Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Ανρί Μισώ: Ποιήματα

6dimitriadou30.jpg

Μεταφράζει η Ανδρονίκη Δημητριάδου

Γεννημένος στις 24 Μαΐου 1899, στη Ναμύρ του Βελγίου (θα πολιτογραφηθεί Γάλλος το 1955), ο Ανρί Μισώ θα περάσει τα παιδικά του χρόνια στις Βρυξέλλες, σε μια πλούσια οικογένεια. Έφηβος μοναχικός και αγχώδης, διαβάζει πολύ, Ντοστογιέφσκι ή Τολστόι ειδικότερα. Στα νεανικά του χρόνια, σπουδάζει ιατρική, που όμως γρήγορα εγκαταλείπει για να μπαρκάρει σαν ναύτης, δουλειάτην οποία ίδιο γρήγοραθα εγκαταλείψει.Λίγο αργότερα, θα ανακαλύψει τα κείμενα του Λωτρεαμόν, τα οποία θα του δώσουν την επιθυμία να γράψει. Μετά από συνεργασία με το περιοδικό «Ο πράσινος δίσκος», που εκδίδει ο Franz Hellens, ο Μισώ αφήνει το Βέλγιο το 1924, και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Εκεί, παρακολουθεί τους Σουρεαλιστές και συναντιέται με τον Jules Supervielle που από τότε γίνεται στενός του φίλος.
Το 1927, ο Ανρί Μισώ δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο, «Ποιος ήμουν», στην Gallimard. Από το 1929, τον γοητεύουν τα μακρινά ταξίδια, ειδικά στη Νότια Αμερική και την Ασία, τα οποία θα τροφοδοτήσουν το έργο του, τόσο λογοτεχνικά όσο και εικαστικά. Θα δημοσιεύσει επίσης δύο ταξιδιωτικά βιβλία: «Εκουαδόρ», και «Ένας βάρβαρος στην Ασία».
Η γραφή του Ανρί Μισώ, σκοτεινή, με πινελιές κωμικές αλλά και σκληρότητας, θέλει να εξερευνήσει την ανθρώπινη συνείδηση, αποκομμένη από την εξωτερική πραγματικότητα. Στη δεκαετία του '50, ο Ανρί Μισώ διεξάγει μια σειρά από πειράματα με φάρμακα, όπως η μεσκαλίνη ή το LSD, για να μελετήσει τις επιπτώσεις τους στο ανθρώπινο μυαλό, ειδικά για την καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτές του οι προσπάθειες οδήγησαν κυρίως σε εικαστικά έργα, αλλά και αρκετά βιβλία, μεταξύ των οποίων «Το ταραγμένο άπειρο», το 1957.
Στη δεκαετία του '70, ο Μισώ είναι μια καλλιτεχνική προσωπικότητα αναγνωρισμένη διεθνώς. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ίδιος ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το ανθρώπινο μυαλό μέσα από το έργο του σχετικά με τα όνειρα, ή τις ψυχικές ασθένειες. Ο Ανρί Μισώ πέθανε στο Παρίσι στις 19 Οκτωβρίου 1984.

Στη μεγάλη αίθουσα

Είναι σε μια αίθουσα μεγάλη, κι όμως μοιάζει σαν στους τέσσερις ανέμους πεταμένη.

Του Κόσμου το μεγάλο ουρλιαχτό, φροντίζουν να εισχωρήσει, μα όχι ολόκληρο, όχι πολύ.

Ωστόσο, μέσα οι σκλάβοι εξετάζουν αυτούς που αφέντες ονομάζουν.

Το πλήθος έξω ελεύθερο σε γέλια χαρωπά ξεσπάει, πειράγματα ή με οργή κραυγάζει.

Ωστόσο, μέσα οι σκλάβοι εξετάζουν αυτούς που αφέντες ονομάζουν.

Στην αίθουσα, ενώ η συζήτηση κυλά, κάποιος μια λέξη αρπάζει που απ’ έξω μόλις τρύπωσε, ένα θαυμαστικό, το τέλος μίας φράσης, μια αβέβαιη ηχώ που απ ' τα χίλια κύματα της τύχης φτάνει.

Ανήσυχοι, έτσι, ασταθείς, στα δύο διπλωμένοι, συντετριμμένοι βιαστικά μέσα μιλούν, και η κατάσταση που ολοένα εντείνεται από κουβέντες άπρεπες λύση δεν βρίσκει.

Της ημέρας τα φαντάσματα δεν μοιάζουν με της νύχτας.

Στα όρια κάποιου σύρματος μηδαμινού ανάμεσα, περιπλανιόνται αδιόρατοι και ένα κενό πιο τρομερό κι απ’το κενό, ένα κενό σαν της καρδιάς το κενό τους στοιχειώνει.
Έτσι, μπορούν εκεί να τους γνωρίζουν.

