Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Αθανάσιος Βαντσέφ: Εξαίσιες της ζωής απολαύσεις

βαντσέφ

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή

Ένας από τους πιο σημαντικούς εν ζωή κοσμοπολίτες ποιητές της εποχής μας, ο Αθανάσιος Βαντσέφ της Θράκης γεννήθηκε στο Χάσκοβο της Βουλγαρίας. Εγκατεστημένος μόνιμα στη Γαλλία από το 1962 έχει δημοσιεύσει 35 ποιητικές συλλογές. Ο Αθανάσιος Βαντσέφ έχει δοκιμαστεί σε πολλά είδη του πεζού και του ποιητικού λόγου και γράφει άλλοτε σε παραδοσιακό κι άλλοτε σε ελεύθερο στίχο. Είναι μέλος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Γραμμάτων και έχει βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία Γραμμάτων αλλά και από πολλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς. Ο Βαντσέφ μεταφράζει, δημοσιεύει, ταξιδεύει και προωθεί τις τέχνες και τον πολιτισμό με κάθε μέσο. Είναι ο επίσημος πρεσβευτής για την Ευρώπη των Ποιητών του Κόσμου. Τα ποιήματα που μεταφράσαμε είναι από την ποιητική του συλλογή «Εξαίσιες της ζωής απολαύσεις» που κυκλοφορεί σε Ελλάδα και Γαλλία σε δίγλωσση έκδοση.

**

Πόση ολόγυρα σιωπή
                                        Στον Ali Prodrimja (1)

Πού να πηγαίνουν όσοι αγαπώ
Στα κόκκινα ρούχα τους ντυμένοι
Στου δειλινού την ύστατη στιγμή;

Πού να πηγαίνουνε, τον χάλκινο άνεμο του φθινοπώρου
Την ένδοξη φωνή της παπαδίτσας;

Εδώ μένουν μόνο,
Γεμάτες από νέο ήλιο,
Οι φιλήδονες ρόγες του σταφυλιού
Και η ευτυχισμένη παιδική μου ηλικία
Καθισμένη σ’ένα παράθυρο
Ανοιχτό στο άπειρο.

Πες μου, Αλί Ποντρίμια,
Πες μου, μοναχικέ φίλε των πηγών,
Αδελφέ των βουνών της Ρουγκόβα,
Πού να πηγαίνουν του βιαστικού χρόνου οι φοράδες,
Τα σώματα που τόσο καιρό τα χέρια μου
Τα έντυναν
Με φως!

Παρίσι, 18 Αυγούστου 2012

**

Γεωργία μάγισσα
                                 Στον Ilia Tchavtchavadzé (2)

Γεωργία μάγισσα, γέμισε το παθιασμένο κύπελλο
Με το λάγνο αίμα των φλογερών αμπελιών σου
Και με το υγρό κυανό του ευτυχισμένου ουρανού!
Μεγαλόπρεπη Γεωργία, φίλη των απλοϊκών χιονιών!

Παρίσι, 22 Ιουλίου 2012

**

MEMORIAM REI REDINTEGRARE (ανακαλώντας στη μνήμη)  

Μνήμη, μονάχα εσύ δε λησμονείς
Των όντων και των πραγμάτων την εικόνα,
Ο κόσμος της σάρκας γίνεται πλήρως αφηρημένος.

Ήμουν ζωή κι έγινα λέξη,
Ήμουν αιωνιότητα κι έγινα χρόνος.

Εσύ, μνήμη, πάντα τόσο νέα,
Στις μέρες που ακολουθούν.

Παρίσι, 29 Μαρτίου 2012

**

Δια βραχέων

Μια μέρα που όλα σιωπούν,
Να βγεις στου παλιού σπιτιού το κατώφλι,
Να γεμίσεις τα μάτια σου
Με τ’ουρανού το απαστράπτον μπλε
Να βυθίσεις τα χέρια σου στων ρόδων τη δροσιά.

Να πέσεις στα γόνατα,
Να φιλήσεις τ’αρχαίο κατώφλι
Περπατημένο απ’όλους αυτούς που η καρδιά τους
Αγάπησε σιωπηλά.

