Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Τρία ποιήματα - Γιάννης Κουβαράς

Mεσούσης της κρίσης

Η ψυχή μας τομάρι καρφωμένο στην τάβλα
                          Πρόδρομος Μάρκογλου


Ευτυχισμένοι οι παλιότεροι, πιστοί, ολιγαρκείς, δίκαιοι το κατά δύναμιν.
περίμεναν μετά θάνατον τη μέρα της κρίσεως. Τώρα μας ήρθαν όχι μέρα αλλά χρόνια κρίσης, για εφτά χρόνια μας λένε οι ειδήμονες, όσες και οι πληγές του Φαραώ. Και οψόμεθα.
Αλλά παρηγορήθηκα λ.χ. διαβάζοντας χθες βράδυ τον επιτάφιο του Μανόλη Πρατικάκη για ένα μουλάρι που ψυχορραγούσε, του παράστεκαν με δακρυσμένα μάτια όλο το χωριό, ανήμποροι να βοηθήσουν με τη βεντούζα - τηγάνι στην τυμπανισμένη κοιλιά του. Συνειρμικά θυμήθηκα κι εκείνο το επίμονο μουλάρι, το απόμαχο εργασίας, που «παρετρόχαζε» δίπλα στα άλλα από συνήθεια (ή μήπως αλληλεγγύη;) στα εν ενεργεία που κουβάλαγαν μάρμαρα με τα κάρα από Πεντέλη για τον Παρθενώνα. Οι αρχαίοι λόγω της πρόωρης γήρανσης από τη σκληρή δουλειά τούς έδιναν ενωρίς τιμητική σύνταξη.
Απόμαχος της τάξης κι εγώ τώρα πλευρίζω και παρατροχίζω, όπου πετύχω συνάδελφο εν ενεργεία, να μάθω άπληστα νέα του παλιού μου σχολείου, αν κόψω το λώρο πως θα επιζήσω; Παρατροχίζω κι ελπίζω.

Αντίστιξη του σήμερα

Του Κώστα Βούλγαρη
που τα νοιάζεται


Τα άλογα που τα ξεθεώνουν πρόωρα στον ιππόδρομο με τα αναβολικά, είτε τα πουλάνε, αν είναι κάπως τυχερά, σε εξευτελιστικές τιμές σε γύφτους, -εξευτελίζοντας για δεύτερη φορά τα υπερήφανα καθαρόαιμα- για τις πανηγυριώτικες ιπποδρομίες, σε χωριά και πόλεις και πόσες φορές δεν έσκασαν μπροστά στα μάτια του φιλοθεάμονος πλήθους του αδάκρυτου. Έσκασαν γιατί, ξεσυνηθισμένα πια, έσπασε το απόστημα του παλιού ντόπινγκ.
Τα υπόλοιπα, τα διαβάζουμε στις εφημερίδες, τα κάνουν κεφτεδάκια οι δια(σ)τροφικές εταιρίες για τα Θυέστεια δείπνα μας, ευδαίμονες κατά τ’ άλλα όλοι μας.

Επί-λόγος Ι

 
Η λέξη είναι πλέξη
Γιάννης  Πατίλης


Έξη και πλέξη και ου μπλέξεις
Κι αν μπλέξεις
Ταξίδι δίχως  γυρισμό
Πλέκεις στον αργαλειό το δίχτυ
Που ολοένα σ’ εγκλωβίζει ολόκληρο
Ψάρι που σπαρταράει η ψυχή
Χωρίς να μπορεί να βγει
Κι επιζεί στο ενυδρείο της
Αν  κι όσο της ρίχνει κανένα ψίχουλο
Ευσπλαχνίας ο αναγνώστης

Ι

Μαυρίζουμε τη σελίδα
Να λιγοστέψει το ψύχος του άσπρου
Μικρά επιτύμβια χαράσσουμε
Και περιμένουμε
Τις πιο πολλές φορές σπάνια, αν όχι καθόλου
Να περάσει
Να  γυρίσει σελίδα ο αναγνώστης
Να ζεσταθούμε από το φευγαλέο
χάδι της αφής του

Ενθάδε κείμεθα
Και περιμένουμε χρόνια στη σκοπιά
τη θέρμη του οδοιπόρου αναγνώστη
Όπως ο φύλακας στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου
Την παρήγορη φωτιά της φρυκτωρίας

Και οι ποιητές;
Γαυγίζουν το ανείπωτο
Τις σκιές το αόρατο
Πετροβολούν τη σιωπή

Όπως τα σκυλιά αλυχτάνε
Το ραγισμένο φεγγάρι

Πριν από  μεγάλο σεισμό

ΙΙΙ

Βάγια κριτικοί κι’ αναγνώστες
Μου έλειψε η δύναμη
Να πνίξω τα πιο αδύνατα παιδιά μου
Που είναι και τα περισσότερα

ζητώ την κατανόησή σας

(Αλλά και σε δυο τρεις φίλους που τα ΄δωσα επί τούτου, στο Στέλιο, στο Χρήστο, στη Μαριάνα, στο Σωτήρη, μου τα επέστρεψαν πίσω άπρακτοι, όπως οι στρατιώτες του Μόμιου στην καταστροφή της Κορίνθου: η μάνα για ικεσία βάζει ασπίδα της το παιδί, το δίνει από το μαστό της στον πρώτο στρατιώτη, διστάζει αυτός, αφοπλίστηκε από το μειδίαμα του μωρού και το δίνει στον επόμενο να το σκοτώσει, επαναλαμβάνεται το ίδιο και με τον επόμενο κι ο τελευταίος στρατιώτης το ξαναδίνει στη μάνα του.)

Ο Γιάννης Κουβαράς έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Οδός ανθρώπου (ιδ. έκδοση 1983), Δωρητής σώματος (Πλέθρον 1988), Μέσα θάλασσα (Σοκόλη 1999) και Του έρωτα... και του έρωτα (Γαβριηλίδης 2005). Ακόμη, έχει εκδώσει δυο τόμους με κριτικές και δοκίμια του από τις εκδόσεις Σοκόλη, και δυο μελέτες, η μια για την ποίηση του Τ. Λειβαδίτη (εκδόσεις Καστανιώτη) και η άλλη για την ποίηση των Α. Εμπειρίκου, Θ. Γκόρπα και Κ. Καρυωτάκη (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Έχει συμμετάσχει σε πολλές ανθολογίες ποίησης. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.