Top menu

"Αν σου άρεσε το σχολείο, θα λατρέψεις τη δουλειά" του Ίρ. Γουελς

Απόσπασμα από το βιβλίο διηγημάτων του Ίρβιν Γουελς "ΑΝ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, ΘΑ ΛΑΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ" [IF YOU LIKED SCHOOL, YOU’LL LOVE WORK], που θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία από αύριο (Τρίτη, 9/3), σε μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά, από τις Εκδόσεις Οξύ (Σειρά : Παραμόρφωση). Πρώτη έκδοση τον Ιούλιο του 2007 από τον βρετανικό εκδοτικό οίκο Jonathan Cape Ltd.


*

ΤΡΙΣ


Η πρώην συμβία μου κατέφτασε στο σπίτι της γριάς μου μαζί με το παιδί. Για να μου δώσει να καταλάβω. Χρησιμοποιεί το παιδί σαν όπλο εναντίον μου. Είναι παράξενο πώς αλλάζουν τα χρόνια τους ανθρώπους. Έτσι όπως κοίταζα την Τρις καθισμένη απέναντί μου στο τραπέζι –με το γνωστό απελπισμένο βλέμμα της, τις σπασμωδικές κινήσεις της, τον τρόπο που κρατάει πλεγμένα τα χέρια της, λες και πρόκειται για τρόπαια σε έκθεση– μου φαινόταν απίστευτο πόσο λίγα πράγματα ένιωθα για κείνη. Αυτή ήταν η γυναίκα με την οποία πλάγιαζα κάθε βράδυ, εκτός από μερικά ατυχήματα (συνήθως με ευτυχή κατάληξη όπως συμβαίνει συνήθως), επί δεκάξι γαμημένα χρόνια. Είναι τρελό, αλλά υποθέτω ότι ήθελα να νιώσω κάτι, οτιδήποτε, μόνο και μόνο για να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν ένα γαμημένο χάσιμο χρόνου.
Εξίσου ανησύχησα όταν είδα την αδιαφορία μου να καθρεφτίζεται στο κενό της βλέμμα. Είχε κόψει τα μαλλιά της κοντά και τα είχε βάψει στο φυσικό καστανό της χρώμα, μόνο που η απόχρωση ήταν λιγάκι πιο έντονη και πιο σκούρα και απλώς τραβούσε την προσοχή μου στο γεγονός ότι σιγά σιγά η ομορφιά της ξεθώριαζε. Ήταν το είδος του κουρέματος με το οποίο η γκόμενα δηλώνει στον κόσμο: «Έχω πάψει να κυνηγάω το φάντασμα της νεότητάς μου και έχω μεταμορφωθεί επισήμως στη μητέρα μου».
Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει επειδή μπορεί να διακρίνει την περιφρόνηση στο βλέμμα μου, αλλά με κοιτάζει λες και εγώ είμαι αυτός που έχει πάρει την κάτω βόλτα. Ποιος; Εγώ! Που έχω ακόμα μέση ογδόντα πόντους, αν και τώρα τελευταία γύρω απ’ τη ζώνη μου κρέμεται ένα μικρό σωσίβιο. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποιο χρονικό σημείο που σταματήσαμε να είμαστε ανθρώπινοι, αληθινοί ο ένας απέναντι στον άλλον. Τώρα απλώς εκτελούμε τις κινήσεις της γνωστής παντομίμας, κάτι που, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ούτε εκείνη δείχνει να απολαμβάνει. Δεν είναι και πολύ ευχάριστο να προβάλλεις τη λιγότερο κολακευτική εκδοχή του εαυτού σου. Όποτε βρισκόμασταν, που ευτυχώς δεν γινόταν συχνά, απλώς υπενθυμίζαμε στον εαυτό μας τι καθάρματα είχαμε καταντήσει ο ένας για τον άλλον. Όταν κοιταζόμασταν, το μόνο που βλέπαμε ήταν αποτυχία και ταπείνωση, τίποτε άλλο. Τώρα που ήμασταν χώρια, μπορούσαμε να βάλουμε ο ένας τον άλλον πάνω σε ένα είδος βάθρου• να θυμόμαστε τις καλές εποχές, μέχρι και τον έρωτα, αλλά να ξανασμίξουμε; Σε καμία περίπτωση.
Δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω σπίτι, και σίγουρα το σπίτι μου δεν είναι πια εδώ. Όχι, για μένα σπίτι είναι τα Κανάρια Νησιά: ήλιος όλο το χρόνο και καλοκαιρινές γκόμενες που πνίγονται απ’ αυτόν. Να πάτε να γαμηθείτε κι εσείς και η Αγγλία σας.
Τώρα, καθώς κοιτάζω γύρω μου το σπίτι της μάνας μου, λυπάμαι για το πόσα λίγα έχει να δείξει απ’ τη ζωή της. Ελάχιστα έπιπλα, τηλεόραση και μερικά μπιμπελό πάνω στο τζάκι• αυτά όλα κι όλα. Οι γονείς μου υπήρξαν εκπρόσωποι της τελευταίας γενιάς που τα μέλη της κράτησαν τα ρουθούνια τους καθαρά από σκόνες, συντάχθηκαν πειθήνια κάτω από τη σημαία για να πολεμήσουν σε έναν ηλίθιο πόλεμο, και άκουγαν σαν πιστά σκυλιά τη Βασίλισσα να λέει τις παπαριές της κάθε Χριστούγεννα. Βεβαίως, όπως ακριβώς οι πρόγονοί τους, γνώρισαν κι αυτοί το βασιλικό παλούκωμα. Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο περιμένουν να τους δοθούν κατοικίες που αξίζουν σε ήρωες. Πού είναι λοιπόν; Δεν βλέπω τίποτε τέτοιο σε αυτό το πανουκλιασμένο ακίνητο.
Ναι, θα μπορούσα να βοηθήσω λιγάκι τη γριά μου στη διακόσμηση την επόμενη φορά που θα έρθω να μείνω αρκετές μέρες. Να ρίξω κάνα βάψιμο. Να στρώσω καμιά ταπετσαρία. Να κάνω τα πράγματα λίγο πιο χαρούμενα.
Κοιτάζω την Τρις. Ορισμένα πράγματα χρειάζονται κάτι περισσότερο από μια επιφανειακή ανακαίνιση για να γίνουν ανεκτά.
Η μαμά, ο Θεός να την έχει καλά, έχει πάρει την Έμιλι στην κουζίνα. Όπως και η γριά, έτσι και η μικρή δεν είναι χαζό• ξέρει ότι μιλάμε για πάρτη της, αλλά προτίμησε να φύγει. Τώρα λοιπόν η μητέρα Τερέζα χαμηλώνει τον τόνο της φωνής της και λέει: «Έχω φτάσει στα όριά μου, Μάικλ. Δεν κάνει τίποτε. Δεν διαβάζει για το σχολείο, δεν κάνει καμιά δουλειά στο σπίτι για να με βοηθήσει… το σχολείο της δίνει στα νεύρα για τα καλά…».
«Ναι, αυτό πιστεύω ότι είναι πρόβλημα», συμφωνώ, κάπως αφηρημένα.
Με κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι της. «Έτσι θα με βοηθήσεις; Λέγοντας ηλίθιες κοινοτοπίες;» μου λέει σαρκαστικά, «τις ίδιες κοινοτοπίες μια ζωή».
Πρόκειται για μια καινούργια λέξη που έχει μάθει: κοινοτοπίες. Πολύ μουράτη λέξη για μια Χάρτνγουικ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν πρέπει να μορφώνονται, η παιδεία απλώς τροφοδοτεί τη δυσαρέσκειά τους. Θα ήταν όλοι πολύ πιο ευτυχισμένοι ασφαλτοστρώνοντας δρόμους.
«Άκου, αν θέλεις να έρθω μαζί σου σε κάποια συνάντηση γονέων και κηδεμόνων στο σχολείο, πρέπει να με ειδοποιήσεις νωρίτερα. Δεν είναι εύκολο, όταν προσπαθώ να τα φέρω βόλτα με ένα μπαρ εκατοντάδες μίλια μακριά…»
Βλέπω μια μοχθηρή λάμψη στα μάτια της και συνειδητοποιώ ότι μόλις έχω κάνει το πρώτο μου μεγάλο λάθος. «Μια ζωή ο ίδιος», μου αντιγυρίζει. «Αχ, Μίκι φουκαρά μου, η ζωή σου θα πρέπει να είναι πολύ σκληρή, να τα φέρνεις βόλτα με ένα μπαρ σ’ ένα νησί που κάνει τόση ζέστη!» Κουνάει το κεφάλι της. «Κοινοτοπίες.»
Και τώρα αυτή η σπασαρχίδω επιχειρεί το πρώτο της πέσιμο. Το αγόρι μας πρέπει να βρει κάλυψη στα σχοινιά, να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να συνεχίσει να αποφεύγει τα χτυπήματα.
Τα χαλασμένα ελατήρια από την παλιά καρέκλα που κάθομαι μπήγονται στην πλάτη μου. Πρέπει να πάρω καινούργιο σαλόνι στη γριά. Όχι ότι το χρησιμοποιεί ποτέ. Αυτή ήταν η πολυθρόνα του γέρου μου. Παρόλο που ζούσε σε τέτοιο στάβλο, ποιο νομίζετε ότι ήταν το αγαπημένο του τραγούδι; Το «Good Life» του Τόνι Μπένετ. Το έκανε τρελό κέφι. Δεν έζησε και πολύ καλή ζωή εδώ, ούτε εγώ, όπως αποδείχθηκε, αφού κόλλησα μ’ αυτή τη σπασαρχίδω. Νιώθω τα ελατήρια στην πλάτη μου και η φοράδα συνεχίζει να με τσιγκλάει. «Έλα τώρα, Τρις, αυτό που πας να κάνεις δεν θα λύσει το πρόβλημα…»
«… ενώ εγώ δουλεύω στο εργαστήριο πέντε μέρες τη βδομάδα και προσπαθώ να μεγαλώσω την κόρη μας!»
Τη βλέπω σφιγμένη. Ίσως θέλει να ανάψει τσιγάρο. Είναι η αδυναμία της, κι εγώ δεν τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για όσους δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις εξαρτήσεις τους. Όμως ξέρει ότι δεν την παίρνει να ανάψει τσιγάρο στο σπίτι της γριάς μου.
Η Τερέζα Χάρντγουικ κάνει κύκλους, προσπαθώντας να δώσει στον αντίπαλό της το καίριο χτύπημα, αλλά ο Μάικλ Μπέικερ εξακολουθεί να αποφεύγει με σβελτάδα τις επιθέσεις της.
Ξεφυσάω κάνοντας έναν ήχο κλανιάς με τα χείλη μου. Θυμάμαι ότι ήταν ένα από τα πράγματα που την εξόργιζαν και σταματάω. Όλοι μας έχουμε τέτοια. Ποια ήταν τα δικά της κόλπα που εξόργιζαν εμένα; Πάρα πολλά για να τα αναφέρω. Σίγουρα όμως, ένα απ’ αυτά ήταν ότι σούφρωνε το στόμα της και το έκανε να μοιάζει με πισινό γάτας, όπως κάνει τώρα. «Κατανοώ ότι δεν τα βγάζεις πέρα εύκολα», της λέω, παίρνοντας το διπλωματικό μου ύφος, «αλλά αυτό το μπαρ μου δίνει και τρώω. Τουλάχιστον έτσι μπορώ να βγάζω κάποια χρήματα για να σας στέλνω», λέω και σκέφτομαι ότι ίσως αυτό το τελευταίο να ακούστηκε υπερβολικά αλαζονικό.
Φαρμακερό χτύπημα από τον Μπέικερ! Η Χάρντγουικ το ένιωσε για τα καλά.
Βεβαίως μου την πέφτει σαν ορδή χούλιγκαν της Μίλγουολ που έχουν τους αριθμούς με το μέρος τους. «Ναι, Μίκι, έτσι είναι, όλο θυσίες μου είσαι…»
Δυνατή απάντηση από τη Χάρντγουικ. Προσπαθεί να ρίξει άλλο ένα δεξί, αλλά ο Μπέικερ την έχει κάνει κιόλας.
«Κοίτα, δεν έχω σκοπό να καθίσω να ανταλλάζω προσβολές μαζί σου. Ξέρεις πού καταλήγει αυτό», λέω, «θα αρχίσουμε και οι δύο τις φωνές. Το έχουμε ξανακάνει• δεν μου κάνει καλό –ούτε σε σένα, άλλωστε– και σίγουρα δεν κάνει καλό στην Εμ. Εξάλλου είμαι στο σπίτι της μάνας μου και πρέπει να δείξω λίγο σεβασμό».
«Είσαι μανούλα σ’ αυτά, έτσι;» λέει ξεφυσώντας σαν μάγισσα, «ξέρεις να σέβεσαι τα σπίτια των ανθρώπων».
Ω! Αυτό ήταν ένα χτύπημα κάτω από τη μέση απ’ τη Χάρντγουικ.
Ακολουθεί μια παρατεταμένη σιωπή, κι εκείνη απλώς με κοιτάζει, με ζυγίζει. Δεν έχει κανένα νόημα να γυρίζεις το ρολόι πίσω στο χθες. Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα για να προχωρήσουν στη ζωή τους. Ελλείμματα του χαρακτήρα, θα μπορούσε να πει κανείς. Σηκώνομαι και ανακλαδίζομαι, μόλις που καταφέρνω να πνίξω ένα χασμουρητό. Πάντα της την έσπαγε να χασμουριέμαι όταν άρχιζε το κήρυγμα. Τώρα πια είναι υποχρεωμένη να το συνηθίσει. Κοιτάζω την παλιά φωτογραφία του πατέρα μου πάνω στο τζάκι. Είναι τρελό, αλλά στις μέρες μας αυτό το μουστάκι θα τον έκανε να μοιάζει με γκάνγκστερ. «Φεύγω αύριο», της λέω. «Ενημέρωσέ με.»
Καλή προσπάθεια από τον Μπέικερ, ο οποίος ήταν εμφανώς στριμωγμένος αλλά συνέχισε να αποφεύγει τις δύσκολες με γρήγορα πηδηματάκια.
Η Τρις πιάνει το υπονοούμενο και καθώς σηκώνεται διακρίνω μια καινούργια ζάρα κάτω από το σαγόνι της. Πάντα της άρεσαν τα σνακ, από την εποχή κιόλας που φλερτάραμε. Αν και οι Χάρντγουικ ήταν πολύ καθωσπρέπει φαμίλια. Εμένα μου λες! Είχαν μεγαλώσει με τζανκ φουντ. Η μαμά της νόμιζε ότι η υψηλή μαγειρική ήταν να βάζεις τις ψαροκροκέτες από τη κατάψυξη στη ψησταριά αντί για το τηγάνι. «Πάντα μου αρέσει να ψήνω το φαγητό», σχολίαζε η παλιοφώκια. Οπότε η Τρις δεν τα είχε πάει και τόσο άσχημα, αν σκεφτεί κανείς από τι σπίτι βγήκε. Ο γέρος μου τους είχε πάρει είδηση από την πρώτη στιγμή. Πολύ λωποδύτες αυτοί οι τύποι, μου είπε όταν τους πρωτοέφερα σπίτι. Δεν μου αρέσει η ιδέα ότι θα κλωθογυρνάνε μες στα πόδια μας. Για να το θέσω πιο διπλωματικά, δεν είναι το κατάλληλο σπίτι απ’ όπου θα μάθεις κάτι που να αξίζει. Αν κάνεις κέφι μπλόφες και μαντεψιές όπως γίνεται στο Mastermind, τότε εντάξει. Τα γονίδια των Χάρντγουικ –που πάντα παραμόνευαν πίσω από τα φερσίματα της Τρις– αναδύονται εκρηκτικά στο προσκήνιο, καθώς λέει μέσα απ’ τα δόντια της: «Εντάξει λοιπόν, κάνε αυτό που κάνεις πάντα όταν αρχίζουν τα ζόρια: Κοπάνα την και άσε όλους τους άλλους να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα», και το λέει σφιγμένα, λες και της έχουν χώσει κάνα παλούκι στο πισινό. Σηκώνεται και πάει να φέρει την Εμ.
Άλλο ένα χτύπημα κάτω απ’ τη μέση και ο διαιτητής αποβάλλει τη Χάρντγουικ! Ο νικητής και αδιαμφισβήτητος πρωταθλητής είναι… ο Μίκιιιι Μπέικερ!
Μου ’ρχεται να της βάλω τις φωνές: Εσύ προκάλεσες όλο αυτό το χάλι, κορίτσι μου, γιατί τα προβλήματα ξεκίνησαν από τότε που το παιδί έμεινε μόνο μαζί σου, αλλά δαγκώνω τη γλώσσα μου και σκέφτομαι το αεροπλάνο και το ταξίδι της επιστροφής. Έτσι είναι όμως η Τρις• δεν της αρκεί να μηχανεύεται το χαμό της, αλλά είναι αποφασισμένη να παρασύρει και όλους τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Εγώ δεν συμμετέχω σ’ αυτό το παιχνιδάκι, υπάρχουν και μερικοί άνθρωποι που έχουν πραγματική ζωή, ευχαριστώ πάρα πολύ! Όπως είπε κάποτε ο γερο-Ουίνστον, «Αν και είμαι προετοιμασμένος για μαρτύριο, προτιμώ να το αναβάλλω».
Όλα τελείωσαν!
ΣΙΝΘ

Τι κωλόκαιρος! Όλο το χρόνο παράδεισος, σου λένε. Εμένα μου λες! Αυτή η γαμημένη καταιγίδα έσβησε όλες τις ανακοινώσεις από τον πίνακα που στήνω έξω απ’ την παμπ, που μου πήρε ώρες να τις γράψω: Κύπελλο Γουόρθινγκτον. Τσέλσι vs Μαν Γιουνάιτεντ. Έκανα μισή μέρα να πετύχω το σήμα της Τσέλσι.
Το γεγονός ότι η Μαργαρίτα, η καθαρίστριά μας, φτάνει με μια ώρα καθυστέρηση, δεν βοηθάει τη διάθεσή μου. Χτυπάω το ρολόι μου και της λέω: «Σε βλέπω να κρυφογελάς ή είναι ιδέα μου;».
Αρχίζει να φλυαρεί: λέει κάτι για τον άντρα της και το γιο της, ένα γαμημένο τρακάρισμα και την τρελή θύελλα. Τη συναισθάνομαι, τη βγάζω έξω και της δείχνω τον βρεγμένο πίνακα ανακοινώσεων. «Κάτι ξέρω κι εγώ.»
Αυτή η μικρή εγγλέζικη παμπ, το Χέρφορντσιρ Μπουλ, στο ηλιόλουστο Κοραλέχο, είναι η βάση μου. Εντάξει, δεν είναι μόνο δικό μου, είναι και του συνεταίρου μου του Ρότζι, για να είμαστε ακριβείς. Είναι ένα λιτό μαγαζί με κακή φήμη, σαν αυτά που βρίσκεις παντού στην Αγγλία: έχει δυο μικρά μπαρ, ένα ανοιχτό για το κοινό και ένα με κλειστή σάλα, που το καθένα τους διαθέτει μεγάλη τηλεόραση και τζουκ-μποξ (το κλειστό) και στόχο για βελάκια (το ανοιχτό). Πίσω από το μπαρ στέκουν οι εξόριστοι καουμπόηδες που κληρονομήσαμε από τον πρώην ιδιοκτήτη του μπαρ, έναν συνταξιούχο κτηματία, όταν το αγοράσαμε πριν από πέντε χρόνια. Μια μικρή φωλίτσα της ανομίας. Όμως, για να λέμε την αλήθεια, η ζωή εδώ δεν είναι κι άσχημη. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι εμείς, οι Άγγλοι, –εντάξει, μερικοί από μας– έχουμε φέρει λίγη ηρεμία και γαλήνη σ’ αυτό το νησί.
Απόψε οι πρώτοι πελάτες μου είναι δυο Γιαπωνέζοι. Δεν βλέπεις και πολλούς Γιαπωνέζους στο Κοραλέχο, αν και λίγο παρακάτω υπάρχει ένα μικρό ωραίο «σπίτι» γεμάτο λατινοαμερικάνες καλλονές, που όπως λένε όλοι έχει καλή φήμη από παλιά. Όμως είναι λιγάκι ακριβό, κι εγώ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να πληρώσεις για κάτι που μπορείς εύκολα να απολαμβάνεις τζάμπα αν δεν είσαι πολύ ψείρας. Ένας Γιαπωνέζος βάζει ένα τραγούδι του Τζον Λένον στο τζουκ-μποξ. Γνέφω προς το μέρος τους και έπειτα πλευρίζω τη Σίνθια, που πλένει ποτήρια. Της δίνω ένα απαλό μπατσάκι στον πισινό, ψιθυρίζοντας: «Sro kreep on praying rose mind graymes too-geh-eh-that…» .
Μου αρέσουν τα παχάκια της Σινθ.
