζωντανά, να συμμετέχουν με μια δαιμονική εμψύχωση στο ταξίδι τους.
Κι ο πελάδο; Ήταν δύσκολο να παραμείνει στη θέση του με το τράνταγμα του λεωφορείου. Με τα μάτια κλειστά, πέφτοντας από πλευρά σε πλευρά, προσπαθούσε να βάλει το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του. Τώρα κούμπωνε μεθοδικά το σακάκι του στις λάθος τρύπες. Ο Πρόξενος χαμογέλασε, γνωρίζοντας πόσο σχολαστικός μπορεί να γίνει κάποιος μεθυσμένος: ρούχα που κουμπώνονται με μυστήριο τρόπο, αυτοκίνητα που οδηγούνται από μια έκτη αίσθηση, να ξεγλιστράς απ’ την αστυνομία μέσω μιας όγδοης αίσθησης. Τώρα ο πελάδο είχε καταφέρει να ξαπλώσει στα καθίσματα. Κι όλα αυτά τα είχε αξιοθαύμαστα καταφέρει χωρίς καν ν’ ανοίξει τα μάτια του!

    Ξαπλωμένος –σαν πτώμα- έδειχνε ακόμη πως είχε μια αλλόκοτη συναίσθηση του τι γινόταν γύρω του. Παρά τη μέθη του βρισκόταν σ’ επαγρύπνηση, ένα κομμάτι πεπόνι έπεσε απ’ το χέρι του γεμάτο κουκούτσια σαν σταφίδες που κύλησαν κάτω απ’ το κάθισμα, ωστόσο ακόμη και κλειστά εκείνα τα νεκρά μάτια το είδαν: ο σταυρός του έβγαινε έξω απ’ το πουκάμισο, η ρεπούμπλικα έπεσε απ’ το σομπρέρο, γλίστρησε στο πάτωμα, κι ενώ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τη σηκώσει, ήξερε ωστόσο πως ήταν εκεί. Προφύλασσε τον εαυτό του από κλοπές ενώ μάζευε δυνάμεις για περισσότερες ακολασίες. Αν ήθελε να μπει στην καντίνα κάποιου άλλου θα χρειαζόταν να μπορέσει να περπατήσει ευθεία. Η προνοητικότητά του ήταν αξιοθαύμαστη.
Η Υβόν περνούσε καλά. Για την ώρα η παρουσία του Χιού την είχε ελευθερώσει από την τυραννία του να σκέφτεται αποκλειστικά αυτόν. Το λεωφορείο έτρεχε πιο γρήγορα, τρανταζόταν, αναπηδούσε∙ οι άντρες χαμογελούσαν κι έγνεφαν, δυο αγόρια καθισμένα στο πίσω μέρος, σφύριζαν∙ και τα αστραφτερά πουκάμισα, οι λαμπερότερες σερπαντίνες των εισιτηρίων, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε, να κρέμονται από την οροφή, όλα προσέθεταν στην ευθυμία του ταξιδιού τους. Ήταν σα να πήγαιναν σε κάποιο γάμο.

