Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

Αντι-μύθος είναι η ζωή; [Μέρος Β'] -νoυβέλα του Δημήτρη Παπαθέου

6

Ρωγμές

Από μόνη της η λέξη περιέχει τρεις ζωές.
Τη ζωή στο πρώτο πάτωμα, τη ζωή στον αέρα
και την ενδιάμεση που ενώνει τις δυο άλλες.
Μα και η ίδια η ρωγμή, σαν σχήμα, σαν διαδικασία
είναι η ζωή των ζωών.
Οι ρωγμές είναι κίνημα ενάντια στη λήθη.
Είναι παιγνίδι ενάντια στη βόλεψη, στη συνήθεια, στη δύναμη ακόμα
που σε περίσσιες δόσεις ξενεύει, σκληραίνει
και γίνεται αδυναμία βαθειά δική σου, καταδική σου.

Ξυπόλητοι στη άκρη της θάλασσας διαλέγαμε τις τρύπες που ’χαν για αναπνοή τα πιο εύθραυστα, αστεία, περίεργα και υποχθόνια, καθώς ζούσαν στο βυθό πλάσματά της. Οι δυο κολλητές τρυπούλες που φυσούσαν κατά καιρούς, ανήκανε σ’ ένα ζωάκι που δυστυχώς γι’ αυτό ήταν ευλογία του ουρανίσκου, με σώμα αιχμάλωτο σ’ ένα κέλυφος μακρόστενο και όνομα πιο γελοίο κι από μας ακόμα, «σωλήνα» το λέγαμε και με εντελώς βάρβαρο τρόπο περνάγαμε μια ακτίνα ποδηλάτου απότομα μέσα απ’ όλο του το κορμί, και, γυρίζοντάς τη ώστε το πλατύ μέρος να σκαλώσει στο κέλυφος, τη βγάζαμε και κατευθείαν τηγάνι.
Μια μέρα λοιπόν, καθώς ακολουθούσα την τόσο κυνικά αδιάφορη κίνηση ρουτίνας θανάτου για το ζωάκι, άκουσα μια ψιλή κραυγούλα, τόσο ψιλή σαν ένα καλάμι που σφύραγε από μόνο του τον αέρα, και ταυτόχρονα είδα στο βυθό δίπλα από τις τρυπούλες μια ρωγμή.
Με πολλή προσοχή με τα δάχτυλα ψηλάφησα τον κόσμο κάτω από το πρώτο στρώμα βυθού που ήταν μαλακό και ήταν μια οικογένεια μικροπλασμάτων που είχαν στήσει πάρτι μες το καταμεσήμερο, καθώς κανέναν δεν ενδιαφέρει η ύπαρξή τους, κανείς δεν τα τρώει παρά μόνο σαν πεθάνουν λιπαίνουν τη θάλασσα. Ζήτησα συγγνώμη όταν μ’ αγριοκοίταξαν, και προχώρησα παρακάτω όπου το στρώμα ήταν λάσπη και κοχυλάκια σαν πετρούλες και πραγματικές πετρούλες κι εκεί ζούσαν τα χάβαρα και οι ιφάδες μες την απίστευτη ηρεμία τους, αλλάζοντας φύλο κατά καιρούς για να μπορούν να διαιωνίζονται και μ’ έγραψαν κανονικά όταν τα ρώτησα πώς διάολο βολεύονται σε τόση ακινησία και πώς διαχειρίζονται τον χώρο τους που είναι πιο σκληρός κι απ’ τους ανθρώπους και πιο κάτω, μέχρι εκεί που φτάσανε τα δάχτυλά μου βρήκα μια μαλακωσιά και μια θερμοκρασία ιδανική και σαν γαλήνη και σαν γέλια διάσπαρτα να φτάνανε μέχρι επάνω πια, κι εκεί ριζωμένες οι άκρες πολλών σωλήνων σαν τη λιχουδιά που μόλις είχα ξεκολλήσει και τότε την πρόσεξα καλύτερα και είδα πόσο αρχιτεκτονικά σοφά φτιαγμένο ήταν το κάτω μέρος, που ήταν θέμελο και πόδια μαζί και στο κέλυφός της υπήρχαν γραμμώσεις ανάλογα με τα στρώματα του βυθού και των πλασμάτων που σ’ αυτή προσκολλούνταν και τριβόταν για ζεστασιά και προστασία αλλά και για να μιλάνε μεταξύ τους χρησιμοποιώντας την σαν αυλό, υδρόφωνο ένα πράγμα, και πάνω οι δίοδοι αναπνοής και ευχαριστίας στον ουρανό, στη φύση και στο νερό, και τη ρώτησα, -Ώστε τόσο σοβαρό είναι το έργο που ριζωμένα κάνετε; Και γέλασε και μού ’πε με τη ψιλή φωνούλα της,
-Τόσο κι άλλο τόσο, αλλά δεν πειράζει αν, το να με φάτε και να πιείτε το ούζο σας είναι πιο σπουδαίο, μη με ξαναβάζεις στη θέση μου.
Μεγάλωσα τη ρωγμή προσεκτικά πολύ μη διαταράξω τις κοινωνίες και τα έθιμα, την έβαλα στη θέση της, τη φίλησα και δεν ξαναπήγα για σωλήνες.

7

Ρωγμές λοιπόν ζωή, ζωές μου.

Και το ταξίδι ταξίδι
και η βροχή πιο βροχή
και το Μεσολόγγι στη θέση του
και το λιμάνι αφεύγατο
και στη θέση του το σύμπαν μου
κι οι φίλοι παρόντες

Και το λιβανέζικο καφτερό πιο πολύ απ’ την αλήθεια και ο ουρανίσκος μου τρισευτυχής και μετά στο μπαράκι με τον αδελφό μου κι ήταν η Παρασκευή που έκανε την επιμέλεια του ΣΕΩΡή και όλοι ανεβήκαμε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόμουν σήμερα που ήμουν γεμάτος, τις στέρφες μέρες θα ’χω απόθεμα και ουφ σ’ είχα χάσει και σε βρήκα, και να.