Ανταποδίδει δίνοντάς μου μια μικρή τσιμπιά στον κώλο, και μου κλείνει το μάτι. Δεν πρόλαβα να φύγω και…
Εντάξει λοιπόν, σημερινός προορισμός, ο πλαδαρός πλανήτης.
Πίστευα ότι απόψε θα είχε περισσότερο κόσμο, επειδή και οι δύο ομάδες έχουν πολλούς οπαδούς στη βρετανική παροικία, αλλά περιέργως δεν υπάρχουν πολλοί της Τσέλσι ή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Καναδυό τύποι απ’ το Νιουκάσλ μπαίνουν στο μαγαζί και αρχίζουν να βρίζουν τις αδερφές απ’ το Νότο αλλά δεν τσιμπάω. Θρασύδειλοι μαλάκες απ’ το Βορρά. Το θέμα είναι πως απόψε είναι εδώ η Σίνθια και ότι κοιτάζω τα μεγάλα, βαριά κωλομέρια της και τα μεγάλα πλαδαρά βυζιά της και σκέφτομαι: «Να μια γυναίκα που η σωματική κατασκευή της αδυνατεί πλέον να στεγάσει τη σεξουαλικότητά της». Τα βυζιά και ο κώλος της είναι τεράστια. Όμως δεν έχει ακόμη διπλοσάγονο και η επιδερμίδα του προσώπου της είναι ακόμα σφιχτή. Κάθε μπίρα που πίνει, κάθε κομμάτι πίτσα που περιδρομιάζει, καταλήγει με τη μία στην κοιλιά, στα βυζιά και στον κώλο της. Γι’ αυτό γουστάρω να τη βλέπω να τρώει: μάλιστα, την ενθαρρύνω κιόλας!
«Πιες άλλη μια μπιρίτσα, μωρό μου», της λέω.
«Όχι σε ώρα δουλειάς, Μάικλ. Προσπαθείς να με μεθύσεις;» λέει χαχανίζοντας. Έχει πλάκα η Σινθ, κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που εκτιμάς στις γκόμενες. Βέβαια, υπάρχουν μερικές που είναι μες στη χαρά μέχρι να πάρουν από σένα αυτό που θέλουν, δηλαδή τη δέσμευση, κι έπειτα γίνονται πικρόχολες φοράδες. Αρχίζουν να σε βλέπουν σαν ψυχολογικό σάκο του μποξ, που μπορεί να δέχεται τα χτυπήματα, επειδή δεν μπορούν να στραφούν ενάντια στη ζωή που τις έχει απογοητεύσει. Και εσύ παίρνεις σβάρνα τα μπαρ μιλώντας επί παντός επιστητού. Γουόλτον, Γκίλφορντ, Ρόμφορντ, Στρίθαμ, τα έχω γυρίσει όλα.
«Τότε φάε άλλο ένα κομμάτι πίτσα, κορίτσι μου», της προτείνω, δείχνοντας μια παγωμένη μάζα από ζύμη στο φούρνο μας.
«Όχι, δεν μπορώ, έχω γίνει χοντρή», γκρινιάζει.
«Όχι, δεν είσαι χοντρή, λες βλακείες. Έχεις νευρική ανορεξία», της λέω, «αυτό είναι το πρόβλημά σου. Έχω διαβάσει για εσάς που τρώτε κι έπειτα παίρνετε καθαρτικό».
«Αυτό που έχω εγώ λέγεται βουλιμία», λέει και ακουμπάει την παλάμη της στην κοιλιά της.
«Ίσως, αλλά είναι το ίδιο πράγμα, σωστά; Εσείς οι γκόμενες ανησυχείτε υπερβολικά για τη μάσα», της λέω χαμογελώντας, επειδή μου αρέσουν οι γυναίκες με πιασίματα. Μου αρέσει να βλέπω το ξύγκι της να χοροπηδάει και να τρεμουλιάζει καθώς κινείται• τρελαίνομαι να τη βλέπω να σερβίρει, ειδικά όταν σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της για να γεμίσει ένα ποτήρι απ’ τις κάνουλες. Με έχω πιάσει να πηγαίνω στο μπαρ και να παραγγέλνω ένα ουίσκι που δεν θέλω καν, μόνο και μόνο για να τη δω να το σερβίρει. Υποθέτω ότι περισσότερο απ’ όλα μου αρέσει ο τρόπος που μπορώ να την αλλάξω, μου αρέσει να τη βλέπω να τεντώνεται έπειτα από μια βδομάδα περιδρομιάσματος, που έχω προκαλέσει η αφεντιά μου.
Όλα αυτά τα σούπερ μόντελ μπορεί να φαίνονται όμορφα όταν είναι ντυμένα, αλλά ας παραδεχθούμε την αλήθεια: Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελες να πηδήξεις καμιά τους. Θα ένιωθες σαν Ινδός φακίρης που ξαπλώνει πάνω σε καρφιά.
Ο Ρότζερ δεν ζει και τις πιο ένδοξες στιγμές του: Ο Μπέρτι τον έπιασε με τα χέρια στο γλυκό, μεταφορικά μιλώντας πάντα. Για την ακρίβεια, ήταν στο πάρτι της Μάρσια, και την είχε στριμώξει πίσω απ’ το μπαρ, ο παλιοτσόγλανος. Όπως ήταν επόμενο, ο Μπέρτι άρχισε να μου τσαμπουνάει διάφορα για φίλους και για τις γυναίκες των φίλων και ότι κάτι τέτοιο δεν το κάνεις ποτέ. «Δεν περνάς αυτή τη γραμμή, Μίκι», έτσι το έθεσε. Εγώ δεν βλέπω καμιά κωλογραμμή, αλλά δεν έχω σκοπό να του το πω.
Βέβαια, αν είχα κι εγώ κυρά, ίσως έβλεπα διαφορετικά το ζήτημα. Όμως αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί: Όπως μου αρέσει να λέω, όποιος καεί απ’ το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει μόνιμη κυνηγετική περίοδος και τέτοιο πράγμα δεν παίζει στο σαλέ του Μίκι. Και η αλήθεια είναι ότι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσεις γκόμενα κάποιας ποιότητας είναι να παίξεις μπάλα με τις δεσμευμένες αλλά δυσαρεστημένες. Συνήθως δεν πηδάνε απ’ τη βάρκα αν δεν έχουν μπανίσει ότι παίζει αλλού κάτι καλό. Έπειτα υπάρχει και η γκόμενα που σε βλέπει για σκαλοπάτι. Που δεν μπορεί να κάνει το βήμα και να στείλει αδιάβαστο τον δικό της αν δεν έχει δίπλα της κάποιον μάγκα σαν και σένα να μοιραστεί τα πυρά. Βέβαια, μόλις ο δικός της είναι πια παρελθόν, αρχίζει τις διαταγές ή γίνεται τόσο παρανοϊκή που αναγκάζεσαι να τη στείλεις για χόρτα, και μένεις ταπί και ψύχραιμος σαν το αρχίδι σόλο και τη φήμη σου κάτι ανάμεσα σε κάθαρμα και μαριονέτα. Αυτές είναι βασικές αρχές της ανθρώπινης φύσης και αν δεν τις έχεις πάρει γραμμή έπειτα από πέντε χρόνια στα μπαρ, τότε δεν θα τις πάρεις ποτέ.
Στο κάτω κάτω, μέχρι κι εγώ ο ίδιος την έπεσα στη Μάρσια τις προάλλες. Είναι λιγάκι κοκαλιάρα για τα γούστα μου, αλλά υπάρχει κάτι ωραίο σ’ ένα αδύνατο μωρό που κοντεύει τα σαράντα. Αν δεν έχουν παρατήσει τον εαυτό τους μέχρι τότε, παναπεί ότι έχουν κάποιο βίτσιο. Από την εμπειρία μου έχω μάθει ότι αυτό είναι αναπόφευκτα το γαμήσι. Μια αδύνατη γκόμενα κοντά στα σαράντα είναι συνήθως πολύ ανώμαλη: έτοιμη για τα πάντα μόλις περάσεις το πρώτο εμπόδιο. Αυτός ο πρώτος φράχτης είναι συνήθως το πρόβλημα. Η Μαρς μού έπαιρνε όλες τις γνωστές καυλιάρικες πόζες, με έπαιζε άγρια. Ανταποκρίθηκα και τη στρίμωξα έξω απ’ την τουαλέτα. Τότε με έσπρωξε και μου άρχισε τις μυξοπαρθενιές προτού την κοπανήσει. Της είπα ότι δεν ήταν τίποτε σοβαρό, ότι μάλλον διάβασα λάθος τα σήματα. Το παθαίνεις αυτό με το Τζακ Ντάνιελς.
Έτσι συμβαίνει πάντα.
Όμως ο Ροτζ φαίνεται να της κάνει εντύπωση, το αρχίδι. Ένας τσόγλανος του χειρίστου είδους, να τι είναι ο συνεταίρος μου, με ζελέ στα μαλλιά και μόνιμο χαμόγελο, ακόμα και όταν μέσα του βράζει. Πάω στοίχημα ότι η Μαρς θα κάνει καλό κρεβάτι, οπότε δεν μπορώ να κατηγορήσω τον Ροτζ που προσπαθεί να της χωθεί. Μη ξεχνάμε ότι εφόσον είναι παντρεμένη με το φουκαρά τον Μπέρτι, –να ’ναι καλά ο άνθρωπος– θα το θέλει σαν τρελή• θα εκπλαγώ αν δεν συμβαίνει αυτό. Όμως πρέπει να πω ότι ο γερο-Ροτζ βρίσκεται τώρα ένα βήμα πριν το ψαχνό, έστω κι αν δεν είναι καλός στο να κλείνει συμφωνίες.
Αυτό το νησί είναι γεμάτο κωλοπρεζόνια! Δυο αρχίδια κάθονται στη γωνία του μπαρ και κοιτάζουν το γαμημένο τον τοίχο. Συγγνώμη ρε αλάνια, αλλά τότε γιατί έφυγα απ’ το Λονδίνο; Φαίνεται ότι έκανα μεγάλο λάθος. Έχετε υπόψη ότι η ποιότητας της μπάλας που παίζεται στο λεγόμενο Premiership είναι σκατά. Το παιχνίδι είναι για τα μπάζα, απελπιστικά αργό και βαρετό, όλα τα καλά παιχτρόνια τρώνε στενό μαρκάρισμα μόλις περάσουν τη γραμμή του κέντρου. Παίζεις τα ποσοστά σου και χρεώνεις στους βλάκες σαράντα λίρες για το προνόμιο και κάτι αληταράδες σαν και μένα τους χρεώνουν έξτρα για τη δορυφορική τηλεόραση και τα πακέτα. Έπειτα έχεις τους σχολιαστές και τις αυθεντίες• το κανάλι τούς λέει να μη βάζουν γλώσσα μέσα τους σε όλο το παιχνίδι, έτσι τα ακούς τα αρχίδια να παθαίνουν οργασμούς ενώ εσύ είσαι στο σπίτι και σε παίρνει ο ύπνος γλυκά στον καναπέ ή σε κάποιο μπαρ και παρακαλάς την μπαργούμαν να ανεβάσει την ένταση του τζουκ-μποξ. Έτσι λοιπόν κατεβάζω άλλο ένα ουίσκι και νιώθω το πρόσωπό μου να φουντώνει και συνειδητοποιώ ότι μόλις έγινα ξανά λιώμα!
Τέλος πάντων, η Σίνθια κι εγώ το πάμε το πράμα. Είναι απ’ τις γυναίκες που δεν την πηδάς με τίποτε μέχρι που κατεβάζεις καναδυό ουίσκι κι έπειτα ξυπνάει μέσα σου το κτήνος. Όλες οι γκόμενες είναι για κρεβάτι. Δεν είμαι κυνικός• είμαι μάλλον χαρούμενος τύπος απ’ τη φύση μου, απλώς μια παρατήρηση κάνω.
Η Σινθ κι εγώ το κάναμε τη νύχτα πριν πετάξω για Αγγλία, με προορισμό το σπίτι της μάνας μου στο Γουόλτον• πρώτα ήπιαμε πολύ κόκκινο κρασί. Νομίζω ότι της την έπεσα στα ίσια, ναι, αυτό πιστεύω ότι έγινε, αλλά ήμουν πολύ λιώμα για να θυμάμαι οτιδήποτε. Ξύπνησα που λέτε έτοιμος για τρέλες και αρχίζω να την πασπατεύω κάτω απ’ τα νότια σύνορα. Που να πάρει ο διάολος! Νόμιζα ότι χάιδευα γυαλόχαρτο. Όμως, είναι αστείο τι σου μαθαίνει η πείρα. Αν ήμουν νεότερος, θα το είχα εκλάβει σαν ένδειξη ότι δεν με γουστάρει και θα έλεγα κάτι πολύ επιθετικό, όπως «Τι τρέχει, μπας κι είσαι καμιά ανώμαλη παλιολεσβία;».
Όμως ναι, η πείρα είναι σπουδαίο πράγμα. Τώρα ξέρεις ότι απλώς είναι λιγάκι αφυδατωμένη από το κρασί. Έτσι, της φέρνω ένα ποτήρι νερό. «Πιες, κούκλα μου», της λέω.
«Ω, Μάικλ, είσαι τόσο γλυκός», είπε.
Δεν τόλμησα να της πω ότι απλώς πότιζα τον κήπο της.
Η φάση 2 προϋπόθετε να τη σηκώσω και να την κάνω να κουνηθεί λιγάκι, για να πάρει μπρος ο μεταβολισμός. Σε μια τουρίστρια θα πρότεινα μια βόλτα αγκαζέ στην προκυμαία ή στην παραλία, αλλά με τη Σινθ δεν υπήρχε περίπτωση για κάτι τέτοιο, επειδή στη σχέση μας η διακριτικότητα είναι ζητούμενο. Στο κάτω κάτω είναι ακόμα παντρεμένη γυναίκα, έστω κι αν η σχέση της μ’ αυτόν τον μαλάκα τον γκολφάκια είναι το λιγότερο εύθραυστη. Έτσι προσφέρθηκα να της φτιάξω πρωινό, χτυπητά αυγά με ψημένο ψωμί.
Και πράγματι, έπειτα από μερικά γλυκόλογα την ώρα του φαγητού, λίγο φρέσκο χυμό πορτοκάλι και άλλο ένα μεγάλο ποτήρι νερό, την επόμενη φορά το χέρι μου γλίστρησε εκεί κάτω ήταν λες και το έβαζα κάτω από ανοιχτή βρύση.
Έτσι λοιπόν την ξύπνησα για τα καλά και έπειτα της έριξα ένα καλό γαμήσι για κυριακάτικη προπόνηση. Υπάρχει άφθονη μαλακωσιά για να ακουμπήσεις όταν είσαι πάνω της, και με τρελαίνει να χώνω το δάχτυλό μου στον αφαλό της και να της λέω: «Τι κάνει το ζυμαράκι μου;». Και ενώ της το χώνω, χουφτώνω τον μεγάλο, χοντρό, τρεμουλιαστό πισινό της ή τα πλαδαρά της πάχια και, βεβαίως, τα μεγάλα μαλακά βυζιά της. Το όλο πράγμα είναι και γαμώ τις φάσεις, μόνο που δεν μπορώ να αφήσω τη Σίνθια να με καβαλικέψει. Μου το πρότεινε έπειτα από λίγο και μάλλον έκανα ότι δεν άκουσα. Ποιος θα ήθελε όλο αυτό το κρέας πάνω του; Αν ήθελα να με θάψουν ζωντανό, θα την έλεγα σε τίποτε μπεκρήδες από το Ιστ Εντ βρίζοντας τους αδελφούς Κρέι , ευχαριστώ πολύ.
Εξαιρετικό το πήδημα λοιπόν με την κυρία Σινθ, αλλά έπειτα άρχιζε τα περίεργα του στιλ «Μάικλ, αγκάλιασε με σφιχτά» και τα ρέστα. Οι γκόμενες είναι σαν τα γεύματα, τρως ένα καλό και χορταίνεις. Για κάμποση ώρα έπειτα δεν θέλεις ούτε να βλέπεις φαγητό, έτσι δεν είναι; Βασικές αρχές της ψυχολογίας, που όμως οι γκόμενες δεν υπάρχει περίπτωση να τις πάρουν ποτέ χαμπάρι. Φάνηκε να ψυχραίνει λιγάκι, κι εγώ πάσχιζα να ρίξω κανέναν υπνάκο για να είμαι φρέσκος την άλλη μέρα στην πτήση για Γκάτγουικ, έτσι σταματήσαμε το κουπί. Την έκανε μέσα στη νύχτα, αλλά εγώ είχα εκτελέσει την αποστολή μου. Φαντάστηκα ότι ύστερα από τέτοιο σκηνικό, ήταν γραφτό να ξαναγυρίσει. Το ’χα για σίγουρο.
Και δεν έπεσα έξω. Είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι η απουσία βοηθάει την καρδιά ν’ ανθίσει, και τον γκρεμό ν’ ανοίξει. Παρόλο που δεν έγινε καμία κουβέντα για το προηγούμενο μπέρδεμα, μου την πέφτει στα ίσια, ρωτώντας με για το Ουόλτον. «Είναι ωραία πόλη», της λέω, «όποτε φεύγω, πάντα κρατάω μέσα μου ένα κομμάτι της. Εσύ;».
«Εγώ είμαι απ’ το Φέιβερσαμ», μου λέει, «το ξέρεις αυτό…».
«Τότε λοιπόν», λέω, «τι θα έλεγες να πάρεις μέσα σου λίγο Ουόλτον;».
Με χτυπάει στο στήθος αλλά κοιτάζει γύρω της για να σιγουρευτεί ότι το πεδίο είναι καθαρό και μου ψιθυρίζει: «Στο σπίτι σου τα μεσάνυχτα;».
«Θα περιμένω», λέω με όσο πιο αράπικη προφορά μπορώ.
Σωστή η Σινθ• μόλις τους διώχνω όλους και κλειδώνω, δεν μ’ αφήνει να περιμένω πολύ. Γυρίζει πίσω στα κρυφά και ακούω ένα γνώριμο χτύπημα στην πόρτα της πίσω σκάλας. Την αφήνω να μπει, και την άλλη στιγμή έχουμε πέσει στον καναπέ ξεσκίζοντας ο ένας τα ρούχα του άλλου σαν καυλωμένοι έφηβοι και το δωμάτιο γεμίζει σάρκα κι εγώ καβαλάω την ιδρωμένη μάζα και εκείνη αρχίζει να χτυπάει λες και είναι ξυπνητήρι.
Θεέ μεγαλοδύναμε!
Την άλλη μέρα τουλάχιστον η κωλοβροχή έχει κοπάσει λιγάκι, αλλά το χανγκόβερ από τα μεθύσια του Σαββατοκύριακου κάνει αμείλικτο την εμφάνισή του. Η Σινθ δεν μπορούσε να μείνει – είχε πει στον δικό της ότι έπαιζε χαρτιά με τις φίλες της, και την έκανε νωρίς. Δεν μένω για πολύ στο κρεβάτι. Σηκώνομαι και διασχίζω την πόλη για να διαλέξω κανένα καλό ψάρι, κατευθείαν από τα καΐκια, κι έπειτα τηλεφωνώ στην Τρις, την πρώην μου στο Ουόλτον. Προτού προλάβεις να πεις Τζίμι Πέρσεϊ , η χαζοβιόλα πάει και μου λέει ότι πιστεύει πως θα ήταν καλή ιδέα να στείλει την Έμιλι εδώ για να περάσει μερικές μέρες από τις διακοπές της, το οποίο μεταφράζεται σε «τραβιέμαι με κάποιον τύπο και δεν τη θέλω μέσα στα πόδια μου».
Ευχαριστώ πολύ, μωρή παλιοτεκνατζού.
Αυτό μου χαλάει τη διάθεση. Όμως δεν πρέπει να σταματήσω να κάνω θετικές σκέψεις: ηρεμία και γαλήνη. Έτσι, παίρνω το αυτοκίνητο και ταξιδεύω μέχρι τη γερμανική πλευρά του νησιού ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο FV1 και περνάω μπροστά απ’ αυτόν το γαμημένο σκουπιδότοπο, το Πουέρτο ντελ Ροζάριο. Όταν βγαίνεις στον FV20 και τραβάς νότια για το Γκραν Ταραχάλ, σε περιμένει ένας άλλος κόσμος. Είναι με απόσταση το πιο όμορφο κομμάτι του νησιού, και οι γερμαναράδες το έχουν επιτάξει για τις ανάγκες τους. Σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος νίκησε στο γαμημένο πόλεμο. Παρκάρω έξω από ένα μπαρ όπου τα πίνω πού και πού και χώνω το κεφάλι μου στο άνοιγμα της πόρτας, αλλά βλέπω ότι τα πράγματα είναι ψόφια. Υπάρχει μία σερβιτόρα που γουστάρω σε ένα εστιατόριο εδώ κοντά, αλλά όπως φαίνεται δεν έχει βάρδια σήμερα. Δεν πειράζει• έχουν πολύ ωραία ψητή γλώσσα λεμονάτη.