    Όμως όταν τα αγόρια κατέβηκαν, η ευθυμία αυτή μειώθηκε λίγο. Η κυριαρχία του μωβ στα πουκάμισα των αντρών προσέδιδε μιαν ανησυχητική αύρα στην ημέρα. Οι κάκτοι σαν πολυέλαιοι που προσπερνούσαν της έδιναν μια θηριώδη αίσθηση. Το ίδιο και ‘κείνοι οι άλλοι κάκτοι, μακρύτερα, που έμοιαζαν ν’ ανεβαίνουν στην πλαγιά σαν στρατός κάτω από πυρά αυτομάτων του εχθρού. Ξαφνικά έξω δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά μια κατεστραμμένη εκκλησία γεμάτη κολοκυθιές, πόρτες σαν στόμια σπηλιάς, παράθυρα καλυμμένα με χορτάρια. Το εξωτερικό της ήταν μαυρισμένο σαν από φωτιά κι είχε μιαν αίσθηση πως ήταν καταραμένη. Ήταν σαν να την εγκατέλειψε ξανά ο Χιού, κι ο πόνος για ‘κείνον ξαναγλίστρησε στην καρδιά της, κυριεύοντάς την στιγμιαία.
Άλλα λεωφορεία ξεπηδούσαν από την αντίθετη κατεύθυνση: λεωφορεία για το Τετακάλα, για την Γιουχούτα∙ λεωφορεία για το Ξιουτεπέκ, για το Ξοχιτεπέκ, το Ξοχιτεπέκ-
Αυξάνοντας ταχύτητα, άλλαξαν απότομα κατεύθυνση, μπαίνοντας σ’ έναν παράλληλο δρόμο. Ο Ποποκατεπέλτ εμφανίστηκε στην άκρη δεξιά, με τη μια πλευρά του όμορφα λαξεμένη σαν στήθος γυναίκας, και την άλλη κοφτερή και τρομερή στην όψη. Τα σύννεφα συγκεντρώνονταν κι υψώνονταν πίσω του.
Επιτέλους όλοι ένιωσαν πως πραγματικά πήγαιναν κάπου: είχαν όλοι κλειστεί στον εαυτό τους, εγκαταλειμμένοι στην θορυβώδη βούληση του λεωφορείου.
Συνέχισαν τη θορυβώδη πορεία τους σε μια ινδιάνικη αμμώδη έκταση, προσπερνώντας μικρά γουρούνια που έτρεχαν δίπλα στον δρόμο. Διαφημίσεις σε ερειπωμένους τοίχους. Atchis! Instantia! Resfria dos Dolores. Cafiaspirina. Rechaches Imitaciones. Las Manos de Orlac: con Peter Lorre.
Όπου υπήρχε κάποια κακοτεχνία στο δρόμο, το λεωφορείο κροτάλιζε απειλητικά και κάποιες φορές αναγκάζονταν να βγουν απ’ τον δρόμο. Αλλά η αποφασιστικότητά του ξεπερνούσε αυτά τα εμπόδια: όλοι ήταν ευχαριστημένοι που είχαν μεταβιβάσει σ’ αυτό τις ευθύνες τους, σε μια κατάσταση εφησυχασμού, απ’ όπου θα ήταν επίπονο να βγουν.
Σαν συμμέτοχος σ’ αυτήν την κατάσταση, καθώς τραντάζονταν κι αναπηδούσαν πάνω σε μια ατέλειωτη σειρά από λακκούβες που έκαναν τα δόντια τους να χτυπούν μεταξύ τους, ο Πρόξενος μπορούσε να σκεφτεί με μια παγερή κι ουδέτερη αταραξία την τρομακτική νύχτα που αναμφίβολα τον περίμενε, με το δωμάτιο του να τρέμει από δαιμονικές ορχήστρες, με μικρά διαλείμματα ύπνου, που τα διέκοπταν φωνές της φαντασίας απέξω, που ήταν σκυλιά που γαύγιζαν, ή τ’ όνομά του που επαναλαμβανόταν διαρκώς με περιφρόνηση από φανταστικούς επισκέπτες.
Το λεωφορείο τινάχτηκε προς τα μπρος και συνέχισε.

    Πρόλαβαν να συλλαβίσουν την λέξη Desviacion, καθώς έστριβαν στην παράκαμψη αρκετά γρήγορα μέσα απ’ τους τριγμούς των τροχών και των φρένων. Καθώς άλλαζαν κατεύθυνση για άλλη μια φορά ο Πρόξενος παρατήρησε έναν άντρα, φαινομενικά κοιμισμένο στην άκρη του δρόμου. Ο Χιού και η Υβόν δεν το κατάλαβαν. Ούτε στον Πρόξενο φάνηκε παράξενο πως σ’ αυτή τη χώρα κάποιος διάλεξε να κοιμηθεί κάτω απ’ τον ήλιο στην άκρη του δρόμου ή ακόμη και στη μέση του δρόμου.
Ο Πρόξενος ξανακοίταξε. Δεν έκανε λάθος. Ο άντρας ξεμάκραινε γρήγορα τώρα, ξαπλωμένος με το καπέλο πάνω στα μάτια του, τα χέρια τεντωμένα σε σχήμα σταυρού. Περνούσαν τώρα δίπλα από ένα άλογο χωρίς αναβάτη που βοσκούσε στο φράκτη δίπλα στο δρόμο.
Ο Πρόξενος έγειρε μπροστά για να φωνάξει να σταματήσουν, αλλά δίστασε. Κι αν ήταν απλά μια παραίσθηση; Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό γι’ αυτόν. Ωστόσο έκανε νόημα να σταματήσουν, χτυπώντας τον οδηγό στον ώμο και σχεδόν αμέσως το λεωφορείο έκοψε ταχύτητα.
Ο οδηγός κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι, τέντωσε πίσω το λαιμό του ελέγχοντας το δρόμο και με γρήγορες και κοφτές τιμονιές έκανε αναστροφή στο σκονισμένο παράδρομο.
Στον αέρα υπήρχε η φιλική, έντονη μυρωδιά της εξάτμισης ανακατεμένη με τη ζεστή μυρωδιά της ασφάλτου από τα έργα στο δρόμο, αν και κανείς δεν δούλευε εκείνη την ώρα στο δρόμο, και δεν υπήρχε τίποτε να δεις εκεί πέρα, παρά μόνο το λευκό λουλακί στρώμα να λαμπυρίζει στον ήλιο. Όμως λίγο πιο πίσω, στη μια πλευρά δίπλα στο φράχτη υπήρχε ένας πέτρινος σταυρός κι από κάτω ένα μπουκάλι από γάλα, ένα χωνί, μια κάλτσα και μια παλιά βαλίτσα.
Μπορούσαν τώρα να δουν αρκετά καλά τον άντρα, ξαπλωμένο με τα μπράτσα τεντωμένα σε σχήμα σταυρού.