***

-Νομίζω ότι ξεκινάς όμορφα την αφήγηση, Πέτρο, λέει η Ευαγγελία, και γυρίζουμε και τη κοιτάμε και οι δύο, η Ελένη λείπει.
-Πέτρο, θα μπλέξουμε το βλέπω, κι αν είναι να μπλέξουμε πρέπει να γίνει με τον πατροπαράδοτο τρόπο που η φύση επέβαλε, τον γυναικείο τρόπο, αν δεν μπει γυναικείο χέρι μπλέξιμο δεν υπάρχει, οπότε, επειδή καταλάβαμε πού το πας, θα παίξουμε παιχνίδι, θα μπλέξουμε ιστορίες, θα κεντάει ο καθένας στο καμβά του άλλου και βέβαια είναι η σειρά μου -εκτός κι αν θέλει η Ελένη. Και τα ζώδια μην τα παίρνεις τόσο ανάλαφρα και υπεροπτικά.
-Σου παραχωρώ τη θέση μου, Ευαγγελία, μόνο δύο λόγια πριν ξεκινήσεις: δεν θέλω να πω τίποτα σπουδαίο, αλλά επειδή από τη φύση μου είμαι ορθολογίστρια και την οποιαδήποτε ανακατευτική μου τάση την περιορίζω, την καθιστώ αδρανή πριν εκδηλωθεί, θέλω να βάλετε κανόνες σε τούτο το παιχνίδι έτσι που να είναι ξεκάθαρο ποιος λέει τι, ποιος παρεμβαίνει και πώς, και να υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Κρατάω για την αφεντιά μου το ρόλο του διαιτητή-ρυθμιστή καλύτερα, και θα παρεμβαίνω όπου και όπως χρειάζεται. Ξεκινάς, Ευαγγελία, αλλά από την παρατήρησή σου για την Ελευθερία και το Πάθος του Γκερεμέϋ, που αυτοί οι μάγκες τεχνηέντως, άλλως ηλιθίως, δεν σ’ άφησαν να το κάνεις, στέρησαν την προβολή του στίγματός σου αυτομάτως, ενώ οι ίδιοι πρόλαβαν και ξεκαθάρισαν ποιοι είναι από την αρχή. Έχεις το λόγο για όσο θες.
-Ναι τώρα, που ξέχασα τι ήθελα να πω. Πάντως είχε σχέση με τη γυναικεία φύση που κουβαλάνε και οι άντρες μέσα τους, που χωρίς αυτήν οι έννοιες της ελευθερίας και της ζωής ακόμα θα ’ταν εξαιρετικά δυσνόητες γι’ αυτούς, και πάντως όταν και αν πέρναγαν μέσα τους θα ’χαν άλλη σημασία, οπότε κι ο κόσμος θα ’ταν αλλιώς. Αυτό θέλησε να βγάλει και ο Λαυρέντιος μεταξύ άλλων, γι’ αυτό και το υπογράμμισα άλλωστε όπως λες κι εσύ, Ελένη, και μη μου πεις πού το ξέρω, γιατί κι εσύ ξέρεις ότι κάποιος από την παρέα γράφει τα πάντα, αλλά δεν τα δημοσιεύει πάντα για λόγους που μπορεί και να μην καταλαβαίνουμε, αλλά πρέπει να σεβόμαστε. Εσύ λοιπόν, Ελένη, είπες για τη συναισθηματική νοημοσύνη που έχουμε οι γυναίκες, για τη δυνατότητά μας να πάρουμε μέσα μας ένα ελάχιστο αντίγραφο τού όλου των ανδρών, και να το κάνουμε δικό μας. Το ότι μ’ αυτή τη δυνατότητα τούς φτιάξαμε ως γιούς κι είναι πάντα δικοί μας και θα επιστρέφουν εκεί ψάχνοντας. Τη δύναμη της σχέσης αυτής λοιπόν, που είναι σε κάθετη κι ανταγωνιστική γραμμή κι όχι οριζόντια και ισότιμη όπως με τα φιλαράκια τους τ’ άλλα τα αγόρια, αυτή τη δύναμη αυτή τη σχέση αν δεν τους τη μάθουμε, πώς θα μάθουν τη Λευτεριά, μωρέ; Αυτά ήθελα να πω να τα ακούσει ο Πέτρος αλλά κι ο Λαυρέντιος που νομίζω τα ’ξερε, τα είπε χωρίς να τα πει, και τα κουβεντιάζομε τώρα. Να πω τώρα την ιστορία μου;
Δεν είναι δική μου ιστορία, του Καρυοφύλλη είναι, τη διάβασα παρεμπιπτόντως εντελώς στο βιβλιαράκι του που σχολιάζει τα του στρατού και πραγματεύεται απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω και την δειλία, ή εν πάσει περιπτώσει την έλλειψη ηρωϊσμού στους συνηθισμένους ανθρώπους, λες και θα ’ταν συνηθισμένοι αν δεν τους έλειπε. Θα του τα ψάλλω αυτουνού μέχρι να τελειώσει τούτο το πείραμα και πριν αποφασίσει να μ’ αποσύρει, αφού αυτός είναι ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος μαζί, εμείς μόνο ηθοποιοί νομίζει ότι είμαστε.
Θα την ονομάσω «Ρωγμές 2», αφού τυχαία εντελώς μοιάζει συνέχεια της δικής σου:
Ήταν λοιπόν βάρδια σ ένα υπόγειο του Ναυτικού με έγγραφα από πάνω μέχρι κάτω και ξύπνησε από ένα θόρυβο που έκανε ένα ποντικάκι που του ’ρθε να ξυπνήσει μες τη νύχτα να πάει να φάει τίποτε ψίχουλα που θ’ άφησε ο κύριος κάπου μετά από το περίσσιο δείπνο του και δυστυχώς πιάστηκε η ουρίτσα του σε μια χαραμάδα από το δάπεδο. Ναι, είναι δυνατόν έλληνες εργολάβοι για το ελληνικό δημόσιο, για στρατιωτικό κτίριο που φρούριο θα το ’φτιαχναν, χαραγματιά στο δάπεδο ν’ άφησαν, ρωγμή-παγίδα για το ζωάκι το πλασματάκι, που το κακό που ’κανε ήταν να γεννηθεί σ’ ένα κόσμο ανθρωποκρατούμενο.
Είναι δυνατόν εχέφρων νους να σκεφτεί την εξόντωση του με τον τρόπο που σκέφτηκες, μωρέ Καρυοφύλλη; Πώς διάολο σου ’ρθε και σηκώθηκες και το έλουσες με οινόπνευμα και του ’βαλες φωτιά;
Η συνέχεια ήταν το ποντικάκι να ουρλιάζει πια και να βάλει τα δυνατά του όλα και να ξεπιαστεί από τη ρωγμή η ουρίτσα του και να τρέχει να σωθεί αλλά φλεγόμενο εις μάτην, καθώς δεν μπορούσε να σκεφτεί ψυχρά μέσα από τόσους βαθμούς Κελσίου να βρει τη φωλιά του, που και να την εύρισκε δεν θα γλίτωνε, μαζί τέλειωσε το οινόπνευμα και η ψυχούλα του και έμεινε ένα καρβουνάκι που πια δεν μπορούσε να βγάλει φωνούλα να το ακούσουν οι γιαγιάδες και οι παππούδες του που το περιμένουν.
Το ότι δεν πήραν φωτιά τα έγγραφα και τα βιβλία ήταν που τονίζει στο βιβλίο του ο κύριος, αυτό βρήκε να τονίσει και πως γλύτωσε η ναυτική πολεμική μας ιστορία το ολοκαύτωμα.
Λοιπόν, ακούστε την ιστορία από μένα, και σας την λέω λόγω των σκέψεων του Πέτρου για τις Ρωγμές που είχε ένα πολύ γυναικείο κοίταγμα κι ήταν απαλό σαν από δικό μας χέρι πιασμένο κι όχι βαρύγδουπο αντρικό, ψαχούλευε το χρόνο και τα καμώματά του με ευλάβεια κι έδειξε στα πλασματάκια τρυφεράδα σαν από στήθος δικό μας βγαλμένη -γι’ αυτό σας λέω πάλι την ίδια ιστορία με άλλο κοίταγμα:
Ήμουν πολύ μικρό στην ηλικία ποντικάκι και γεννήθηκα μορφωμένο, αφού το κύριο σχεδόν φαγητό μου ήταν τα σπουδαία έγγραφα του Ναυτικού σας, του ναυτικού εσάς των ανδρών για τους πολέμους σας, για όλους τους πολέμους που κάνετε κι εμείς απορούμε πώς είναι δυνατόν να είστε τόσο παιδιά και τόσο ανόητα και βάρβαρα μέχρι κακίας παιδιά. Τη νύχτα εκείνη δεν βγήκα επειδή πεινούσα, όχι. Βγήκα, αφού άφησα το μπαμπά μου και τη μαμά μου να κοιμηθούν, αφού πρώτα μου ’δωσαν ένα φιλί, για να περιπλανηθώ σ’ ένα καινούργιο περιβάλλον που ’χε κουβαλήσει μαζί του ο κελευστής που είχε βάρδια εκείνη την ημέρα.
Με είχαν εντυπωσιάσει τα συμπράγκαλά του, τα χρώματα από τις φανέλες του, το σακ βουαγιάζ, οι σαγιονάρες του που ήταν από λάστιχο παχύ, κι είχε κι ένα περιοδικό, για να κοιμάται το διάβαζε, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν όλα τα ξαδέλφια μου, με πρώτο και καλύτερο τον Μίκυ.
Οι γονείς μου, που ξέρανε ότι για τη γνώση αψηφούσα τα πάντα με πρόσεχαν, αλλά, τι να κάνουν κι αυτοί, δεν μπορούσαν να ’ναι ξάγρυπνοι όλο τον καιρό, ούτε στις ρωγμές του τσιμέντου πιστεύανε, καταμεσής στο δωμάτιο.
Όταν πιάστηκε η ουρά μου κατά τρόπο που μόνο μεταφυσικά μπορεί κανείς να ερμηνεύσει, καθώς δεν είχε καμιά δουλειά να πιαστεί, στεκόμουν στα πόδια μου τα πίσω να διαβάσω λίγο από το περιοδικό που κράταγε στα χέρια και τον είχε πάρει ο ύπνος. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τραβήξω την ουρά μου, πως κάτι με τράβαγε, κάτι την κράταγε ανάμεσα στα χαλίκια και τα σίδερα του φθαρμένου τσιμέντου, ανάμεσα στα επίπεδα και τις στρώσεις της ανθρώπινης υποκρισίας και απάτης, τότε άρχισα να φωνάζω να ξυπνήσει να με βοηθήσει μιας και έδειχνε πολύ δικός μας άνθρωπος, μια και μ’ εμάς συναναστρεφόταν όταν έμενε μόνος του, και με τις δικές μας περιπέτειες κοιμόταν.
Όταν ξύπνησε και τον είδα αντί να ’ρχεται να με βοηθήσει να με κοιτάει σαν τρομαγμένος, αυτός από μένα, χαμένος στην μετάφραση των κραυγών μου και να φέρνει ένα υγρό που υπέθεσα ότι θα ’ναι γλιστερό για να βγει η ουρά μου, αλλά που αυτός μ’ έλουσε μ’ αυτό και έτσουζαν τα ματάκια μου και το δέρμα μου όλο έτσουζε και στη συνέχεια άναψε ένα σπίρτο και είδα το πιο επικίνδυνο πράγμα που η μαμά μου έλεγε πάντα να προσέχω τη φωτιά να ’ρχεται καταπάνω μου και να του φωνάζω πρόσεχε θα καώ, πρόσεχε, και μόνο την τελευταία στιγμή κατάλαβα μέσα από το αλλοπαρμένο του βλέμμα ότι η φωτιά ήταν για μένα, κι ότι με έκαιγε.
Το μυαλουδάκι μου γιόμισε «γιατί;», πήρε το σχήμα του συμβόλου κι ανέτρεξε στις εμπειρίες των προγόνων μου που σιγά-σιγά άρχισα να διακρίνω τις μορφές τους, για να καταλάβω τον παραλογισμό. Το κάψιμο του κορμιού είναι η πιο επώδυνη θανατική προσέγγιση, κάνει τον ίδιο το θάνατο λύτρωση και δεν είναι αλήθεια ότι εξαγνίζει, από τι να εξαγνίσει εμένα, το πιο αγνό πλασματάκι του κόσμου;
Βρήκα μια δύναμη που ήταν κρυμμένη σε τεράστιες ποσότητες στα μικρά μου ποδαράκια κι ελευθερώθηκα από τη ρωγμή του παραλόγου κι άρχισα να τρέχω κι ο αγέρας προς στιγμή μόνο λυτρωτικός, σαν τους άτυχους που πηδούσαν από τους πύργους εκείνη την παράλογη για τους ανθρώπους μέρα, φούντωνε περισσότερο τη πυρκαγιά μου, ώσπου δεν άντεξα και έφυγα για τη γη που δεν τη διαφεντεύουν τα πιο ελεεινά πλάσματα του Σύμπαντος, οι άνθρωποι. Και πέστε του, μωρέ, έστω και τώρα να μας πει τι ακριβώς τον έπιασε εκείνο το βράδυ;

