Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Ένα κριάρι στοχασμού - Μαρία Κριαρά

Αυτό που δεν μας αφήνει να το υπολογίζουμε,
εξακολουθεί να μας αφήνει να το σκεφτόμαστε
Κορνήλιος  Καστοριάδης

Συνδυάζοντας  σχέδια από γραφίτη σε χαρτί μαζί με φωτογραφίες, η 32χρονη αρχιτέκτονας και εικαστικός Μαρία Κριαρά πραγματοποιεί στην CAN Gallery την πρώτη της ατομική έκθεση υπό τον εμβληματικό τίτλο Cogito /  I think, therefore I am… a Rhinoceros. Όσον αφορά τη θεματική των έργων της, πρωτίστως, φαίνεται να εστιάζει την προσοχή της πάνω στη συνοχή – είτε δυνητική, είτε ρεαλιστική – που αναπτύσσεται ανάμεσα στο αφηγηματικό στοιχείο και το κατακερματισμένο, μέσα στον κόσμο μας ως εκ τούτου, και μέσω μιας αυστηρά χωροθετημένης σχεδίασης, δεν διστάζει να ανιχνεύσει την ακρότητα όπου μπορεί να φτάσει η προσωπική μας ερμηνεία σχετικά με την εκάστοτε πραγματικότητα, φτάνοντας συχνά μέχρι και τα όρια του αινίγματος. Άλλωστε, κάθε μονοδιάστατη αντίληψη του πραγματικού τίθεται σε αμφιβολία, αφού τόσο η εικόνα όσο και τα πράγματα δεν είναι φορείς σταθερών σημασιών. Η επιθυμία της Κριαρά να αναζητήσει μια αινιγματική αλήθεια, την κάνει να διαρρηγνύει τον πρόδηλο χαρακτήρα της εικόνας, ούτως ώστε να νοεί την πραγματικότητα  πολλαχώς -αυτό που απομένει από την προαναφερθείσα "διάρρηξη", αυτό το ανεξάρτητο και ουσιώδες κομμάτι είναι που δίνει τη σημασία στην πραγματικότητα κάθε φορά: είναι σα να επιθυμεί να προκαλέσει μια απόδραση του νοήματος μέσα στην ύλη. Μέσω του αινιγματικού, λοιπόν, στοιχείου η καλλιτέχνιδα ωθεί σε κίνηση την σκέψη μας προκειμένου να προσεγγίσουμε επαρκέστερα την πραγματικότητα και τις κρυφές της συνάφειες, ενόσω ξετυλίγει στοχασμούς-εικόνες, δηλαδή, προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο αντιλαμβάνοντάς τον αρθρωμένο από εικόνες, και όχι χρησιμοποιώντας εικόνες ως επιχειρήματα αντίληψης -οι εικόνες δεν περιγράφουν, δεν αναπαριστούν την ματιά της Κριαρά, αλλά στοιχειοθετούν τη συγκρότηση της σκέψης της, δομούν τη συνθήκη ενός τρόπου αντίληψης.
Πάραυτα, υπερβαίνοντας πλαίσια και χρονικότητες, η Κριαρά  μάς ζητά να επανασυνδέσουμε εικόνα και κόσμο, αυτή τη φορά "αλλιώς": φερ' επείν, αν είχαμε στη διάθεση μας μόνο ένα σφυρί, θα αντιμετωπίζαμε τα πάντα σαν ένα καρφί κι όμως, η πραγματικότητα, για την Κριαρά, μπορεί να γίνει αντιληπτή και με διαφορετικό τρόπο. Σχεδιάζει επί του σημαίνοντος, προοικονομώντας την ενεργό βάσανο του θεατή στην προοπτική μιας συνεργατικής νοηματοδότησης ( μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη). Το ύφος της εν λόγω συνεργασίας έχει αποδοθεί ανάγλυφα από τον Μπέκετ: "δεν διψάω πια η γλώσσα μπαίνει πάλι μέσα το στόμα ξανακλείνει θα πρέπει ασφαλώς να δείχνει τώρα μια γραμμή ίσια". Αν για τον Καστοριάδη, η πραγματικότητα συνίσταται σε ένα "υποτιθέμενο ενδεχομενικό, που δεν είναι δηλαδή ούτε ενδεχομενικό ούτε αναγκαίο ›› , τότε το λόγον διδόναι της Κριαρά σκοπεύει να μας αποκαλύψει ότι ο αντιληπτικός μας εξοπλισμός δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντος, ούτε βέβαια οριστικά δεδομένος. Συνεπώς, στοχάζομαι, για την Κριαρά, σημαίνει να χάνομαι μέσα σε στοές, οι οποίες υπάρχουν μόνο επειδή τις σκάβω ακούραστα ο ίδιος -γι ̓ αυτό το λόγο, οι συνθήκες νοήματος όπου εργάζεται η Κριαρά μαρτυρούν πως η γη του ειδέναι ανήκει σ' εκείνους που την δουλεύουν.