Έπειτα, τελικά,
Να ξαπλωθείς κάτω απ’της παλιάς καρυδιάς
Τα λάγνα φύλλα
Και να περάσεις το καλοκαίρι που φεύγει
Στην εκθαμβωτική χάρη
Του αιώνιου Καλοκαιριού.

Παρίσι, 13 Απριλίου 2012

**

Γεννηθήτω φῶς

Πήγαινε, πάρε της τρυφερότητάς μου
Το βραχιόλι για το δρόμο.
Κι ένα κολλιέ από μπλε αιγίθαλους
Εάν διψάσεις για τραγούδια.

Πήγαινε, γύρνα στη χώρα
Όπου η γη,
Γαλήνια, γενναιόδωρη
Μιλά με των σπόρων
Τη λευκή συστολή.

Φύγε πρωί,
Τότε που η πρώτη πρίμουλα
Φωτίζει με αερική αγνότητα
Το μόνο μονοπάτι
Του μικρού εξοχικού σπιτιού.

Πήγαινε, ψυχή, με τα χέρια σου
Γεμάτα από αγνή αντίσταση
Έτσι που στο τέλος
Γεννηθήτω το φώς!

Παρίσι, 7 Απριλίου 2012

**

Τύχῃ ἀγαθῇ

Άσε με να φύγω, τώρα,
Άσε με να τραγουδήσω τους νεκρούς
Που φωλιάζουνε στα ρόδινα δέντρα
Του ύπνου μου!

Απελευθερώθηκαν επιτέλους τα πνεύματα
Της μυρωδιάς απ’ τη γουάβα,
Του ώριμου πεπονιού και
Των κόκκων από καναβούρι,
Που πλέουν στις λεπτεπίλεπτες βάρκες
Του φωτός.

Τις μέρες που δεν έβλεπε ο Θεός,
Σβηστήκαν απ’το ημερολόγιο του έρωτα.

Άσε με να πλεύσω στο μέλι της νύχτας
Στα βάθη
Της αιωνιότητας.

Πες μου τώρα,
Δίχως λυγμούς:

Τύχῃ ἀγαθῇ!

Παρίσι, αυτή την Άγια Κυριακή, 7 Απριλίου, το Σωτήριον Έτος MMXII

**

Κτῆμα ἐς ἀεί

Να ‘ναι άραγε το φως της Άνοιξης
αυτή η τρυφερή φωνή που τραγουδά απ’έξω
Ή μήπως να ‘ναι κάποιου αγαπημένου
Που ένα μονοπάτι είναι πια από αγάπανθους
Στον κήπο της καρδιάς μου, δίπλα στη θάλασσα;

Κατάπληκτος και σκεπτικός,
Πιέζω το κεφάλι μου πάνω στη λευκότητα
Του χρόνου που με συντροφεύει.

Εγώ, που στη βεράντα από κιννάβαρι, εκεί που ζουν οι αναμνήσεις
Προσπαθώ στη σιωπή να εφαρμόσω
Της αθανασίας την τέχνη!

Ω! ποίηση, κτῆμα ἐς ἀεί,
Εσύ, παντοτινό αγαθό μου,
Αμάραντε πλούτε μου!
Κτῆμα ἐς ἀεί,

Κτῆμα ἐς ἀεί!...

**

Τελεολογία

Σταματάω στο φως του πρωινού,
Είμαι στην εξοχή,
Εκεί όπου, παιδί, έμαθα την πλήρη του κόσμου παρουσία,
Εκεί όπου ένα μεσημέρι άκουσα,
Κοντά στου παππού το πηγάδι,
Της Θάλειας (3) την ευτυχισμένη φωνή.

Εκεί είναι που αγάπησα,
Το παρθενικό των κορυδαλλών τραγούδι,
Το θερμό νιαούρισμα
Του μικρού γάτου που τον φωνάζανε, Χρυσό Κουμπί.