***

8

-Θέλεις το λόγο, Καρυοφύλλη; Αν τον θες μπορείς να τον έχεις, είπε η Ελένη, που είναι ο επίσημος διαιτητής-ρυθμιστής της συζήτησης πια.
-Δεν τον θέλω. Πέρασαν 36 χρόνια και δεν μπορώ να ξεχάσω, προσπάθησα να το διακωμωδήσω και το ’κανα χειρότερο. Τώρα με την Ευαγγελία σαν να ξαλάφρωσα, που επί τέλους με κατηγορεί κάποιος γι’ αυτό, επί τέλους κατηγορούμενος, αν αποφασίσετε να κάνουμε και δίκη θα μ’ ανακουφίσετε περισσότερο. Δεν σ’ ευχαριστώ όμως Ευαγγελία γιατί βρήκες ευκαιρία και το ’κανες πολύ σοβαρό και με μαεστρία το ’μπλεξες και με τις Ρωγμές ή μπορεί και να το ’κανες επίτηδες; Δεν σε ξέρω ακόμα, γιατί αν το ’κανες επίτηδες ώστε να μην απαλλαγώ από την ανάμνηση θεωρώντας ότι εσύ άλλα λες, φιλοσοφικά δηλαδή έξω από την απλή πραγματικότητα, ενώ το γεγονός ήταν σπουδαίο από μόνο του χωρίς παραβολές και μεταφορικά τερτίπια, χαλάλι σου.
Αν πάλι το ’κανες για να δείξεις το βάθος του κακού μου εαυτού που είναι πιο κακός λόγω συνειδητοποιημένων εκ μέρους μου καταστάσεων που σε άλλους μπορεί και να πέρναγαν ντούκου, και πάλι χαλάλι σου.
Αυτή η ιστορία ενώ βγήκε στον αέρα με το βιβλιαράκι ήταν σαν να μην πήρε ποτέ αρχή να χαλάει, σαν το κρασί που αφήνει την ασφάλεια του βαρελιού, μόνο τώρα νιώθω ότι πραγματικά αρχίζει η οξείδωση της.

-Ρε Καρυοφύλλη, είσαι απρόβλεπτος, τελικά. Η ζωή σου απ’ όσο έχω καταλάβει και τα όσα πλέον διάβασα από τα γραφούμενά σου ήταν, είναι ένα μυθιστόρημα, ακόμα και το ότι κατάφερες και μας μάζωξες εδώ κι αφήσαμε τις δουλειές μας απίστευτο είναι, και κολλάς σε μια ιστορία που δείχνει πολλά και τίποτα μαζί, μια ιστορία που δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο γαντζώθηκε σε μια ρωγμή του μυαλού σου ή των εαυτών που κουβαλάς και βρήκε αέρα ν’ ανασάνει μετά από τόσα χρόνια. Ευχαριστούμε σε κάθε περίπτωση την Ευαγγελία για αυτό το γυναικείο πέταγμα στο χρόνο και το ανάποδό της κοίταγμα, και πάμε παρακάτω;
-Και δε μου λες, Ελένη, αν ποτέ τελειώσει ετούτο ’δώ, πρέπει να ’ναι μεγάλο; Ή να το κόβουμε στις παύσεις μας που αποσυρόμαστε ο καθένας στη ζωή μας, ώστε να μοιάζουν μικρές ιστοριούλες, που μπορεί και να ’ναι δηλαδή;
-Πέτρο, θα δούμε, ας τελειώσουμε το διάβασμα του Λαυρέντιου με το καλό και οι τέσσερίς μας θ’ αποφασίσουμε τι θα το κάνουμε, εκτός κι αν προκύψει κι άλλος κατά τα κέφια του πρώτου που το ξεκίνησε.

