Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 1

Αποδέσμευση Νο 3, PJ Harvey - White Chalk (2007)

του Arch Stanton

 

1. The Devil
2. Dear Darkness
3. Grow Grow Grow
4. When Under Ether
5. White Chalk
6. Broken Harp
7. Silence
8. To Talk to You
9. The Piano
10. Before Departure
11. The Mountain

Σκοτάδι. Η ένωση του ανθρώπου με τον εσώτερο κόσμο του, κάποιοι λένε, καταφύγιο της μνήμης ή καλύτερα της λησμονιάς, ισχυρίζονται κάποιοι άλλοι. Κι όμως, αν το φως είναι ενέργεια, το σκοτάδι τι είναι; Αν το φως, δισυπόστατο γαρ, είναι ύλη, το σκοτάδι τι είναι; Αν το φως, κινητήρια δύναμη του τροχού της ζωής, όχημα της αναζήτησης, μήτρα της εξέλιξης, είναι εν γένει γνώση, το σκοτάδι τι σκατά είναι; Η πόλη αυτή μοιάζει να είναι μια παγίδα φωτός με ελάχιστους σκοτεινούς θύλακες• μόνο πέντε εκατομμύρια. Το κορμί αυτό είναι μια παγίδα σκότους, μα το πόσες φωτεινές πηγές μπορεί να αποκαλύψει, αντικείμενο διερεύνησης για τους ενστικτώδεις μηχανισμούς του, αλλά ίσως και για τους δύο τύπους που πλησιάζουν.

"Dear darkness
Dear darkness
Won't you cover, cover me again
Dear darkness, deeeeaaaaaar
I've been your friend for many years" ["Dear Darkness"]

«Αναπνέει ρε συ; Για πιάσε του το σφυγμό.»
«Ανασαίνει νομίζω, αφού κουνιέται το στέρνο του. Πάντως αίμα δεν βλέπω πουθενά.»
Οι δύο μακρυμάλλικες φιγούρες έσκυψαν με υπέρμετρη προσοχή πάνω από τον ξαπλωμένο στο πλακόστρωτο της Λόντου Νάσο. Λιπόθυμος αυτός, διπλά από μια λακκούβα γεμάτη νερό, αντιλαμβάνεται τη συζήτησή τους σα να προέρχεται από κάποιο άλλο κόσμο, έναν κόσμο που βρίθει από ήχους και φως, αδυνατώντας να συμμετάσχει. Φεγγάρι δεν έχει απόψε, τα σύννεφα διαλύθηκαν μετά την απογευματινή βροχή και πάνω που τα αστέρια είπαν να το γιορτάσουν, ένα πέπλο υγρασίας στην ατμόσφαιρα αιχμαλωτίζει μεγάλο μέρος από τη λάμψη τους. Κάτω από τον υπόχλωμο φυσικό φωτισμό, τα χαρακτηριστικά του μειλίχιου προσώπου του μετά βίας διακρίνονται. Άλλωστε, πιο πολύ εντύπωση στους δύο τύπους κάνει το μπλουζάκι του Νάσου με το σήμα του Maus.

"Come
Come
Come here at once
Come
Come
On a night with no moon" ["The Devil"]