Αυτός ο κόσμος που δε μπορούμε ποτέ να ξεχάσουμε,
Και που τώρα σε κάτι άλλο έχει αλλάξει,
Όχι, σε σάρκα της σάρκας μου,
Αλλά σε λέξη, ρίγος, εικόνα, ποίημα,
Συνάντηση της ομορφιάς με την πληρότητα μιας ψυχής
Προσηλωμένης στις πλανεύτρες αναλαμπές,
Στα γεμάτα από θριαμβευτική γλύκα μουρμουρητά,
Στις μεταξένιες σκιές, στις φευγαλέες μορφές
Που αποκαλύπτουν την υποκείμενη οριστικότητα
Της φύσης των πραγμάτων.

Μήπως μελέτησα πολύ τα Ηθικά Νικομάχεια
Και τον Προτρεπτικό του Αριστοτέλη;

Ω! η μύχια πολυτέλεια
Των παιδικών αναμνήσεων!

Η επείγουσα αναγκαιότητα των περιττών πραγμάτων!

Παρίσι, την 1η Απριλίου 2012

**

Η πέτρα που τραγουδά

I.

Ναι, έλεγες ότι ο Θεός
Είναι το αγνό μας  αλφάβητο,
Τα γράμματα και η καλλιγραφία της καρδιάς μας!

Έλεγες, ότι μόλις Χαμογελάει,
Το τίποτε πιο πολύ γίνεται απ’το όλο!
Ότι τα λόγια ντύνουν τ’αληθινό μας πρόσωπο!

Μ’άρεσε να σ’ακούω να μιλάς,
Για την πέτρα που τραγουδάει,
Για τη μενεξεδιά μυρωδιά της γης
Μετά τη βροχή,
Για το τιτίβισμα της υφάντρας.

Και η ζώνη των λέξεών σου,
Η γεύση απ’το κρασί της Μανζανίγια στα χαμογελά σου,
Ένωνε τη μέση μας, τη μια με την άλλη.

Αχ! Πόσο μας άρεσε να τρώμε
Μαύρα μούρα!

ΙΙ.

Απότομο, λιμασμένο, λυσσαλέο,
Ανερμήνευτο,
Στολισμένο με ευωδιαστές αγκαλιές
Από λουλούδια των αγρών
Προχώραγε το βράδυ
Προκαλώντας το χάος του πελάγους στα στήθη μας,
Αλλάζοντας τα δέντρα σε ναούς του τρόμου!

Αυτή την ώρα,
Πέρα απ’τη σιωπή,
Οι κουρασμένες πεταλούδες
Με φίνα λεπτότητα
Χτύπαγαν τις σκέψεις μου
Με τα φτερά τους.

ΙΙΙ.

Σ’ άκουγα, Ψυχή,
Και στις θερμές μου φλέβες
Χάνονταν οι λευκές των αστεριών βάρκες!
Ήταν η εποχή των κόκκινων κερασιών,
Η εποχή των γελαστών χαμομηλιών,
Η εποχή, όπου, μέσα στην φοβισμένη μου αφέλεια
Επαναλάμβανα:

Ω! Αδελφή,
Αδελφή,

No me hagas sufrir! (4)

**

Σημειώσεις

1. Αλί Προντρίμια/Ali Prodrimja (1942-2012): ένας από τους σημαντικότερους αλβανόφωνους ποιητές, Γεννήθηκε στο Κόσοβο και πέθανε στη Γαλλία.
2. Ηλίας Τσαβτσαβαβαντζέ/Ilia Tchavtchavavadze (1837-1907): μεγάλη μορφή της Γεωργιανής λογοτεχνίας, εθνικός ευεργέτης, νομικός, διοικούσε το εθνικό κίνημα για την απελευθέρωση της Γεωργίας (1861-1907), και ανακυρήχθηκε Άγιος απ’την ορθόδοξη εκκλησία της Γεωργίας με το όνομα Άγιος Ηλίας ο Δίκαιος.
3. Θάλεια: αρχικά η Μούσα της κωμωδίας και μεταγενέστερα η Μούσα της λυρικής ποίησης στην αρχαία Ελλάδα.
4. No me hagas sufrir: ισπανική έφραση που σημαίνει «μη με κάνεις να υποφέρω».