Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Άλι Σμιθ: Το τρίτο πρόσωπο

Μεταφράζει η Άρτεμις Μιχαηλίδου


Η Άλι Σμιθ γεννήθηκε στη Σκωτία το 1962 και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Aberdeen. Κατέχει εξέχουσα θέση στη σύγχρονη βρετανική λογοτεχνία, έχοντας δημοσιεύσει συνολικά 13 μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, καθώς επίσης δοκίμια και κριτικές. Έχει λάβει εγκωμιαστικά σχόλια εντός και εκτός Μ. Βρετανίας, καθώς και σημαντικά βραβεία για το έργο της (Saltire, Whitbread, Scottish Arts Council), ενώ είναι ιδιαίτερα δημοφιλής για την τολμηρή της θεματογραφία και τους παιγνιώδεις γλωσσικούς πειραματισμούς.

Τα πιο πρόσφατα έργα της (The Story of Antigone και Shire) εκδόθηκαν το 2013. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν σε μετάφραση τρία από τα μυθιστορήματά της: Η Τυχαία, Hotel Cosmos, Κορίτσι Συναντά Αγόρι. Γνωστή για τις προοδευτικές της θέσεις και την εναντίωσή της σε κάθε μορφής κοινωνικό ρατσισμό, η Άλι Σμιθ αρθρογραφεί τακτικά σε διακεκριμένα έντυπα όπως οι Times και ο Guardian. Ζει στο Cambridge.

Το παρόν διήγημα προέρχεται από τη συλλογή The First Person and Other Stories (2008) και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα.


*


Κάθε μικρό διήγημα μεγαλουργεί. Κάθε μικρό διήγημα κρύβει και μια επιθυμία.
Αυτό είναι για δυο ανθρώπους που μόλις κοιμήθηκαν μαζί πρώτη φορά. Είναι φθινόπωρο. Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι. Από τότε που γνωρίστηκαν, το προσπαθούσαν με την αίσθηση του αναπόφευκτου… Όχι τόσο σαν να φλέρταραν, αλλά κάπως σαν να βρέθηκαν σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο, σ’ ένα δωμάτιο που θύμιζε κλουβί, ένα δωμάτιο που με την παρουσία δύο ανθρώπων έδειχνε κατάμεστο… Και στο δωμάτιο αυτό υπάρχει κι ένα πιάνο. Δεν παίζει ρόλο το πού πήγαν ή το τί έκαναν – αν συναντήθηκαν στο δρόμο κατά τύχη, αν περπατήσανε μαζί, αν πήγαν σινεμά ή σε κάποια παμπ. Είναι σαν να βρίσκονται στο μικρό δωματιάκι, και μαζί τους, επιβλητικό, πανταχού παρόν (όπως κι οι συνοδοί μιας άλλης εποχής), αμήχανο και γυαλιστερό, το μεγάλο πιάνο. Δεν μπορείς καν να το αναφέρεις, σαν να ήταν φέρετρο. Για να κουνηθείς μες το δωματιάκι, πρέπει να στριμωχτείς στο στενό πέρασμα μεταξύ του τοίχου και του πιάνου. Το εσωτερικό του, κάτω απ’ το καπάκι, είναι ένα σύμπλεγμα από καλώδια, και μοιάζει λίγο με τις τάβλες ενός κρεβατιού, ή με άρπα που την άφησαν στο πάτωμα.
Το έκαναν, κατάφεραν επιτέλους να πετάξουν τα ντροπαλά τους ρούχα, να μπουν κάτω απ’ τα σκεπάσματα στο μικρό, διπλό κρεβάτι. Ν’ αγκαλιαστούν γυμνοί. Ο ένας απ’ τους δυο έχει κρυολογήσει άσχημα. Τον άλλο ούτε που τον νοιάζει. Έτσι είναι ο έρωτας. Έξω δεν κουνιέται φύλλο. Αρχίζει να βγαίνει το φως. Είναι πέντε το πρωί. Αρκετά όμως μ’ αυτούς.