«Τι κάνετε εκεί ρε κωλόπαιδα;». Η αγριωπού ύφους ερώτηση προήλθε από ένα σωματώδη τύπο με ξυρισμένο κεφάλι που πλησίασε αθόρυβα, πολύ αθόρυβα για τον όγκο του, για να φωνάξει αμέσως προς την κατεύθυνση της Μπενάκη: «Μάγκες τρέξτε γρήγορα, κάτι αναρχόπουστες ξάπλωσαν ένα δικό μας.» Όχι απολογητικά, ο ένας από τους δύο απαντάει: «Τι λες ρε φασιστάκο, εδώ τον βρήκαμε τον άνθρωπο. Κι επειδή είσαι άσχετος, αυτός εδώ ο παίχτης δεν είναι δικός...». Μια μπουνιά, ύπουλη οπλισμένη με σίδερο, που σκάει με πάταγο στο σαγόνι του, δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει τη φράση του. Ο σύντροφός του δεν αργεί να βγάλει από το φουσκωτό μπουφάν του μια αλυσίδα και να καταφέρει με δεξιοτεχνία ένα χτύπημα στο γυμνό κρανίο του επίδοξου πυγμάχου, ενώ με μια κραυγή που σαν αχτίδα φωτός τρυπάει το σκοτεινό περίβλημα και ανοίγει κωνικά στο μυαλό του Νάσου, εκλιπαρεί για βοήθεια.
Εκατέρωθεν του αναίσθητου, δύο γονατιστές μαριονέτες. Ο πόνος κινεί τώρα τα νήματα και αυτό είναι φανερό στα τρεμάμενα σκέλη τους, στις γκριμάτσες στα πρόσωπά τους, στις σταγόνες που γίνονται ρυάκια και βάφουν τη λακκούβα δίπλα στο Νάσο κόκκινη. Οι βρισιές τους καλύπτονται με μαεστρία από της νότες ενός πιάνου, στημένου σε παρακείμενο καφενείο. Τα πλήκτρα του χαϊδεύουν τα οστεώδη δάχτυλα που μόλις ξεπροβάλλουν μέσα από τα φαρδιά μανίκια του κατάλευκου φορέματος της PJ. Καρφιτσωμένη στο μανίκι πεταλούδα, άσε την ψυχή σου να πλανιέται στα ασπρόμαυρα κομβία...

"My fingers sting
Where I feel your fingers have been
Ghostly fingers
Moving my limbs" ["The Piano"]

Τις στιγμές που ακολουθούν οι φίλοι του ξυρισμένου φτάνουν τρέχοντας, καθώς η αντανάκλαση της λάμπας στη ματωμένη λακούβα αρχίζει να τρέμει και τελικά να χάνεται μέσα στις πτυχώσεις της υγρής επιφάνειας. Δεν είναι και λίγοι, και ορμάνε με μανία στον τύπο που κραδαίνει επιδέξια την αλυσίδα πάνω από το κεφάλι του. Το πιάνο ενώνεται μ' ένα μπάντζο, μια φυσαρμόνικα και με τους αλαλαγμούς που ακούγονται από τους γύρω δρόμους. Μια συμφωνία από ανάσες, φωνές και ήχους βημάτων από ανθρώπους που ξεπροβάλλουν από παντού τρέχοντας. Ο τύπος με την αλυσίδα αφού ξάπλωσε έναν, δύο, τρεις δέχεται μια αγκωνιά στο σβέρκο από έναν τέταρτο και αφήνει τη μάχη χωρίς πρωταγωνιστή πια. Οι σύντροφοί του καταφτάνουν λίγοι λίγοι προτάσσοντας τα ξύλινα ρόπαλά τους και κυκλώνουν τώρα πια την ομάδα των ακροδεξιών γύρω από τα ξαπλωμένα σώματα. Το πιάνο συνεχίζει να παίζει στα δικά του μέτρα και τώρα δυναμώνει, αγνοώντας το χαμό τριγύρω, για να μασκαρέψει της άγριες σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας με κουστούμια λευκά, λουσμένα στο φως. Η βίαια ένωση των δύο ομάδων γίνεται μουσική, η μουσική της γαμήλιας τελετής που το φως με το σκοτάδι έχουν στήσει στην ψυχή του Νάσου.