Τουλάχιστον κάποιοι μπορούν, αυτοί που, από σκέψεις  δίχως αποτέλεσμα σκαμμένοι, το μονοπάτι δεν κατάφεραν να πάρουν εκείνο που η μοίρα είχε ορίσει.

Τους νιώθουν, τους αναγνωρίζουν.

Το καλωσόρισμα, θα ήταν πολύ.
Τι θα μπορούσαν, οι φτωχοί;
Ο ένας τον άλλον σκιάζει.

Ο άνεμος

Ο άνεμος παλεύει τα κύματα να διώξει.
Μα εκείνα στη θάλασσα ανήκουν, δεν είναι προφανές, κι ο άνεμος αδιάκοπα φυσάει... όχι, δεν θέλει να φυσά, δεν λαχταρά μια θύελλα να γίνει ή καταιγίδα.
Θέλει τυφλά, τρελά και με μανία, σε μια ιδανική και ήσυχη γωνία, μπουνάτσα, όπου θα μείνει ήσυχος, γαλήνιος τελικά.

Πόσο της θάλασσας τα κύματα αδιαφορούν για εκείνον!
Είτε στη θάλασσα φυσά είτε σε καμπαναριό ψηλά, είτε σε οδοντωτό τροχό είτε στου μαχαιριού την κόψη, λίγο τα κόφτει.
Σε τόπο γαλήνιο και ειρηνικό κινείται όπου επιτέλους  την αιολική του φύση αρνείται.

Αλλά ήδη ο εφιάλτης του κρατάει από καιρό.

Τα εξωτερικά σημάδια

Είναι ο ίλιγγος το αφρισμένο μου ποτάμι.
Είναι η εξάντληση στα νούφαρα που κολυμπώ.
Το βλέμμα που διαγράφεται τόσο ψηλά, αυτό είναι το κακό μου, και το πλοίο εκείνο που θωρώ δεν θα αιμορραγούσε απ’ τους στορείς του διόλου, αν τις δυνάμεις δεν έχανα εγώ.

Κατάρτια που όρνια θυμίζουν.
Κατάρτια διπλά.
Κατάρτια ξεροκέφαλα, σαν να αυτοκτόνησαν σε όρθια θέση.
Σε καμιά χώρα δεν προαναγγέλλετε, το ξέρω, την άφιξη.
Πολύ σας παραδέχομαι γι΄αυτό που πράγματι είστε και θλιμμένος σας νιώθω.


Τα αγάλματά μου

Έχω τα αγάλματά μου.
Τα κληροδότησαν σε μένα οι αιώνες: της προσμονής, της αποθάρρυνσης, οι αιώνες της ασάφειας, από άσβεστη ελπίδα είναι πλασμένα.
Και τώρα στέκονται εκεί.

Ποτέ δεν γνωρίζω, σαν τα αρχαία ερείπια, τι παριστάνουν.

Η καταγωγή τους  άγνωστη χάνεται στης ζωής μου τη νύχτα, όπου μονάχα τα σχήματα σώθηκαν από κυνήγι ανελέητο.

Μα στέκονται εκεί, και κάθε χρόνο ολοένα σκληραίνει το μάρμαρο, ενώ βαθιά το σκοτάδι του αμνημόνευτου πλήθους λευκαίνει.

Ναυτία ή ο θάνατος του πλησιάζει;

Παραδώσου εσύ, καρδιά μου.
Αγωνιστήκαμε αρκετά.
Και η ζωή μου ας σταματήσει.
Δεν ήμασταν εμείς οι δειλοί,
Ό,τι μπορούσαμε κάναμε.

Ψυχή μου, εσύ
Φεύγεις ή μένεις.
Να αποφασίσεις μονάχη σου πρέπει.
Μην ψηλαφίζεις τα όργανα έτσι,
Προσεκτικά καμιά φορά, άλλοτε λαθεμένα,
Φεύγεις ή μένεις,
Να αποφασίσεις μονάχη σου πρέπει.

Δεν αντέχω πια, ως εδώ.

Άρχοντες του Θανάτου
Δεν σας έβρισα μα ούτε και χειροκρότησα.
Έλεος δείξτε για μένα, τον δίχως αποσκευές ταξιδιώτη,
Έτσι αδέσποτο, αδέκαρο και με τη δόξα φευγάτη
Είστε ισχυροί ασφαλώς και αναπάντεχα αλλόκοτοι
Τον τρελό λυπηθείτε που πριν τα όρια περάσει το όνομά του φωνάζει.
Να τον πάρετε μαζί σας στην πτήση,
Ας γίνει, αν το επιτρέπουν τα ήθη κι ο χαρακτήρας σας
Κι αν μπορείτε να βοηθήσετε, βοηθείστε τον, παρακαλώ.