Είναι άνοιξη. Είναι πρωί. Τα πουλιά κελαηδούν σαν τρελά πάνω στα δέντρα. Μια γυναίκα που μένει σ’ ένα δρόμο πυκνοκατοικημένο, σ’ ένα δρόμο με τόσα αυτοκίνητα παρκαρισμένα που δυσκολεύεται να περάσει το απορριμματοφόρο, έχει μόλις χτυπήσει με το σκαλιστήρι έναν οδοκαθαριστή. Έναν από ‘κείνους που αδειάζουν τους κάδους κάθε δεύτερη Τρίτη.
Ο άνδρας είναι στο έδαφος. Αιμορραγεί απ’ το μέτωπο. Δείχνει σαστισμένος. Σηκώνει το χέρι και κοιτά το αίμα που τρέχει. Ακουμπά ξανά το μέτωπό του. Η γυναίκα στηρίζεται στο σκαλιστήρι, στο πεζοδρόμιο, και τα δόντια του μοιάζουν να βρίσκονται στο χώμα, σαν να καθαρίζει απλώς τον κήπο της και να σταμάτησε να δει που έχει φτάσει ως τώρα. Φαίνεται γύρω στα εξήντα. Φαίνεται αρκετά εύπορη. Πολύ μεγάλη, πολύ ευπρεπής, πολύ καλοβαλμένη για να κάνει αυτό που έκανε. Δίπλα της, δίπλα στον άνδρα, τώρα, οι συνάδελφοί του στο όχημα σχηματίζουν ένα κύκλο. Έχουν μείνει άναυδοι. Δεν ξέρουν αν πρέπει να θυμώσουν ή να βάλουν τα γέλια. Ο οδηγός κρεμιέται από την μπροστινή πόρτα, με το ένα πόδι στο σκαλοπάτι, κι η πόρτα ανοιχτή πίσω του. Όλοι φοράνε την πράσινη φόρμα του δήμου.
Είναι καλοκαίρι. Είναι βραδάκι. Τα δέντρα είναι αλλιώτικα εδώ. Σ’ ένα κρυμμένο σοκάκι, σ’ ένα μικρό θέρετρο κάπου στη Μεσόγειο, δυο γυναίκες τρώνε σ’ ένα εστιατόριο. Τα τραπέζια είναι ξύλινα και ροζιασμένα. Το δικό τους γέρνει κάθε φορά που κάποια απ’ τις δυο χρησιμοποιεί το μαχαίρι στο πιάτο της. Το έδαφος είναι επικλινές: η μια γυναίκα βρίσκεται πολύ ψηλότερα απ’ την άλλη, κι ας απέχουν μόλις ένα μέτρο.
Και οι δυο έχουν κοκκινίσει έπειτα από τέσσερεις μέρες σε τόσο δυνατό ήλιο. Εκείνη που βρίσκεται ψηλότερα συνεχίζει να μιλά με θαυμασμό για το ότι οι ντομάτες έχουν τόσο διαφορετική γεύση εδώ. Όλα έχουν διαφορετική γεύση εδώ. Τη γεύση του ήλιου. Εκείνη στα χαμηλά αναρωτιέται τι θα τρώει όταν βαρεθεί τη χωριάτικη σαλάτα, αφού δεν της αρέσει τίποτα άλλο στον κατάλογο. Μα σ’ ένα τόσο μικρό μέρος δεν υπάρχουνε πολλές καλές επιλογές – άσε που μετά βίας βρήκανε κι εδώ τραπέζι απόψε…
Όπως και τις προηγούμενες βραδιές, στο δρόμο πηγαινοέρχονται τσιγγανάκια. Απόψε όμως ο θλιμμένος ήχος των ακορντεόν που έχουν για να ζητιανεύουν πνίγεται μες τη φασαρία των Αμερικάνων. Οι Αμερικάνοι είναι στρατιώτες, εκτός υπηρεσίας. Κάποιοι δείχνουν πονηροί και κάποιοι ντροπαλοί. Κάποιοι ευγενικοί και κάποιοι όλο μούτρα – και μοιάζουν σαν να ‘χουν μόλις τελειώσει το σχολείο. Τόσο νέοι και άβγαλτοι που καταντά σχεδόν εγκληματικό. Απ’ τις κουβέντες τους, οι δυο γυναίκες συμπεραίνουν ότι τους έφεραν εδώ για διακοπές μ’ ένα σκοπό: να συνηθίσουν τον ήλιο και τη ζέστη πριν τους στείλουν στον Περσικό Κόλπο. Έτσι τους είπε κι ο σερβιτόρος όταν τον ρώτησαν πώς κι έχει τόσο κόσμο σήμερα το μαγαζί.