ΙΙ

lowry4.jpgΚαθώς το λεωφορείο σταμάτησε, ο πελάδο σχεδόν γλίστρησε από το κάθισμα στο πάτωμα αλλά κατάφερε να συνέλθει, και όχι μόνο στάθηκε όρθιος διατηρώντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία, αλλά κατάφερε να φτάσει ως την πόρτα με μια αποφασιστική κίνηση, με το σταυρό του στη θέση του, τα καπέλα στο ένα χέρι και το πεπόνι στο άλλο. Κούνησε το κεφάλι βαρύθυμα και με ένα βλέμμα που θα μπορούσε να κεραυνοβολήσει όποιον έκανε τη σκέψη να τα κλέψει, ακούμπησε τα καπέλα του σ’ ένα άδειο κάθισμα δίπλα στην πόρτα, και με υπερβολική προσοχή κατέβηκε στο δρόμο. Τα μάτια του ήταν ακόμη μισό-κλειστα, διατηρώντας εκείνη την νεκρική όψη, ωστόσο δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχε αντιληφθεί όλα όσα συνέβαιναν. Πέταξε το πεπόνι και περπάτησε προς το μέρος του άντρα στο δρόμο. Αν και περπατούσε λες και απέφευγε φανταστικά εμπόδια στο δρόμο, η πορεία του ήταν ευθεία και κατάφερνε να σταθεί όρθιος.
Η Υβόν, ο Χιού, ο Πρόξενος και δυο άλλοι επιβάτες τον ακολούθησαν. Καμιά απ’ τις γριές γυναίκες δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της.
Στα μισά της απόστασης η Υβόν έβγαλε μια κραυγή, αποστρέφοντας απότομα το βλέμμα της. Ο Χιού έπιασε το μπράτσο της.
‘Είσαι εντάξει;’
Ναι’, είπε εκείνη, ελευθερώνοντας το χέρι της, ‘Προχώρησε. Απλά δεν αντέχω να βλέπω αίματα’.
Ανέβαινε πίσω στο λεωφορείο καθώς ο Χιού γύριζε στον Πρόξενο και τους δυο επιβάτες.
Ο πελάδο στεκόταν πάνω απ’ τον ξαπλωμένο άντρα.

    Αν και το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με το καπέλο του μπορούσες να δεις πως ήταν Ινδιάνος της τάξης των πεόν. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ψυχορραγούσε. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν ενός εξαντλημένου κολυμβητή, το στομάχι του συσπόταν και διαστελλόταν γρήγορα, ωστόσο δεν υπήρχαν ίχνη αίματος. Η σφιγμένη του γροθιά γράπωνε με σπασμούς το χώμα.
Οι δυο ξένοι στέκονταν αμήχανοι, περιμένοντας ο ένας από τον άλλο να σηκώσει το καπέλο του πεόν αποκαλύπτοντας την πληγή που όλοι υποπτεύονταν, απέχοντας όλοι τους απ’ αυτή την κίνηση λόγω μιας κοινής απροθυμίας, μιας σκοτεινής αβρότητας. Καθένας τους ήξερε πως κι άλλοι σκέφτονταν το ίδιο, πως θα ήταν καλύτερο ο πελάδο ή ένας από τους άλλους επιβάτες να εξετάσει τον άνθρωπο. Αλλά καθώς κανένας δεν έκανε τίποτα, ο Χιού έγινε ανυπόμονος. Έριξε το βάρος στο άλλο του πόδι. Κοίταξε τον Πρόξενο με ικετευτικό βλέμμα. Ο Πρόξενος ζούσε αρκετό καιρό εδώ για να γνωρίζει τι πρέπει να γίνει. Επιπρόσθετα ήταν εκείνος ανάμεσά τους που είχε ένα κάποιου είδους αξίωμα. Όμως ο Πρόξενος, που συγκρατούσε τον εαυτό του απ’ το να πει, ‘Προχώρα λοιπόν, στο κάτω-κάτω η Ισπανία εισέβαλε πρώτη στο Μεξικό’, δεν έκανε καμιά κίνηση. Στο τέλος ο Χιού δεν άντεξε άλλο. Βγήκε μπροστά κι έκανε να σκύψει πάνω απ’ τον πεόν όταν ένας από τους επιβάτες τον τράβηξε από το μανίκι.
‘Μίσταιρ, πέταξες το τσιγάρο σου;’
‘Τί!’ Ο Χιού γύρισε έκπληκτος.
‘Δεν ξέρω’, είπε ο Πρόξενος. ‘Ίσως για τις πυρκαγιές στα δάση’.
‘Καλύτερα να πετάξεις το τσιγάρο σου σενιόρ. Το έχουν απαγορεύσει’.
Ο Χιού πέταξε το τσιγάρο του και το έσβησε με το πόδι, παραξενεμένος κι εκνευρισμένος. Ήταν έτοιμος να σκύψει ξανά πάνω από τον άντρα όταν ο επιβάτης τράβηξε πάλι το μανίκι του. Ο Χιού σηκώθηκε όρθιος.
‘Το έχουν απαγορεύσει σενιόρ’, του είπε ο άλλος ευγενικά χτυπώντας με το δάχτυλο τη μύτη του. Γέλασε μ’ ένα παράξενο τρόπο. Positivemente!’
‘I no comprendo, gnadige Senor’. Ο Χιού προσπάθησε απεγνωσμένα να μιλήσει ισπανικά.
‘Εννοεί πως δεν μπορείς να αγγίξεις τον τύπο γιατί θα θεωρηθείς συνεργός’, είπε ο Πρόξενος, που είχε αρχίσει να ιδρώνει κι ευχόταν  να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά από τη σκηνή αυτή, έστω κι αν χρειαζόταν να φύγει με το άλογο του πεόν, προς κάποιο μέρος με αποθέματα μεσκάλ.
‘Δεν είναι απλά μια προειδοποίηση, Χιού, είναι ο νόμος’.
Η ανάσα κι ο ρόχθος του ανθρώπου έμοιαζε με κύματα που σκάνε σε μια βραχώδη ακτή.
Τότε ο πελάδο γονάτισε και σήκωσε το καπέλο του άντρα που πέθαινε.
Μαζεύτηκαν όλοι από πάνω, βλέποντας την τρομακτική πληγή στο κεφάλι του, το αίμα απ’ την οποία είχε αρχίσει να πήζει, και πριν να τραβηχτούν προς τα πίσω, πριν ξαναβάλει ο πελάδο το καπέλο στη θέση του και σηκωθεί όρθιος, έκανε μια απελπισμένη κίνηση με τα χέρια γεμάτα μισοξεραμένο αίμα, είδαν για μια στιγμή ένα σωρό χρημάτων, τέσσερα ή πέντε ασημένια πέσος και μια χούφτα σεντάβος, τα οποία ήταν τακτοποιημένα κάτω απ’ το κολάρο του άντρα.
‘Μα δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε αυτόν τον δύστυχο να πεθάνει’, είπε απελπισμένα ο Χιού, κοιτάζοντας τον πελάδο που γυρνούσε στο λεωφορείο κι ύστερα κάτω τον άντρα, καθώς χανόταν η ζωή του.
‘Πρέπει να φωνάξουμε έναν γιατρό’.
Αυτή τη φορά μέσα από το λεωφορείο, ο πελάδο έκανε μια χειρονομία απόγνωσης, ή μια χειρονομία συμπάθειας.
Ο Πρόξενος ανακουφίστηκε όταν είδε πως δεν ήταν πια μόνοι, και πως δυο χωρικοί, που δεν τους είχαν αντιληφθεί ως τώρα, είχαν πλησιάσει τον άντρα που πέθαινε, καθώς κι ένας άλλος επιβάτης στεκόταν επίσης δίπλα στο σώμα του.
‘Pobrecito’, είπε ο ένας.
‘Chingarn’, μουρμούρισε ο άλλος.