Δίχως να εγκλωβιστεί στον όποιο διπολισμό (αληθές-ψευδές, κτλ.), δεν φοβάται να συγκαταθέσει στην λακανική απόφανση σύμφωνα με την οποία, κάθε αληθινό σημαίνον είναι ως τέτοιο ένα σημαίνον που δεν σημαίνει τίποτε. Έτσι, ο τύπος της επικοινωνίας που ευελπιστεί να εγκαθιδρύσει με την τέχνη είναι ευθαρσώς σημαίνων, κι όχι σημασιοδοτικός: δεν μεταχειρίζεται το σημαίνον για να αποδώσει σημασίες συγκεκριμένες. Οι τυχαίοι χαρακτήρες του νοήματος που πραγματεύεται μέσα στα έργα της, καθώς και οι πιθανές ασάφειες που προκαλούν, αναδεικνύουν αβίαστα τη δυνατότητα προσαρμογής της ανθρώπινης αντίληψης -επομένως, κάθε νόημα μπορεί να αποδοθεί με διαφορετικό τρόπο εκφοράς ή εξίσου διακριτές μορφές. Τα έργα της ομιλούν με διαμεσολαβήσεις, ήτοι έμμεσα -οι τελευταίες καθιστούν τόσο λεπτή, αδιόρατη και αμοιβαία τη σχέση μεταξύ στοχασμού και έκφρασης, έτσι που να μην μπορεί να συλληφθεί ποτέ πλήρως. Τούτο δηλώνει την πρόθεσή της να αναδείξει μια συμβολική ελαχίστου ίχνους, μια χροιά σε μορφώματα που μοιάζουν να μην περιέχουν κάτι ιδιαίτερο: τότε είναι που το αίνιγμα γεννάται! Διαφαίνεται εύλογα ότι η τέχνη της Κριαρά βαίνει υπέρ της αφήγησης, παρά της πληροφορίας. Όπως αφήνει να εννοηθεί, η καλλιτέχνιδα αντιπαρέρχεται panis et circenses για να θέσει εαυτόν απέναντι στον πολιτισμικό φιλισταϊσμό, απέναντι δηλαδή στην κουλτούρα που κρίνει την τέχνη με βάση το άμεσο όφελος. Καλλιτεχνεί σε διπλό επίπεδο: από τη μια, φωτίζει το πόσο σημαντική μπορεί  να γίνει η εμφάνεια των πραγμάτων κρατώντας τα σε ορισμένη απόσταση, και από την άλλη, διερευνά την μορφή που μπορεί να πάρει η αμοιβαία σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα που τον περιβάλλουν. Όμως, η Κριαρά θέλει να διατηρεί μια προσωπική πυξίδα ως προς την ουσία της λέξης κουλτούρα, παρά το γεγονός ότι ξέρει καλά πως το να ατενίζεις τα πράγματα χάριν της θέασης είναι η liberalissimum απ ̓ όλες τις ασχολίες. Πάντως, γνωρίζει καλά δυο πραγματολογικές συνιστώσες: ότι το να πείθεις είναι άγονο, καθώς και ότι οι περισσότεροι προτιμούν τη σαγήνη από την κατανόηση. Δεδομένου πως είχε διασαφηνίσει προ πολλού ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι το έργο τέχνης αποτελεί και ντοκουμέντο μόνο παρεμπιπτόντως, άραγε αυτό ,για την Κριαρά, τι συνεπάγεται ως προς το χρέος μας ως κοινό και ως καλλιτέχνες;  Ότι θα πρέπει να σμιλέψουμε την εικόνα του μέλλοντός μας από τα πολύτιμα κομμάτια μάρμαρο των εμπειριών του παρελθόντος μας με άλλα λόγια, από τα ανοίκεια θραύσματα του προηγούμενου βίου μας.
Εκείνο που προσιδιάζει στην κουλτούρα της Κριαρά είναι να μην ταυτίζεται με τον εαυτό της: εξού και η διαρκής στοχαστική διαπραγμάτευση που προτείνει τόσο στο προφανές και ορατό, όσο και στο παράδοξο και αόρατο. Οπότε, διαπραγματεύοντας δεξιοτεχνικά ένα ορισμένο φωτογραφικό αρχείο, παράγει έναν ιδιότυπο "κινούμενο" σχεδιασμό ωσάν ένα αμάλγαμα δεισιδαιμονίας και επιστήμης, ενώ την ίδια στιγμή, επιδιώκει να καταστήσει (πάνω στο σχέδιο) ορατό το αόρατο και αόρατο το ορατό, έχοντας προηγουμένως αντιπαραβάλει κάποια ετερόκλητα στοιχεία. Αναμφίβολα  πρόκειται για μία εικονο-γραφία ιδιόρρυθμη, η οποία ενστερνίζεται μεν τη μη απόλυτη