Το φαγητό με στανιάρει και όταν γυρίζω για τη βραδινή βάρδια ο Ροτζ είναι ήδη εκεί, και η Σίνθια δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή της. «Πώς πάει με τη Μαρς;» τον ρωτάω διακριτικά.
«Δεν πάει», μου λέει κουνώντας θυμωμένα το κεφάλι του, πράγμα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπάρχει λόγος να μου το παίζει κρυφή πουτάνα, ο μαλάκας. Άλλωστε, δεν έκαναν ό,τι έκαναν και με τη μεγαλύτερη διακριτικότητα!
Κυαλάρω δυο περίεργους που στέκονται στο μπαρ. Ο ένας είναι μεγαλόσωμος και γεροδεμένος, έχει στρατιωτικό κούρεμα και φοράει γυαλιά καθρέφτες. Ο άλλος είναι ένας κοντός ποντικομούρης με πονηρά μάτια και λαδωμένα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω. Κολυμπάει στο χρυσαφικό: φοράει δυο σκουλαρίκια, τουλάχιστον δυο χρυσές αλυσίδες στο λαιμό του, βραχιόλια στους καρπούς και βασιλικά δαχτυλίδια σε όλα σχεδόν τα δάχτυλα. Ο παλιοφιγουρατζής. Όμως δεν ήταν τόσο η εμφάνισή τους που μου κίνησε το ενδιαφέρον, όσο η κουβέντα τους. Πρέπει να προσέχεις πού χώνεις τη μύτη σου, αλλά εγώ μπήκα στο λούκι και ανακάλυψα ότι αν κρυβόμουν πίσω απ’ τη βαμβακερή κουρτίνα στο πλάι του μικρού ανοιχτού μπαρ και έκανα ότι κοιτούσα τα βιβλία, μπορούσα να ακούσω κάθε τους λέξη. Εν τω μεταξύ, τα αρχίδια νομίζουν ότι είμαι στο πίσω μπαρ! Όμως εγώ είμαι εδώ, κάνω ότι χαζεύω αλλά τους ακούω μια χαρά.
«…όμως υπάρχουν μερικά άτομα στα οποία θα πρέπει να ρίξει κλοτσιά αν σκοπεύει να φτάσει στην κορυφή. Της είναι βάρος, την κρατάνε πίσω. Δεν θέλω να αναφέρω ονόματα, αλλά το κορίτσι είναι γεννημένο για σταρ και δεν θα ήθελα να τη δω να τινάζει η ίδια το μέλλον της στον αέρα για κάποιες λάθος γνωριμίες». Αυτό ακούγεται να λέει ο ποντικομούρης με τα χρυσαφικά.
«Να θεωρήσω ότι μιλάς για τον Γκράχαμ;» λέει το ντερέκι με το κοντοκουρεμένο μαλλί. Η φωνή του είναι σκληρή και βαριά, σαν κακοποιού από το The Bill .
Ο άλλος μαλάκας έχει ένρινη, ύπουλη χροιά: «Όπως είπα, δεν λέω ονόματα, αλλά αν η περιγραφή ταιριάζει…».
«Πρέπει να τη σώσεις απ’ τον εαυτό της, Τρεβ.»
«Πρέπει να τα πούμε οι δυο μας, να κανονίσουμε ένα ωραίο γεύμα με ένα μπουκάλι καλό κρασί, και να μιλήσουμε σοβαρά…»
«Να μιλήσουμε σοβαρά…»
«Να μιλήσουμε σοβαρά για το μέλλον της, επειδή δεν θα ήθελα να τη δω να το καταστρέφει. Αυτό που χρειάζεται είναι λίγη πειθαρχία, ένα σταθερό χέρι να την καθοδηγήσει. Αλλιώς θα τα τινάξει όλα στον αέρα».
«Είναι σκληρό να είσαι καλός, Τρεβ.»
«Ακριβώς, Κρις. Πολύ σκληρό. Νομίζω ότι στις μέρες μας αυτό λέγεται δύσκολη αγάπη. Και αν αυτός ο Γκράχαμ μπορούσε να φύγει με κάποιο τρόπο, η δουλειά μου θα γινόταν πολύ πιο εύκολη.»
Ακολουθεί σιωπή και ακούω την ντουλάπα να λέει: «Να εξαφανιστεί… Ας μιλήσουμε καθαρά, Τρεβ. Να φύγει απ’ τη ζωή της ή να φύγει για τα καλά;».
Η φωνή του άλλου χαμηλώνει. Νομίζω ότι τον ακούω να λέει: «Ό,τι χρειαστεί».
«Αν χανόταν από προσώπου γης, εκείνη θα ταραζόταν πολύ.»
«Βραχυπρόθεσμα, Κρις, βραχυπρόθεσμα. Όμως θα το ξεπεράσει. Βέβαια, θα χρειαστεί κάποιον να την παρηγορήσει.»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Σίνθια έρχεται και φωνάζει κάτι παραμερίζοντας την κουρτίνα, η παλιογελάδα, και έρχομαι σε τρομερή αμηχανία καθώς οι δύο μάγκες με βλέπουν να στέκομαι πίσω απ’ το μπαρ. Με αγριοκοιτάζουν με βλέμμα που μοιάζει να με ρωτάει «πόσα έχεις ακούσει;», αλλά εγώ συνεχίζω να κοιτάζω το τεφτέρι που κρατάω στα χέρια μου, ανήσυχος μήπως κοκκινίσω και φανεί. «Ναι, αγάπη μου;» λέω όσο πιο αδιάφορα γίνεται.
«Χρειαζόμαστε μπίρες εδώ πάνω. Σαν Μιγκέλ και Κορόνα.»
«Πού είναι ο Ροτζ;» ρωτάω, λες και δεν ξέρω.
«Έχει βγει για λίγο.»
Για καμιά ξεπέτα, στα σίγουρα. Το παλιοαρχίδι. «Γαμώ το κέρατό μου, ρε Σίνθια, δεν μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή; Έχω μπλέξει μ’ αυτά τα βιβλία. Έχω μπλέξει άσχημα.» Γυρίζω προς τους τύπους που κάθονται στο μπαρ. «Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω εδώ μέσα;» Κουνάω το κεφάλι μου και χαμογελάω και το μεγαλόσωμο αρχίδι μου ανταποδίδει με ένα σφιγμένο χαμόγελο, αλλά τα μάτια του ποντικομούρη είναι δυο λίμνες από σκοτάδι.
Αφήνω τα βιβλία και κατεβαίνω, συνεχίζοντας να βρίζω τη χοντρή, ηλίθια φώκια.
Αυτοί οι γαμημένοι γκάνγκστερ… Ποτέ δεν τα γούσταρα τα αρχίδια, ούτε όταν ήμουν στην πατρίδα. Μη με παρεξηγείτε. Έχω κάνει κι εγώ καναδυό κόλπα στη ζωή μου, αλλά δεν μασάω μ’ αυτές τις γκανγκστερικές μαλακίες. Οι περισσότεροι απ’ αυτά τα αρχίδια είναι απλώς νταήδες και εσύ είσαι ο μαλάκας που είναι υποχρεωμένος να κάθεται και να τους ακούει και να γελάει τη σωστή στιγμή. Δεν θα ήταν τόσο άσχημο, τις περισσότερες φορές δεν ήταν απίστευτα βαρετό. Εντάξει, μερικοί απ’ αυτούς τους μάγκες είναι αληθινά ευφυείς, αλλά οι περισσότεροι ανακατεύουν τα ίδια σκατά που έχεις ακούσει εκατό χιλιάδες φορές στο παρελθόν.
Τελικά οι δυο μαλάκες τελειώνουν το ποτό τους και φεύγουν. Ο λαδιάρης μικρόσωμος με τα χρυσαφικά μού γνέφει μια φορά αργά και επίμονα και όλη την υπόλοιπη μέρα τραβάω παράνοια μέσα στο ίδιο μου το μπαρ.
Τη νύχτα η ατμόσφαιρα στο μπαρ είναι καλύτερη και μαζεύω τον Βινς και τον Μπερτ για ένα μάθημα στα χαρτιά. Είναι παράξενο, αλλά σκέφτομαι ότι απασχολώντας τον Μπερτ αυτή τη στιγμή, ίσως βοηθάω τον Ροτζ να κουτουπώσει την κυρά του. Αυτό μου προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα. Ο Βινς είναι εντάξει τύπος, από το Μάντσεστερ ή από κάπου εκεί κοντά. Ασχολείται με ενοικιάσεις ακινήτων στο νησί. Ποτέ δεν φαίνεται να κάνει κάποια δουλειά, πάντα λείπει σε μικρά ταξίδια, αλλά σε γενικές γραμμές κυκλοφορεί φορτωμένος με πολύ λεφτό. Ο Μπέρτι έχει ένα μαγαζί με είδη σπορ αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, το έχει αγοράσει με ύποπτο χρήμα. Είναι ένας πονηρός τσόγλανος και κάθε φορά που κάποιο νέο πρόσωπο κάνει την εμφάνισή του στο μπαρ, μπαίνει στην πρίζα.
Ο Βινς κι εγώ τσιγκλάμε τον Μπέρτι. «Θες να πεις ότι δεν είχες ποτέ κάποια ομοφυλοφιλική εμπειρία στη ζωή σου;» τον ρωτάω.
«Και βέβαια όχι», λέει ο Μπέρτι, σφόδρα προσβεβλημένος.
Κουνάω το κεφάλι μου κοιτάζοντας τα χρήματα που κρατάω στο χέρι μου. «Πόσο χρονών είπες ότι είσαι; Τριάντα επτά; Και μου λες ότι δεν είχες ποτέ ομοφυλοφιλική εμπειρία;»
Κοιτάζει τον Βινς που χαμογελάει και σηκώνει τους ώμους του, πράγμα που κάνει το δόλιο τον Μπερτ να φρικάρει. «Και βέβαια όχι… Έχετε τρελαθεί τελείως;» Γυρίζει ξανά προς τον Βινς. «Εσύ;»
Ο Βινς τον κοιτάζει με μεγάλα μισόκλειστα μάτια. «Και βέβαια», λέει με προφορά του Μάντσεστερ, «όλα πρέπει να τα δοκιμάσεις για μια φορά σ’ αυτή τη ζωή».
Ο φουκαράς ο Μπέρτι παραλίγο να πνιγεί απ’ την μπίρα του. Ακουμπάει το ποτήρι πάνω στο τραπέζι, κοιτάζοντας κάπως παράξενα τον Βινς. «Μα… δεν το πιστεύω ότι ακούω τέτοια πράγματα…» λέει και γυρίζει προς το μέρος μου. «Εσύ;»
«Για όνομα του Θεού, Μπερτ, είμαι τριάντα εννέα χρονών. Δεν ζούμε όλοι “κλειστές” ζωές».
«Δεν ζω “κλειστή” ζωή…» διαμαρτύρεται, και η φωνή του παίρνει τσιριχτή χροιά.
«Όχι βέβαια», λέει ο Βινς κουνώντας το κεφάλι του.
«Έ… όχι», λέει διστακτικά, «γιατί μια φορά κι εγώ…».
Και κάνουμε ότι είμαστε όλοι αυτιά ενώ εκείνος περιγράφει μία επαφή με έναν πισωγλέντη σε κάποιο κωλόμπαρο του Κλάπαμ. Τον αφήνουμε να τελειώσει και έπειτα βάζουμε μαζί τις φωνές: «ΠΛΑΚΑ ΣΟΥ ΚΑΝΑΜΕ, ΠΑΛΙΟΠΟΥΣΤΑΡΑ!»
Ξεσκεπάστηκε! Πάντα τον είχα για ύποπτο. Τον δείχνω και λέω: «Τώρα χαρακτηρίστηκες και επισήμως κωλομπαράς!».
Ο Μπέρτι μας ικετεύει να μην πούμε κουβέντα, επιμένοντας ότι είχε φρικάρει λιγάκι με τις δήθεν αποκαλύψεις μας και το έκανε για να μη μείνει στην απέξω, κάτι που, γνωρίζοντας τον Μπερτ, το βρίσκω πολύ πιθανό. Παρ’ όλα αυτά δεν ακούμε κουβέντα. Όμως ο τύπος δείχνει πολύ ανήσυχος, οπότε το μόνο που μπορούμε να του πούμε είναι ότι δεν θα βγάλουμε άχνα για το περιστατικό.
Βεβαίως, το άλλο βράδυ το ξέρει όλο το μπαρ. Κάποιος άφησε το μυστικό να διαρρεύσει και τώρα είναι το νέο της εβδομάδας.
Το θέμα είναι ότι αυτό κάνει το γερο-Μπερτ να στραφεί ενάντια στους δύο κύριους υπόπτους, δηλαδή τον Βινς κι εμένα. Το άκουσε και η Μάρσια και άρχισε να λέει για AIDS και τα ρέστα, επιβάλλοντας στο γερο-Μπέρτι επ’ αόριστον στέρηση σεξουαλικών επαφών. Όχι ότι του το έδινε και πολύ συχνά έτσι κι αλλιώς, σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, ή μάλλον σύμφωνα με τις περιγραφές του Ροτζ. Τώρα ο Μπέρτι μαζεύει στοιχεία για την έφεσή του. Όμως η υπόθεση δεν πρόκειται να φτάσει στο ακροατήριο, και σκοπεύω να βάλω το χεράκι μου γι’ αυτό.
Μόλις κλείνουμε, έρχεται και μας βρίσκει με επιθετικό υφάκι. «Ένας από σας τους δύο πήγε και ξέρασε αυτά που σας έλεγα χθες! Το ξέρει όλο το μπαρ, μέχρι και η Μάρσια το έμαθε!»
«Μαλακίες. Εγώ δεν είπα τίποτε στη Μάρσια. Ποιος της το ’πε;»
«Κάποιος από τους τύπους στο μπαρ», λέει ο Μπερτ, με το στόμα ανοιχτό.
«Ποιος;»
«Δεν ξέρω», λέει κλαψουρίζοντας. «Δεν μου λέει.»
«Αυτό δεν περιορίζει καθόλου τους πιθανούς υπόπτους, έτσι δεν είναι;» λέω κουνώντας το κεφάλι μου. «Γιατί δεν σου λέει;» Το θέμα είναι ότι με τύπους σαν τον Μπέρτι, δεν έχει σημασία πόσο τσαντισμένοι είναι, απλώς επαναλαμβάνεις την ερώτηση και σύντομα θα προσελκύσεις το κεντρί τους.
«Δεν ξέρω», επαναλαμβάνει σαν αναψοκοκκινισμένος παπαγάλος.
Κουνάω το κεφάλι μου. «Αυτό μου ακούγεται ύποπτο, φίλε.»
«Τι; Τι ακούγεται ύποπτο;»
Μου ’ρχεται να του πω: «Εσύ, βρε πονηρέ πουστάκο, εσύ μου ακούγεσαι ύποπτος», αλλά προτιμώ να του εξηγήσω. Ο Μπέρτι, ο Θεός να τον έχει καλά, δεν είναι και καμιά διάνοια. «Αν η κυρά μου μου είχε πει πως είχε ακούσει ότι ήμουν αδερφή, θα ήθελα να ξέρω ποιος της το ’πε. Δεν θα μου άρεσε να μάθω ότι απλώς άκουσε να το συζητάνε στο μπαρ. Θα ρωτούσα τον εαυτό μου: Ποιος επωφελείται από το να πιστεύει η γυναίκα μου ότι είμαι αδερφή;»
Εύκολα καταλάβαινες ότι είχε χάψει το δόλωμα. «Χθες η Μαρς ήταν με τον Ροτζ;» ρωτάει ανήσυχος.
«Έτσι νομίζω.»
Και φεύγει, με μάτια γουρλωμένα σαν αρχίδια σκύλου Τζακ Ράσελ. Λες και έχει σκοπό να κάνει μεγάλο σαματά. Όχι πως είναι τέτοιος τύπος, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει ένας άντρας για μια γκόμενα. Εγκλήματα πάθους και τα ρέστα. Θυμηθείτε την αρχαία Ρώμη: Καίσαρας, Μάρκος Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Και δεν είναι μόνο οι μεγάλες αυτοκρατορίες που έχουν σκύψει από το μουνί• πολλά μπαρ έχουν πάει άκλαφτα όταν ο καπετάνιος τους ή/και η κυρά του πάτησαν την πεπονόφλουδα. Βλέπετε, νωρίτερα φρόντισα να σφυρίξω το μικρό μυστικό του Μπερτ στον Ροτζ, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, με τη σειρά του, δεν θα αντιστεκόταν στον πειρασμό να το πει στη Μάρσια. Έτσι λοιπόν η ελπίδα μου είναι ότι ο Ροτζ θα την κάνει τρέχοντας και ότι ο Μπερτ θα μπει στην κατάψυξη, οπότε το πεδίο θα μείνει ελεύθερο για να τη χωθώ στη Μαρς.
Αράζω αναπαυτικά, ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, όταν ακούω το κινητό μου να βουίζει. Έχω γραπτό μήνυμα. Είναι η πρώην μου, η Τρις. Το μήνυμά της γράφει:
Πάρε με το σταθερό μεταξύ 4 και 6. Επείγον

Την παλιοσπασαρχίδω. Κάνω ένα ντους, φτιάχνω ένα σάντουιτς με τυρί, ντομάτα, μαρούλι και μαγιονέζα κι έπειτα σηκώνω το ακουστικό και σχηματίζω το νούμερο, αλλά το μόνο που ακούω είναι ένας παράξενος τόνος. Ξέχασα να πατήσω το μηδέν μετά το 0044. Δοκιμάζω ξανά και βγαίνει ο τηλεφωνητής. «Αυτή τη στιγμή ούτε η Τερέζα ούτε η Έμιλι βρίσκονται εδώ. Σας παρακαλώ, αφήστε το όνομα και το τηλέφωνό σας και θα επικοινωνήσουμε μαζί σας το συντομότερο.»
Αφήνω μήνυμα. «Τρις, είμαι ο Μάικλ. Από το μήνυμά σου  κατάλαβα ότι ήθελες να τηλεφωνήσω μεταξύ 4 και 6. Είπες ότι ήταν επείγον, έτσι λοιπόν σου τηλεφώνησα αμέσως. Θέλεις να με ξαναπάρεις…»
«Μάικλ», λέει και καταλαβαίνω ότι η παλιοφώκια καθόταν εκεί δίπλα από την πρώτη στιγμή και με άφηνε να μιλάω στον αέρα. «Τι κάνεις;»
«Είμαι πολύ απασχολημένος», της λέω. «Τι τρέχει; Είναι καλά η Εμ;»
«Άκου, δεν έχω καλά νέα. Η Εμ θέλει βοήθεια, οπότε σ’ τη στέλνω εκεί για λίγο.»
Μπορεί να κάνει ζέστη εδώ, αλλά εκείνη τη στιγμή το αίμα μου έχει άλλη γνώμη. Την παλιοφώκια. «Τι εννοείς; Είπες για κάποιες μέρες απ’ τις διακοπές της. Έχω να δουλέψω και το μπαρ, και η σεζόν είναι στα φόρτε της, δεν μπορώ…»
«Δεν μπορείς να βρεις χρόνο για την κόρη σου. Πολύ ωραία. Θα της το πω».
Το απολαμβάνει, η παλιοσκρόφα. Παίρνω βαθιά ανάσα. «Είπες ότι έρχεται για λίγο. Πόσο λίγο;»
«Δεν ξέρω. Πετάει αύριο το πρωί με την πτήση των 8.15 από το Γκάτγουικ, και φτάνει εκεί στις δωδεκάμισι».
«Δεν μπορεί να το κανόνισες χωρίς να συνεννοηθείς μαζί μου. Αυτό είναι φάουλ. Έχω πολλά πράγματα να κάνω!»
«Ενώ εγώ όχι;»
Η παλιοσκρόφα, παίζει στο γήπεδό της. Ξέρει ότι δεν μπορώ να της στείλω πίσω την Έμιλι. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω… Έπρεπε να με προειδοποιήσεις, δεν μπορείς να με φέρνεις προ τετελεσμένων. Έλα τώρα Τρις, κάνε μου τη χάρη…»
«Όχι, εσύ να μου κάνεις τη χάρη, Μίκι», τσιρίζει, μ’ αυτή τη μονότονη φωνή που κάνει το ακουστικό να τρίζει, σαν σωστή Χάρντγουικ. Ξέχασα πόσο μπορεί να σε πρήξει αυτή η γυναίκα. Υπομονή αγίου πρέπει να είχα που την άντεξα όλα αυτά τα χρόνια. «Θέλει να σε δει. Είναι πια κανονικό κορίτσι, δεν θέλω να είναι εκεί όταν το κάνουμε με τον Ρίτσι…»
Εκπληξη! «Ώστε γι’ αυτό τρώγεσαι, έτσι; Για να μείνεις μόνη με τον γκόμενο…»
«Είπα αυτά που είχα να πω..», λέει ψύχραιμα, αλλά η ικανοποίηση στη φωνή της δεν κρύβεται. «Φρόντισε να βρίσκεσαι στο αεροδρόμιο για να υποδεχτείς την κόρη σου.»