    Σταδιακά και οι άλλοι επαναλάμβαναν αυτές τις λέξεις σαν ρεφρέν, ένας σιωπηλός αναβρασμός ματαιότητας, ψιθύρων, στην οποία έμοιαζε να συνωμοτούν η σκόνη, η ζέστη, το λεωφορείο με τις ακίνητες γριές και τα καταδικασμένα πουλερικά, ακόμα κι η τρομερή ομορφιά και το μυστήριο της ίδιας της χώρας. Κι ακούγονταν μόνο αυτές οι δύο λέξεις ανάμεσα στα βογκητά, η μια της τρυφερής συμπόνιας, κι η άλλη της διαβολικής περιφρόνησης, μέχρι που ο οδηγός, πιστεύοντας πως έγινε ό,τι έπρεπε να γίνει, άρχισε να χτυπά την κόρνα με ανυπομονησία.
Ένας επιβάτης του φώναξε να σταματήσει, αλλά μάλλον επειδή θεώρησε την επίπληξη αυτή ως ένα πείραγμα επιδοκιμασίας, ο οδηγός συνέχισε να κορνάρει, σαν μια στίξη στην αναταραχή, που σύντομα εξελίχθηκε σε μια γενικευμένη διαφωνία στην οποία οι υποψίες και οι προτάσεις ακύρωναν η μία την άλλη, συνοδευόμενες από δυνατά, περιφρονητικά κορναρίσματα.
Ήταν φόνος; Ήταν ληστεία; Ή και τα δυο; Ο πεόν γυρνούσε από την αγορά με περισσότερα από εκείνα τα τέσσερα ή πέντε πέσος, πιθανότατα είχε στην κατοχή του περισσότερα χρήματα, κι έτσι ο ληστής προκειμένου να αποφύγει τις υποψίες είχε αφήσει λίγα απ’ τα χρήματα πάνω του. Ίσως να μην ήταν καν ληστεία. Μήπως τον είχε πετάξει κάτω το άλογό του; Μήπως τον είχε κλωτσήσει; Ήταν πιθανό; Αδύνατον! Είχε ειδοποιηθεί η αστυνομία; Ένα ασθενοφόρο –ο Cruz Roja; Που βρισκόταν το κοντινότερο τηλέφωνο; Μήπως κάποιος απ’ αυτούς να ειδοποιούσε τώρα την αστυνομία; Αλλά ήταν παράλογο να υποθέσεις πως δεν έρχονταν ήδη. Αλλά πώς να έρχονται όταν οι μισοί απ’ αυτούς απεργούν; Είναι στο δρόμο. Ασθενοφόρο; Ήταν όμως απρέπεια για ένα γκρίνγκο να αναμειχθεί. Ήταν σίγουρο πως ο Ερυθρός Σταυρός ήταν ικανός να αναλάβει το θέμα; Κι ήταν άραγε αλήθεια η φήμη πως η υπηρεσία Servicio de Ambulante είχε καταργηθεί; Δεν ήταν ερυθρός, αλλά πράσινος σταυρός κι αναλάμβαναν δράση μόνο απ’ τη στιγμή που τους ειδοποιούσαν. Μήπως ήταν απρεπές να σκέφτεται ένας γκρίνκο πως δεν τους είχαν ειδοποιήσει; Ο Δρ. Βίχιλ, ο προσωπικός του φίλος, γιατί να μην ειδοποιούσαν αυτόν; Έπαιζε τένις. Να τηλεφωνούσαν λοιπόν στο Καζίνο ντε λα Σέλβα; Δεν υπήρχε τηλέφωνο, υπήρχε κάποτε δηλαδή αλλά το είχαν αποσυνδέσει. Να καλέσουν κάποιον άλλο γιατρό, τον Δρ. Γκόμεζ ίσως. Un hombre noble. Αλλά βρισκόταν πολύ μακριά και πιθανότατα να μην ήταν στο ιατρείο του, αλλά απ’ την άλλη, ίσως είχε επιστρέψει!
Στο τέλος, ο Χιού και ο Πρόξενος συνειδητοποίησαν πως είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, πάνω στο οποίο η κόρνα του οδηγού έκανε ακόμη το πιο εύστοχο σχόλιο. Κανείς δεν μπορούσε να αποκλείσει την πιθανότητα, έτσι όπως έδειχναν τα πράγματα, να φρόντιζε για την τύχη του πεόν, κάποιος ‘της δικής του φυλής’. Αν και σίγουρα, όπως φαινόταν, δεν είχαν σταθεί και πολύ γενναιόδωροι μαζί του! Αντίθετα, το ίδιο άτομο που τον είχε βάλει στην άκρη του δρόμου, που είχε τοποθετήσει τα χρήματα στο κολάρο του πιθανότατα τώρα πήγαινε να φέρει βοήθεια!