ακρίβεια της αναπαράστασης, δείχνει δε να συγγενεύει με την τεχνοτροπία του Ντύρερ στον περίφημο Ρινόκερό του (1515): τότε, θυμίζουμε, ο γερμανός χαράκτης και ζωγράφος είχε κατορθώσει να φιλοτεχνήσει έναν ρινόκερο, χωρίς ο ίδιος να έχει ποτέ του αντικρύσει το ζώο και στηριζόμενος μόνο σε περιγραφές άλλων. Προϋποθέτοντας τη σύμπλευση των ανθρωπολογικών διαστάσεων του Είναι και του Χρόνου, η κίνηση στην οποία βολιδοσκοπεί η οπτική της Κριαρά έχει να κάνει με την παρουσίαση μιας νέας συναρμολογούμενης εικόνας, η οποία χαρακτηρίζεται αφενός, από την προσοχή στη λεπτομέρεια, και αφετέρου, από την διαφορετικότητα που αποκτά ως προς την αρχική εντύπωση ˙  η παραχθείσα εικόνα προκύπτει από την αναδημιουργία του υπάρχοντος φόντου. Μάλλον φαίνεται να ασπάζεται (η Κριαρά) – με φειδώ, ομολογουμένως – την τεχνική του Aby Warburg, μια και καταθέτει ορισμένες οπτικές εμπειρίες μεταβαλλόμενων συσχετισμών μέσα σε αφηγήσεις που διαρκώς ανανεώνονται.
Η τεχνική που χρησιμοποιεί, μετατρέπει το οικείο σε καινοφανές, μια και "διαβάζει" την πραγματικότητα με έναν καταφατικό και δυνητικά μετασχηματιστικό τρόπο. Έτσι, υιοθετεί μορφές απουσίας που δίνουν την εντύπωση της παρουσίας υπό το πλαίσιο της γνωστής από τον Derrida διαφoράς, αφού "το νόημα κάθε φαινομενικά "παρόντος" σημείου προκύπτει από τη σχέση μεταξύ όλων των απόντων νοημάτων στα οποία το συγκεκριμένο σημείο δεν αναφέρεται". Παρατηρούμε ότι συνεχώς "διαφέρει" το νόημα υπό το βλέμμα της Κριαρά, αφού κάθε αυθεντική  παρουσία νοήματος μετασχηματίζεται ατέρμονα. Αυτό σημαίνει πως ο καμβάς της αποτελεί ένα ετερογενές, διαφορικό και ανοιχτό πεδίο μορφών. Τα αντιμαχόμενα ή αντιμεταθετικά μέρη των εικόνων της λιγότερο μαρτυρούν ένα είδος διπολικής αντίθεσης, περισσότερο προσδίδουν – ως παραπομπή – το περιεχόμενο της έννοιας "ανεπίκριτος" του Ντερριντά: "καθιστά κάτι ελλιπές τη στιγμή που το συμπληρώνει".
Η γεμάτο κρίσεις εποχή μας δημιουργεί καθημερινά συναισθήματα που είναι ανέξοδα αλλά και αδιέξοδα, κουράζοντας θανάσιμα την όποια προσπάθεια για σκέψη. Η τεχνοτροπία της Κριαρά, η οποία απαιτεί όχι φευγαλέα ματιά μα ήρεμο και καθαρό βλέμμα, μπορεί να διέπεται από μερικότητα εστίασης, ωστόσο αποφεύγει να λειτουργήσει σαν γκιλοτίνα, πριμοδοτώντας τον ελεύθερο συνειρμό ˙ ο τελευταίος όταν "χαράζει" προσεκτικά, δηλαδή κριτικά, δημιουργεί τομές, με όλη τη σημασία της λέξεως – με αποτέλεσμα, η μεγαλοφυΐα της Κριαρά να συνίσταται στο ότι δημιουργεί κάτι για το οποίο δεν μπορεί να δοθεί κανένας καθορισμένος κανόνας και το οποίο παρουσιάζει τη μέγιστη ανοσία στον ανελέητο κομφορμισμό του καιρού μας, για να θυμηθούμε και  τον ιό της ρινοκερίτιδας’’ στον Ρινόκερο του Ιονέσκο. Μήπως, εντέλει, η φωνή της καλλιτέχνιδας μας ταυτίζεται και με την φωνή του ήρωα στον Ρινόκερο, όταν φωνάζει, "ενάντια σ ̓ όλο τον κόσμο! Θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου, δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, θα πολεμήσω. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και μέχρι να έρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος. Όχι, δεν θα συνθηκολογήσω, δεν θα γίνω σαν εσάς";

Aπόστολος Ζιώγας, τεχνοκριτικός

kriara1.jpg

kriara2.jpg

kriara4.jpg

kriara5.jpg

kriara6.jpg

kriara8.jpg

kriara7.jpg