***

Όνειρα

Μεσημέρι με ανεμιστήρα οροφής πάνω απ’ την πολυθρόνα μου, κοιμήθηκα και μέσα στο όνειρό μου σκεφτόμουν ότι ονειρευόμουν. Στο όνειρο του ονείρου μου μπήκα σ’ ένα πλεούμενο τούνελ ονείρων. Το πιο μικρό μου όνειρο μ’ έφερε, χρόνια πολλά πριν, σ’ ένα δωμάτιο με πάτωμα που έτριζε μιλώντας μας και ταβάνι με σκαλίσματα απλά να κοιμάμαι κρατώντας το δάχτυλο της γριούλας μου που με κοίμιζε καθεβραδύς και της κράταγα το δάχτυλο μη φύγει κι αυτή μου ’λεγε παραμύθια που είχαν κι αυτά όνειρα μέσα και απορούσα πολύ όταν ξύπναγα και στο χέρι μου δεν κράταγα κανένα δάχτυλο.
Στο δωμάτιο αυτό που αποκοιμήθηκα είδα στον ύπνο μου ένα ποδήλατο και μετά ξύπνησα και στην κουνουπιέρα μέσα είχε μπει ένα σπουργίτι που είναι ο παγκόσμιος αλήτης, όπου κι αν πας, σ’ όποιο μήκος και πλάτος της Γης σπουργίτια υπάρχουν ίδια, οι άνθρωποι άσπροι, κίτρινοι, γαλάζιοι, τα σπουργίτια ίδια.
Και η Βιβή μου, που ήταν χοντρή και τραγουδούσε σαν την Κάλλας, σχεδόν σαν την Κάλλας, μου ’δειξε πώς να τ’ αφήσουμε ελεύθερο, και πολύ το χαιρόμαστε σ όλη τη ζωή μας, μέχρι που πέθανε η Βιβή και τώρα θα βρήκε το σπουργίτι της.
Ποδήλατο μου πήρε ο πατέρας μου και πέρασα σαν σε φυσούνα ανάποδη απ’ των ψαριών την παγίδα σε μεγαλύτερο όνειρο, άλλο δωμάτιο χωρίς ξύλινα πατώματα και ταβάνια πια, καβάλα σ’ ένα σόλεξ κοιμήθηκα, το θυμάστε το σόλεξ; Ποδήλατο με μια μηχανούλα στη μπροστινή του ρόδα, και οργώναμε τον κόσμο δυο και τρεις καβάλα.
Μεγαλύτερο όνειρο, χώραγε μηχανή και βάρκα και το μηχανισμό ονείρων που μπροστά αυτός πίσω εγώ με πέρασε στον επόμενο θάλαμο, όπου σε διπλό κρεβάτι πια, ύπνος στενάχωρος όμως στριφογυριστός σ’ όλο το πλάτος του κρεβατιού, με όνειρο να τρέχει με 200 και τέσσερις ρόδες και στη θάλασσα με εξωλέμβια και 40 κόμβους βάρκα.
Δεν έκανε ζέστη, αφού ο ανεμιστήρας έφερνε κυματιστή ευλογία αέρινη και πέρασα στο επόμενο θάλαμο πιο μεγάλο που χώραγε ένα σκάφος και καμπίνες και κόσμο σε εκδρομές και όταν περάσαμε όλοι στο πιο μεγάλο δωμάτιο ο ανεμιστήρας ψιθύριζε φτάνει και καθώς το γύρναγε γύρω-γύρω το φτάνει μάκραινε και γινότανε φτάνειιιιιιι και προλάβαινε το επόμενο φτάνει της άλλης στροφής, κι έγινε ένα ολοστρόγγυλο φτάνει.
Και στ’ όνειρό μου την ώρα εκείνη μου μίλαγε ο μηχανισμός ονείρων να πάμε κι άλλο μπροστά γελώντας, πάμε να δεις τι έχουμε ακόμα, πάμε να δεις! Τι άλλο να ’χαμε, δηλαδή;
Να σε ρωτήσω κάτι; Πού είναι οι άλλοι; Δυο επίπεδα πίσω μείνανε, δεν ήταν του ίδιου επιπέδου μ’ εμένα ο μηχανισμός τους. Φτάνει, μου ’λεγε ο ανεμιστήρας, δυο μηχανήματα κι εγώ να κοιμάμαι και να διαλέγομαι μαζί τους. «Φτάνει», ξεκάθαρα τα ακούω τώρα.
Με πολύ μεγάλη δυσκολία και με πολύ προσπάθεια σε βρεγμένο ανηφορικό τώρα δρόμο προς τα πίσω στενεύοντας τα περάσματα, μικραίνοντας τα όνειρα που σιγά-σιγά ξαναποκτούσαν τα χρώματά τους που ξεθύμαναν από το πλάτεμα. Θέλει προσπάθεια, μωρέ ανεμιστήρα μου, αυτό το φτάνει, θέλει κόπο να ξαναδείς τα όνειρα σαν όνειρα και όχι σαν κάτι φυσικό και φθανούμενο, όμως μ’ εσένα είμαι, ξεκάθαρα και απόλυτα μ’ εσένα.

***

«Στο δρόμο για την Ιερή Πόλη συνάντησα κι άλλον προσκυνητή
και τον ρώτησα αν είναι αυτός ο δρόμος για την Ι.Π.

Μου απάντησε: -Ακολούθησέ με, και θα φτάσεις στην Ι.Π.
σε μια μέρα και μια νύχτα.

Τον ακολούθησα. Περπατήσαμε πολλές μέρες και πολλές νύχτες
και δεν φτάσαμε στην Ι.Π.

Και σαν να μην έφτανε αυτό θύμωσε μαζί μου, γιατί με είχε εξαπατήσει»…

Καλίλ Γκιμπράν

***

-Αυτό ήλθε στη πλάστιγγα για αντίβαρο; Μη σας παρακαλώ το σχολιάσουμε κι αυτό, ας ξαναγυρίζουμε στις σημειώσεις μας επειγόντως, τέρμα οι ιστορίες για τώρα, ξεστρατίσαμε.

«Στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα το μεγαλύτερο μουσείο της αρχαίας Τέχνης, που εμπλούτισε ο Ιουστινιανός. Ό,τι η Ελλάδα είχε από αριστουργήματα –όπως τα χρυσελεφάντινα αγάλματα της Αθηνάς και του Δία από τον Φειδία ή την Αθηνά Πρόμαχο του ίδιου από την Ακρόπολη- μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να την διακοσμήσουν τη Βασιλεύουσα. Πολλά-ειδικά τα εύφλεκτα χρυσελεφάντινα- χάθηκαν σε πυρκαγιές. Τα περισσότερα επιβίωσαν μέχρι τον 13ο αιώνα, ώσπου ήρθαν οι πρόγονοι των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων στην 4η Σταυροφορία και κατέστρεψαν τα πάντα. Οι Βυζαντινοί Χριστιανοί θεωρούσαν σαν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να ζουν κάτω από την σκιά των αρχαίων αριστουργημάτων. Υπήρχε και ένας νόμος ακόμα που προστάτευε την ελεύθερη θέα των αγαλμάτων για να μην κλειστούν από οικοδομές»…

-Σημείωση του Καρυοφύλλη, υποθέτω επ’ αυτού έχεις το λόγο πρώτος, Πέτρο:

Έχω χεσμένη την ηθική σας, έγραφε ο τοίχος,
και της δικής μου ηθικής προδότης, συνέχισα εγώ.
Πιστεύω στην αθανασία τής λευτεριάς
και πορεύομαι
στα φώτα των νέων εγκεφαλικών σας σπασμών
με τ’ απομεινάρια απ’ τις σκέψεις σας
φτιάχνω δικούς μου ορίζοντες
να χωρέσουν το μεγαλείο τής ασημαντότητας
που κουβαλάω στους δρόμους.

Πόσο ντρέπομαι για τούτες τις ώρες.

Πόσο ντρέπομαι για τούτους τους στίχους
που με γυμνώνουν πιότερο κι απ’ την αλήθεια.

Και πώς να ομολογήσεις πως
ακόμα και γυμνός αγαπάς.

Αγαπάς;

Έγραφα τότε και μοιάζει να κολλάει εδώ.

