Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

Άννα Κυριτσιοπούλου: Ποίημα

photo © Στράτος Προύσαλης

Οι πεταλούδες από το στομάχι μου, στον ιστό της αράχνης
λικνίζονται, αιωρούνται, τραμπαλίζοναι
πάνω – κάτω
υψώνονται απ’ τη πιθανότητα της διαφορετικότητας –πάνω-
έλκονται απ’τη βαρύτητα της έξης –κάτω-
σε δίχτυα που ξέρασαν έντομα χωρίς φτερά
πάνω –κάτω
διεκδικούν μιαν άνοιξη.
[πάντα χαζές πεταλούδες κατάπινα]

Πλησιάζει αργά, με μια ψευδαίσθηση οικειότητας, η αράχνη                            
τις αγγαλίαζει, τις κουνάει με της Μήδειας τη στοργή
πάνω – κάτω
έρμαια στο βωμό της
με μία τελευταία αναλαμπή άνοιξης απ’ τ’ άγγιγμά της.
Τις κατασπάραξε!
[Τώρα πρέπει να δεχτούν, πως θα ξαναγεννηθούν κάμπιες]