Τρία πλοία με χιλιάδες στρατιώτες καταφθάνουν στο λιμάνι. Κι έτσι τα γύρω μαγαζιά βγάζουν πρωί πρωί απ’ τα κουτιά τους τις μεγάλες αρβύλες, και τις αφήνουν στα τραπέζια, κι όλος ο κόσμος μαθαίνει τότε τι συμβαίνει. Το μαθαίνει αμέσως. Κι έπειτα από δυο-τρεις μέρες, οι στρατιώτες φεύγουν, και οι αρβύλες ξαναμπαίνουν στα κουτιά, μέχρι το επόμενο πλοίο.
Ο σερβιτόρος σηκώνει τους ώμους. Οι δυο γυναίκες κουνάνε μ’ ενδιαφέρον το κεφάλι. Όταν εκείνος φεύγει, κάνουν γκριμάτσες για να δείξει η μια στην άλλη ότι δεν κατάλαβε γρυ απ’ όσα τους είπε.
Ένα μικρό κοριτσάκι στέκεται τώρα δίπλα στο τραπέζι τους. Πλησιάζει τα τραπέζια μαζί μ’ ένα αγόρι γύρω στα δέκα, που παίζει τον ίδιο ιταλικό σκοπό ξανά και ξανά στο μικρό του ακορντεόν. Έχει το ύφος επαγγελματία και απλώνει το χέρι με βλέμμα αδιάφορο όταν τελειώνει το ρεφρέν. Το κοριτσάκι που στριμώχνεται στο τραπέζι των δύο γυναικών είναι πολύ μελαχρινό, πολύ όμορφο, και πολύ μικρό – δεν θα ‘ναι πάνω από πέντε ή έξι χρονών. Τους λέει κάτι που δεν καταλαβαίνουν. Η γυναίκα στα χαμηλά γνέφει με το κεφάλι «όχι» και κάνει μια χειρονομία να διώξει το παιδί. Η γυναίκα στα ψηλά παίρνει το λεξικό τσέπης απ’ το τραπέζι. Το φυλλομετρά. «Γεια σου», λέει παράλληλα στη γλώσσα του παιδιού. Το κοριτσάκι χαμογελά. «Γκιβ μι μάνεϊ», λέει χαμογελώντας. Μιλάει Αγγλικά διστακτικά. Μιλάει σαγηνευτικά, με σιγανή φωνή. Η γυναίκα βρίσκει τη σελίδα που έψαχνε. «Πώς σε λένε;», ρωτάει στη γλώσσα του παιδιού. «Μάαανεϊ», ξαναλέει το κοριτσάκι. Κάθεται στα γόνατα της γυναίκας και βάζει το χεράκι του στο μπράτσο της. Είναι κατάμαυρο απ’ τον ήλιο. «Πόσων χρόνων είσαι;» ξαναρωτά εκείνη στη γλώσσα του. Θέλω να μου πει την ηλικία της, εξηγεί στη φίλη της.