***

-Θέλω να σημειώσω κάτι σχετικά με τις σημειώσεις. Το πότε θεωρούμε κάτι σημειώσιμο έχει να κάνει με την εποχή που το διαβάζουμε και με τις διάφορες παραμέτρους που επηρεάζουν τον μηχανισμό των σκέψεών μας τότε, μεταξύ των οποίων θεωρώ ότι πρωτεύοντα ρόλο παίζει το περιβάλλον στο οποίο ζούμε, το κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς και οι πρόσφατες εμπλοκές μας σε συζητήσεις απόδειξης κάποιων πιστεύω μας και πολλών άλλων παραμέτρων που δεν πρέπει να απαριθμηθούν γιατί πράγματι είναι πολλές. Εδώ, στην συγκεκριμένη παρατήρηση εννοώ, κυρίως σταματάω στους πιο πάνω παράγοντες διότι υποπτεύομαι ότι ο φίλος μας έχει εμπλακεί σε μια ενοχλητική διαδικασία μη αποδοχής της μοντέρνας και μεταμοντέρνας -και βλακομοντέρνας θα πρόσθετα- αντίληψης περί μηδενισμού ή μάλλον η πιο σωστή λέξη είναι περί διαγραφής κάθε ελληνικού στοιχείου πλην του αρχαίου, που θεωρείται σαν μια κουτσουλιά ενός θεϊκού πουλιού από το τίποτε σ’ έναν τόπο και μετά αυτή η κουτσουλιά σαν να πέτρωσε και να έγινε πολύτιμη πέτρα, αλλά πέτρα και όχι λίπασμα με συνέχεια ζωής. Τα ’χει πάρει στο κρανίο με το Χ που επιχειρήθηκε και πέρασε σε ολόκληρες περιόδους αιώνων, λες και δεν υπήρξαν ποτέ αυτοί οι αιώνες, λες και οι γενιές που πολέμαγαν μες τα σκατά για τη ζωή τους και ό,τι αυτή απαιτούσε για την ίδια την ύπαρξή της, δεν ζήσανε ποτέ, λέει, δεν υπήρξε συνέχεια, υπήρξε κατ’ αυτούς χρονική εγκατάλειψη σε τεράστια τμήματα του πλανήτη και τα ξαναβρήκε ο χρόνος και η συνέχειά του πολύ μετά που βέβαια τίποτε αρχαιοελληνικό δεν υπήρχε, εμφανώς τουλάχιστον.

-Ουάου! Πέτρο, φοβερή τοποθέτηση, αλλά πριν πω την γνώμη μου να ομολογήσω κάτι, η σημείωση δεν είναι δική μου. Θα μπορούσε να ’ναι, καθώς προχτές στα Εξάρχεια που πήγαμε για μια μπύρα με πολύ καλούς φίλους, είδα τους φοιτητές να κάνουν τα ίδια πράγματα που κι εμείς κάναμε τότε, αλλά πιο απλά και με πιο άνεση, αφού το τάβλι στην εποχή μας ήταν επαναστατική πράξη, ενώ προχτές ήταν πολυτελής αναπνοή. Στα Εξάρχεια λοιπόν, στους «Χάρτες» έγινε μια όμορφη καυγαδο-συζήτηση, ελληνική κουβέντα δηλαδή, περί Βυζαντίου και τα όσα η κουβέντα αυτή ανοίγει, και πράγματι αν μέχρι σήμερα είχα πιάσει στα χέρια μου τον Λαυρέντιο είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα σημείωνα το κομμάτι αυτό που πολύ μ’ αρέσει και αν αυτό το ’λεγε Έλληνας θα τον πιάνανε οι κουλτουριάρηδες στο στόμα τους και θα του αλλάζανε τα φώτα, που τόλμησε να υποστηρίξει τόσο ανιστόρητα και υπερβολικά πράγματα για μια ιδέα που πέθανε. (Αλήθεια πεθαίνουν οι ιδέες;).

9

-Όχι, δεν ήμουν εγώ που υποσημείωσα το απόσπασμα, και εφ’ όσον δεν είναι και ο Πέτρος, μάλλον η Ευαγγελία το ’κανε -κι αυτή μας βγαίνει μυστήριο τραίνο σιγά-σιγά, ωραίο μυστήριο τραίνο. Να πω μόνο κάτι, παλιότερα στις εμπλοκές σε κουβέντες με φανατισμό για το αν ο Ελληνισμός γενικότερα ταξίδεψε θάλασσες και μέσα απ’ τα αμπάρια των παλιών σκαριών έφτασε σε ψυχές στην αρχή και στα μυαλά στη συνέχεια ανθρώπων μακριά από την γεωγραφική κουτσουλιά μας, μου ’φερνε μια αναστάτωση καθώς δεν ήμουν απαλλαγμένος από μια προπατορική ρετσινιά περηφάνιας καταγωγής αφού «ανεπαισθήτως» τραγούδαγε μαζί με τη ροή της στο αίμα μας και μια αίσθηση μεγαλοσύνης που ξεκίνησε την εποχή των βαρβάρων -πλην Ελλήνων. Τώρα πια από χρόνια πολλά έχει καταλαγιάσει μέσα μου το ότι ο Ελληνισμός είναι «αίσθηση» -το ’παν πολύ καλά πολλοί πριν από μένα- και βέβαια η αποκάλυψη και η σπουδή αυτής της αίσθησης οδηγεί, πρέπει να οδηγεί στην επικοινωνία, στην υπέρβαση, στην αποδοχή, στην κατανόηση και εν τέλει στην εσωτερικότητα, στην επεξεργασία και στην εξέλιξη. Ακριβώς το ίδιο βέβαια και προς τον Ελληνισμό από οποιαδήποτε άλλη «αίσθηση» -ισμού, με τελική επικράτηση των όσων πράγματι αξίζει να διατηρηθούν στοιχείων και μόνον έτσι μπορεί κάποιος να δεχτεί την παγκόσμια σκέψη. Ευαγγελία;
-Σας παρακολουθώ με τόση προσοχή, που χαίρομαι πάρα πολύ που τράβηξα αυτές τις γραμμές με το μολύβι κι έγινε αυτή η κουβέντα. Θυμάμαι παλιότερα που διάβαζα Καίσλερ και έλεγε πόσο μεγάλες δυσκολίες αντιμετώπισε η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα να αποκηρύξει τα σφάλματα των Ελλήνων. Ήταν τόσο μεγάλη η αποδοχή των όσων έλεγαν στα μαθηματικά, στην αστρονομία, στην ιατρική, παντού, που όταν ήρθε η ώρα να διαψευστούν από τους Γαλιλαίους και τους Κοπέρνικους, πέφτανε σε τοίχο, καθώς κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να παραμερίσει το στάτους κβο που η Ελλάδα είχε καθιερώσει και είχαν βολευτεί όλοι σ’ αυτό. Διωγμοί επί διωγμών και εξευτελισμοί σ’ όποιον το αποτολμούσε. Αυτό, όσο παράξενο και να σας φανεί, κράτησε σχεδόν μέχρι τις μέρες μας και αφορούσε από τη φιλοσοφία μέχρι την καθημερινή ζωή. Από αυτό το σημείο λοιπόν μέχρι το τελείως αντίθετο της αποκήρυξης κάθε ελληνικού στοιχείου στις μέρες μας, είναι μεγάλη η απόσταση και πάει πολύ.
-Ας είμαι ο αντίλογος λοιπόν, αν και έτσι όπως τοποθετήθηκε τελικά το θέμα δεν είναι θέμα αντιλόγου, ξέφυγε από την κλασική διαμάχη Ελλάδα και οι υπόλοιποι, οπότε απλή παράθεση σκέψεων κάνω και εγώ πριν συνεχίσω τον ρυθμιστικό μου ρόλο, αφού με τάξατε διαιτητή σ’ αυτό το παιχνίδι, γιατί περί αυτού πρόκειται, έτσι; Και πραγματικά δεν θέλω να ’μαι παραπάνω από αυτή που ακούει, και πετάει και κάνα σχόλιο, και το πολύ-πολύ να είμαι η γύρη αλλά μόνον αυτό, ας είναι άλλος η βασίλισσα να φτιάξει μέλι ή βασιλικό πολτό, εγώ δεν τολμάω να το μετουσιώσω, μόνο στοιχεία μετουσίωσης αν μπορώ να κουβαλάω κάποιες στιγμές.