«Τρις…» Τώρα την εκλιπαρώ. «Τέρι…»
Όμως εκείνη μου το κλείνει!
Ξαναπαίρνω το νούμερο, αλλά ακούω μόνο τον καταραμένο τηλεφωνητή. «Αυτή τη στιγμή…»
«Παλιοσκρόφα», λέω μέσα απ’ τα δόντια μου και κατεβαίνω κάτω στο μπαρ. Χτύπημα νοκ-άουτ από τη Χάρντγουικ, ο Μπέικερ χάνει τον αγώνα, πεσμένος στο καναβάτσο. Δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι. Βάζω να πιω ένα διπλό ουίσκι. Εν τω μεταξύ η Σινθ έχει έρθει και με παρακολουθεί. «Λίγο νωρίς απόψε, ε;»
«Ήταν περίεργο πρωινό», της λέω και κατεβαίνω στο κελάρι αφήνοντάς τη να στέκεται εκεί με τα χέρια στους γοφούς, σαν μεγάλο, τορνευτό βάζο. Εδώ κάτω είναι πάντα ωραία και δροσερά, το μέρος που θέλεις να πας όταν θέλεις να φορτίσεις τις μπαταρίες σου με ηρεμία και γαλήνη. Ξαφνικά ακούω έναν ήχο σαν θρόισμα και βλέπω ένα μεγάλο μαλλιαρό αρουραίο• το αρχίδι έχει μακριά τρίχα και διασχίζει τρέχοντας το πάτωμα. Εξαφανίζεται πίσω από έναν πύργο από παλέτες μπίρας. Πιάνω τη σκούπα. Τότε ακούω ένα βόμβο στο κινητό μου: άλλο ένα καταραμένο γραπτό μήνυμα. Διάβολε, είναι από τη Σεφ, αυτή την τριχωτή Ελληνίδα που πηδούσα το περσινό καλοκαίρι. Μου λέει ότι έρχεται την Παρασκευή και θα μείνει δύο εβδομάδες. Τι μπέρδεμα!
Ο γερο-Ρόλαντ φαίνεται ότι την έχει κοπανήσει. Εδώ κάτω στο κελάρι, λοιπόν, επιχειρώ έναν απολογισμό της ζωής μου. Βρίσκεται όλη εδώ κάτω, ανάμεσα στα βαρέλια και στις στοιβαγμένες παλέτες με τα μπουκάλια: ποτά, ποτά, ποτά. Όλο το κεφάλαιό μου έχει μετατραπεί σε ένα απόθεμα αλκοόλ, το οποίο εμπορεύομαι με σκοπό το κέρδος. Έλλειψη αναστολών, καλή ζωή και ελπίδα. Αυτά πουλάω. Πόσες γκόμενες δεν έχω πηδήξει αφού τις πότισα με γενναίες δόσεις απ’ αυτό το υπέροχο ναρκωτικό; Έχω χάσει πια το μέτρημα.
Κουνάω το κεφάλι μου για να διώξω τις σκέψεις μου και ανεβαίνω πάνω. Η Σινθ πλησιάζει και με διπλαρώνει. Από την όψη της καταλαβαίνω τι έχει στο μυαλό της και όταν ανοίγει το στόμα της αντιλαμβάνομαι ότι δεν κάνω λάθος. «Πότε θα βρεθούμε;»
«Απόψε, στο σπίτι μου. Στις δώδεκα παρά τέταρτο», της λέω, αλλά δεν ακούγεται ωραίο, καθώς αποφεύγω να την κοιτάξω στα μάτια και τσεκάρω βαριεστημένα το μπαρ για κανέναν ξένο.
Τίποτε δεν διώχνει τις γκόμενες πιο γρήγορα απ’ ό,τι η αφηρημάδα. Τουλάχιστον πρέπει να δίνεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι εκεί.
«Συμβαίνει κάτι;» ρωτάει.
«Όχι… Δηλαδή ναι», της λέω. Τα άντερά μου είναι ακόμα δεμένα κόμπο απ’ το τηλεφώνημα της Τρις, αν και το μήνυμα της Σεφ απέδειξε ότι όσο στραβά και να πάνε τα πράγματα, ο ήλιος πάντα ανατέλλει ξανά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Θα έπρεπε να χοροπηδάω απ’ τη χαρά μου, αλλά έχω να ρυθμίσω ορισμένα πρακτικά ζητήματα. «Η πρώην μου στέλνει αύριο το παιδί. Τι να κάνω εδώ με ένα κορίτσι στην εφηβεία;» Κοιτάζω το μπαρ γύρω μου, έπειτα γνέφω προς τα πάνω. «Έχεις δει πού μένω. Το διαμέρισμά μου είναι μια σταλιά».
Η Σινθ προτείνει το κάτω χείλος της. «Έχεις ένα ελεύθερο δωμάτιο.»
«Ναι, αλλά δεν έχει κρεβάτι και έχω εκεί στοιβαγμένα όλα μου τα πράγματα.»
«Έχω ένα ράντσο• μπορώ να σου το δανείσω. Όταν ανέβω αργότερα, θα ξεκαθαρίσουμε τα πράγματά σου», λέει όλο προθυμία και χαρά. «Πόσο χρονών είναι;»
Καλό παιδί η Σίνθια. Κοιτάζω τα μικρά κόκκινα χείλη της και είμαι όλος αυτιά. «Δεκατρία. Σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, περνάει τη φάση της παρατεταμένης σπασαρχιδιάς.»
«Και θα μείνει για το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών της;»
«Η πρώην δεν μου είπε, αλλά ναι, πιστεύω ότι έτσι θα γίνει.»
Η Σινθ δείχνει να το σκέφτεται. Δεν είχε ποτέ παιδιά, αλλά πιστεύω πως πάντα ήθελε να έχει. Όμως ήταν άτυχη με τους άντρες• κάποτε μου είπε πως ο πρώτος της ήταν ένας μαλάκας και μισός, ένας μίζερος τσιγκούνης που δεν ήθελε κουτσούβελα να του τρώνε την περιουσία. Ο νούμερο 2 έριχνε άσφαιρα επί χρόνια και τώρα τέλος πάντων έχει συμβιβαστεί με τη θέση της στη ζωή του γκολφάκια. Στη Σινθ δείχνει να αρέσει η ιδέα ότι η Εμ θα είναι εδώ. Όμως αυτό με βάζει σε σκέψεις. Αν οι δυο τους τα πάνε καλά, ίσως βρω κάποιο χρόνο να εμπλακώ σε εξωσχολικές δραστηριότητες με μία συγκεκριμένη νεαρή κυρία από την Ελλάδα.
Ενδιαφέρουσα περίπτωση αυτή η Σεφ. Γνωριστήκαμε τον περασμένο χειμώνα, όταν ήταν εδώ. Για να πω την αλήθεια, τα κορίτσια με μουστάκι δεν μου λένε και πολλά, αλλά έπειτα από μερικά Τζακ Ντάνιελς, και Ταλιμπάν να ήταν το ίδιο θα μου ’κανε. Την πήδηξα κάμποσες φορές το περασμένο καλοκαίρι, κι έπειτα ξανά τον Νοέμβριο στην Ελλάδα όταν η Τσέλσι έπαιζε με τον Ολυμπιακό στο Τσάμπιονς Λιγκ. Μουστάκι-ξεμουστάκι, έκανα μερικούς απ’ τους δικούς μου να πρασινίσουν από τη ζήλια τους εκείνη τη μέρα, όταν με είδαν να σουλατσάρω στην Αθήνα με ένα τέτοιο φίνο γκομενάκι στο πλάι μου. Έχει ωραία μακριά μαύρα μαλλιά, που της φτάνουν μέχρι τον κώλο. Ούτε τα μεγάλα γυαλιά της αλά Νάνα Μούσχουρη δεν με ξενέρωσαν. Μάλιστα, από μια ορισμένη ηλικία και μετά αυτά τα πράγματα αρχίζουν να σου αρέσουν. Να τι συμβαίνει όταν έχεις δει πολλά πορνοβίντεο με χυσίματα στη μάπα.
Μπορεί να της προτείνω να κάνει αποτρίχωση με κερί.
«Τι σκέφτεσαι;» ρωτάει η Σινθ, και βρίσκομαι να κοιτάζω τη μεγάλη λωρίδα πλαδαρής σάρκας ανάμεσα στο μπλουζάκι και τη ζώνη της βερμούδας της. Η κυτταρίτιδα δεν λείπει, αλλά –περίεργο–, δεν δείχνει τόσο άσχημα πάνω στο μαύρισμά της.
Τσιμπάω μια από τις δίπλες του στομαχιού της. «Πιστεύω ότι έχεις χάσει κιλά, κούκλα μου», της λέω.
Ακουμπάει το χέρι της στους γοφούς της και κάνει μια γύρα, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη του μπαρ. «Αλήθεια, βρίσκεις;»
«Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει».
«Η ζυγαριά έχει άλλη γνώμη», λέει γυρίζοντας και κοιτάζοντας τον χοντρό κώλο της. Ο Ροτζ τη βλέπει από το ανοιχτό μπαρ, ανασηκώνει το φρύδι του και έπειτα συνεχίζει να σερβίρει μπίρες στους δύο γερόμαγκες που έχουν έρθει μαζί με τις κυρίες τους. Η ενοχή του δεν κρύβεται. Αναρωτιέμαι αν μίλησε με τον Μπερτ.
«Ζυγαριές μπάνιου», λέω χλευαστικά. «Είναι όλες για πέταμα. Δεν μπορείς να βασιστείς πάνω τους», της λέω καθώς παίρνω ένα κομμάτι πίτσα από τη γυάλινη βιτρίνα και το πετάω στο φούρνο μικροκυμάτων. «Πρέπει να παχύνεις».
«Είσαι τόσο γλυκός, Μίκι. Ξέρεις, όταν ήμουν με τον Μπεν, ποτέ δεν του ήμουν αρκετή. Πάντα παραπονιόταν για το βάρος μου… και ο Τόμας, δεν με βλέπει καν σαν γυναίκα…»
Πλησιάζω και την κολλάω πάνω στο μπαρ. «Μερικοί τύποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα καλά πράγματα. Κατεβάζω το φερμουάρ της βερμούδας της, γλιστράω μέσα στο χέρι μου και αρχίζω να αγγίζω ελαφρά το θάμνο της.
«Μάικλ…»
«Παλιοκόριτσο! Δεν φοράς βρακάκι», της λέω και σκέφτομαι, διάβολε, μου αξίζει βραβείο που κατάλαβα τι κυνηγούσε εξαρχής!
«Σταμάτα, Μάικλ, θα μας δει κανείς», λέει με κομμένη ανάσα καθώς τραβάω το μπουστάκι της και γυμνώνω τα μεγάλα βυζιά της, που σπαρταράνε χωρίς σουτιέν.
«Νομίζω ότι αυτό είναι το θέμα», μουρμουρίζω ενώ αυτή ξαναφοράει το μπουστάκι της προτού έρθει ο Ροτζ.

ΕΜ

Την άλλη μέρα, όσο περιμένω στο αεροδρόμιο, νιώθω εντελώς για τα μπάζα. Στρατιές ολόκληρες από τουρίστες• πουρά που κυνηγάνε τον ήλιο του χειμώνα που θα ζεστάνει τα γέρικα κόκαλά τους, σύζυγοι με ύπουλη όψη έτοιμοι να σμίξουν με άλλους του σιναφιού τους και να αποφύγουν όσο γίνεται τις μίζερες χοντρές γυναίκες τους και τα παιδιά που στριγγλίζουν, και κάποιοι νέοι –αλλά και άλλοι, όχι τόσο νέοι– που κυνηγάνε ένα καλό ποτό και μια ευκαιρία για πήδημα.
Αφού καθαρίσαμε το διαμέρισμά μου το προηγούμενο βράδυ, η Σινθ κι εγώ ήπιαμε άλλα δυο μπουκάλια κόκκινο κρασί και έπειτα μερικά σφηνάκια τεκίλα. Μιλάμε για αποστολή αυτοκτονίας. Τέλος πάντων, την πήδηξα καναδυό φορές κι έπειτα μαγείρεψα μπριζόλες, κρεμμύδια, μανιτάρια και πατάτες φούρνου Μακέιν με χαμηλά λιπαρά.
Το άλλο πρωί σηκώθηκα ακόμα μεθυσμένος και είπα στον απροσδόκητα συγκαταβατικό Ροτζ να αναλάβει το μαγαζί. «Δεν θα είναι η τελευταία φορά, φίλε», του λέω. «Θα χρειαστώ τη βοήθειά σου για λίγο καιρό. Έχουμε ανάγκη από όλα τα διαθέσιμα χέρια.»
«Ναι, εντάξει, ξέρω ότι θέλεις να περάσεις λίγο καιρό με την Εμ. Μην ανησυχείς», λέει.
«Κύριέ μου, είστε τζέντλεμαν και λόγιος.»
Το φουκαρά τον Ροτζ. Δεν πιστεύω ότι είχε τη χαρά να πηδήξει τη Μαρς, αλλά σίγουρα έχει κάτι στα σκαριά! Προφανώς ο Μπερτ έχει εμφανιστεί σε διάφορα μπαρ εξαπολύοντας απειλές ενάντια σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο! Όσο έξυπνοι κι αν είναι κάτι τύποι σαν τον Ροτζ, μοιάζουν να ξεχνούν ότι δεν φτιάχνεται ομελέτα χωρίς να σπάσουν αυγά. Και όταν τα πράγματα αρχίζουν να ραγίζουν, τότε έχουν νεύρα.
Πηγαίνοντας προς το αεροδρόμιο, τηλεφωνώ στη Σεφ. Αυτό το κορίτσι εύκολα το ρίχνεις στο κρεβάτι, αλλά είναι λιγάκι απρόβλεπτη και πρέπει να την προσέχεις. Ο γέρος της είναι αρχηγός της αστυνομίας σε ένα μικρό νησί, λίγο έξω από τον Πειραιά, το παλιό λιμάνι της Αθήνας. Όλη την ώρα ξιπάζεται: «Ο πατέρας μου είναι αρχηγός της αστυνομίας σε ολόκληρο το νησί!». Δεν θα ήθελα να βρεθώ απέναντι στο γέρο της, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται είναι σκληρό αρχίδι. Απ’ αυτούς που έχουν «στήσει» περισσότερους τύπους απ’ όσους κακοποιούς έχουν πιάσει.
Όμως τώρα η κόρη του οργώνει το χωράφι μου, ή τουλάχιστον αυτό θα συμβεί σε λίγο. Και για να είμαι πιο ακριβής, αν όλα πάνε καλά, θα οργώσω εγώ το δικό της χωράφι. Κανονικά μου αρέσει το γλειφομούνι (το οποίο αποτελούσε ανδρικό σπορ προτού οι βρομολεσβίες εμφανιστούν με τσαμπουκά στο προσκήνιο), αλλά αυτό το κορίτσι έχει εκεί κάτω ολόκληρη μοκέτα. Νόμιζα ότι θα συναντούσα τον δρα Λίβινγκστον κάποια στιγμή, προτού η ανάγκη με σπρώξει να βγω να πάρω μια ανάσα.
Περιμένω στην πύλη των αφίξεων και όταν η Εμ με βλέπει το πρόσωπό της φωτίζεται για ένα δευτερόλεπτο προτού θυμηθεί ότι είναι στην εφηβεία και ότι εγώ είμαι ο μπαμπάς της και απλώς με χτυπάει αμήχανα στον ώμο αντί να μ’ αγκαλιάσει. Πονάω, επειδή εγώ ήθελα να την αγκαλιάσω και να της πω «Τι κάνει το κοριτσάκι μου;», αλλά δεν της το είπα, εδώ και χρόνια δεν έχω τέτοια σχέση με την κόρη μου, και ξέρω ότι έχω χάσει πολλά, πάρα μα πάρα πολλά, και ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να την καναβρώ.
Να με πάρει ο διάολος αν δεν είναι δάκρυα αυτά που μαζεύονται στα μάτια μου, έτσι λοιπόν κατεβάζω τα γυαλιά ηλίου που στηρίζω στο μέτωπό μου και δείχνω προς την έξοδο.
«Είχες καλή πτήση;» τη ρωτάω, προσπαθώντας να μιλάω χαμηλόφωνα.
«Τα ταξίδια με αεροπλάνο έχουν πάντα την κούρασή τους», μου αντιγυρίζει σηκώνοντας με αδιαφορία τους ώμους, χωρίς να πάρει χαμπάρι ότι ο γέρος της είναι βουρκωμένος.
«Δεν έχεις άδικο.»
Μπαίνουμε λοιπόν στο αυτοκίνητο κι εγώ αρχίζω να φλυαρώ, μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα. Πώς πάει το σχολείο και άλλες τέτοιες μαλακίες.
«Το σιχαίνομαι το σχολείο», λέει ενώ κάθεται με τα πόδια διπλωμένα στο κάθισμα, τσιμπώντας την επιδερμίδα γύρω απ’ τα δάχτυλά της.
«Μην είσαι έτσι», της λέω. «Ο γέρος μου, ο παππούς σου, έλεγε: “Αν σου αρέσει το σχολείο, θα λατρέψεις τη δουλειά και θα περάσεις μια χαρά στη ζωή σου ”.»
Δεν λέει τίποτα, απλώς κάνει μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας.
Προσπαθώ να της εξηγήσω: «Αυτό που εννοώ είναι ότι τώρα ξεκινάς τη ζωή σου και πρέπει να υιοθετήσεις τη σωστή στάση. Ό,τι πάρεις, αυτό θα δώσεις, συμφωνείς;»
Ανασηκώνει απλώς του ώμους της, χωρίς να πει κουβέντα. Υποθέτω πως έχει τους λόγους της που είναι διστακτική. Αυτό που είπα για το γέρο μου, ήταν έμπνευση της στιγμής• ποτέ δεν είχε πει τέτοιο πράγμα ο πατέρας μου. Ήταν μια διάλεξη περί κινήτρων, κατά το πρότυπο των γνωμικών του Τσόρτσιλ. Στην πραγματικότητα, ο γέρος μου δεν έδινε δεκάρα τσακιστή πώς τα πήγαινα στο σχολείο. Ναι, έχει δίκιο, το σχολείο ήταν ένας λάκκος με φίδια. Οι δάσκαλοί μου ήταν όλοι διπρόσωποι, ξιπασμένοι μαλάκες, από τον πρώτο ως τον τελευταίο. Μοναδική εξαίρεση ήταν η δεσποινίς Τζόουνς στο μάθημα των αγγλικών• ο τρόπος που έσκυβε πάνω σου για να διορθώσει το γραπτό σου με τα βυζιά της να κοντεύουν να σκίσουν τα στενά της μπλουζάκια και τα μαλλιά της να χύνονται στο πρόσωπό σου με ένα τέλειο άρωμα… μιλάμε για μεγάλη απόλαυση. Δεν είναι άξιο απορίας που δεν μπορώ να μείνω μακριά από τον ποδόγυρο• καταστράφηκα εξαρχής, και μάλιστα υπεύθυνο για την καταστροφή μου ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα! Θα έπρεπε να διεκδικήσω αποζημίωση! Έναν καλό δικηγόρο, να τι χρειάζομαι• έναν καλό συνήγορο, σαν τον τύπο που μας έβγαλε λάδι τότε που οι μπάτσοι –καλά να’ ναι τα παιδιά– μας την έπεσαν και τα σκάτωσαν.
Το θέμα ήταν πως δάσκαλοι σαν τη δεσποινίδα Τζοόυνς ήταν διαφορετικοί. Σε ενθάρρυναν. Δεν πίστευαν ότι τα ξέρουν όλα.
«Η μαμά μου είπε πως σε είχαν κλείσει στη φυλακή επειδή κάποτε, όταν ήμουν μωρό, είχες πλακωθεί σε ένα ματς», λέει.
Τι κάθεται και λέει η μαλάκω στο κορίτσι;
Η μικρή έχεις προφανώς μαθητεύσει στη σχολή Ύπουλων Χτυπημάτων Χάρντγουικ.
«Με συνέλαβαν επειδή βρισκόμουν κοντά στην περιοχή που γίνονταν τα επεισόδια και η αστυνομία έκανε συλλήψεις στο σωρό, αλλά ποτέ δεν μπήκα φυλακή στ’ αλήθεια, απλώς με προφυλάκισαν, αλλά δεν με καταδίκασαν. Η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο. Πήρα και αποζημίωση, επειδή στο δικαστήριο αποδείχτηκε ότι με συνέλαβαν κατά λάθος. Έτσι αγόρασα αυτό το μπαρ, και έτσι εσύ και η μαμά σου αγοράσατε το σπίτι», της λέω, αλλά δεν θέλω να μιλήσω άλλο για το ζήτημα, έτσι συνεχίζω στα γρήγορα: «Πώς τα πας λοιπόν; Έχεις κανένα αγόρι στο σχολείο;».