Όταν έρθει ο λογαριασμός, η γυναίκα στα ψηλά θα διαπιστώσει ότι η δεσμίδα με τα χρήματά της, χωμένη βαθιά στην τσέπη της, δεν βρίσκεται πλέον εκεί. Ούτε και σε καμιά άλλη τσέπη.
Και τότε θα θυμηθούν το κοριτσάκι ν’ απομακρύνεται, φωνάζοντας το αγόρι με το ακορντεόν, και τα δυο παιδιά να εξαφανίζονται ανάμεσα σ’ εκατοντάδες στρατιώτες εκτός υπηρεσίας.
Ήταν μια εξαιρετική κλοπή, εκτελεσμένη με τέτοια μαεστρία που δεν έγινε αντιληπτή ούτε στο ελάχιστο. Σ’ όλο το δρόμο προς το ξενοδοχείο, η γυναίκα στα χαμηλά, εκείνη που δεν την έκλεψαν και που αναγκάστηκε να πληρώσει το λογαριασμό, έχει θυμώσει με τον εαυτό της – με το πώς έγινε μάρτυρας μιας τόσο εξαιρετικής κλοπής και παρ’ όλα αυτά δεν αντελήφθη το παραμικρό. Θα τα βάλει με τον εαυτό της επειδή δεν είδε τίποτα. Θα νιώσει, στο δρόμο για το ξενοδοχείο, την απόλυτη αδικία στη δική της ζωή για μια ακόμη φορά, καθώς η γυναίκα στα ψηλά, που περπατά δίπλα της, τσακώνεται στο κινητό της, η ώρα δέκα, με την ασφαλιστική της εταιρεία (που παραμένει ανοιχτή όλο το εικοσιτετράωρο).
Καμιά τους δεν θα προσέξει ότι τα μπαράκια και οι παμπ που προσπερνούν καθώς περπατούν στο τουριστικό αυτό λιμάνι μοιάζουν σουρεαλιστικά, με τεράστια ποτήρια μπύρας παντού, ποτήρια ένα μέτρο ψηλά… Σε όλους τους πάγκους, σε όλα τα τραπέζια έξω, μπυροπότηρα σε σχήμα αρβύλας, με διαφανή λουριά και αγκράφες, και διαφανή κορδόνια σκαλισμένα στο γυαλί.
Είναι χειμώνας. Τα δέντρα δίχως φύλλα. Μια γυναίκα κι ένας άνδρας έχουν πάει να δουν μια παράσταση στο θέατρο. Εκείνος είχε πάρει τα εισιτήρια εδώ και μήνες – απ’ το καλοκαίρι. Της αρέσουν εκείνης κάτι τέτοια. Δεν θα ‘ναι όμως ζευγάρι για πολύ ακόμα. Ο άνδρας το νιώθει, γιατί έχει προσέξει πώς η γυναίκα τον περιφρονεί σιγά σιγά. Το πρόσεξε το βράδυ του Σαββάτου, όταν έκοβε τα κολοκυθάκια σε λωρίδες για το κινέζικο: το είδε να περνά απ’ το πρόσωπό της. Νιώθει ότι το τέλος της αγάπης τους πρέπει να ‘χει σχέση με τον τρόπο που εκείνος κόβει τα λαχανικά. Δεν ξέρει πού αλλού να ρίξει το φταίξιμο. Τον κάνει να αισθάνεται άβολα μέσα στην ίδια του την κουζίνα, και απόψε που έφαγαν έξω, σ’ ένα εστιατόριο κοντά στο θέατρο, δεν μπορούσε ν’ αγγίξει τίποτα πράσινο στο πιάτο του.
