Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Ένα σπίτι για τον Αντρέα Καρκαβίτσα και τον Γεώργιο Δροσίνη

5dimouli30.jpg
 
Γράφει η Αγγελική Δημουλή
 
Με το παρόν κείμενο, εγκαινιάζουμε μια σειρά λογοτεχνικών μικροκειμένων που θα αφορούν στην ηθογραφία (1880-1930): μια περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας αρκετά σημαντική αλλά αρκετά υποτιμημένη σε σχέση με τα παράλληλά της ρεύματα, το ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Στα κείμενα αυτά, θ’ ασχοληθούμε με δύο φωνές του ίδιου κινήματος• τον πιο ρομαντικό ηθογράφο, Γεώργιο Δροσίνη (1859-1951) και τον νατουραλιστή ηθογράφο Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922).
 
Η προσέγγιση των κειμένων θα γίνει από τα έξω προς τα μέσα. Δηλαδή, θα ξεκινήσουμε από τον εξωτερικό κόσμο που περιγράφουν τα κείμενα και σταδιακά θα προσεγγίσουμε τον εσωτερικό. Η ελληνική ύπαιθρος του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, θ’ αποτελέσει το πλαίσιο της μελέτης μας. Τα κείμενα που θα χρησιμοποιηθούν είναι τα Άπαντα και των δύο συγγραφέων, τα οποια παρουσιάζουν σαφείς διαφορές ύφους μεταξύ τους. Ο Δροσίνης είναι πιο αναπαραστατικός και συχνά, διαβάζοντάς τον, έχουμε την αίσθηση οτι κοιτάζουμε έναν ειδυλλιακό πίνακα κι όχι ότι διαβάζουμε τυπογραφικούς χαρακτήρες. Στον Καρκαβίτσα, αυτός ο πίνακας έχει λερωθεί από μαύρο μελάνι• τόσο σκοτεινά περιγράφει το χωριό σ’ εκείνη την εποχή. Η προσέγγιση οφείλεται και στο διαφορετικό υπόβαθρο των συγγρεφέων. Στρατιωτικός γιατρός και περιηγητής ο Καρκαβίτσας κι επηρρεασμένος απ’ τον Ζολά. Αστός ο Δροσίνης που αντικρύζει το χωριό με τα μάτια του ονειροπολήματος και της αισθητικής ηθικής χωρίς συχνά να μπορεί (ή να θέλει) να δει και το αρνητικό της υπαίθρου.
 
Η κατοικία, αρχικά, στα κείμενα του Καρκαβίτσα και του Δροσίνη θεωρείται ως ένα από τα συστατικά στοιχεία του κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος του ατόμου και της οικογένειας γενικότερα. Με λίγα λόγια οι κάτοικοι του σπιτιού συνδέονται ποικιλοτρόπως με τον χώρο τους. Η οικία λοιπόν, άλλοτε προστατεύει τα χρηστά ήθη της οικογένειας κι άλλοτε καλύπτει και φροντίζει τις ζωτικές και λειτουργικές τους ανάγκες. Η ποιότητα της ανθρώπινης ζωής αντικατοπτρίζεται στο σπίτι του λογοτεχνικού υποκειμένου.
 
Ο Μπασελάρ ορίζει ως σπίτι  «κάθε κατοικημένο χώρο». Έτσι, ακόμα και οι εξωτερικοί χώροι μπορούν να επιτελέσουν τέτοια λειτουργία. Το σπίτι καταλαμβάνει έναν χώρο με τον όγκο του και το υποκείμενο το αντιλαμβάνεται δια γυμνού οφθαλμού. Έτσι, η εξωτερική πλευρά του σπιτιού είναι προσιτή σε όλα τα μάτια ενώ η εσωτερική παραμένη αθέατη και απρόσιτη φυλάγοντας τις ατομικές αξίες και την ενδότερη ζωή των ενοίκων. Καθίσταται λοιπόν η οικία ένα σώμα εικόνων που δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση της σταθερότητας.
 
Η «ανάγνωση» λοιπόν ενός σπιτιού καθίσταται δυνατή στον Καρκαβίτσα και στον Δροσίνη κι αναγνώστης καλείται να «διαβάσει» και ν’ «αναλύσει» τα διάφορα δωμάτια του σπιτιού όπως τα ορίζουν οι προσωπικότητες-ένοικοί τους. Έτσι, ιδωμένο το σπίτι ως τυπολογικός χάρτης, θα λέγαμε ότι υπάρχει, το δωμάτιο-φυλακή, στο οποίο, η νεαρή κοπέλα της υπαίθρου ζει πριν το γάμο της. Συναντάμε επίσης, το δωμάτιο-πέρασμα, όπου ο φιλοξενούμενος βρίσκει καταφύγιο και ηρεμία, το δωμάτιο-του-έρωτα, στο οποίο λαμβάνει χώρα η σεξουαλική πράξη και το δωμάτιο-του-θανάτου όπου πεθαίνει ή αυτοκτονεί κάποιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τελευταίου είναι η αυτοκτονία της Κρουστάλλως, στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα: «ανάμεσα στο σπίτι, στη θέση που εκρεμόταν πρίν η μαλάθα του ψωμιού, η Κρουστάλλω, του Μαγουλά η γυναίκα, εκρεμόταν άψυχη με το σχοινί στο λαιμό». Συχνά, στα διηγήματα, το σπίτι περιγράφεται σαν προέκταση των κατοίκων του σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο για τον αναγνώστη να φανταστεί τους ήρωες έξω και διαφοροποιημένους από αυτό. Στο Βοτάνι της αγάπης του Γεώργιου Δροσίνη για παράδειγμα, διαβάζουμε: «εννοείται ότι το εσωτερικόν αυτής ήτο άξιον των ενοικούντων• πενιχρόν, ακατάστατον, πλήρες σιδηρικών».
 
Το σπίτι, λοιπόν, στον Δροσίνη και στον Καρκαβίτσα, θα λέγαμε ότι μοιάζει με τα «κινέζικα κουτιά». Ανοίγουμε την πόρτα και μπαίνουμε σ’ ένα δωμάτιο• κατόπιν παρατηρούμε τα αντικείμενα που το επιπλώνουν• την ντουλάπα, ένα μπαούλο. Περνάμε δηλαδή απ’ τον μεγαλύτερο όγκο προς τον μικρότερο• έτσι, το σπίτι εμ-περιέχει το δωμάτιο και στο δωμάτιο εμ-περιέχονται τα αντικείμενα. Κι όλα τα παραπάνω αποσυμβολοποιούν τα κείμενα.