Κάνω πλάκα, την πειράζω, αλλά εκείνη γυρίζει προς το μέρος μου σοβαρή και μου λέει: «Δεν μου αρέσουν τα αγόρια του σχολείου μου. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή είμαι ακόμα πολύ μικρή, ή επειδή αυτά είναι πολύ ανώριμα, αλλά μέσα μου παραμένει ζωντανό ένα μικρό κομμάτι από την παρθενιά μου».
Σκατά… Αυτό πόνεσε…
Να πάρει και να σηκώσει, νιώθω λες και είμαι δέκα χρονών και μόλις με έχει μαλώσει η μεγάλη μου αδελφή. Έπειτα ξαφνικά με κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα: «Πριν μας παρατήσεις με τη μαμά, έβγαινες και με άλλες γυναίκες».
Νιώθω το πρόσωπό μου να παγώνει και να μυρμηγκιάζει. Έτσι όπως νιώθεις όταν κάθεστε με λίγα άτομα από την παρέα σου σε κάποιο μπαρ και ξαφνικά μπαίνει μέσα ένα μεγάλο τσούρμο από ντουλάπες με λυμένο το ζωνάρι για τσαμπουκά. Το διαχειρίζεσαι, αλλά το μπουκάλι στα χέρια σου τρέμει. Κανείς δεν λέει κάτι, απλώς περιμένεις να ξεκινήσει η φάση και κάποιο αρχίδι να σου σκάσει ένα κωλοποτήρι στη μάπα. Τι στο διάολο τρέχει εδώ; «Ποιος σου το ’πε αυτό;» Ρωτάω λες και δεν ξέρω.
«Είναι αλήθεια, ε;» λέει και ακούγεται λες και είναι κάποια άλλη. Αυτά το γονίδια των κωλο-Χάρντγουικ…
Τώρα μ’ έχει στριμώξει στα σκοινιά. Σκέψου την ηρεμία και τη γαλήνη. Χρησιμοποίησε την πείρα σου, συνέχισε να σκύβεις για να αποφύγεις τα χτυπήματα.
«Άκου, ένα πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσεις στη ζωή σου είναι ότι δεν υπάρχει πάντα λόγος που οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν. Μερικές φορές υπάρχουν πολλοί. Σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζονται πάνω από ένα άτομο για να αλλάξουν τα πράγματα, όπως συμβαίνει σε μια σχέση.»
Μοιάζει να το σκέφτεται για λίγο, κι έπειτα λέει: «Όταν ξάπλωνες στο κρεβάτι μ’ αυτές τις γυναίκες…» –η φωνή της γίνεται πιο τραχιά– «…και τις πήδαγες, σκέφτηκες ποτέ εμένα και τη μαμά;».
Δεν το αντέχω άλλο. Κόβω ταχύτητα και σταματάω στην άκρη του δρόμου. Παίρνω βαθιά ανάσα. «Άκου, είμαι ο πατέρας σου και για λίγο καιρό θα μείνουμε μαζί. Πρέπει να μου δείχνεις λίγο σεβασμό. Να με σέβεσαι, όπως σε σέβομαι εγώ».
Δεν το πιστεύω! Ο Μίκι Μπέικερ ρίχνει πετσέτα. Οι άνθρωποί του στη γωνία του ρινγκ φωνάζουν ότι αρκετά έχει τιμωρηθεί το αγόρι τους.
«Τέλος πάντων», λέει αφηρημένη, λες και έχει το μυαλό της αλλού. Ανοίγει ένα περιοδικό που έχει μαζί. Είναι μία απ’ αυτές τις κουτσομπολίστικες φυλλάδες που έχουν ειδήσεις για «σελέμπριτις», απ’ αυτές που απευθύνονται μόνο σε παιδιά και καθυστερημένους. Τα αποκαλούμενα σελέμπριτις έχουν οι περισσότεροι επίπεδο αναπληρωματικού της Λούτον. Βλέπω στις σελίδες του μια πανάσχημη φώκια που κάποτε είχε κάνει επιτυχία με ένα δίσκο και τώρα ασχολείται με το να παίρνει κιλά και να χώνει στα ρουθούνια της όλη την παραγωγή κόκας της Κολομβίας, από τότε που ο δικός της την παράτησε για ένα πιο τσίλικο γκομενάκι. Με ανησυχούν οι αναγνωστικές επιλογές της Εμ – είναι χαρακτηριστικές των Χάρντγουικ. Κατά τα φαινόμενα, την ενδιαφέρουν περισσότερο απ’ ό,τι ο γέρος της, έστω κι αν έχει μήνες να περάσει λίγες ώρες μαζί του.
Ξεφυσάω από το κακό μου, επειδή δεν το ξέρω καθόλου αυτό το κορίτσι. Το έχουν δηλητηριάσει εναντίον μου συγκεκριμένα πρόσωπα –ονόματα δε λέμε– και εγώ είμαι αποκομμένος απ’ τη ζωή του. Δεν είναι αυτό το κοριτσάκι μου. Είναι ένα παράξενο παιδί που δεν το αναγνωρίζω: ψηλό, αδύνατο, ντύνεται περίεργα και μου λέει χαζομάρες.
«Αυτό είναι το λεγόμενο Κόκκινο Βουνό», λέω δείχνοντας έξω από το παράθυρο – το Μοντάνια Κολοράντα. Πίσω απ’ αυτό υπάρχουν οι Ντούνας ντε Κοραλέχο, με παράκτια βλάστηση τόσο πλούσια που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο», της εξηγώ με ενθουσιασμό. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να τους διδάσκουν τέτοια στο σχολείο: για το περιβάλλον και μπλα μπλα μπλα / τα ρέστα.
Δεν δίνει δεκάρα.
«Είναι ηφαιστειογενείς», λέω. Και ακούω τη φωνή μου να σβήνει με απολογητικό τόνο καθώς κοιτάζω το Άιλ οφ Λόμπος. Βλέπω σύννεφα• ελπίζω ότι δεν έρχονται προς τα εδώ. «Μπορούμε να κάνουμε μια βόλτα μέχρι εκεί», προτείνω, «με μια βάρκα με γυάλινο πάτο. Πλάκα θα ’χει, ε;».
«Ναι», λέει, παίρνοντας για μια στιγμή τα μάτια της από το περιοδικό καθώς ανεβαίνουμε τη λεωφόρο Φράνκο.
Δεν δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον, τι να κάνεις όμως; Φτάνουμε στο σπίτι και την κατεβάζω κάτω στο Χέρφορντσιρ, όπου τη συστήνω στη Σινθ, στον Ροτζ και στους υπόλοιπους. Ανεβάζει τα πράγματά της στο διαμέρισμα και όταν κατεβαίνει, λίγο αργότερα, κρατάει στα χέρια της ένα βιβλίο. Αυτό με χαροποιεί κάπως. Καλύτερα, απ’ το να διαβάζει όλο αυτό το σκουπιδαριό.
Τώρα τη Σινθ την πιάνουν τα περίεργά της και λέει στην Εμ: «Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να ισιώνω ασημόχαρτο. Ξέρεις, σε διαφορετικά / διάφορα χρώματα. Τώρα πια τα παιδιά μάλλον δεν κάνουν τέτοια», λέει κοιτάζοντας την Εμ, η οποία διαβάζει τώρα το βιβλίο της, ένα μυθιστόρημα του Φίλιπ Κ. Ντικ. Είναι παράξενο, αλλά κι εγώ διάβαζα επιστημονική φαντασία όταν ήμουν στην ηλικία της. Άρθουρ Κλαρκ. Μπράιαν Άλντις. Το Αποτυχημένοι άνθρωποι. Ήταν κάτι αδύνατα τυπάκια που θάβονταν με τη θέλησή τους στα λιβάδια για χρόνια. Ήταν προικισμένοι με ευφυΐα και έμοιαζαν με σαύρες με μεγάλα κεφάλια, αλλά είχαν παραιτηθεί απ’ τη ζωή. Δεν είχαν ενδιαφέρον για τίποτα. Έτσι τρύπωσαν μέσα στο χώμα κατά εκατομμύρια και έπεσαν σε χειμερία νάρκη, μέχρι που κάποιος ηλίθιος έσκασε μύτη και τους ξέθαψε. Όμως εκείνοι έμεναν εκεί μέσα στις λάσπες και δεν έδιναν δεκάρα για τίποτα. Αυτό με είχε τρομάξει αφάνταστα όταν ήμουν παιδί. Επειδή πρέπει να νοιάζεσαι για κάτι.
Ναι, υπήρχαν πολλοί τέτοιοι συγγραφείς όπως ο Χάρι Χάρισον που έγραφε ιστορίες για τον Άρη και ο Ισαάκ Ασίμοφ, ο τύπος που έγραφε για ρομπότ. Και εκείνος ο άλλος μάγκας που έγραφε για έναν κόσμο όπου έχουν επικρατήσει τα φυτά. Ναι, τρελαινόμουν για επιστημονική φαντασία. Και ξαφνικά σταμάτησα. Δεν ξέρω γιατί. Φαντάζομαι ότι έφταιγαν οι γκόμενες. Στην αναμέτρηση ανάμεσα στη φαντασία και τις ορμόνες, μόνο η μία πλευρά θα μπορούσε να νικήσει.
«Το έκανες κι εσύ αυτό όταν ήσουν παιδί, Μάικλ; Ίσιωνες το ασημόχαρτο;» συνεχίζει να φλυαρεί η Σινθ.
«Ναι», της είπα. «Ίσιωνα το ασημόχαρτο. Μα, καλά, τι έχεις πάρει;»
Η Εμ αδιαφορεί για τα αστεία μου, απλώς κάθεται μουτρωμένη όλη μέρα. Η Σινθ προσπάθησε, αυτό πρέπει να της το αναγνωρίσω. Όλη τη νύχτα είναι κολλημένη στο βιβλίο της, ενώ εγώ παίζω βελάκια με τον Βινς και τον Ροτζ. «Έμαθες τι έγινε τις προάλλες;» ρωτάει ο Βινς.
«Τι πράγμα;» λέω κοιτάζοντας τον Ροτζ, ελπίζοντας ενδόμυχα να ακούσω κάτι για εκείνον και τον Μπερτ!
«Σκότωσαν κάποιον». Πετάει την εφημερίδα μπροστά μου.
Τα ισπανικά μου δεν είναι σπουδαία, αλλά καταλαβαίνω ότι ένας βρετανός τουρίστας πυροβολήθηκε έξω από την παμπ Ντιουκ οφ Γιορκ στο Λανζαρότε. Αισθάνομαι ένα παγερό ρίγος και για κάποιο λόγο το μυαλό μου πάει σ’ εκείνους τους δύο τύπους που ήταν στο μπαρ χθες. Πολύ παράξενο δίδυμο. Με τρόμαξαν για τα καλά: το ένα αρχίδι έλεγε ότι κάποιος έπρεπε να «φύγει». Όπως φαίνεται, δεν τα πήγαν και πολύ καλά με την εξαφάνιση. Η αστυνομία τον βρήκε στο μπαρ. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομα του τύπου για τον οποίο μιλούσαν.
Κοιτάζω την Εμ, που διαβάζει ακόμα αυτό το βιβλίο του γερο-Φίλιπ. Μεγάλο μυαλό αυτός ο μάγκας. Μπλέιντ Ράνερ, Minority Report, Πόλεμος των Άστρων, ήταν ο εγκέφαλος πίσω από όλα αυτά. Κρίμα που έχει πεθάνει, κι έτσι δεν παίρνει χρήμα. Η ζωή μπορεί να είναι πολύ άδικη, αλλά μην ξεχνάτε πόσα άξιζε ζωντανός.
Στα βελάκια, ο Ροτζ έχει κολλήσει στο τριπλό δεκαοχτάρι, παρόλο που στην αρχή φαινόταν ότι θα μ’αφήσει ταπί. Έχει κατεβάσει ένα ολόκληρο μπουκάλι• δεν μπορούσε καλά καλά να πληρώσει στου σούπερ μάρκετ. Αν η Μαρς γουστάρει να πάρει το δωράκι της, ίσως πρέπει να περιμένει πολύ, ειδικά τώρα που ο γερο-Μπερτ να είναι έτοιμος να τα κάνει λίμπα. Υπάρχει μια δυσοίωνη σιωπή γι’ αυτό το ζήτημα.
Χτυπάω ένα δεκατεσσάρι και ολοκληρώνω σβέλτα με ένα διπλό εικοσάρι. «Καριόλη», βρίζει ο Ροτζ και έπειτα κοιτάζει την Εμ και τη Σινθ. «Με συγχωρείτε για τα γαλλικά, κυρίες μου», προσθέτει. Δείχνουν και οι δύο να μην εντυπωσιάζονται, λες και θα έπρεπε.
«Τι λένε γι’ αυτόν τον τύπο που έφαγε τη σφαίρα;» ρωτάω.
«Ήταν ένας επιχειρηματίας που ήταν διακοπές», λέει ο Βινς.
Επιχειρηματίας. Τώρα ο κάθε τρόμπας είναι επιχειρηματίας. Αυτή η ιδιότητα καλύπτει πολλά ενδεχόμενα. «Σε τι κόλπα ήταν μπλεγμένος;»
Ο Ροτζ σηκώνει τους ώμους του και γεμίζει ένα μεγάλο ποτήρι του κονιάκ από το μπαρ. Μου ρίχνει μια ματιά και πιάνω τον εαυτό μου να κουνάει καταφατικά το κεφάλι, χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω. Έτσι, όπως ήταν επόμενο, έχω μπροστά μου ένα ποτήρι με ουίσκι που μέσα του θα μπορούσες να καθελκύσεις το καταδρομικό Μπέλφαστ. «Δεν είπαν», λέει ο Βινς σηκώνοντας τους ώμους.
Ε. βέβαια, γιατί να πουν; Έτσι, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα.
Αργότερα τηλεφωνεί η Σεφ και μου λέει ότι βρίσκεται στο Λανζαρότε. Λέω στη Σινθ ότι έχω κάτι δουλειές εκεί και της ζητάω να μείνει με την Εμ όλη την επόμενη ημέρα. Δεν δείχνουν και ιδιαίτερα χαρούμενες, ούτε ο Ροτζ άλλωστε, όμως τέτοιες μαλακίες συμβαίνουν συχνά και δεν είμαι σε φάση να εξηγώ πράγματα.
ΣΕΦ

Αποφάσισα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνω μια επίσκεψη στον παλιό μου φίλο τον Πιτ Γουέρθ στο Κούμπρια Αρμς, στο Λανζαρότε. Ήταν ένα ηλιόλουστο σαββατιάτικο πρωινό και μπήκα στο αμάξι έτοιμος να κατευθυνθώ προς το φέρι μποτ, να αλλάξω νησιά και να φτάσω σε ένα μικρό μπαρ στο λιμάνι της παλιάς πόλης του Πουέρτο ντελ Κάρμεν, όπου είχα κανονίσει να συναντηθώ με τη Σεφ. Είχα στο μυαλό μου μια ξένοιαστη, ανέφελη εκδρομή.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
Περνάω από το γκαράζ και κοιτάζοντας προς τα εκεί βλέπω ένα θέαμα που κάνει την κωλοτρυπίδα μου να σφιχτεί σαν τη γροθιά ιδιοκτήτη γραφείου στοιχημάτων. Βλέπω τους δύο τύπους που είχαν έρθει χθες στο μπαρ, να μιλάνε με την Έμιλι και τη Σινθ.
Σταματάω το αυτοκίνητο και βγαίνω σαν σίφουνας, με λυμένο το ζωνάρι για καυγά. Μέχρι να διασχίσω το προαύλιο, οι τύποι έχουν μπει στο αμάξι τους και φεύγουν χωρίς να με δουν. Όμως η Έμιλι και η Σινθ με βλέπουν αμέσως. «Νόμιζα ότι είχες φύγει», λέει η Σινθ.
«Όχι… καθυστέρησα λιγάκι». Κοιτάζω πίσω μου. «Τι ήθελαν αυτοί οι δυο τύποι που μιλάγατε;»
«Προσπαθούσαν να της πιάσουν κουβέντα», λέει γελώντας η Εμ.
Η Σινθ υποκρίνεται το χαζό κοριτσάκι, όπως κάνουν μερικά χαζο- πουρά όταν είναι μπροστά κάποιο ξεπεταρούδι. Όμως το κόλπο δεν έχει αποτέλεσμα. «Όχι, δεν προσπαθούσαν να μου πιάσουν κουβέντα», λέει φτάνοντας σε σημείο να αγγίξει τα μαλλιά της, «απλώς ρωτούσαν για το μπαρ, τίποτε άλλο».
Αυτό δεν μου αρέσει καθόλου, και δεν μιλάω για το κιλοτάκι της Σινθ, αν και από τη στάση της διακρίνω τη διαρροή ικανής ποσότητας υγρών στη συγκεκριμένη περιοχή. «Ρωτούσαν για το μπαρ; Τι εννοείς;»
«Ναι, είχαν έρθει τις προάλλες για να πιουν ένα ποτό…» λέει η Σινθ, γουρλώνοντας τα μάτια της.
«Ναι, ναι, θυμάμαι…»
«Και έλεγαν πόσο ωραία παμπ ήταν το Χέρφορντσιρ Μπουλ, ότι τους έκανε να νιώθουν όπως στην πατρίδα. Ρωτούσαν πόσο καιρό υπάρχει, αυτό είναι όλο», λέει και δείχνει ένοχη, λες και την είχαν πιάσει να λέει ιστορίες από το σχολείο.
Αρπάζω τη Σινθ από το παχουλό της μπράτσο. Την απομακρύνω από την Εμ και χαμηλώνω τη φωνή μου: «Ρωτούσαν ποιο είναι το αφεντικό, έτσι;» Χτυπάω με τον άλλο μου αντίχειρα στο στήθος μου.
«Όχι…» λέει κι έπειτα παραδέχεται, «ρώτησαν μόνο αν ο ιδιοκτήτης είναι Άγγλος και από πού… Απλώς πήγαν να πιάσουν κουβέντα, αυτό είναι όλο», κι έπειτα αφήνει / ξεφεύγει από τη λαβή μου και αρχίζει να τρίβει το μπράτσο της, ενώ με κοιτάζει λες και είμαι κανένα τέρας.
Ερωτήσεις και απαντήσεις, αλήθειες και ψέματα. Ηρέμησε, Μίκι αγόρι μου. Σκέψου πώς θα αντιδρούσαν στη θέση σου ο Ρότζερ Μουρ, ο Κένεθ Μορ ή ο Μπόμπι Μουρ. Σκέψου την αυτοκυριαρχία υπό πίεση. Ηρεμία και γαλήνη.
«Συγγνώμη, μωρό μου, αλλά είμαι λιγάκι τσιτωμένος τα πρωινά», λέω απολογητικά, κι έπειτα την πλησιάζω και της δίνω ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο, χωρίς να πάρω το πρόσωπό μου μακριά από το δικό της.
Μου ανταποδίδει το βλέμμα λες και δεν έχει ιδέα. Η Σινθ δεν είναι χαζή, αλλά όπως συμβαίνει με τις περισσότερες γκόμενες, η σκέψη της δύσκολα κάνει το άλμα.
Βλέπω ότι η Εμ είναι αλλού, χαζεύει τη βιτρίνα του καταστήματος του βενζινάδικου. «Άκου, Σινθ, αν αυτοί οι τύποι έρθουν και αρχίσουν να χώνουν τη μύτη τους στο μαγαζί ή κάνουν ερωτήσεις σε σένα ή τη Σινθ, θέλω να με πάρεις αμέσως στο κινητό, το ’πιασες;»
Η Σινθ κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. «Δεν ήταν αστυνομικοί, έτσι δεν είναι;»
«Κάτι χειρότερο, αγάπη μου», λέω χαμηλώνοντας τη φωνή μου, «Υπηρεσία Τελωνείων της Αυτού Μεγαλειότητας, νομίζω», της λέω σουφρώνοντας τη μύτη μου και κλείνοντας το μάτι. «Μην πεις κουβέντα γι’ αυτό στο παιδί, εντάξει;»
«Όχι βέβαια…» λέει κι έπειτα δείχνει ανήσυχη. «Όλα εντάξει;»
«Θα τα βγάλουμε πέρα», λέω κοιτάζοντας την Εμ δίπλα στο κατάστημα. Τρέχω στο κιόσκι και παραγγέλνω τρία μεγάλα χωνάκια παγωτό σοκολάτα. «Ορίστε», λέω καθώς τα μοιράζω. Θυμάμαι τις καλοκαιρινές εκδρομές που κάναμε εγώ, η Εμ και η Τρις στο Χάστινγκς. Ωραίες εποχές. Όμως η Εμ δεν δείχνει να χαίρεται και τόσο. Η Σινθ φουσκώνει τα μάγουλά της και λέει: «Μα, μόλις φάγαμε».