Στη σκηνή μια γυναίκα μεταμφιέστηκε και πάει να βρει τον εραστή της σ’ ένα δάσος. Τον έχει εξορίσει ο πατέρας της, ο βασιλιάς. Το δάσος όλο και πυκνώνει. Η πλοκή γίνεται όλο και πιο τρελή. Η γυναίκα παίρνει κάτι που το περνά για φάρμακο και πέφτει σ’ έναν ύπνο τόσο βαθύ που μοιάζει με θάνατο. Οι καινούριοι της φίλοι στο δάσος της σκάβουν ένα τάφο, πιστεύοντας ότι είναι πεθαμένη. Λένε κι ένα τραγούδι. Το τραγούδι μιλά για το θάνατο: λέει ότι εκεί δεν υπάρχει φόβος. Ακούγοντας το τραγούδι αυτό, ο άνδρας στην πλατεία αρχίζει να κλαίει. Δεν μπορεί να κρατηθεί. Το τραγούδι είναι πολύ συγκινητικό. Εκείνη του πιάνει το χέρι. Το κρατά μες τα δικά της. Ο άνδρας σταματά να κλαίει.
Δεν τολμά ν’ ανοίξει τα μάτια, επειδή φοβάται πως, αν το κάνει, εκείνη θ’ αφήσει το χέρι του. Παντού γύρω του, στο σκοτάδι των σφαλισμένων του ματιών και στα φώτα της σκηνής που αναβοσβήνουν, στο φως που τον τυφλώνει ξαφνικά όπως θα τον τύφλωνε αν είχε ανοιχτά τα μάτια, αν τα βλέφαρα δεν χρησίμευαν σε τίποτα, ένα απρόσμενο χειροκρότημα. Διάλειμμα. Το πρώτο μέρος τέλειωσε.
Είναι καλοκαίρι. Οι μέρες μεγάλες και φωτεινές. Αυτή τη στιγμή, για λίγο ακόμα,  κυριαρχεί το σύντομο, καλοκαιρινό σκοτάδι ακριβώς πριν το ξημέρωμα. Μια νεαρή γυναίκα ξυπνά δίπλα στον καινούριο της εραστή και βλέπει μια μορφή να κάθεται στα σκοτεινά, στην άκρη του κρεβατιού. Είναι μια ηλικιωμένη που κουνά τα χέρια της. Πλέκει. Η νεαρή γυναίκα σκουντάει απαλά τον εραστή της. Δεν τολμά να πει τίποτα δυνατά για να μην τρομάξει την άλλη. Εκείνος όμως κοιμάται βαθιά. Την επομένη, καθώς τρώνε πρωινό, του περιγράφει τη μορφή της ηλικιωμένης. Μοιάζει με τη μητέρα μου, λέει εκείνος. Η μητέρα του, καθώς φαίνεται, έχει πεθάνει προ δεκαετίας. Μήπως τραγουδούσε; ρωτά ο εραστής. Ναι, απαντά η νεαρή γυναίκα, τραγουδούσε, όντως. Τι τραγουδούσε; ξαναρωτά ο εραστής. Δεν ξέρω, απαντά εκείνη, αλλά είχε ένα ρυθμό που πήγαινε κάπως έτσι: και του τραγουδά ένα σκοπό, αυτοσχεδιάζοντας. Προσπαθεί να τον κάνει ν’ ακουστεί αληθινός. Έχει κάτι από τα ψαροχώρια της Ιρλανδίας, κι από ένα τραγούδι που της έπαιζε η δική της η μητέρα όταν ήταν μικρή.
-    Όχι, δεν νομίζω ότι το ξέρω, λέει εκείνος. Τραγούδησέ το ξανά.
Κι η νεαρή γυναίκα τραγουδά και πάλι ένα κομμάτι, αλλά δεν είναι το ίδιο με το πρώτο γιατί δεν μπορεί να θυμηθεί τι του τραγούδησε πριν. Τον βλέπει που συνοφρυώνεται. Αυτοσχεδιάζει ξανά. Προσπαθεί να το κάνει σαν το σκοπό που πιστεύει ότι θα τραγουδούσε και η μητέρα του εραστή της.