"Hit her with a hammer
Teeth smashed in
Red tongues twitching
Look inside a skeleton" ["The Piano"]

Ροπαλιές, κρανία που ραγίζουν, κλοτσιές, γροθιές, αγγεία που σπάνε, κουτουλιές, μύτες που ανοίγουν, πνευμόνια που γεμίζουν πόνο και αδειάζουν οργή, αγκωνιές σε σκυμμένα κεφάλια, γονατιές, λαιμοί που ασφυκτιούν μέσα σε παλάμες, μυαλά που θολώνουν από τον πόνο, πόδια που λυγίζουν, αντοχές που εξαντλούνται, πλευρά που θρυμματίζονται, σάλιο και δόντια σε μια φτυσιά, σε δεύτερη φτυσιά, δάκρυα πόνου, αντρίκια όπως όλα τα δάκρυα.
Οι δυο ομάδες δεν ξεχωρίζουν πια, η μάχη διασπασμένη σε μόρια που τα άτομά της επιδιώκουν να υποτάξουν το ένα την ενέργεια του άλλου. Δύο χούντες που υποτίθεται ότι έχουν τόσες διαφορές μεταξύ τους, εδώ έχουν πολτοποιήσει τη διαφορετικότητά τους και έχουν γίνει ένα. Σάλιο και δόντια και αίμα σε τρίτη φτυσιά, ιδρώτας και μίσος μαζί. Κραυγές που ακτινοβολούν, νότες κρυμμένες στο σκοτάδι. Νότες που σκάβουν τη φαιά ουσία και ανοίγουν το τούνελ της θύμησης του Νάσου. Μια κουκίδα φωτός στην άλλη άκρη που μεγαλώνει ακαθόριστα και πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σχηματοποιεί ατόφιες, εικόνες του κοντινού παρελθόντος. Οι εικόνες σταθεροποιούνται απότομα σε κάτι που μοιάζει με μπαρ, οι νότες του πιάνου συνεχίζουν να πλανώνται στο χώρο, κουβαλώντας πια και τη φωνή της PJ Harvey.

"The ceiling is moving
Moving in time
Like a conveyor belt
Above my eyes
When under ether
The mind comes alive
But conscious of nothing
But the will to survive" ["When Under Ether"]

Ένα μπαρ, μικρό ποτοπωλείο σε μια στοά, σ` ένα κάθετο, σ` ένα παράδρομο, σ` ένα πεζόδρομο που καταλήγει σε αδιέξοδο, όπως οι ζωές όλων. Μια πόρτα από γυαλί και ξύλο σε χρώμα ηδύ κόκκινο, των λιονταριών το αίμα, που έμεινε όσο έπρεπε σε ανήλιαγο κελάρι, πριν γεμίσει το ποτήρι, πριν δροσίσει το λεπτοκαμωμένο, γεμάτο αυλακώσεις λαιμό - να σβήσεις τα φιλιά σου - της μελαχρινής με τα λυτά μαλλιά και το σκληρό λεξιλόγιο, Raymond.
Εκεί μέσα, στην άκρη της μακρόστενης μπάρας, ο Νάσος βρίσκει τη θέση του, μακριά απ' όλους. Διεκδικεί το μερίδιο στην ησυχία, στη μοναξιά, στη λατρευτή του σκοτεινιά με συμπότες ιδιαίτερους, τις αναμνήσεις του, τα ελληνικά του τσιγάρα, το πικρό ιρλανδέζικο ουίσκι του και την εξυπηρέτηση του ιδιόρρυθμου μπάρμαν, με τα γκρίζα καλοχτενισμένα μαλλιά, το ριγωτό κουστούμι, το μπορντό πουκάμισο, τη μαύρη γραβάτα και το κρυμμένο γιλέκο. Οι εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις με τον ευγενικό διαχειριστή του ποτοπωλείου περιορίζονται σήμερα σε λιγότερες από πέντε λέξεις, αρκεί η προσφορά του ποτού, άμεση και σωστή, χωρίς πάγο. Το βλέμμα του στρέφεται ευθεία μπροστά, ανάμεσα στα κενά που αφήνουν τα σχέδια του καπνού, σε φθονερή αναλογία με το βουητό που παράγεται στ' αυτιά του - σύντροφο πολλών, ως και του Μεγάλου Σελίν - και τρυπώνει στη μουσική τού SILENCE.