Εξηγώ ότι η Σινθ χρειάζεται τακτική πρόσληψη θερμίδων. Το να προσθέτεις λίπος είναι εύκολο, αλλά να το διατηρείς είναι πρόβλημα. Αν πέσει κάτω από τις χίλιες πεντακόσιες θερμίδες την ημέρα, θ’ αρχίσει να κρεμάει. Τα σνακ με ζάχαρη σε ποσότητες ωφελούν, μαζί με συσκευασμένες τροφές γεμάτες πρόσθετα. Το ίδιο και το πολύ αλκοόλ. «Δεν φτάνει μόνο ένα», της λέω. «Αν δεν είχαμε αυτά τα πράγματα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γιάνκηδες μπορεί να μην έμπαιναν ποτέ στον πόλεμο και τώρα ίσως όλοι κόβαμε βόλτες φορώντας γερμανικές μπότες. Αν και, τώρα που το σκέφτομαι…» Κλείνω το μάτι στη Σινθ. «Ωραία», λέω κοιτάζοντας προς το αυτοκίνητο, «λέω να την κοπανήσω. Ο παλιόφιλός μου ο Γουέρθι δεν γουστάρει να τον στήνουν. Πιστεύει ότι αυτό δείχνει έλλειψη σεβασμού, και», συνεχίζω κουνώντας το δάχτυλό μου λες και κάνω κήρυγμα, «δεν κάνει λάθος».
Η Σινθ με κοιτάζει με ικετευτικό ύφος και με ρωτάει: «Πόσο θα λείψεις;»
«Λίγες ώρες μόνο, κορίτσια, ακόμα χειρότερα. Ο κατεργάρης δεν γνωρίζει τι θα πει ξεκούραση», φωνάζω στην Εμ, και προσθέτω: «Αντίο, πριγκίπισσα!».
Έπειτα μπαίνω στο αυτοκίνητο και μόλις φεύγω από το οπτικό τους πεδίο εκσφενδονίζω το χωνάκι έξω από το παράθυρο. Είναι ωραίο να μπουκώνεις τις γκόμενες. Πιστεύω ότι πολλοί από μας γουστάρουν στα κρυφά τα πάχια. Όμως για μένα δεν μπαίνει τέτοιο θέμα: καμία γκόμενα της προκοπής δεν γουστάρει χοντρομπαλάδες. Κατεβαίνω στο λιμάνι και βάζω το αμάξι στο φέρι. Έχετε υπόψη σας ότι έτσι όπως «ανεβαίνει» το Φουέρτι, ο Γουέρθι, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, τα μαζεύει χοντρά στο Κούμπρια. Όμως, δεν πα’ να τα χώσει στον πισινό του• υπάρχει και το ζήτημα της ποιότητας ζωής, έτσι δεν είναι;
Όταν φτάνω στο μπαρ, βλέπω τη Σεφ να κάθεται σε ένα τραπεζάκι απέξω και να γράφει καρτ ποστάλ, με μια λευκή τσάντα στα πόδια της. Μοιάζει μόνη σαν παρθένα τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Φοράει γυαλιά ηλίου κι ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο με ένα μαντίλι δεμένο γύρω του. Επίσης φοράει ένα ελκυστικό γαλάζιο φορεματάκι που αφήνει εκτεθειμένη στο μάτι πολλή σάρκα, και έχει τα μαλλιά της δεμένα σε μια αλογοουρά που κρέμεται στο πλάι. Όμως, θα πρέπει να τα λύσει όταν την πηδήξω: μου αρέσει να τα βλέπω να ξεχύνονται στο μαξιλάρι.
Βέβαια, όταν με βλέπει, αρχίζει να το παίζει σεμνότυφη• με φιλάει στο μάγουλο, όπως κάνουν στην Ευρώπη. Περίμενα μια σφιχτή αγκαλιά και γλωσσόφιλα με τη μία. Η σεμνότυφη προσέγγισή της δεν με εντυπωσιάζει. Μιλάμε για μεγάλη υποκρισία: δεν κάνεις τόσο δρόμο, αν στο τέλος δεν σε περιμένει ένα καλό γαμήσι.
Τα καλά νέα είναι ότι το μουστάκι έχει εξαφανιστεί! Απ’ ό,τι φαίνεται, έχει κάνει χαλάουα, ή αποτρίχωση με λέιζερ.
Κάθομαι και αρχίζει να μου λέει για το ζόρι που τρώει από το γέρο της, τον μπάτσο. Φαίνεται ότι θέλει να πάει σε κάποιο πανεπιστήμιο και σκέφτεται την Αγγλία. Με ρωτάει ποιο μέρος είναι το καλύτερο.
Ίσως έχει να κάνει με τις προσωπικές μου εμπειρίες με ορισμένα άτομα –ονόματα δεν λέμε– αλλά μάλλον δεν παρουσιάζω και πολύ ελκυστική εικόνα. Της λέω ότι ο Βορράς είναι μελαγχολικός, τα Μίντλαντς μουντά, η εξοχή απίστευτα βαρετή –γεμάτη μεταλλαγμένες αγελάδες– και ότι αυτή την εποχή το Λονδίνο είναι τίγκα στους πρεζάκηδες και τους ζητιάνους.
«Σκεφτόμουν το Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, στο Μπράιτον», λέει και ελπίζω ότι το κοκτέιλ με βότκα που της έχω παραγγείλει θα τη χαλαρώσει λιγάκι. Το κόλπο έχει λειτουργήσει στο παρελθόν και πρέπει να ακολουθείς δοκιμασμένες μεθόδους. Πώς το είπε αυτός ο σπουδαίος άνδρας; «Λένε ότι η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα με εξαίρεση όλα τα άλλα».
Όμως πρέπει να αρχίσω τις φωνές. Ο φιλελευθερισμός μου έχει τα όριά του. «Όχι, όχι, τι να κάνεις στο κωλο-Μπράιτον; Είναι φουλ στις αδερφάρες», της εξηγώ, και αυτό με κάνει να αναρωτηθώ αν γουστάρει το ελληνικό στο κρεβάτι, αφού μάλιστα είναι Ελληνίδα. Δεν είναι ακριβώς του γούστου μου τέτοιες βρομιές. Εντάξει, κατά καιρούς τον έχω χώσει κι εγώ σε μερικές βρόμικες τρύπες, αλλά ήταν πάντα από μπροστά. «Το καλύτερο μέρος της Αγγλίας για να πας αυτή τη στιγμή είναι η Ουαλία», της λέω, «μόνο εκεί είναι καθαρά, το πανεπιστήμιο του Αμπερ… δεν ξέρω πώς ακριβώς το λένε, δίπλα στη θάλασσα. Είναι ωραία φοιτητούπολη, όπως έχω ακούσει. Έχει κύρος…».
Σηκώνει τα γυαλιά της και τα μεγάλα μαύρα μάτια της μισοκλείνουν από τον ήλιο. «Ώστε είναι καλά στην Ουαλία;»
Καλά; Τι πάει να πει καλά; Πιάνω τον εαυτό μου να πλατσουρίζει μέσα σε ένα βούρκο ηθικού σχετικισμού κάθε μέρα, όπως είπε τις προάλλες ο τύπος στο Ντισκάβερι Τσάνελ. Φώναζα προς την οθόνη: Μη μου λες άλλα, φιλαράκο, αυτό λέγεται εμπόριο οινοπνευματωδών. «Ναι, αλλά το μόνο πρόβλημα με την Ουαλία είναι ότι έχει πάρα πολλούς Ουαλούς. Εκεί κάτω δεν θεωρούν τους εαυτούς τους Άγγλους, ούτε εμείς άλλωστε, παρόλο που εξακολουθούν να αποτελούν μέρος της Αγγλίας.
Κουνάει το κεφάλι της και ψάχνει μέσα στη λευκή δερμάτινη τσάντα να βρει ένα πακέτο τσιγάρα. «Θα ήθελα να είμαι κοντά στο Λονδίνο».
Καταλαβαίνω γιατί. Αρκετά πρόβατα έχει δει στην Ελλάδα.
Εξαιρετικά πολιτισμένος λαός αυτοί οι Έλληνες. Όμηρος, Αριστοτέλης, Σωκράτης, Πλάτωνας. Οποιοδήποτε από αυτά τα ονόματα θα έμπαινε με άνεση στη βασική ενδεκάδα φαιάς ουσίας οποιασδήποτε χώρας. Όμως αυτό που έχω στο μυαλό μου δεν είναι ακριβώς οι κλασικοί φιλόσοφοι. «Λοιπόν, τι θες να κάνεις;» ρωτάω, γνωρίζοντας πολύ καλά την απάντηση. Η Ελλάδα είναι πολύ μακριά και εκεί έχουν αρκετές παραλίες.
Ξαφνικά βλέπω μια λάμψη στα μάτια της και ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Ήρθα να σου πω ότι είμαι ερωτευμένη…», λέει.
Την κοιτάζω και, παρά τον εκνευρισμό που σίγουρα θα μου προκαλέσει, δεν μπορώ να μη νιώσω μια ζεστασιά στο υπογάστριό μου. «Εντάξει, είσαι νέο κορίτσι, αλλά καταλαβαίνω…» της λέω και την αρπάζω απ’ το χέρι.
Το αποδιώχνει με χάρη και λέει, «Είναι πολύ ωραίο που το καταλαβαίνεις, έπειτα απ’ όσα έχουν μεσολαβήσει μεταξύ μας».
Σκέφτομαι: Όσο πιο παλιό το βιολί, τόσο καλύτερα κελαηδάει, αλλά προτιμώ να το βουλώσω γιατί καταλαβαίνω ότι για κείνη αυτή είναι μια πολύ σημαντική στιγμή από συναισθηματική άποψη. Είναι ακόμη νέα. Ιδεαλίστρια. Αν και υποθέτω ότι κι εγώ το ίδιο είμαι. Οι αριθμοί δεν μετράνε. Αν είσαι έτσι πλασμένος, δεν αλλάζεις ποτέ.
Το μικρό της προσωπάκι φωτίζεται και λέει, «Τον λένε Κώστα και είναι από την Αθήνα. Είναι ηθοποιός…»
Και ξαφνικά παύω να ακούω οτιδήποτε.
Εκείνη συνεχίζει να φλυαρεί ασταμάτητα για εκείνον τον κωλοέλληνα, κουνώντας μπροστά στη μούρη μου ένα πακέτο Marlboro Lights, αλλά δεν μπορώ να ακούσω τα υπόλοιπα. Το μόνο που σκέφτομαι είναι, τότε τι στο διάβολο γυρεύει εδώ;
Όμως το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω τις γαλόπαπιες, αυτά τα πουλιά που είναι αραχτά στο χώμα γύρω απ’ το λιμάνι. Ένας θεός ξέρει τι πουλιά είναι, αλλά πρώτη φορά τα βλέπω. Κάθονται ασάλευτα στην άσφαλτο, λες και είναι έτοιμα να γεννήσουν αυγά. Όλα μαζί συγκροτούν ένα σωστό μικρό μπουλούκι. Έχουν κεφάλι και λαιμό σαν της γαλοπούλας και χοντρό κορμό, αλλά το ράμφος και τα πόδια τους θυμίζουν πάπιες.
Παράξενα ζωντανά, αλλά δεν ενοχλούν κανένα, είναι σαν τα γερόντια που κάθονται και τα λένε στα παγκάκια, ή τους τουρίστες στις αυλές των μπαρ του λιμανιού. Ναι, η παλιά πόλη εδώ είναι κάπως γραφική. Η υπόλοιπη; Πολύ άθλια για να την αναφέρεις.
Οι γαλόπαπιες.
Αν και αυτή τη στιγμή η γαλόπαπια είμαι εγώ. Και μάλιστα ξεπουπουλιασμένη. Αλλά μπορεί και όχι. «Λοιπόν, τι σε φέρνει στο νησί; Μη μου πεις ότι ήρθες ως εδώ για να συζητήσεις τα νέα σου, όσο σπουδαία κι αν είναι, με τον φιλαράκο σου τον Μίκι;» λέω, υπολογίζοντας ότι ίσως θέλει ένα καλό παλιομοδίτικο γαμήσι προτού επισημοποιήσει τη σχέση της με τον Έλληνα ηθοποιό. Είναι οι τελευταίες ημέρες της ελευθερίας της: Απόλυτα κατανοητό.
«Ήρθα μαζί με τον Κώστα. Έχει ένα γύρισμα εδώ και άλλο ένα στο μέρος που μένεις, τη Φουερτεβεντούρα. Γυρίζουν μια ταινία όπου παίζει έναν Ιταλό αστυνομικό της Ιντερπόλ».
Γαμώτο! Άλλο ένα χαμένο απόγευμα, όπως δείχνουν τα πράγματα. Κωλοταινίες. Σ’ αυτό το νησί πάντα γυρίζουν κωλοταινίες. Τουλάχιστον στη θεωρία, διαθέτει τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες για γυρίσματα όλο τον χρόνο. O Γουέρθι καυχιέται ότι το Μουνρέικερ γυρίστηκε στην κωλοαυλή του. Μπορεί. Τουλάχιστον οι σκηνές στο φεγγάρι.
Όμως αυτή τη στιγμή αισθάνομαι σαν ένας απ’ αυτούς τους Αποτυχημένους ανθρώπους, μόνο που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να με ξεθάψει. Επειδή σήμερα το απόγευμα το μενού δεν έχει πήδημα, τουλάχιστον όχι με τον ρυθμό που πίνουμε! «Άλλη μία απ’ τα ίδια, σενιορίτα!» φωνάζω στη σερβιτόρα.
Έτσι λοιπόν εγώ βυθίζομαι ξανά στον βούρκο της απελπισίας, ενώ εκείνη ξαναρχίζει το τροπάρι. «Γνώρισα τον Κώστα στο νησί όπου ο πατέρας μου είναι αρχηγός της αστυνομίας, όταν ήρθε να του ζητήσει συμβουλές πώς να παίξει τον ντέντεκτιβ».
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να χαμογελάω γεμάτος απογοήτευση και να γνέφω σαν καμιά γαμο-μαριονέτα, ενώ κατεβάζω τα ποτά το ένα μετά το άλλο.
Μετά την ιστορία, μου ρίχνει το κατάλληλο βλέμμα και μου λέει: «Είσαι καλός άνθρωπος, Μάικλ, πιστός και σίγουρος. Πώς το είπε ο φίλος σου τότε στην Αθήνα; “Λάμπει σαν σιντριβάνι από διαμάντι”».
«Η έκφραση είναι “παιδί-διαμάντι”», τη διορθώνω. «Αυτό το είπε ο Μπίλι Γκάθρι, ο Θεός να τον έχει καλά», λέω και αρχίζω να νιώθω το ποτό, έτσι λοιπόν τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας. «Ένα διαμαντένιο σιντριβάνι που εκτοξεύει αγάπη, μωρό μου, αυτό είμαι».
Θυμάμαι ότι πρέπει να τηλεφωνήσω στον Μπιλ, να δω τι κάνει. Για κάποιο διάστημα δεν ήταν καλά. Έκοψε το ποτό, κι έπειτα έχασε το ένα του αρχίδι σε ένα γαμημένο ατύχημα στο πέιντμπολ. Να χαρώ εγώ το αβλαβές σπορ. Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε, αλλά σίγουρα έκανε κακή χρήση του εξοπλισμού. Να τι παθαίνεις όταν κόβεις το ποτό.
Όχι ότι εδώ ξέρουμε τι παναπεί «κόβω το ποτό». Η Σεφ με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Προσπαθεί να αποφασίσει αν θέλει τσιγάρο. Βγάζει ένα απ’ το πακέτο, αλλά έπειτα το ξαναβάζει πίσω. «Θα ήσουν καλός άντρας για γάμο, αλλά οι άνδρες της ηλικίας σου έχουν αδύναμο σπέρμα», με πληροφορεί ευγενικά. «Πρέπει να χαρίσω στον πατέρα μου ένα αρσενικό εγγόνι. Οι τρεις αδελφές μου έχουν όλες κόρες».
«Όι!» διαμαρτύρομαι. «Δεν μου άρεσε αυτό που άκουσα για το σπέρμα μου. Τι πάει να πει “αδύναμο;”»
«Κι εσύ κορίτσι έχεις».
«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα».
Με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο κατανόηση, το οποίο, με δεδομένο το παρελθόν μας, με διαολίζει ασύλληπτα. «Όμως το ότι έχεις κορίτσι σημαίνει ότι είσαι άνδρας• αυτό σίγουρα. Το ίδιο κι ο πατέρας μου. Κάποτε μου είπε ότι με όλο αυτόν τον ανδρισμό που έχει πάει σ’ αυτόν, δεν έμεινε τίποτε για τους απογόνους του. Όμως ξέρω ότι ένα αρσενικό εγγόνι θα του ζέσταινε την καρδιά, και κάποια μέρα σκοπεύω να του το χαρίσω».
Σκέφτομαι: Πολύ θα ήθελα να σου χαρίσω εγώ ένα. Ίσως φταίει η ζέστη, ίσως το αλκοόλ, αλλά ένα πήδημα είναι απόλυτη προτεραιότητα.
«Ο Κώστας κι εγώ θα πάμε να μείνουμε στην Αγγλία, κάπου κοντά στο Λονδίνο», λέει, ανάβοντας τελικά ένα τσιγάρο και ξαναβάζοντας το πακέτο και τον αναπτήρα στην τσάντα της. «Θα βελτιώσει τα αγγλικά του κα θα βρει δουλειά σαν ηθοποιός, ενώ εγώ θα σπουδάζω. Έπειτα θα κάνουμε γιους, πολλούς Έλληνες γιους», λέει ενώ χαμογελάει και σηκώνει ψηλά το ποτήρι της, αναγκάζοντάς με να κάνω πρόποση.
Σκέφτομαι ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο αν θέλει να της ρίξω ένα, έστω και στα γρήγορα, αλλά τότε μου εξηγεί ότι περιμένει τον Κώστα, γεγονός που με κάνει να νιώσω μαλάκας με Μ κεφαλαίο. Παραγγέλνω κι άλλα ποτά.
Ο φούρναρης δεν θα ψήσει κουλουράκια σήμερα.
Κάποια στιγμή τελικά κάνει την εμφάνισή του ο Κώστας. Είναι ένας αδύνατος τύπος με ξανθά μαλλιά. Μοιάζει περισσότερο με Σουηδό παρά με Έλληνα, και δείχνει νευρικός. Η πρώτη εντύπωση δεν είναι πάντα η πιο σωστή, αλλά δεν μου φαίνεται σαν τύπος έτοιμος να νοικοκυρευτεί και να μεγαλώσει ένα τσούρμο μελλοντικούς σουβλατζήδες του Φίνσμπουρι Παρκ.
Η Σεφ μας συστήνει και εκείνος κοιτάζει σβέλτα μία τη Σεφ και μια εμένα. Κάτι δεν πάει καλά εδώ.
«Τι λέει, Κοστ; Πώς πάνε τα γυρίσματα;»
Η Σεφ αποφασίζει να πάει στο σούπερ μάρκετ για να κάνει λίγα ψώνια.
«Παιδιά σας αφήνω για λίγο για να γνωριστείτε καλύτερα», λέει χαμογελώντας, χαρούμενη σαν μύγα που έχει πέσει με τα μούτρα στο σκατό.
Όπως ήταν σχεδόν αναμενόμενο, ο Κώστας δεν αργεί να μου ανοιχτεί. «Αυτή η γυναίκα είναι τρελή για δέσιμο. Νομίζει ότι θα παντρευτούμε! Αν είναι δυνατόν! Ο πατέρας της με έπιασε να πουλάω κόκα σε κάτι τουρίστες στο νησί. Με απείλησε ότι θα με έκλεινε φυλακή αν δεν ακολουθούσα το τρελό του σχέδιο. Είπε ότι είχε γνωστούς στην αστυνομία σε όλη την Ελλάδα και ότι θα μου έκανε τη ζωή κόλαση. Το Λονδίνο θα ήταν πολύ καλή κίνηση για την καριέρα μου, αλλά…»
«Μη με παρεξηγείς• είναι αξιαγάπητο κορίτσι, αλλά κάτι δεν πάει καλά, αν πιάνεις τι θέλω να πω».
Ο Κώστας με κοιτάζει με ένα άκαμπτο χαμόγελο και κατεβάζει ένα ρούμι με Κόκα Κόλα. Το πρόσωπό του είναι σφιγμένο και ιδρωμένο. Αφήνει το ποτήρι πάνω στο τραπέζι με θόρυβο, κάτι που τραβάει την προσοχή της σερβιτόρας, και της κάνει νόημα να μας φέρει άλλα δύο. «Στην Ελλάδα λέμε ότι κάποια βίδα έχει λασκάρει».
Γνέφω, καταλαβαίνοντας απόλυτα τι θέλω να πει. Ο Κώστας δεν είναι το πρότυπο του χαρούμενου τουρίστα. Έχει αφήσει τον εαυτό του να γίνει κανονικός Χέρμπερτ . Χερμπετίτιδα Α, θα έλεγα. Όμως παρ’ όλα αυτά τον αφήνω να μου ανοιχτεί. «Ο πατέρας της με ρώτησε για την οικογένειά μου. Αν είχα αδέρφια. Έχω, του λέω, και έξι μάλιστα, αλλά όλα αγόρια. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο ερπετού. Αργότερα…» κουνάει το κεφάλι του και ανατριχιάζει, παρόλη τη ζέστη, ενώ η σερβιτόρα μάς φέρνει κι άλλα ποτά.