-    Όχι, σίγουρα δεν είναι η μητέρα μου, λέει εκείνος. Ακουμπά το φλιτζάνι του στο πιατάκι με ύφος τελεσίδικο.
Η νεαρή γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα έληξε. Απογοητεύεται. Θα ‘θελε πράγματι τώρα η μορφή στην άκρη του κρεβατιού να ήταν η νεκρή μητέρα του εραστή της.
-    Κι αν ήταν όντως η μητέρα σου, και τραγουδούσε απλώς ένα σκοπό που δεν γνωρίζεις; τον ρωτά. Σίγουρα ήξερε και τραγούδια που δεν γνωρίζεις εσύ, ξαναλέει.
Είναι καλοκαίρι, αλλά κάνει κρύο – αισθητό κρύο. Απόψε σχεδόν σου παγώνει τα κόκαλα. Σ’ ένα εστιατόριο, ένας άνδρας διηγείται στο φίλο του το θάνατο κάποιου στρατιώτη. Ο στρατιώτης που σκοτώθηκε ήτανε δέκα χρόνια νεώτερος. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά και ο ένας ήταν αγοράκι μικρό όσο ο άλλος ήταν έφηβος. Σκοτώθηκε σε τροχαίο – έτσι έγραφε η εφημερίδα. Στη σελίδα πέντε υπάρχει ένα άρθρο για το θάνατο του στρατιώτη, αλλά δεν αναφέρει ονόματα γιατί η οικογένεια ζήτησε εχεμύθεια. Στη γειτονιά βέβαια όλοι γνωρίζουν για ποιους γράφουν οι εφημερίδες. «Έπεσε μαχόμενος ηρωικά», έτσι γράφει. «Μαχόμενος ηρωικά;» λέει ο άνδρας. Τριγύρω του κόσμος που μιλά και γελά. «Τον είχα βοηθήσει να φτιάξει ένα καροτσάκι», λέει ο άνδρας. «Του κάρφωσα ένα παλιό τιμόνι και του έδεσα και σύρμα στις ρόδες για να μπορεί να κινείται. Ήμουν δεκαεπτά τότε. Αργότερα, όταν εκείνος μεγάλωσε, αγνοούσε ο ένας τον άλλο. Αν συναντιόμασταν στο δρόμο, θέλω να πω.» Ο φίλος του άνδρα κουνά το κεφάλι. Δεν ξέρει τι να πει. Είναι τόσο παράξενο… λέει τελικά. Είναι τόσο... Είναι…
Είναι άνοιξη. Είναι Απρίλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Το πρώτο γλυκό βράδυ της άνοιξης. Ένας άνδρας έχει ανέβει στην ταράτσα του. Κρατάει ένα λάστιχο, ανοίγει το νερό, και στοχεύει μια μικρή, μαυρόασπρη γάτα. Μόλις της έρχεται το νερό, η γάτα κάνει ένα σάλτο και τρέχει λίγα μέτρα. Κι έπειτα σταματά, γυρνά το κεφάλι και κοιτάζει τον άνδρα.
-    Φύγε λοιπόν! φωνάζει εκείνος.
Χειρονομεί στον αέρα. Η γάτα μένει ακίνητη. Ο άνδρας ξαναπιάνει το λάστιχο. Την ξαναβρέχει. Η γάτα ξαναπηδά έκπληκτη, απομακρύνεται λίγο, κι έπειτα σταματά και ξαναγυρνά και κοιτάζει τον άνδρα με τα ορθάνοιχτα, χαζά, γατίσια της μάτια.
-    Αααα! λέει μια φωνή. Είναι μια μάλλον δυνατή φωνή.
Ο άνδρας κοιτάζει γύρω του – τις ταράτσες και τους κήπους των γειτονικών σπιτιών, αλλά δεν βλέπει κανένα.