    Τα συναισθήματα αυτά αναδύονταν και συγκρούονταν μεταξύ τους και αν και δεν ύψωναν τον τόνο της φωνής τους, αν και ο Χιού δεν καυγάδιζε με τον Πρόξενο, ήταν σα να πάλευαν στην πραγματικότητα, ρίχνοντας κάτω ο ένας τον άλλο, κι ύστερα πάλι να σηκώνονται όρθιοι, κάθε φορά όλο και πιο αποκαμωμένοι, κάθε φορά με ένα πρακτικό ή φυσικό εμπόδιο στο να συνεργαστούν ή να δράσει ο καθένας μόνος του, με το πιο ισχυρό κι οριστικό εμπόδιο απ’ όλα να είναι πως δεν ήταν δική τους δουλειά αλλά ευθύνη κάποιου άλλου.
Ωστόσο, ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω, κατάλαβαν πως γι’ αυτό ακριβώς διαφωνούσαν και οι υπόλοιποι. Δεν είναι δική μου δουλειά, ούτε και δική σου, έλεγαν κουνώντας τα κεφάλια, αλλά κάποιου άλλου, με τις απαντήσεις τους να γίνονται όλο και πιο θεωρητικές, έτσι ώστε στο τέλος η συζήτηση να παίρνει έναν πολιτικό χαρακτήρα.
Ξαφνικά για τον Πρόξενο ο χρόνος άρχισε να κινείται με διαφορετικές ταχύτητες: η ταχύτητα με την οποία πέθαινε ο πεόν σε αντίθεση με την ταχύτητα που όλοι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι τους ήταν αδύνατον να πάρουν μια απόφαση. Ξέροντας πως η συζήτηση με κανέναν τρόπο δεν είχε τελειώσει και πως ο οδηγός, που είχε σταματήσει να κορνάρει και συζητούσε με κάποιες από τις γυναίκες, δεν θα έφευγε αν δεν του πλήρωναν πρώτα τα εισιτήριά τους, ο Πρόξενος ζήτησε συγγνώμη από τον Χιού περπάτησε ως το άλογο του Ινδιάνου. Το άλογο με την σέλα και τους βαρείς μεταλλικούς αναβατήρες, έτρωγε ήσυχα τα convolvuli στο φράχτη, δείχνοντας τόσο αθώο όπως μόνο τα άλογα κάνουν όταν τα υποψιάζονται, έστω και λανθασμένα, πως έχουν πετάξει κάτω τον αναβάτη τους ή τον έχουν σκοτώσει με μια τους κλωτσιά. Το εξέτασε προσεκτικά, χωρίς να το αγγίξει, παρατηρώντας τα αδύναμα, φιλικά, γεμάτα ειλικρίνεια μάτια του, μια πληγή στο ισχίο του, τον αριθμό επτά μαρκαρισμένο στο καπούλι του, αναζητώντας κάποιο στοιχείο για το τι έγινε. Λοιπόν, τι είχε συμβεί; Μια παραβολή για την τόσο περασμένη ώρα! Και το πιο σημαντικό, τι επρόκειτο να συμβεί μετά –σε όλους τους; Αυτό που θα έκανε εκείνος ήταν πως θα έπινε πενήντα εφτά ποτά στην πρώτη ευκαιρία.