Συμφωνήσαμε ότι πράγματι είναι παιχνίδι, και η Ελένη κατέθεσε με μια προσήλωση και προσοχή στις λέξεις που χρησιμοποιούσε:
-Δεν μπορώ να ανασυνθέσω ποτέ, ούτε να θυμηθώ μερικές φορές ό,τι ειπώθηκε, άρχισε, και, ενώ καταγράφω τα πάντα στο τετράδιό μου, άμα μιλάω τα γραφτά έχουν εξαφανιστεί και είναι σαν να αυτοσχεδιάζω απ’ την αρχή και μέρες τώρα που μιλάω με φίλους για το θέμα των ημερών, μεσοπρόθεσμο ή χρεωκοπία, Ευρώπη ή λαϊκισμός κλπ κλπ, όλα τα χιλιοειπωμένα που χρόνια τα λέμε μεταξύ μας είναι σαν στο κεφάλι μου να κολυμπούν στερεότυπα και με γειώνει ο γιός μου που μου ’πε σε μια συζήτηση όταν συμμετείχα σε μια εκστρατεία για την πόλη μας, «-Έχεις κάνει το λάθος να πιστεύεις ότι αυτή είναι η κοινωνία, επειδή μια ομάδα που πιστεύετε στα ίδια μιλάτε συνεχώς μεταξύ σας και πολυ-πολιτισμικότητα και Δύση, και πρόοδος κι εκσυγχρονισμός, και πέραν των διαχωριστικών αριστεράς και δεξιάς κι όχι εθνικισμός κι όχι αρχαιολατρία, και δεν ξέρω τι άλλο, έλα να δεις στο φλωροσχολείο μου τα βολεμένα πόσο μακριά είναι από αυτές τις απόψεις και πού να δεις στο Δημόσιο πώς ήταν, που είχαν και τους μετανάστες στα πόδια τους, να τους βλέπουν και να νομίζουν πως για όλα φταίνε αυτοί, και να μη σου πω για τους καθηγητές που διδάσκουν ιστορία –άσε, μετά την αρχαία Ελλάδα το τίποτε νομίζουν». Δεν σταμάτησα ποτέ να το σκέφτομαι και εξαιτίας της εκκρεμότητας κι εξαιτίας των σχετικών συζητήσεων που καταλήγουν πάντα εκεί, σαρίκι ή λατινική κουκούλα, και μετά θυμώνω, εμάς τι μας μπλέξατε σε αυτό τους Επτανησίους, τι σχέση έχουμε μαζί σας, Δυτικοί ήμασταν πάντα, όχι πια βέβαια οι περισσότεροι, κανονικοί βλαχοελληνάρες.
Συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα με την αρχαιοελληνική και μόνον σκέψη; Αστείο και μόνον να ειπωθεί σ’ έναν πολιτικό επιστήμονα, σ’ έναν επιστήμονα. Και καλά να το πιστεύουν αυτό οι αγανακτισμένοι ελληνάρες με τις σημαίες στις τριχωτές γυμνές πλάτες στην πάνω πλατεία Συντάγματος, κι όλοι οι αμόρφωτοι που πέρασαν από ένα σχολείο όπου οι φιλόλογοι τους διδάσκουν τις ανακρίβειες που λέμε και στα δικόγραφα προσεκτικά, τα ψέματα ξεκάθαρα λέω εγώ των εγκεκριμένων βιβλίων, που από γραφειοκρατική αδράνεια έμειναν στη σκέψη του Παπαρρηγόπουλου, που τότε έτσι θα ’πρεπε να τα πει, Αρχαιο-ελληνισμός και Ορθοδοξία, μα αν είναι δυνατόν, τα δυο αντίθετα στοιχεία, όχι αντίθετα συμπληρωματικά, μα όπως το λάδι και το νερό, σ’ αυτή τη σχιζοφρένεια βασίστηκε η «μόρφωσή» μας. Μα να το πιστεύουν μορφωμένοι άνθρωποι;
Με την υπεραναλυτική μου μανία, το’ ψαξα κι αυτό, δεν είναι δική μου η εξήγηση αλλά δεν θυμάμαι ποιος καθηγητής μου στο πολιτικό μου το ’πε: -Μα αυτή η υποτιθέμενη γενική παιδεία μας δίνει γνώσεις για όλα αυτά που δεν θα σπουδάσουμε σε βάθος, εμείς που σπουδάζουμε Πολιτική Ιστορία ξέρουμε, οι άλλοι έχουν μείνει με την ημιμάθεια στον τομέα αυτό, όπως εμείς σε άλλους. Δεν με κάλυπτε όμως στο γιατί αφού προχωράνε αλλού δεν προχωράνε κι εδώ και πάντα πίστευα στο «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις», glory days που λέει κι ο αγαπημένος της γενιάς μου Βruce. Και πρόσφατα διαβάζοντας Ράμφο μέσω ενός πασοκόφιλου, ομολογώ δεν τον ήξερα μέχρι πέρσι το Ράμφο, πιστεύω απόλυτα στη σκέψη του όπως εγώ την καταλαβαίνω, ότι η άποψή μου περί νεωτερικότητας και παγκόσμιας εποχής επαναστάσεων που μέσα σε αυτήν εντάσσεται η ελληνική, και η μετέπειτα δημιουργία της ελληνικής συνείδησης για να ενώσει ό,τι υπήρχε στον χώρο που απελευθερώθηκε, δες από την τέλεια τριλογία του Hobsbawm την «Εποχή των Επαναστάσεων»…
Διαβάζοντας λοιπόν Ράμφο κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι πήραν αυτή τη γνώση την εποχή που ό,τι μαθαίναμε ήταν αξίωμα, που νομίζαμε ότι οι δάσκαλοι και τα βιβλία μας έλεγαν την «ΑΛΗΘΕΙΑ» και η αμφισβήτηση μιας παγιωμένης αλήθειας, των ιερών και οσίων της Ιστορίας αποτελεί για πολλούς άμεση απειλή αμφισβήτησης της αντίληψης που διατηρούν για τον ίδιο τους τον εαυτό και την ψυχή τους. Γιατί δεν δημιουργήσαμε τίποτε καινούργιο και δεν προσπαθήσαμε να ενσωματώσουμε και τη συνέχεια, μείναμε στη λατρεία δυο αιώνων σε μια ιστορία χιλιάδων χρόνων.
Θα σου πω κι ένα κεφαλλονίτικο: ο Τζουγανάτος, ο καθηγητής της Φιλολογίας μου, επέμεινε ότι το όνομα Αργοστόλι προέρχεται από μια αρχαία ελληνική φράση που σημαίνει η θάλασσα λάμπει (Αλς something, δεν ξέρω αρχαία ως γνωστόν) κι εγώ του ’λεγα ότι ergastolo στα ιταλικά σημαίνει και φυλακή και τόπος ελλιμενισμού και αυτό ήταν τότε η περιοχή και προσφέρεται και από άποψη θάλασσας. ΌΟΟΟΟχι! Μα, άνθρωπε μου, το 1400 κανείς δεν μίλαγε ελληνικά στην Κεφαλονιά, ούτε οι λαϊκοί, θα ’ξεραν κι αρχαία; Το ίδιο ισχύει για τα Λιόσια, πες Ίλιον, τη Λούτσα, πες Αρτέμιδα, και δεν ξέρω τι άλλο, κι όσο πιο χάλια είναι τα πράγματα τόσο πιο αρχαιοελληνικό το όνομα, κι η γραφή. Έλεος! Γυρνούσαμε από το Πόρτο Γερμενό κι η Ελευσίς και τα Μέγαρα ήταν γραμμένα με αρχαιοελληνικά στοιχεία μέσα στα απόλυτα άναρχα άσχημα κιτς παλιοκτίρια. Δες το παράδειγμα στα κτίρια: λατρεία του νεοκλασικισμού, που την επέβαλαν –σωστά τότε όπως κι ο Παπαρρηγόπουλος- οι γερμανοί, προσπάθεια διαγραφής κάθε οθωμανικού–βυζαντινού στοιχείου δόμησης χωρίς επίχρισμα, το μόνον που έχει μείνει είναι το Οφθαλμιατρείο… Ευτυχώς για την υπόλοιπη Ελλάδα που ενώθηκαν τα Επτάνησα και δημιουργήθηκε η πραγματική αστική τάξη με τα τότε σπίτια και τη λογοτεχνία, εκεί τα ξέρετε καλύτερα από μένα. Όταν λοιπόν η Ελλάδα στη δεκαετία του ’60 πατάει στα πόδια της και η ανάπτυξή της είναι πραγματική, δες πως ο μοντερνισμός με τον Πικιώνη και Κωνσταντινίδη μετουσιώνει πραγματικά την ουσία του ελληνικού πνεύματος και πράγματος στα Ξενία, στη δημιουργία του περιβάλλοντος χώρου της Ακρόπολης, σε αστικές βίλες. Εκείνη την εποχή δεν χρειαζόμαστε ούτε αετώματα, ούτε ακροκέραμα, ούτε τίποτε: αλλά υπήρχαν ενσωματωμένα στοιχεία της πραγματικά ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, όπως διαμορφώθηκε στους αιώνες, της ελληνικής φύσης, θάλασσα–φως-χαμηλή βλάστηση μυρωδικών, μια σκεπή, ένα τζάκι στα ψηλώματα... Μετά αυτό, ως συνήθως στη χώρα μας, ευτελίστηκε σε φτηνές πολυκατοικίες, και με την πασοκική λαίλαπα του ’80 η αντίδραση στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, μοντέρνες κεραμοσκεπές παντού, αετώματα σε γυάλινες πολυκατοικίες κ.ο.κ. -τα βλέπεις, δεν χρειάζεται.
Ο Ράμφος το πάει πολύ εσωτερικά, με καλύπτει με τα ψυχολογικά κριτήρια, η σημερινή ελληνική κοινωνική συνείδηση είναι ένα «ξεχειλωμένο θέλω», ένας διακαής πόθος, μια αέναη προσδοκία, χωρίς ωστόσο εκείνα τα θεμέλια που θα γείωναν μια τέτοια επιθυμία. Την κρατάει αυτή τη συνείδηση δέσμια στον παιδισμό της ένα παρελθόν που δεν λέει να παρέλθει, η θάλασσα του συναισθήματος που δεν συνοδεύεται από τη λογική. Η άποψη του Ράμφου είναι εν ολίγοις ότι οι Νεοέλληνες αντιλαμβάνονται την ταυτότητά τους ως αποτέλεσμα αναφοράς στο συλλογικό τους παρελθόν και ότι αυτό καθιστά προβληματική τη σχέση τους με τον παρόντα χρόνο. Η αντίληψη ενός επαναλαμβανόμενου, σαν τις εποχές, χρόνου εξομοιώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και ο χρόνος αυτός στερεί τα άτομα από τη δυνατότητα διαχείρισης του παρόντος και τον σχεδιασμό του μέλλοντος. Βάζει και την Ορθοδοξία στο παιγνίδι, ότι παραπέμπει τον άνθρωπο στο μέλλον της σωτηρίας της ψυχής του που εξαρτάται από το παρελθόν του, και μόνο το παρόν πάντοτε λείπει.
Δεν πιστεύω ότι μόνον η γλώσσα κάνει τη συνείδηση, κι οι βραζιλιάνοι μιλάνε πορτογαλικά κι οι αργεντινοί ισπανικά και οι αμερικάνοι αγγλικά, η συνείδηση η εθνική είναι επίσης νεωτερικότητα, ακριβώς την εποχή των εθνικών επαναστάσεων, οι βυζαντινοί λοιπόν δεν πίστευαν ούτε ότι είναι βυζαντινοί, αυτό ως όρος είναι από νεώτερους άγγλους μελετητές, ούτε ότι είναι Έλληνες, ούτε ότι είναι τι άλλο. Οι πληθυσμοί ήταν κατανεμημένοι με βάση τη θρησκεία και τη γλώσσα αλλά απόλυτα ελεύθερα με βάση τη διοικητική πρακτική του ρωμαϊκού κράτους. Και πουθενά δεν υπήρχε η συνέχεια γιατί δεν χρειαζόταν. Μόνον μετά την πρώτη Άλωση και τη διάλυση του κρατικού ιστού άρχισαν οι τοπικισμοί, όπως και σε όλοι την Ευρώπη και εκεί πάλι γλώσσα θρησκεία ήταν τα κριτήρια. Και ναι, η γλώσσα και η θρησκεία έπαιξαν θετικό ρόλο για την κατά το πρώτον απόκτηση εθνικής συνείδησης, κατά τη δημιουργία του κράτους, άσχετα αν το ευτελίζουμε κι αυτό.
Ναι, δεν πετάμε τίποτε από την Ελλάδα, αλλά να ορίσουμε τι είναι Ελλάδα; Πάλι θα μπλέξουμε. Με αντικειμενικά λοιπόν κριτήρια, εννοείται ότι ήμουν με τον Κρέοντα κι όχι με την Αντιγόνη, το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε πριν δύο αιώνες. Έχει στοιχεία ελληνικά και στοιχεία ελληνικά έχει όλη η Ευρώπη μέσω του θαυμασμού για την αρχαία Ελλάδα των Ρωμαίων που αναβίωσε πρώτη φορά τον πολιτισμό της, και πάλι των στην Ιταλία κατοικούντων -δεν λέω Ιταλών, που στην Αναγέννηση τον επανεκτίμησαν. Και τι άλλο είναι ο ελληνικός πολιτισμός παρά η απόλυτα ορθολογική σκέψη και η επικράτηση του μέτρου; Και που υπάρχουν μέσω ρωμαϊκής (δυτικής) αυτοκρατορίας και Ευρώπης και γαλλικού διαφωτισμού, και γερμανικού νεοκλασικισμού κλπκλπκλπ. Και πιστεύω ότι χωρίς μίξη κανένας λαός δεν προχωρά, ούτε γονιδιακά, ούτε πολιτιστικά: και τα γεμιστά και τα φασόλια που είναι τα εθνικά μας φαγητά από την ανακάλυψη της Αμερικής ήρθαν. Και νομίζω ότι έχει στοιχεία ελληνικά κι έχει και στοιχεία ευρωπαϊκά και φοβάμαι πάρα πολλά οθωμανικά και αρβανίτικα και βόρεια πολλά, σλαβικά. Ρωμιοσύνη λέμε, εμείς οι ίδιοι άρα είμαστε και λίγο Ρωμαίοι. Και ναι, είναι υπέροχο να είσαι Έλληνας, όσο υπέροχο είναι να ’σαι και Κινέζος ας πούμε, γιατί όχι; Γιατί δεν μπορούμε να κρατήσουμε τα καλά, όπως πολύ καλύτερα μας το ’δωσαν οι άλλοι; Τους δώσαμε πόλη-κράτος με δούλους και μας έδωσαν σύγχρονη αστική δημοκρατία και διαφωτισμό. Δίνεις το σπέρμα και σου δίνω παιδί, και των δύο μας δεν είναι; Άντε, δίνεις γύρη και παίρνεις μέλι, δεν περιέχει το άρωμα του φυτού που προέρχεται; Για να κλείσω με την αρχική μεταφορά…
-Ουάου, ξαναλέω, που λένε και οι πιτσιρικάδες. Ελένη, όσο δεν μίλαγες -δεν μίλαγες, άνοιξες το στόμα σου και πήρες σβάρνα τα βουνά και τα λαγκάδια. Θ’ ακουστεί περίεργο, αλλά από όλες τις τοποθετήσεις βγαίνει περισσότερο μια συναίνεση στο θέμα που τέθηκε και λιγότερο διαφωνία, πλην της κλασικής πια διαμάχης για το πόσο Ελλάδα κουβάλαγε μέσα του το Βυζάντιο, κι όταν λέμε Βυζάντιο λέμε το αυστηρά ορισμένο και όχι το αχανές. Επίσης και κλείνει το κεφάλαιο αυτό γιατί το παρακάναμε, η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι η γλώσσα που μιλιέται δεν μπορεί να υποβιβάζεται σ’ έναν από όλους τους παράγοντες που δημιουργούν πολιτισμό και συνείδηση, είναι το μοναδικό εργαλείο που βγάζει το μέσα-έξω, και από εκεί το ξαναφέρνει μέσα, δεν είναι μόνο εργαλείο επικοινωνίας είναι διαμόρφωσης σκέψης, αφού λέγοντας κάτι το σχηματοποιείς και το καταλαβαίνεις με τον ίδιο τρόπο με τον διπλανό σου. Και η συνέχεια δεν έχει ανάγκη επιβεβαίωσης, απλώς υπάρχει σαν συνέχεια, σαν συλλογικό DNA ένα πράμα.