-    Φύγε λοιπόν! ξαναφωνάζει στη γάτα. Χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
Αφού κυνήγησε τη γάτα μέχρι την πίσω πλευρά με το νερό, ο άνδρας κατεβαίνει απ’ την ταράτσα και μαζεύει το λάστιχο. Βγαίνει μετά στο παράθυρο να ελέγξει την παροχή. Και τότε βλέπει ένα μικρό αγόρι – ίσως να είναι και κορίτσι – να κατεβαίνει από μια μουριά στις πίσω αυλές των σπιτιών.
Το αγόρι – ή το κορίτσι – έχει κάτι που μοιάζει με βιβλίο, ή με χάρτινο πακέτο, κάτω απ’ τη μασχάλη. Μπισκότα, μήπως; Ο άνδρας το παρακολουθεί καθώς προσπαθεί να βρει έναν ασφαλή τρόπο να κατέβει από τόσο ψηλά, μετακινώντας το πακέτο από το ένα χέρι στο άλλο, με προσοχή από κλαδί σε κλαδί μέχρι που φτάνει κοντά στη στέγη της αποθήκης στο παρακάτω σπίτι. Κι έπειτα το αγόρι – ή το κορίτσι – γλιστρά κάτω κι εξαφανίζεται.
Τη νύχτα ο άνδρας δεν μπορεί να κοιμηθεί. Στριφογυρνά στο κρεβάτι. Ανακάθεται.
Ένα παιδί πιστεύει ότι είμαι σκληρός, λέει από μέσα του. Το επόμενο πρωί φτάνει σχεδόν καθυστερημένος στη δουλειά, όχι μόνο επειδή άργησε να ξυπνήσει, αλλά γιατί βγήκε έξω και ανέβηκε στην ταράτσα για μερικά λεπτά, πριν φύγει απ’ το σπίτι – πιο αργά απ’ ότι συνήθως. Το βράδυ επιστρέφει με ταξί, αλλά μολονότι θα φτάσει μισή ώρα νωρίτερα για ν’ ανέβει στην ταράτσα, θα διαπιστώσει ότι βρέχει, και ότι κάνει κρύο, αισθητό – πολύ περισσότερο από χθες.
Μ’ αυτό τον καιρό, δεν υπάρχει περίπτωση να σκαρφαλώσει το παιδί στο δέντρο. Ο κορμός θα γλιστράει. Πολύ. Δεν έχει νόημα ν’ ανέβεις στο δέντρο μέσα στη βροχή.
Τα φύλλα έχουν ξαναβγεί σχεδόν στα δέντρα. Σε λίγο θα ‘ναι καλοκαίρι. Οι άκρες των κλαδιών στο φόντο του γκρίζου ουρανού μοιάζουν μπουμπουκιασμένες, ή φωτισμένες – σαν να τις έβαψαν με κάποια ζωηρή μπογιά.
Μάλλον δεν θ’ ανοίξει ο καιρός. Μάλλον δεν θα συμβεί τίποτα απόψε. Ο άνδρας αποφασίζει να παραμείνει ακόμα λίγο στην ταράτσα. Έτσι, για κάθε ενδεχόμενο.

Το τρίτο πρόσωπο είναι δυο μάτια επιπλέον. Το τρίτο πρόσωπο είναι προαίσθημα Θεού. Το τρίτο πρόσωπο είναι ένας τρόπος για να πεις μια ιστορία. Το τρίτο πρόσωπο είναι ανάσταση νεκρών. Είναι το θέατρο των ζωντανών. Είναι η μινιατούρα ενός κλέφτη αθώου. Είναι οι χιλιάδες γυάλινες αρβύλες. Είναι ένα απόλυτο μυστήριο.
Είναι το όπλο που έχει σχήμα εργαλείου.
Έρχεται απ’ το πουθενά. Απλώς έρχεται. Είναι ένα όργανο για την αστείρευτη μουσική που υπάρχει ανάμεσά μας, και περιμένει ν’ ακουστεί.