    Το λεωφορείο κορνάριζε πάλι, για τελευταία φορά, καθώς τώρα δυο αυτοκίνητα είχαν σταματήσει πίσω του. Κι ο Πρόξενος, παρατηρώντας πως ο Χιού στεκόταν μπροστά στην πόρτα του ενός απ’ αυτά, γύρισε πίσω κουνώντας το κεφάλι του καθώς το λεωφορείο κινήθηκε προς το μέρος του για να παρκάρει σ’ ένα πλατύτερο μέρος του δρόμου. Τα αυτοκίνητα, με μια άγρια ανυπομονησία προσπέρασαν γρήγορα. Έχοντας μεταλλικές πινακίδες κάτω απ’ τον αριθμό τους με την επιγραφή ‘Diplomatico’ εξαφανίστηκαν μπροστά μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.
‘Διπλωματικά οχήματα σίγουρα΄είπε ο Πρόξενος, με το ένα πόδι στο σκαλοπάτι του λεωφορείου. ‘Έλα Χιού, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα’.
Οι άλλοι επιβάτες ανέβαιναν στο λεωφορείο και ο Πρόξενος έκανε στην άκρη για να μιλήσει στον Χιού. Η συχνότητα του κορναρίσματος είχε μειωθεί. Υπήρχε μια βαριεστιμάρα, και σχεδόν μια παραίτηση στον ήχο.
‘Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να βρεθείς στη στενή, τυλιγμένος σε μια κόλλα χαρτί, ένας Θεός ξέρει για πόσο’ επέμεινε ο Πρόξενος. ‘Έλα λοιπόν Χιού. Τι νομίζεις ότι κάνεις;’
‘Διάολε, αν δεν μπορώ να φέρω έναν γιατρό, θα τον πάω εγώ σε έναν’.
‘Δεν θα σε αφήσουν να τον πάρεις στο λεωφορείο’.
‘Στο διάολο κι αν δε μ’ αφήσουν! Α, έρχεται η αστυνομία’ προσέθεσε, καθώς τρεις χαμογελαστοί αυτόκλητοι προστάτες της τάξης, έρχονταν με βήμα βαρύ μέσα στη σκόνη, με τις θήκες των περιστρόφων να χτυπούν στα πλευρά τους.
‘Δεν είναι αστυνομικοί’ είπε ο Πρόξενος. ‘Είναι της policia de seguridad νομίζω. Ούτε κι αυτοί μπορούν να κάνουν κάτι, απλά θα σου πουν να φύγεις διαφορετικά-‘

    Ο Χιού άρχισε να διαπληκτίζεται μαζί τους ενώ ο Πρόξενος τον παρακολουθούσε από το σκαλοπάτι του λεωφορείου ανήσυχος. Ο οδηγός κορνάριζε βαριεστημένα. Ένας από τους αστυνομικούς άρχισε να σπρώχνει τον Χιού προς το λεωφορείο. Ο Χιού τον έσπρωξε κι αυτός. Ο αστυνομικός του τράβηξε το χέρι. Ο Χιού σήκωσε τη γροθιά του. Ο αστυνομικός του άφησε το χέρι κι έπιασε τη θήκη του όπλου του.
‘Χιού, έλα, για τ’ όνομα του Θεού’, τον παρακάλεσε ο Πρόξενος. ‘Θέλεις να βρεθούμε όλοι στη φυλακή; Υβόν-’
Ο αστυνομικός πασπάτευε ακόμα τη θήκη του όπλου του όταν ξαφνικά το πρόσωπο του Χιού κατέρρευσε σαν σωρός από στάχτες, τα χέρια του έπεσαν ξεψυχισμένα στο πλάι, και μ’ ένα περιφρονητικό γέλιο ανέβηκε στο λεωφορείο που ήδη είχε ξεκινήσει.
‘Ξέχασέ το Χιού’ είπε ο Πρόξενος καθώς μια σταγόνα ιδρώτα έπεσε στο παπούτσι του, ‘θα ήταν χειρότερα κι από τους ανεμόμυλους’.
‘Ποιους ανεμόμυλους;’ Ο Χιού τον κοίταξε έκπληκτος΄.
‘Ω, όχι’ είπε ο Πρόξενος, ‘Εννοούσα κάτι άλλο, πως ούτε ο Δον Κιχώτης δεν θα είχε διστάσει τόσο πολύ’.
Κι άρχισε να γελά.
Ο Χιού έμεινε για μια στιγμή να βρίζει από μέσα του και κοίταξε πίσω το όλο σκηνικό, το άλογο του πεόν να τρώει στην άκρη, τους αστυνομικούς τυλιγμένους στην σκόνη, τον πεόν πιο πίσω ξαπλωμένο στο δρόμο, και τώρα, ψηλότερα απ’ όλους αιωρούνταν, κάτι που δεν είχε προσέξει νωρίτερα, τα πουλιά που εμφανίζονται στις γελοιογραφίες, τα ξοπιλότες, τα όρνεα που περίμεναν την επικύρωση του θανάτου.