Υπάρχει ένα βιβλιαράκι τσέπης στις εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ της Κύπρου που το λένε «Συνέντευξη μ’ ένα Μεγαλέξανδρο», το υπογράφει κάποια Αθηνά Σωτηρίου, αλλά είναι καλού μου φίλου που επέλεξε να τα πει δια γυναικείου στόματος, όσα λέει. Είναι 49 σελίδες όλο κι όλο και μικρές πολύ μικρές σελίδες, σ’ ένα μπάνιο στη θάλασσα το διαβάζεις κάτω από την ομπρέλα και μετά θα το ξαναδιαβάσεις κάτω από πολλά φώτα που εσύ θα διαλέγεις. Σ’ αυτό λοιπόν το βιβλιαράκι που σας παραπέμπω και στο οποίο χώρεσαν αλήθειες εν συμπτύξει, πολλές και μεγάλες, απαντάει ο Αλέξανδρος, ναι, μωρέ, ο Μέγας ποιος άλλος; «-Για το Βυζάντιο δεν ξέρω. Αυτό το ανακάτεμα της θρησκείας με την εξουσία, όσο κι αν έγινε στο Βυζάντιο με αρκετά πνευματικό τρόπο, αντι-παπικό θα ’λεγα, δεν το βλέπω με καλό μάτι. Κράτος έτσι ίσως κάνεις, δικαίωση δεν βρίσκεις. Τη θρησκεία–κράτος τη βλέπω σαν μόδα αιγυπτιακή κι εβραϊκή στον κόσμο. Στην Ελλάδα η εκκλησία μέσα στην εξουσία δεν υπήρχε ώς τότε. Οι ιερείς κάποιας θεάς ν’ αποφασίζουν για πολιτικά πράγματα; Όχι. ΄Ησαν πάντα πάνω απ’ αυτά οι θεοί μας, πολύ πάνω από τους ιερείς μας, κι έτσι πρέπει. Φοβερό θα ’ναι να φτάσει να συν-διοικεί μιαν αυτοκρατορία ένας παπάς με τον αυτοκράτορα»… (Λέει κι άλλα σπουδαία στη συνέχεια αλλά δε σας τα λέω εδώ να πάρετε το βιβλιαράκι, θα το αγαπήσετε όπως κι εγώ κι ο Διονύσης ο φίλος μου, όπως μια του φράση ακόμα σ’ άλλο σημείο, που τον ρωτάει η κοπελιά που του παίρνει τη συνέντευξη, «–Για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο τι έχετε να πείτε;» κι απαντάει, « -Τα καλύτερα λόγια. Τίποτα δεν είχε αυτός και μας τα πήρε όλα κι έφυγε ! Χάνοντάς τα όλα αυτός, με τον τρόπο που διάλεξε να τα χάσει, τα ξαναπήρε όλα πίσω, και με τόκο. Τρελός νομίζετε ήταν αυτός που ξανάγινε από Ρωμαίος Βασιλεύς των Ελλήνων; Κάτι θα ’χε κι αυτός καταλάβει. Ειδική περίπτωση κι αυτός»)…