«Τι;»
«Πήγε να μου βάλει χέρι», ξεφουρνίζει, έξαλλος. «Λες και ήμουνα καμιά γκόμενα».
«Και τι συνέβη;»
Ο γερο-Κοστ ξεσπάει σε ξέφρενο παραλήρημα: «Τον έσπρωξα μακριά. Και μου λέει “Αυτό είναι καλό. Είσαι αληθινός άντρας”. Όλη η οικογένεια είναι τρελή. Τα γυρίσματά μου εδώ τελείωσαν, αλλά δεν της το έχω πει αυτό. Αύριο θα φύγω για το Λονδίνο και θα πάω να μείνω με τον θείο μου. Όσο πιο μακριά γίνεται απ’ αυτή την τρελή σκρόφα και τον φασίστα ομοφυλόφιλο πατέρα της. Ξέρεις ότι μου έδωσε μέχρι και το δαχτυλίδι που θα της χαρίσω; Το διάλεξε ο ίδιος. Με διαμάντια και ζαφείρια. Για τα μάτια της κόρης του, είπε. Αυτός είναι που θα ’πρεπε να την πηδάει. Όταν τους ακούς να μιλάνε οι δυο τους, νομίζεις ότι αυτό θέλουν!»
Τον ακούω πιο προσεκτικά απ’ όσο επιτρέπει το λεκτικό μπαράζ που εκτοξεύεται με ασύλληπτη ταχύτητα. «Αυτό δεν μου αρέσει καθόλου». Παίζω τύμπανα με τα δάχτυλά μου πάνω στο τραπέζι: «Εγώ θα το ’βαζα στα πόδια, φίλε, και γρήγορα μάλιστα. Πώς το λένε οι Γιάνκηδες; Κοπάνα τη με τις πάντες!»
Ο Κοστ σκύβει προς το μέρος μου, και η ανάσα του βρομάει τσιγαρίλα, αλκοόλ και σκόρδο. «Αυτό σκοπεύω να κάνω κι εγώ. Το μόνο που με απασχολεί είναι τι μπορεί να κάνει εκείνη. Είναι τρελή, αλήθεια σου λέω!»
Το σκέφτομαι για λίγο. «Άσ’ το πάνω μου, φιλαράκο. Εδώ χρειάζεται να βάλει το χέρι του ένας Εγγλέζος. Αυστηρό ύφος και ταλέντο να διατηρείς την ψυχραιμία σου όταν όλοι οι υπόλοιποι γύρω σου τη χάνουν. Όπως ο Τζον Μιλς, ο Κένεθ Μορ και όλοι αυτοί οι μάγκες», λέω και του κλείνω το μάτι τραγουδώντας ένα ρεφρέν από το Dam Busters .
Όταν λοιπόν επιστρέφει η Σεφ, ο Κώστας της λέει ότι μόλις του τηλεφώνησαν και ότι πρέπει να γυρίσει πίσω στο γύρισμα. Εκείνη του μουτρώνει λιγάκι, αλλά την ηρεμεί με ένα φιλί. Αυτό το παιδί μου αρέσει. Βλέπω έναν επαγγελματία επί τω έργω. Καθώς φεύγω, μου γλιστράει στο χέρι ένα μικρό σημείωμα για να της το πασάρω αργότερα. Και ελπίζω να μην είναι το μόνο που θα της πασάρω. Το χώνω στη τσέπη του στρατιωτικού μου παντελονιού.
Όταν περπατάω μαζί με τη Σεφ προς το μπαρ του Γουέρθι, είμαι ήδη λιώμα. Εκείνη είναι πιο χαρούμενη, επειδή τα ποτά έχουν αρχίσει να κάνουν τη δουλειά τους. «Οι ηθοποιοί είναι τρομερά αφοσιωμένοι στη δουλειά τους. Είναι καλλιτέχνες, κι αυτό είναι η τέχνη τους», λέει μασώντας τα λόγια της.
«Ναι. Είναι σκληρή δουλειά», της λέω κρατώντας ανοιχτή την πόρτα του Κούμπρια για να περάσει, σαν καλός τζέντλεμαν. «Αν οι ηθοποιοί κατέβαιναν σε απεργία, θα ήταν αναντικατάστατοι. Η παγκόσμια οικονομία θα κατέρρεε. Τι θα κάναμε αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Τομ Κρουζ;»
Μου ρίχνει στα ψεύτικα μια γροθιά στο μπράτσο καθώς μπαίνουμε στο μπαρ και αμέσως βλέπω τον Πιτ Γουέρθ, μαυρισμένο και γυαλιστερό, το ιδανικό πρότυπο του κωλομπαρά. Με βλέπει ταυτόχρονα κι εκείνος, και βγαίνει πίσω από το μπαρ. «Έλα, παλικάρι μου! Μου φαίνεται ότι έβαλες κιλά» λέει, τσιγκλώντας με στην κοιλιά.
«Δεν μου μένει χρόνος να βρίσκομαι στο γυμναστήριο είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο όπως εσύ. Παίρνεις αναβολικά;» ρωτάω, πιάνοντας τον φουσκωμένο δικέφαλό του. «Τα αρχίδια σου θα έχουν γίνει πια σαν μαραμένα μπιζέλια!»
«Τουλάχιστον εγώ μπορώ να τα βλέπω χωρίς καθρέφτη. Εσύ;», λέει γελώντας και ασυναίσθητα ρουφάω λιγάκι το στομάχι μου προς τα μέσα. Φταίει η παρέα με τη Σινθ. Είναι το επόμενο βήμα μετά το παθητικό κάπνισμα: παθητική κατανάλωση θερμίδων.
Όμως ο Γουέρθι δεν δίνει σημασία, γιατί έχει τα μάτια του αλλού: «Και ποια είναι αυτή η κουκλίτσα; Όλα καλά, αγάπη;»
Η Σεφ τον κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω: «Με λένε Περσεφόνη».
«Ο πατέρας της Σεφ έχει υψηλή θέση στην Ελληνική Αστυνομία, έτσι δεν είναι μωρό μου;»
«Στο νησί όπου μεγάλωσα, ο πατέρας μου είναι αρχηγός της αστυνομίας», λέει.
«Σε όλο το νησί, έτσι δεν είναι μωρό μου;» Κλείνω το μάτι στον Γουέρθι και εκείνος μας βγάζει μπίρες και σφηνάκια.
Αστειεύεται με τη Σεφ για το σπίτι του πατέρα της και τότε βρίσκω την ευκαιρία να χώσω διακριτικά το σημείωμα του Κοστ στη λευκή της τσάντα. Νιώθω λες και ανάβω ένα βραδύκαυστο φιτίλι, και όπου να’ ναι θ’ αρχίσουν να σκάνε τα πυροτεχνήματα. Έχω ανάγκη από μερικά ποτά πριν απ’ αυτό το μικρό σόου.
Ο Γουέρθι, ένας πολύ πρόσχαρος οικοδεσπότης, μας κερνάει άλλο ένα γύρο. Έπειτα κι άλλο. Για λίγο, τα πάντα είναι θολά, και έπειτα ο Γουέρθι βάζει λίγη ελληνική μουσική για σπασίματα πιάτων και εγώ με τη Σεφ του δίνουμε να καταλάβει στο χορό. Ένα χοντρό γουρούνι με λονδρέζικη προφορά λέει κάτι, και για κάποιο λόγο τη βλέπω στραβά. Λίγη ώρα αργότερα ακούω ένα ποτήρι να σπάζει στο πέτρινο δάπεδο του μπαρ, αισθάνομαι κάποιον να με σπρώχνει και ακούω ανθρώπους να φωνάζουν. Όμως νιώθω το πρόσωπό μου λες και φοράω έξι μάσκες σκιέρ τη μία πάνω απ’ την άλλη, επειδή το επόμενο πράγμα που καταλαβαίνω είναι ότι πέφτω από μια σκάλα κι έπειτα τίποτα.
Ξυπνάω ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, φορώντας όλα μου τα ρούχα. Κάποιος βρίσκεται δίπλα μου και ακούω ένα δυνατό ροχαλητό. Είναι η Σεφ, ντυμένη κι αυτή. Τα ρούχα της είναι κάπως τσαλακωμένα και προσέχω ότι φοράει λευκό βαμβακερό κιλοτάκι. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το κιλοτάκι θα έπρεπε να είναι πολύ μικρό για να χωρέσει το μεγάλο, μαύρο θάμνο της, όμως ο θάμνος είναι άφαντος. Πήγε και ξυρίστηκε για χάρη μου!
Προφανώς, χθες το βράδυ το μενού δεν είχε πήδημα. Κοιτάζω αλλού, βασανίζω τον εαυτό μου: επιπλέον, νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί σε χίλια κομμάτια. Αναγνωρίζω το σπίτι που βρίσκομαι: είναι το διαμέρισμα του Γουέρθι. Μικρό καθιστικό και κρεβατοκάμαρα, κουζίνα και μπαλκόνι. Όμως τον Γουέρθι δεν τον βλέπω πουθενά, μάλλον έχει πάει κάπου αλλού για να ρίξει κανέναν πήδο.
Κοιτάζω το ρολόι. Είναι πρωί και έχω αφήσει την Εμ όλη νύχτα με τη Σινθ!
Βγάζω το κινητό από την τσέπη μου και το ανοίγω. Επτά αναπάντητες κλήσεις και ένα σωρό μηνύματα. Όλα από τη Σινθ, το ένα πιο πανικόβλητο απ’ το άλλο. Όμως το τελευταίο με κάνει να χεστώ επάνω μου: Η Εμ είναι άφαντη!
Κοιτάζω τη φωτογραφία της στην οθόνη του κινητού μου: ένα μικρότερο παιδί που καταλαβαίνεις όμως ότι είναι η Εμ, μου ανταποδίδει χαμογελαστή το βλέμμα και δυσκολεύομαι να πάρω ανάσα. Δοκιμάζω να τηλεφωνήσω στη Σινθ, αλλά τότε ακριβώς με παίρνει εκείνη. «Μίκι… είσαι καλά; Πού ήσουν;»
«Είμαι μια χαρά. Τι είναι αυτή η ιστορία με την Εμ;»
«Χθες το βράδυ δεν γύρισε σπίτι. Γνώρισε ένα αγόρι, τον Γιούργκεν, φαινόταν καλό παιδί• ήταν Γερμανός, και σκόπευαν να πάνε σε μια ντίσκο. Έμεινε έξω το βράδυ. Την πήρα στο κινητό της αλλά η εταιρεία της δεν έχει σήμα εδώ… Εσύ τι έπαθες;»
«Έμπλεξα, συνάντησα κάτι παλιούς φίλους», λέω κοιτάζοντας τη Σεφ που εξακολουθεί να βρίσκεται σε λήθαργο και να ροχαλίζει δυνατά. Ανοίγω τη συρόμενη μπαλκονόπορτα και βγαίνω στο μπαλκόνι για να έχω καλύτερο σήμα. Μπροστά μου απλώνεται η θάλασσα, επίπεδη και γαλήνια. Το φως του ήλιου που στραφταλίζει στο νερό με ηρεμεί λιγάκι. «Ο φίλος μου ο Γουέρθι με κέρασε μερικά σφηνάκια, το αρχίδι ξέρει ότι δεν τα αντέχω. Νομίζω ότι έχασα τις αισθήσεις μου».
«Πριν από λίγη ώρα τηλεφώνησε η Τερέζα για να μιλήσει στην Εμ…»
Άλλο ένα κύμα πανικού με κατακλύζει και τώρα νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν. Κάθομαι στην πλαστική καρέκλα. «Δεν της είπες ότι έχει χαθεί, έτσι δεν είναι;»
«Και βέβαια όχι. Της είπα ότι έχει βγει μια βόλτα μαζί σου για πρωινό, και ότι θα της τηλεφωνήσει αργότερα».
Αν το πάρει χαμπάρι αυτή η παλιοσκρόφα στην Αγγλία… «Μπράβο μωρό μου. Γυρνάω με το πρώτο φέρι. Κράτα με ενήμερο».
«Πιστεύω ότι θα πήγε σε κάποιο πάρτι και θα μέθυσε και έπειτα κάπου θα την έπεσε. Ξέρεις πώς είναι οι έφηβοι. Η Εμ είναι λογικό κορίτσι».
Βλέπω μια μεγάλη Μέρκιουρι να κυλάει στην παραλιακή και το μυαλό μου πάει σε εκείνους τους δύο κωλογκάνγκστερ. «Ένα παιδί είναι, Σινθ…» ξεροκαταπίνω. «…τέλος πάντων, κράτα με ενήμερο και τα λέμε σύντομα από κοντά».
Ο πανικός προσπαθεί να πάρει το πάνω χέρι αλλά του αντιστέκομαι, κρατώ κλειστό το καπάκι. Σκέψου τον Τσόρτσιλ την ώρα που η Λουφτβάφε έκανε τα τρελά της πάνω από το Λονδίνο. Σηκώνομαι από την καρέκλα και μπαίνω μέσα. Η καρδιά μου σκιρτάει ξανά όταν βλέπω ένα σημείωμα στο τραπέζι. Χαλαρώνω λιγάκι όταν διακρίνω τον γραφικό χαρακτήρα του Γουέρθι.

Μίκι, παλιοαρχίδι! Πήγες να μου τη βγεις στα σφηνάκια, αλλά είσαι κατηγορία φτερού. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να σε αφήσω να κοιμηθείς. Παρεμπιπτόντως, πολύ με στενοχώρησες χθες το βράδυ, όταν την έπεσες στον μπάρμαν μου για να τον πλακώσεις. Το τακτοποίησα, αλλά νομίζω ότι μου χρωστάς μια συγγνώμη, όπως και σ’ εκείνον, βεβαίως.
Πιτ

Χριστέ μεγαλοδύναμε! Τι μαλάκας που είμαι! Ο μπάρμαν πρέπει να ήταν κάποιος γαμημένος ψυχάκιας. Με τον Γουέρθι θα τα βρούμε, στην καλύτερη θα το ρίξουν στα κέφια μου λόγω του αλκοόλ. Τώρα έχω αγωνία για την ώρα, και δεν μπορώ να θυμηθώ πότε φεύγει το επόμενο φέρι. Όμως δεν φεύγει ακόμα. Στο μπάνιο πιάνω μια άσχημη μυρωδιά να έρχεται από τις μασχάλες μου, βγάζω λοιπόν τα ρούχα μου και μπαίνω στο ντους. Το ζεστό νερό με ηρεμεί, αλλά ξαφνικά ακούω ένα θρηνητικό ήχο που μου παγώνει το αίμα και ακολουθούν κραυγές και θόρυβος από πράγματα που σπάζουν. Βγαίνω από το ντους στάζοντας, με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω μου και βλέπω τη Σεφ πεσμένη στο ξύλινο πάτωμα, να κλαίει γοερά κρατώντας ένα τσαλακωμένο σημείωμα στο χέρι της. Στο πάτωμα υπάρχει ένα γυάλινο τασάκι σπασμένο σε χίλια κομμάτια.
«Πάει… έφυγε … ο Κώστας…»
Βέβαια. Το σημείωμα που τον βοήθησα να χώσει στην τσάντα της στην τελευταία σχετικά νηφάλια στιγμή μου. Αυτό το θυμάμαι. Πρέπει να φροντίσω να μην καταστρέψει το σπίτι, αυτό ο Γουέρθι δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ. «Τι τρέχει μωρό μου; Ηρέμησε …»
Με κοιτάζει πανικόβλητη κι έπειτα στριγγλίζει, «Είναι γουρούνι!» ουρλιάζει κι έπειτα ανοίγει την αγκαλιά της. «Σε παρακαλώ, Μάικλ, σφίξε με στην αγκαλιά σου!»
Πέφτω μαζί της στο πάτωμα και την κρατάω στην αγκαλιά μου. Της χαϊδεύω τα μαλλιά, την παρηγορώ. «Χαίρομαι τόσο που είσαι μαζί μου», κλαψουρίζει. Τα έχω κάνει πάνω μου από την αγωνία για την Εμ. Στη συνέχεια όμως θυμάμαι, έχω δυο ώρες μέχρι να φύγει το φέρι και το φόρεμά της είναι σηκωμένο και ο γερόμαγκας στον καβάλο μου λαχταράει απεγνωσμένα το φως των προβολέων, και παραμερίζει την πετσέτα λες και είναι αυλαία…

ΜΑΡΣ

Όμως ήταν λάθος κίνηση το ότι την πήδηξα• πλέον δεν υπήρχε περίπτωση να την ξεφορτωθώ. Βεβαίως, ο καθένας μπορεί να παίξει τον Πεφωτισμένο Αυτοκράτορα στον Κόσμο τού εκ των υστέρων Απολογισμού, όπως όλοι μπορούμε να παίξουμε το Αρχίδι στο Βασίλειο της Ανδρικής Μαγκιάς• δεν είναι αυτό το θέμα. Η έμμονη αιτία της ανησυχίας μου είναι: Τι κάνω με μία τρελαμένη Ελληνίδα που στέκεται στο κατάστρωμα του φέρι μποτ με τα μαλλιά της να ανεμίζουν και τα μάτια της να ξερνούν δάκρυα και μαύρη μάσκαρα σε όλο της το πρόσωπο; «Σεφ, εδώ στο Φουέρτι έχω την κόρη μου… και το κορίτσι μου… ή κάτι σχετικό τέλος πάντων…» της διευκρινίζω. Υποθέτω ότι πάει πολύς καιρός από τότε που κάποιος αναφέρθηκε στη Σινθ με αυτόν τον τρόπο, «…και δεν μπορώ να έχω και σένα…»
«Σε παρακαλώ, Μάικλ, σε παρακαλώ… Σε χρειάζομαι…» Μουτρώνει, σαν παιδάκι. «Θα βρω ένα ξενοδοχείο εδώ κοντά και δεν θα τις πλησιάσω, αρκεί να έρχεσαι να με βλέπεις. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, δεν μπορώ να αντικρίσω τον πατέρα μου έπειτα από όλα όσα γράφει γι’ αυτόν ο Κώστας στο σημείωμα… Όλα αυτά τα άθλια ψέματα!» Ξεσπάει ξανά σε αυτόν τον γαμημένο θρήνο, με έναν ήχο που θα έκανες τα πάντα για να αποτρέψεις κάποιον από το να τον παράγει. Ένα περίεργο ζευγάρι ηλικιωμένων στο κατάστρωμα μας κοιτάζει. Τους αγριοκοιτάζω κι εγώ και βρίσκουν κάτι άλλο να χαζέψουν.
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παίξω τον έντιμο ενδιάμεσο. «Μην κάνεις τίποτε βιαστικό, κορίτσι μου». Το βλέπω σαν ευκαιρία να κάνω μια απογραφή. Προσπάθησε να διώξεις από μέσα σου κάθε συναίσθημα προτού πάρεις οποιαδήποτε απόφαση, της εξηγώ προσπαθώντας να καταλαγιάσω μέσα μου τον πανικό που νιώθω για την Εμ. «Πρέπει να πιστέψεις ότι υπάρχει κάποιος λόγος που συμβαίνουν τα πράγματα. Δες το σαν μια ουράνια, συμπαντική χειροτονία. Αυτή είναι η σωστή λέξη: χειροτονία».
«Όμως αυτά που έγραφε στο σημείωμα… Ότι είχε ερωτευτεί τον πατέρα μου και ότι αυτός ήταν ο μόνος λόγος που ήθελε να βρίσκεται κοντά μου! Φοβόταν ότι ο πατέρας μου τον ήθελε μόνο για σεξ, όποτε το είχε ανάγκη!»
«Η ζωή είναι παράξενη, μωρό μου».
«Μα ο πατέρας μου είναι αρχηγός της αστυνομίας», λέει βογκώντας, «σε ολόκληρο το νησί! Αληθινός άντρας! Πώς είναι δυνατόν να είναι ομοφυλόφιλος;»
Αυτό ήταν καλή κίνηση. Δική μου συμβουλή, βεβαίως. Ο Κωστάκης άκουγε και μάθαινε• ξύπνιο παλικάρι. «Έχω ακούσει και πιο παράξενα πράγματα, μωρό μου», της λέω ενώ το πλοίο σκίζει τα νερά.
«Δεν είναι δυνατόν… Δεν είναι δυνατόν…»
«Ίσως πρόκειται απλώς για παρεξήγηση», λέω ανασηκώνοντας τους ώμους μου, διακρίνοντας με χαρά στον ορίζοντα την ακτογραμμή του Φουέρτι και το λιμάνι του Κοραλέχο.