ΙΙΙ

Το λεωφορείο όρμησε προς τα μπρος.
Η Υβόν ένιωθε ντροπή και ανακούφιση. Προσπάθησε να πιάσει τη ματιά του Χιού αλλά εκείνος είχε βυθιστεί στο κάθισμά του τόσο οργισμένος που φοβήθηκε να του μιλήσει ή απλά να τον ακουμπήσει.
Προσπάθησε να βρει κάποια δικαιολογία για τη δική της συμπεριφορά σκεπτόμενη την σιωπηλή, κοινή απόφαση των γριών πως δεν είχαν καμιά σχέση με το όλο συμβάν. Με τί αδελφοσύνη, διαισθανόμενες τον κίνδυνο, έσφιξαν πάνω τους τα καλάθια με τα πουλερικά, ή κοιτούσαν γύρω τους να τσεκάρουν τα υπάρχοντά τους! Ύστερα, κάθισαν όπως τώρα, ακίνητες. Ήταν λες και γι’ αυτές, μέσα από τις διάφορες τραγωδίες της μεξικάνικης ιστορίας, η ευσπλαχνία, η παρόρμηση να βρεθούν κοντά, κι ο τρόμος, η παρόρμηση να διαφύγουν (όπως είχε μάθει στο κολλέγιο) είχαν συμφιλιωθεί τελικά από τη σωφροσύνη, την πεποίθηση πως είναι καλύτερα να κάτσεις εκεί που κάθεσαι.    

    Κι άλλοι επιβάτες; Οι άντρες με τα μωβ τους πουκάμισα, που είδαν καλά τι έγινε αλλά ούτε αυτοί κατέβηκαν κάτω; Ποιος θα ‘θελε να συλληφθεί σαν συνεργός φαινόταν να της λένε τώρα. Frijoles για όλους; Tierra, Liberdad, Justicia y Ley. Είχαν κανένα νόημα όλα αυτά; Quien sabe. Δεν ήταν σίγουροι για τίποτε, πέρα απ’ το ότι ήταν βλακώδες να μπλέξουν με την αστυνομία, η οποία είχε πάντα ένα δικό της τρόπο να ερμηνεύει το νόμο.
Η Υβόν αγκάλιασε το μπράτσο του Χιού όμως εκείνος δεν γύρισε να την κοιτάξει. Το λεωφορείο συνέχισε την πορεία του όπως και πρώτα, κάποια άλλα αγόρια μπήκαν και κάθισαν στο πίσω μέρος∙ άρχισαν να σφυρίζουν, τα αστραφτερά εισιτήρια ανέμιζαν με τα λαμπερά χρώματά τους κι οι άντρες κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν να συμφωνούσαν με τα μάτια πως το λεωφορείο ξεπερνούσε τον εαυτό του, πως ποτέ δεν είχε τρέξει τόσο γρήγορα, μάλλον γιατί ήξερε πως σήμερα ήταν γιορτή.
Η σκόνη, μια ελαφρά εισβολή διάλυσης, έμπαινε απ’ τα παράθυρα γεμίζοντας το όχημα,
Ύστερα έφτασαν στο Τσαπούλτεπεκ.
Ο οδηγός κρατούσε συνεχώς το χειρόφρενο που έκανε τα λάστιχα να ουρλιάζουν, καθώς έκαναν τον κύκλο γύρω απ’ την πλατεία της πόλης, που ήδη είχε επενδυθεί με την αποστροφή του Προξένου εξαιτίας των παλιών του εμπειριών εκεί πέρα. Ο Ποποκατεπέτλ φαινόταν απίστευτα κοντά τους τώρα, να παραμονεύει πάνω από τη ζούγκλα, η οποία είχε αρχίσει να βάφεται απ’ τη νύχτα.
Για μια στιγμή υπήρχε μια ηρεμία σαν λυκόφως στο λεωφορείο. Τα άστρα είχαν εμφανιστεί: ο Σκορπιός είχε βγει απ’ την τρύπα του και περίμενε χαμηλά στον ορίζοντα.