-Με συγχωρείτε!
-Παρακαλούμε, αλλά εσύ ποιος είσαι πάλι;
-Με όλη τη διακριτικότητα που ποτέ μου δεν διέθετα, παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας ζητήσω να ρίξτε μια ματιά, πάλι όσοι το διαβάσατε, στο βιβλίο μου, εκεί στις σελίδες 49 μέχρι 51 που λέω μερικές σκέψεις για τη γλώσσα, κι αφήστε με ωστόσο να πω κι εδώ πως «...μετά την εξαφάνιση της αυτοκρατορίας (της Βυζαντινής) κάτω από την εξοντωτική πίεση Τούρκων και Ιταλών (Βενετίας και Γένοβας) αρχίζει στην Κρήτη μια καινούργια ακμή της ελληνικής Ποίησης, αυτή τη φορά με την αφομοίωση της Βενετσιάνικης επιρροής (ένα εξαιρετικό κοινωνιολογικό-ψυχολογικό παράδειγμα για την ελληνικότητα αυτής της ποίησης είναι το δράμα «Ερωφίλη» του Χορτάτζη: ο βασιλιάς, που για να εμποδίσει τον γάμο της κόρης του με τον ευγενή Πανάρετο, τον σκοτώνει κι έτσι γίνεται η αιτία της αυτοκτονίας της Ερωφίλης. Στο τέλος του δράματος σκοτώνεται ο βασιλιάς πάνω στη σκηνή από τον ίδιο τον Χορό που τον καταπατάει: μια δραματική λύση, που αποδεικνύει την δημοκρατική συνείδηση και δεν ήταν δυνατό να εκφραστεί στη Δύση που, το πολύ, το θείον θα επενέβαινε, αλλά όχι το αντίστοιχο του λαού). Πάντα η ξένη επιρροή είναι που γονιμοποιεί την ελληνική δημιουργικότητα: μια εσωτερική διαλεκτική απ’ την αρχή. Κάποτε ήταν το έπος του Γκιλγαμές και άλλα έργα της Μέσης Ανατολής. Ύστερα, ήταν η Αίγυπτος. Τώρα η Δυτικο-Ευρωπαϊκή επιρροή: αλλά πάντα με το κατ’ εξοχήν ελληνικό αποτέλεσμα»…

-Δεν το πιστεύω πως είσαι ο ίδιος ο Λαυρέντιος. Ήταν η Ελένη, η μόνη που μίλησε, αλλά εις μάτην. Η φωνή αυτή είχε ήδη φύγει από τη παρέα μας.

Δημήτρης Παπαθέου, 2012

*Του Δημήτρη Παπαθέου (1951-2013) έχουν εκδοθεί τα αφηγήματα «Ντόρος –χρονογυρίσματα στο Μεσολόγγι» (Μεσολόγγι 2010, Αιγαίον, Λευκωσία 2011) και σε κοινή έκδοση τα «Σεωρή»/«Ταϊτατάτς» (Μεσολόγγι 2011). Επίσης τα διηγήματα «Μια Πόλη Φευγάτη» (Αιγαίον, Λευκωσία 2013).

*Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν κι εδώ το κείμενο του Δημήτρη Παπαθέου είναι του Βασίλη Αρτίκου.