"All those places where I recall
The memories that gripped me
And pinned me down" ["Silence"]

Σε αυτή τη θορυβώδη ησυχία, όλες οι αναμνήσεις από τις ακρώρειες της θύμησής του στριμώχτηκαν να καταλάβουν την πρώτη θέση στα μάτια του και δεν τα κατάφερε καμία. Όλα τα μέρη που είχε ταξιδέψει, όλες οι πόλεις που έζησε και έχουν γίνει πια πατρίδες του, όλα τα χέρια που ένιωσε να τον αγκαλιάζουν, τα χείλια που είχε και τον είχαν φιλήσει, οι καρδιές που πλήγωσε και όλη η μοχθηρία που τον στοίχειωνε και τον έχει αφήσει ανήμπορο, κενό. Η επιδερμίδα του ακίνητη, λίμνη παγωμένη κάτω από σκανδιναβικό ουρανό. Οι διαρκείς οχλήσεις των θαμώνων, αετοί πεινασμένοι που αυτοκτονούν εφορμώντας κάθετα στον πάγο, πεπεισμένοι πως υπάρχει υποδόρια ζωή.

"As soon as I'm left alone
The devil wanders into my soul" ["The Devil"]

«Ένα Tullamore Dew σκέτο, και γρήγορα». Αυτό ήταν, ο πάγος έσπασε. Την αγενή απαίτηση προς το μπαρ ξεστόμισε μαζί με τον καπνό από ένα Kohiba ένας τύπος με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο και φάτσα σίγουρη.
«Ποιος μαλάκας πίνει το ποτό του πατέρα μου και το ζητάει λες και του ανήκει το μαγαζί;», ξεφυσάει ο Νάσος, μετά από πολλή ώρα σιωπής.
«Μικρέ, δε σου έχω πει να μη δυσανασχετείς; Τι μούτρα είναι αυτά; Ακόμα δεν πήρες μια απόφαση της προκοπής, ακόμα εγκλωβισμένος στις ίδιες νοσηρές συνήθειες; Νομίζεις ότι διατηρείς το μυαλό σου σε εγρήγορση κι ότι πνευματικά υπερέχεις από τους υπόλοιπους, τους συμβιβασμένους; Νομίζεις ότι μπορείς καν να σκέφτεσαι; Γιατί η αντρική σκέψη φαίνεται στην πράξη. Εσύ τι έχεις κάνει μέχρι τώρα; Να σου πω εγώ; Τίποτα, τίποτα απολύτως. Μήτε οικογένεια μήτε δουλειά με λεφτά. Ούτε ένα αμάξι της προκοπής. Ποιος σε ξέρει, ποιος μιλάει για σένα, ποιος σε σέβεται; Άντρας χωρίς εξουσία και πίστη στο θεό, ίσον τίποτα.» Η φάτσα του τύπου παραμένει εκνευριστικά σίγουρη, αλλά συλλαβή με συλλαβή σκληραίνει, γεμίζει ρυτίδες κι η καθηλωτική φωνή του βυθίζει τον Νάσο, όλο και περισσότερο, σε φόβους εφηβικούς, ανομολόγητους. Ανήμπορος να αντιδράσει, το μόνο που κάνει είναι να ψελλίσει: «παράτα με, θέλω ένα ποτό ακόμα.»
«Ορίστε το ποτό σου». Η ανέλπιστη αρωγή ήρθε από τη σερβιτόρα που μέχρι τώρα δεν της είχε δώσει σημασία. «Τώρα θα τον μάθεις αγόρι μου;» και τα δάχτυλά της περιποιήθηκαν με στοργή τα μαλλιά του. «Πάντα έτσι ήταν, πάντα σε πίεζε, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Το καλό σου ήθελε όμως. Δίκιο έχει κι αυτός κατά βάθος. Εσύ όμως δεν άκουγες κανέναν, πάντα πεισματάρης και αντιδραστικός. Ήταν ανάγκη να σηκωθείς να φύγεις, χωρίς να σκεφτείς κανέναν; Ούτε τη μάνα σου που σε αγαπούσε και σε στήριζε πάντα;» Τώρα εκείνη τον κοιτάει ίσα στα μάτια με παράπονο κι αγάπη, τόνοι βαμβάκι που πλακώνουν την ψυχή του, ενώ ο απαιτητικός πελάτης πίνει πλέον αμέριμνος το ποτό του παραδίπλα. Φέρνει τα χέρια στο πρόσωπό να σκουπίσει τα δάκρυα, αλλά οι ενοχές δεν στεγνώνουν. Μόλις ξανανοίγει τα μάτια του, η νεαρή γκαρσόνα εξυπηρετεί ήδη μια παρέα στην άλλη γωνία.