Η Σινθ είναι στην προκυμαία και κοιτάζει μια εμένα και μία τη Σεφ. Δείχνει να βρίσκεται σε σύγχυση. Παίρνει μια ξινή, προδομένη έκφραση, λες και την έχει βάλει στη θέση της ένα νεότερο γκομενάκι το οποίο δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί, γεγονός που μάλλον είναι αλήθεια. Τη βγάζω από τη δυστυχία της συστήνοντάς τις μεταξύ τους και πετώντας μια ατάκα-κεραυνό: «Σινθ, η Σεφ. Σεφ, η Σινθ. Σινθ, η Σεφ είναι μια παλιά φίλη που μόλις –πώς να το θέσω ήπια;– βίωσε μία ερωτική απογοήτευση. Το αγόρι της δούλευε σε μια ταινία που γύριζαν εδώ, και την κοπάνησε. Της άφησε σημείωμα, ο τύπος».
«Α… μάλιστα», λέει η Σινθ, ανακουφισμένη και μάλλον συμπονετική.
Η Σεφ κάνει μια γκριμάτσα, αρχίζει να κλαψουρίζει και τελικά ξεσπάει ξανά σε δάκρυα, ενώ η Σινθ, πρόθυμη και ευχαριστημένη επειδή νομίζει ότι δεν έχει αντίζηλο, περιμένει να την πνίξει στη γενναιόδωρη αγκαλιά της. Ενώ η Σεφ δέχεται τις περιποιήσεις και είναι έτοιμη να υποκύψει, η Σινθ λέει. «Δεν έχω ακόμα νέα από την Εμ. Αυτός ο Γερμανός που συνάντησε είναι πολύ καλό παιδί», λέει ικετευτικά, με μια χροιά πανικού στη φωνή της. «Δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι δεν θα γύριζε, Μίκι, μου υποσχέθηκε ότι θα είναι πίσω πριν τα μεσάνυχτα!»
«Ναι...» λέω, προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, ειδικά όταν σκέφτομαι αυτά τα καθίκια τους γκάνγκστερ. Σήμερα αυτοί οι μανιακοί δεν είναι όπως οι γκάνγκστερ της παλιάς σχολής που ακολουθούσαν συγκεκριμένους κανόνες. Συνηθίζουν να βάζουν στο στόχαστρο τις οικογένειες όσων θέλουν να εκβιάσουν. Γαμημένα, μαφιόζικα σκουπίδια. «Άκου, Σινθ, εσύ πάρε τη Σεφ πίσω στη βάση και περίμενε μήπως εμφανιστεί η Εμ. Εγώ θα πάω να την ψάξω».
Τις αφήνω λοιπόν και πηδάω μέσα στο αμάξι για να ψάξω την Εμ.
Οδηγώ μέχρι τον γερμανικό «τομέα» του νησιού, και βλέπω τη βλάστηση να γίνεται πιο πλούσια και τα χωριά πιο γραφικά. Μπαίνω σε μερικά μπαρ, ρωτάω κόσμο, δείχνω τη φωτογραφία της Εμ που η Σινθ είχε την πρόνοια να μου φέρει, τσεκάρω τις κλήσεις του κινητού μου, αλλά τίποτε.
Τότε, καθώς επιστρέφω στο Κοραλέχο, τους βλέπω έξω από μια άθλια τουριστική πολυκατοικία: είναι οι δύο τύποι που ήταν προχθές στο Μπουλ.
Σταματάω στο πάρκινγκ έξω από την πολυκατοικία και τους παρακολουθώ. Το μεγαλόσωμο αρχίδι μπαίνει στα διαμερίσματα, αλλά ο λιγόσωμος ποντικομούρης κάνει μεταβολή και βγαίνει. Μπαίνει σε ένα αμάξι. Τον ακολουθώ, μέχρι που παρκάρει πίσω από το σουπερμάρκετ. Το πάρκινγκ είναι άδειο. Βγαίνει από το αυτοκίνητο. Κάνω το ίδιο. Τα νεύρα μου είναι τσιτωμένα από το χανγκόβερ, καθώς όλο το αλκοόλ της προηγούμενης νύχτας εγκαταλείπει το σώμα μου. Ο ιδρώτας μου κυλάει ποτάμι. Νιώθω τα μέλη μου βαριά. Πρέπει να κάνω κάτι, αλλά όπως όλα δείχνουν δεν είμαι σε ιδιαίτερα καλή φυσική κατάσταση. Παλιά μου άρεσε να πλακώνομαι σε χουλιγκανιλίκια, αλλά ποτέ δεν ήμουν από τους αρχιτσαμπουκάδες της πρώτης γραμμής. Ήμουν αρκετά μαχητικός στις σύντομες κλοτσοπατινάδες με άλλους γαμιόληδες, αλλά οι φάσεις εν ψυχρώ ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου. Πρέπει κάτι να κάνω. Όμως νιώθω σκατά. Τελείως σκατά. Νιώθω σαν βρόμικη, ξεχασμένη κουράδα που ιδρώνει σε κάποια λεκάνη όπου κανείς δεν πρόκειται να τραβήξει το καζανάκι.
Οι τύποι μπορεί να…
Πρέπει να κάνω κάτι…
Με βλέπει να τον πλησιάζω.
«Τι έγινε, ρε μάγκα; Όλα καλά;» του φωνάζω ενώ σφίγγω τους μυς μου και κινούμαι απειλητικά, όπως λένε, ενώ τα πρόσωπα όλων των νταήδων που έχω δει στη ζωή μου εισβάλλουν στο μυαλό μου και τροφοδοτούν την οργή μου.
«Κύριε ιδιοκτήτη», λέει με ένα άσχημο χαμόγελο, σαν κακός από ταινία του Τζέιμς Μποντ που μου την έχει στημένη. Οπότε του την πέφτω κι εγώ στα ίσια, του χώνω μια κουτουλιά και πέφτει σαν τη Σινθ ένα Σαββατοκύριακο αμαρτίας. Το αρχίδι, δεν το περίμενε αυτό. Χιμάω πάνω του κοπανώντας το κεφάλι του στην άσφαλτο, ουρλιάζοντας. «ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΚΩΛΟΓΚΑΓΚΣΤΕΡΙΛΙΚΙΑ ΣΑΣ, ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΨΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΟΥ ΛΙΩΣΩ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΑΝ ΠΕΙΡΑΞΑΤΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΡΙΧΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΟΥ, ΠΑΛΙΟΑΡΧΙΔΙ!
Καθώς κοπανάω το κουναβίσιο κεφάλι του μία, δυο, τρεις, τέσσερις φορές στο κράσπεδο, ακούω μόνο ένα βουητό στα αυτιά μου, αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποιώ ότι στο κινητό μου μέσα στη τσέπη του μπουφάν μου κουδουνίζει η μελωδία του Dam Busters. Έχω τον τύπο από κάτω μου, να βογκάει και να μουγκρίζει, και πάλι σαν τη Σινθ έπειτα από ένα καλό γαμήσι. Και, όπως εκείνη, δεν είναι σε θέση να πάει πουθενά. Βγάζω το κινητό από τη τσέπη μου και απαντάω. Είναι η Σινθ. «Μάικλ, είναι εδώ η Έμιλι. Όλα καλά. Ο Γιούργκεν την έφερε πίσω. Πίνουμε τσάι όλοι μαζί στη βεράντα. Να, τα ψιλοκοπάνησαν χθες το βράδυ και αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερα να μη δοκιμάσουν να οδηγήσουν κι έτσι έμειναν όλη νύχτα ξύπνιοι πίνοντας καφέδες».
«Τέλεια. Θα είμαι πίσω σε λίγο», της λέω και κλείνω το κινητό. Η καρδιά μου πάει να σταματήσει καθώς κοιτάζω τον τύπο.
«Σε παρακαλώ…» με εκλιπαρεί, και τώρα η φωνή του ακούγεται πολύ καθωσπρέπει, «δεν είμαι αυτός που νομίζεις…» λέει βογκώντας.
«Να… Ξέρεις… Εγώ…» Προσπαθώ να μιλήσω αλλά δεν μπορώ, έτσι λοιπόν σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος από πάνω του. «Άκου, φιλαράκο», του λέω απολογητικά, «νομίζω ότι έκανα κάποιο λάθος». Του προσφέρω το χέρι μου για να τον βοηθήσω, αλλά εκείνος το αρνείται με μια χειρονομία και σηκώνεται μόνος του, παίρνοντας βαθιές ανάσες και τρίβοντας το κεφάλι του. «Νόμιζα ότι είχατε απαγάγει την κόρη μου για να με τρομάξετε επειδή νομίσατε πως άκουσα κάτι που δεν έπρεπε, πράγμα που δεν έκανα», προσπαθώ να του εξηγήσω. «Με το παρουσιαστικό σου…»
«Είμαι ηθοποιός, γαμώτο», λέει βογκώντας με κομψευάμενη φωνή.
Ξαφνικά το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ο Κώστας και η ηλίθια κωλοταινία του. «Γαμώτο», λέω μέσα απ’ τα δόντια μου και τον βοηθάω να σηκωθεί όρθιος. «Ο φίλος σου;»
Τρίβει ξανά το κεφάλι του και παίρνει μερικές ακόμα βαθιές ανάσες, κι έπειτα σκύβει λες και είναι έτοιμος να ξεράσει. Έπειτα από λίγο, σηκώνει το κεφάλι του. «Γυρίζουμε μια ταινία... Προσπαθούσαμε να μπούμε στο πετσί των ρόλων μας… Μαθαίναμε τις ατάκες μας».
«Γαμώτο… Συγγνώμη ρε φίλε. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Αφού ξέρω την ταινία που δουλεύατε», του λέω ενώ τον βοηθάω να γυρίσει πίσω στο αυτοκίνητό του και τον βάζω να καθίσει στη θέση του συνοδηγού. «Εντάξει, δεν είναι και μεγάλη παρηγοριά, αλλά, ρε παιδιά, είσαστε πολύ καλοί στη δουλειά σας. Με πιάσατε κανονικά κορόιδο», του λέω γελώντας, αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμα για να δει την αστεία πλευρά της κατάστασης.
Αργότερα, όταν γυρίζω πίσω στην παμπ, μαθαίνω ότι η αστυνομία του νησιού ανακάλυψε ότι αυτός που πυροβόλησε τον επιχειρηματία ήταν η γυναίκα του. Φαίνεται ότι την κεράτωνε και τον έπιασε στα πράσα, κάτι που δεν της άρεσε καθόλου. Αυτό με έκανε να σκεφτώ: δόξα τω Θεώ που στην Αγγλία υπάρχουν αυστηροί νόμοι για την οπλοκατοχή! Κάποτε η Τρις με έπιασε σε παρόμοιες περιστάσεις και μου την έπεσε με ένα κουζινομάχαιρο. Αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια. Σε μια άλλη χώρα, ας πούμε στην Αμερική, ο γερο-Μίκι θα ’βλεπε τώρα τα ραδίκια ανάποδα. Μόνο και μόνο για ένα πήδημα, και απ’ ό,τι θυμάμαι όχι τίποτε ιδιαίτερο.
Το δίχως άλλο, άνθρωποι σαν την Τρις θα έλεγαν ότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή.
Έτσι λοιπόν κάλεσα τους δύο ηθοποιούς, τον Γουίλ και τον Τομ στην παμπ για να τους κεράσω, προσπαθώντας να τους δείξω ότι όλα ήταν περασμένα-ξεχασμένα. Αποδείχτηκαν καλά παλικάρια – κομματάκι κουνιστοί, αλλά εντάξει. Ακόμα κι εγώ βρήκα δουλειά στην ταινία με τίτλο «Παλιό Σιδερικό» και έπαιξα τον συνεταίρο του εκτελεστή! Είχα και ατάκες, αν και ο χαρακτήρας μου είχε το όνομα Σιωπηλός Μπίλι. Έπρεπε να πω: «Αυτό δεν μ’ αρέσει. Καθόλου μα καθόλου», λίγο πριν μας προλάβει μια βροχή από σφαίρες. Ήταν το ντεμπούτο μου στην υποκριτική τέχνη. Σκέφτηκα ότι θα πρασινίσουν από τη ζήλια τους όταν παιχτεί στην πατρίδα.
Στη Σινθ άρεσε να παίζει το ρόλο της μαμάς για την Εμ και τη Σεφ. Για λίγο όλα έμοιαζαν να έχουν τακτοποιηθεί, εκτός από κάποιες φορές που κοίταζα γύρω μου –και σίγουρα δεν είμαι παρανοϊκός– και όλοι έμεναν σιωπηλοί. Πώς το είπε εκείνος ο γέρος; «Όταν οι αετοί σωπαίνουν, αρχίζουν να φλυαρούν οι παπαγάλοι». «Εμπρός λοιπόν», τις παρακίνησα, «μιλήστε. Τι τρέχει πάλι;»
Μπορούσα να το διαβάσω στο πρόσωπό τους. Όταν όμως το άκουσα, ήταν λες και έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια. «Η μητέρα της Έμιλι τη χρειάζεται», είπε η Σινθ. «Θέλει να γυρίσει πίσω».
Κοιτάζω το παιδί. Νόμιζα ότι ήταν τσαντισμένη μαζί μου επειδή αναγκάστηκα να πω δυο κουβέντες σ’ εκείνον τον Γιούργκεν, έστω κι αν πιστεύω ότι δεν έγινε κάτι μεταξύ τους. Για γερμαναράς ήταν καλό παιδί, ειλικρινές. Το θέμα ήταν ότι είχα αρχίσει να συνηθίζω την παρουσία της Έμιλι.
Ανασηκώνει τους ώμους της και λέει, «Στ’ αλήθεια, μπαμπά, δεν το θέλω. Όμως η μαμά έχει τα νεύρα της επειδή αυτός ο Ρίτσι που έβγαιναν την παράτησε. Θα γυρίσω πίσω και ο Γιούργκεν θα έρθει να με δει τον ερχόμενο μήνα. Θα με συνοδεύσει η Σινθ».
Η διάθεσή μου φτιάχνει στη στιγμή καθώς κοιτάζω τη Σινθ και προσπαθώ να εμποδίσω ένα πονηρό χαμόγελο που αρχίζει να ζωγραφίζεται στα χείλη μου. «Σε ευχαριστώ που θα την πας πίσω, μωρό μου. Θα την πήγαινα ο ίδιος, αλλά με το μπαρ και όλα αυτά…» λέω κοιτάζοντας το Χέρντφορσιρ Μπουλ, ενώ την ίδια στιγμή σκέφτομαι τα κρεβατώματα που έχουν να πέσουν με τη Σεφ από δω και μπρος!
«Ναι, σκέφτηκα να πάω κι εγώ να δω τους γονείς μου», συνεχίζει η Σινθ, «και να βοηθήσω την Περσεφόνη να βρει τον Κώστα».
«Τι;»
Η Σεφ μού ρίχνει ένα δηλητηριώδες χαμόγελο, το οποίο την κάνει να μοιάζει περίπου τριάντα χρόνια μεγαλύτερη. «Κάνει μεγάλο λάθος αν νομίζει ότι μπορεί να μου κάνει τέτοιο πράγμα και να τη βγάλει καθαρή. Θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω ότι είναι δειλός και ψεύτης!»
«Μερικά πράγματα είναι πιο χρήσιμο να τα αφήνεις πίσω σου, μωρό μου», λέω σχεδόν παρακαλετά, ενώ κοιτάζω την Εμ και βλέπω το γονίδιο των Χάρντγουικ που υπάρχει μέσα της, πράγμα που μισώ. Το ίδιο μου το παιδί – μοιάζει να απολαμβάνει το γεγονός ότι είμαι στριμωγμένος στη γωνία. Οι τρεις τους αρχίζουν να μου μοιάζουν με πρωταγωνίστριες του Μάκβεθ.
Περισσότερο η Σεφ θα έλεγα, γιατί δείχνει ιδιαίτερα εκνευρισμένη.
«Όχι, θα το αφήσω πίσω μου μόνο αφού τον κοιτάξω στα μάτια αυτόν το δειλό αρχιψεύτη!»
Η Σινθ γνέφει αργά, συμφωνώντας. Μεγάλο θράσος το έχει να παίζει τη Χιονάτη. Ένας συγκεκριμένος γκόλφερ που δεν βρίσκεται και ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα από εδώ δεν θα χαιρόταν καθόλου αν μάθαινε με τι καταπιανόταν όσο εκείνος βρισκόταν στο γήπεδο!
Έχουν δέσει μια χαρά αυτές οι δυο, αλλά τα γκομενικά μου σχέδια έχουν πάει κατά διαόλου. «Σεφ, είσαι σίγουρη ότι…;»
«Πρόσβαλε τον πατέρα μου, που είναι αρχηγός της αστυνομίας. Θα πληρώσει γι’ αυτό», λέει, ξεσπάει ξανά σε δάκρυα και βυθίζεται για άλλη μια φορά στα μεγάλα, μαλακά στήθη της Σινθ.
Το αφήνω να περάσει έτσι, γιατί όταν το πουλάκι έχει πετάξει, δεν υπάρχει λόγος για στενοχώρια. Όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη• αυτό πίστευα ανέκαθεν ότι συνέβαινε με τις γκόμενες. Και πράγματι, σε δυο μέρες βρίσκονται στο αεροπλάνο για το Γκάτγουικ κι εγώ κυαλάρω τη Μαρς. Ο Μπερτ καθόταν στη γωνία του μπαρ και γινόταν λιώμα, ενώ ο Ροτζ σκούπιζε ποτήρια στη σάλα. Τελικά τα τελεσίγραφα έχουν εκδοθεί. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο βαριά που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι. Έγνεψα στη Μαρς και της είπα σιγανά: «Γιατί είσαι μουτρωμένη, μωρό μου;»
«Ο Μπερτ και ο Ρότζερ… Λένε και οι δύο ότι θέλουν πολύ να είναι μαζί μου. Δεν ξέρω, Μάικλ, πραγματικά δεν ξέρω», μου είπε. «Όλο αυτό μου πέφτει πολύ βαρύ».
Της έκλεισα το μάτι, επειδή καταλάβαινα ακριβώς τι μου έλεγε. «Δεν θέλω να κάνω τα πράγματα πιο περίπλοκα κορίτσι μου, αλλά στις εκλογές, εκείνος ο τύπος από τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες είπε “Περάσαμε στην εποχή του τρικομματισμού”. Νομίζω ότι βρίσκεσαι ακριβώς στην ίδια φάση!»
Έπιασε μια χαρά το υπονοούμενό μου. «Ποια στάση είναι η αγαπημένη σου;» ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι της.
Και πρέπει να πω ότι ανταποκρίθηκε μια χαρά στο ρόλο της. Η φουκαριάρα η Μαρς• το μόνο που ήθελε ήταν ένα καλό γαμήσι και να σπάσει λίγη πλάκα, όχι τον Μπερτ και τον Ροτζ να μονομαχούν για πάρτη της.
Έτσι τελικά το καλοκαίρι δεν αποδείχτηκε τόσο χάλια – η μεγάλη απογοήτευση ήταν η ταινία, το Παλιό Σιδερικό. Κυκλοφόρησε κατευθείαν σε βίντεο, αφού όμως πρόλαβα να πουλήσω μούρη στα φιλαράκια μου στην πατρίδα, ότι τάχα με καλεί το Χόλιγουντ και όλα αυτά.
Τι να κάνουμε, δεν μπορεί να τα έχεις όλα σ’ αυτή τη ζωή, και καθώς γεμίζω ένα ποτήρι με αφρισμένη μπίρα Τζον Κάρατζ για ένα ζευγάρι τουρίστες, η Μαρς έχει γονατίσει πίσω απ’ το μπαρ και το βρόμικο, υπέροχο στόμα της έχει πιάσει δουλειά με το γερόμαγκα στον καβάλο μου, έτσι πρέπει να πω ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Όπως είπε αυτός ο τύπος στο κυριλάτο σχολείο: «Αυτό είναι το μάθημα. Ποτέ μα ποτέ μην παραδίνεσαι, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, μπροστά σε τίποτα, μεγάλο ή μικρό, σημαντικό ή τιποτένιο, ποτέ μην παραδίνεσαι παρά μόνο στις βεβαιότητες του χιούμορ και της κοινής λογικής. Ποτέ μην υποκύπτεις μπροστά στη ισχύ• ποτέ μην υποκύπτεις μπροστά στη φαινομενική υπεροπλία του εχθρού».
Ο μίζερος ο γερο-Ροτζ που σκουπίζει τα ποτήρια στο διπλανό μπαρ, όπως ο τρελο-Μπερτ κάπου κάθεται και γίνεται λιώμα, θα έπρεπε να έχουν λάβει υπόψη τους αυτή τη συμβουλή. Όμως αυτό μου θυμίζει ότι την ερχόμενη κιόλας εβδομάδα η Σινθ επιστρέφει• ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Ο διάολος δεν γνωρίζει ανάπαυση. Χαρά και ευφροσύνη δεν υπάρχει στους ασεβείς, λένε. Ωστόσο, με λίγη ηρεμία και γαλήνη, δεν υπάρχει μπέρδεμα που δεν μπορεί να βρει τη λύση του.