    Ο Πρόξενος έγειρε μπρος και σκούντηξε τον Χιού: ‘Βλέπεις αυτό που βλέπω;’ Τον ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι του προς τον πελάδο που στεκόταν στητός αυτή τη φορά, κάνοντας νευρικές κινήσεις με κάτι στα χέρια του, έχοντας περίπου την ίδια έκφραση όπως και νωρίτερα, αν και είχε κατά κάποιο τρόπο συνέλθει και ξεμεθύσει.
Καθώς το λεωφορείο σταμάτησε στην πλατεία, ο Χιού τινάχτηκε όρθιος και είδε πως ο πελάδο κρατούσε στη χούφτα του ένα θλιβερό, αιματοβαμμένο μασούρι ασημένιων πέσος και σεντάβος, τα χρήματα του νεκρού άντρα-
Οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Κάποιοι απ’ αυτούς έριξαν ένα βλέμμα στον πελάδο, δύσπιστοι και πάντοτε προκατειλημμένοι. Εκείνος τους χαμογελούσε ειρωνικά, ευχόμενος ίσως να έκαναν κάποιο σχόλιο. Αλλά κανένα σχόλιο δεν έγινε.
Ο πελάδο πλήρωσε το εισιτήριό του με κάποια από τα αιματοβαμμένα χρήματα, κι ο οδηγός τα δέχτηκε. Ύστερα συνέχισε να μαζεύει τα εισιτήρια των άλλων.
Οι τρεις τους στέκονταν στο ζόκαλο, μέσα στη ζεστή βραδιά. Οι γριές είχαν εξαφανιστεί: ήταν λες και τις κατάπιε η γη.
Από έναν κοντινό δρόμο ακούστηκε δυνατός και γοερός ο ήχος μιας κιθάρας. Κι απ’ ακόμη μακρύτερα έρχονταν οι μουσικές και οι φωνές απ’ τη γιορτή.

    Η Υβόν αγκάλιασε το μπράτσο του Χιού. Καθώς απομακρύνονταν είδαν τον οδηγό που είχε τελειώσει κουρασμένος τη βάρδια του και τον πελάδο με βήμα καμαρωτό κι ένα ηλίθιο χαμόγελο θριάμβου στα χείλη να μπαίνουν σε μια πουλκερία. Έμειναν κι οι τρεις να τους κοιτάζουν, καθώς και το όνομα του σαλούν, όταν έκλεισαν οι πόρτες του: το Todos-Contentos-y-yo-Tampien.
‘Όλοι χαρούμενοι’, είπε ο Πρόξενος, με τη βεβαιότητα πως θα έπινε ένα εκατομμύριο τεκίλες από τώρα ως το τέλος της ζωής του, σαν μια ευχή που τουλάχιστον ανέβαλε για την ώρα την ανάγκη για το πρώτο ποτήρι, ‘Κι εγώ επίσης’.
Ξαφνικά, κάπου μια καμπάνα, ανακάτευε τριφθόγγους.
Κατευθύνθηκαν προς το μέρος της γιορτής, ρίχνοντας τις σκιές τους απέναντι στην πλατεία, να περνούν πάνω απ’ την πόρτα του  Todos-Contentos-y-yo-Tampien, κάτω απ’ την οποία είχε εμφανιστεί η άκρη από ένα δεκανίκι.
Κοντοστάθηκαν λίγο από περιέργεια, παρατηρώντας το δεκανίκι που έμενε ακίνητο εκεί, λες και ο ιδιοκτήτης του είχε κάποια διαφωνία στην πόρτα, ή έπινε ένα τελευταίο ποτό.
Λίγο αργότερα το δεκανίκι εξαφανίστηκε, σαν να το είχαν σηκώσει ψηλά. Η πόρτα του Todos-Contentos-y-yo-Tampien, απ’ την οποία μπορούσαν να δουν τον οδηγό και τον πελάδο να πίνουν τα ποτά τους, είχε ανοίξει∙ είδαν κάτι να ξεπροβάλει.
Διπλωμένος στα δυο και βογκώντας από το βάρος, ένας γέρος, κουτσός Ινδιάνος κουβαλούσε στην πλάτη έναν άλλο Ινδιάνο, ακόμη πιο γέρο και σακάτη, με τη βοήθεια ενός λουριού σφιγμένου στο μέτωπό του. Κουβαλούσε τον γέροντα και τις πατερίτσες του –κουβαλώντας τα βάρη και των δυο-
Στέκονταν όλοι τους μέσα στη σκόνη να βλέπουν τον Ινδιάνο καθώς χανόταν με τον γέρο στην πλάτη σε μια στροφή του δρόμου, σέρνοντας τα φτωχά του σανδάλια στην γκριζόλευκη σκόνη του δρόμου.

Σημειώσεις :

Ο Μάλκολμ Λόουρυ συνέγραψε το διήγημα αυτό το 1936 τους πρώτους μήνες της εγκατάστασής του στο Μεξικό με την πρώτη του γυναίκα Ζαν Γκαμπριέλ. Το σπερματικό αυτό διήγημα αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία ο Λόουρυ θα συνελάμβανε και θα συνέθετε τα επόμενα δέκα χρόνια το διάσημο μυθιστόρημά του "Κάτω από το Ηφαίστειο".