"I'd risen this morning determined to break
Spare my longing, not to think
I freed myself from my family
I freed myself from work
I freed myself, I freed myself and remained alone" ["Silence"]

Πισωπατώντας, με το βλέμμα του να ουρλιάζει ότι δεν καταλάβαινε τίποτα πια και το στόμα του ολάνοιχτο, βγαίνει από το μαγαζί. Ανασαίνει ακανόνιστα, ρουφώντας με βουλιμία όσο περισσότερο οξυγόνο μπορεί. Ο φρέσκος αέρας αντί να τον συνεφέρει, κάνει τον εγκέφαλο του που αιματώθηκε απότομα, να θέλει να αυτονομηθεί. Ένας οξύς πόνος ξεκινάει από τα μηνίγγια και αγκαλιάζει σαν δέσμη από αγκάθινα στεφάνια το κρανίο του.
«Δώσε κάτι, ό,τι έχεις ευχαρίστηση». Είναι μια φωνή γλυκιά και σπαραχτική μαζί, σχεδόν παιδική, η φράση όμως δεν μοιάζει με ικεσία.
«Δεν έχω», φωνάζει περισσότερο ο πόνος και λιγότερο ο Νάσος, που γυρνώντας αντικρίζει το γέρικο και μαυρισμένο από το καυσαέριο πρόσωπο ενός επαίτη, ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο, να του προτάσσει το βρώμικο χέρι του. Δεν έχει μαλλιά, μόνο κάτι σα χνούδι φύτρωνει στην κορφή του κεφαλιού του. Φοράει στρατιωτικό πουλόβερ, τρύπιο και κατασκονισμένο και από τη μέση και κάτω είναι σκεπασμένος με μια κόκκινη, παλιοκαιρισμένη βελέντζα.
«Για μένα έχεις», η φωνή του μοιάζει πλέον σίγουρη. «Μου το χρωστάς άλλωστε».
Ο πονοκέφαλος εγκαταλείπει απότομα το κεφάλι του Νάσου και σαν καταρράχτης ξεχύνεται προς τα κάτω, διαπερνάει ολόκληρο το κορμί του και κάνει τα γόνατά του να λυγίσουν. Ψελλίζει κάτι σαν συγγνώμη και σκύβει από πάνω του, φέρνοντας το πρόσωπό του πολύ κοντά και κοιτώντας τον με απορία. Η ανάσα του δε βρωμάει από την αφαγία, αντίθετα ξεκλειδώνει ένα μπαούλο με θύμησες και συναισθήματα στο μυαλό του Νάσου, με αναμνήσεις από πολύ οικείες καταστάσεις.
«Ακόμα δε με γνώρισες πατέρα; Βέβαια, δε με είδες και ποτέ». Πριν ακόμα η λέξη «ποτέ» ερεθίσει το ακουστικό του νεύρο, ο Νάσος μούδιασε ολόκληρος. Κάνει να πιάσει τον άγνωστο άντρα από τη λαιμόκοψη του πουλόβερ, όμως δεν μπορεί. Ο φόβος, σατράπης τώρα στην ψυχή του, τον παραλύει. Μέχρι να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά του, το πρόσωπο του ζητιάνου έχει αλλάξει μορφή. Δεν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει το παιδικό του πρόσωπο, όπως σε τόσες φωτογραφίες που φύλαγε η μάνα του σ' εκείνα τα άλμπουμ.
«Η ανάσα μου σου θυμίζει τα φιλιά της, έτσι δεν είναι; Σαν το παλιό καλό κρασί, σαν την ανάσα της μετά το σεξ, που μύριζε φρούτα και αγριολούλουδα. Σκέψου, αυτά και οι αποφάσεις σου μετέπειτα μας έφεραν ως εδώ. Εσύ στα όρια της παράκρουσης κι εγώ αγέννητος, να υπάρχω μόνο στους φόβους σου». Δάκρυα κυλούν από τα μάτια και των δύο. Τα χέρια τους σμίγουν. Το μπαούλο έχει αδειάσει από όλες τις καλές αναμνήσεις και τώρα ξερνάει οδύνες από τα τρίσβαθα...

"The woman beside me
is holding my hand
I point at the ceiling
She smiles so kind
Somethings inside me
Unborn and unblessed
Disappears in the ether
This world to the next" ["When Under Ether"]

Ο Νάσος αφήνει τα χέρια του βασανισμένου πλάσματος, ότι κι αν είναι αυτό, πραγματικό ον ή παιχνίδι της νοσηρής φαντασίας του και σηκώνεται τρέμοντας. Αυτό που γίνεται απόψε δεν μπορεί να το αντέξει για πολύ ακόμα. Δεν μπορεί να παλέψει άλλο με αυτή την παράνοια. Παράνοια, σχιζοφρένεια, ο Μαλλιάς του είχε εξηγήσει κάποτε τη διαφορά, αλλά τώρα του φαίνεται ότι τον κυνηγάνε όλες οι κατάρες του ανθρώπινου μυαλού. Παράνοια στον πυρήνα του φόβου που τον κατακλύζει αυτήν εδώ την ώρα, κατάθλιψη μπροστά στο τρομακτικό έρεβος που κρύβει το παρελθόν του, αλλά και σχιζοφρένεια να προσπαθεί με βία να διαρρήξει την ενότητα μεταξύ των δύο Νάσων που παλεύουν μέσα του. Ρίγη συγκλονίζουν το κορμί του και φτάνουν μέχρι τα ακρομόρια της ύπαρξής του. Μόνη λύση για τώρα η φυγή, τα πόδια του προστάζουν πια το μυαλό, καθώς και οι Ερινύες που ουρλιάζουν στο κατόπι του. Έτσι είναι άραγε οι πόνοι της γέννας, όταν μια καινούρια οντότητα ξεπηδάει μέσα από τα σπλάχνα της γυναίκας; Ή τώρα βιώνει το συναίσθημα της ύστατης ώρας, μόλις μια στιγμή πριν ο θάνατος σφαλίσει τα μάτια του; Τρέχει όλο και πιο γρήγορα, χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να ελπίζει, χωρίς καν να λαχανιάζει. Η λογική του συγκρότηση σε παροξυσμό τον ικετεύει να σταματήσει. Όχι δε θα λυγίσει, όλο αυτό πρέπει να τελειώνει. Οι δύο εαυτοί του που μονομαχούνε, αλληλοσκοτωθήκανε κι ένας καινούριος Νάσος γεννήθηκε. Ποιος τον κάνει να τους αναπολεί; Τι θέλουνε τώρα; Αφού τους έκαψε, πήρε την τέφρα και τη σκόρπισε στο πέλαγος. Τη ζωή όμως που στέρησε, τη βιολογική του συνέχεια που πέταξε στη χέστρα, δεν μπόρεσε να της κάνει την κηδεία. Γι` αυτό και συνεχίζει να τρέχει. Τρέχει για να ξεφύγει ή για να φθάσει στη λύση; Το τρέξιμο δρα σαν θεραπεία, κύματα οξυγόνου πλημμυρίζουν τα πνευμόνια του, δίνουν στο αίμα του το άλικο χρώμα της υγείας και κατακλύζουν τις εγκεφαλικές του διόδους σα ναρκωτικό. Κι έτσι, τρέχοντας, φτάνει Μεσολογγίου και Λόντου. Είναι πλέον αποφασισμένος να τελειώνει με αυτό το βασανιστήριο. Η καρδιά του αντλεί αίμα πιο λαίμαργα από ποτέ, σχεδόν ακούγεται, και οι φλέβες στο λαιμό του κοντεύουν να εκραγούν. Η οργή γεμίζει τα μάτια του με κόκκινες ρωγμές, όταν μπροστά τους εμφανίζεται η πλάτη ενός άγνωστου άντρα. Η καρδιά του τώρα ακούγεται καθαρά στα αυτιά μου κι ένα χέρι που μου αρπάζει από πίσω το λαιμό δε με αφήνει να αναπνεύσω. Γυρνάω και τον αντικρύζω, αντικρύζω την απόγνωσή του ενώ και τα δυο του χέρια σφίγγουν πλέον το λαιμό μου. Στην κόρη του αριστερού μου ματιού σχηματίζεται το είδωλο ενός άλλου άντρα κι ενός αγκώνα που πέφτει με δύναμη στο σβέρκο του Νάσου. Σωριάζεται ξερός στο πλακόστρωτο, δίπλα σε μια λακούβα με νερό, ενώ εμείς το βάζουμε στα πόδια.

"The words are tightening around my throat and, and
Around the throat of the one I love
The timing, the typing, the tightening
Around the throat of the one I love
The timing, the typing, the tightening" ["Dear Darkness"]

Το στέρνο του Νάσου φουσκώνει εισπνέοντας, λες και θέλει να χωρέσει και να επεξεργαστεί όλη τη ματαιότητα της μάχης που προηγήθηκε γύρω του. Ακολουθεί η εκπνοή του βαριά μα αθόρυβη, να προσπαθεί μα να μην τα καταφέρνει να αποβάλλει μια για πάντα την παράνοια που απομένει. Ο φάρος ενός περιπολικού κάνει τη Λόντου να μεταμορφώνεται εναλλάξ από σκοτεινό στενάκι σε ψευδαίσθηση, με τα υπολείμματα της μάχης ντυμένα με γαλάζιο μανδύα, ενώ μια φλέβα που διογκώνεται στο πιτσιλισμένο με σταγονίδια αίματος μέτωπό του αποτυπώνει στην έκφραση του την αγωνία να αντιληφθεί τον κόσμο, να κατανοήσει το δυισμό φύσης, κοινωνίας και ανθρώπινης ψυχής και εντέλει να διαλέξει μεριά.
Οι αισθήσεις του σιγά σιγά πατούν ξανά τα πόδια τους στο έδαφος του έξω κόσμου, αλλά αυτός παραμένει πεισματικά καθηλωμένος μεταξύ ζωής και θανάτου, αγκυλωμένος εξαιτίας ενός αδιόρατου φόβου. Παγιδευμένο το κορμί του σ' ένα περίγραμμα από λευκή κιμωλίαπου, ζωγραφισμένο στο πλακό-στρωτο, πάλλεται μαζί με την αναπνοή του. Καθώς η συνείδησή του αποχωρίζεται το σώμα του, το αίσθημα της πτώσης αντιστρέφεται. Τον εγκαταλείπει και μας παίρνει μαζί της, αρχίζει να κερδίζει ύψος περιστρεφόμενη και να παρατηρεί το άδειο της σαρκίο.  Όσο ανεβαίνουμε, η ξελογιάστρα απόσταση κάνει το ξαπλωμένο κορμί μέσα στο άσπρο περίγραμμα να μοιάζει όλο και περισσότερο με ανθρώπινο έμβρυο μέσα στη μήτρα της μάνας.            

"Dorset's cliffs meet at the sea
Where I walked our unborn child in me
White chalk coarse scattered land
Scratch my palms, there's blood on my hands" ["White Chalk"]