Top menu

Τα πάντα ρή-τος: Η έσχατη βόλτα [Επιφυλλίδα]

του Τάσου Ρήτου

Ο επιστάτης κ. Φούϊτ
(Σκίτσο : Μαρία Καζαντζίδου)

Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. . .
Τα χαμόγελό σου δώσε μου!
Τα χέρια σου δώσε μου!
Στην θάλασσα να φτάσουμε, να δούμε το φεγγάρι!

Οι μνήμες στον αέρα τρέχουν με τσίτα τα γκάζια!!
(αφιέρωμα στον Κώστα Παπαχρόνη)

«Είναι καλύτερο να μην κάνεις τίποτα, παρά να κάνεις ένα τίποτα»
(Όσκαρ Ουάιλντ)

Δελτίο Τύπου

rhtos5-2.jpgΆλλος ένας νέος νεκρός στην άσφαλτο στο κέντρο της Αθήνας. Ο νέος αυτός ήταν ο γνωστός ηθοποιός Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, μόλις 31 ετών. Ο νέος ηθοποιός, στις 4 τα ξημερώματα Τρίτης 2 Δεκεμβρίου, οδηγούσε κανονικά τη μοτοσικλέτα του επί του λεωφορειόδρομου της οδού Αμαλίας με κατεύθυνση προς Συγγρού, όταν ένα αυτοκίνητο που κινούνταν επί της Αμαλίας έστριψε αριστερά για την οδό Ξενοφώντος, τον χτύπησε με αποτέλεσμα να ανατραπεί η μηχανή. Ο νέος ενώ φορούσε το κράνος του, χτύπησε στον αυχένα με αποτέλεσμα να χάσει την ζωή του.

Μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου που οδηγήθηκε στον εισαγγελέα για ανθρωποκτονία από αμέλεια καθώς κατηγορείται ότι ευθύνεται για το θάνατο του 31χρονου ηθοποιού Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, αφέθηκε ελεύθερος.

Βιογραφικό

Ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Παπαχρόνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Τελείωσε την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου το 2000.
Έχει συμμετάσχει στις εξής παραστάσεις:

- Π. Μάρμπερ: Ο Δον Ζουάν στο Σόχο, σκηνοθεσία: Κ. Μαρκουλάκης, Θέατρο Χώρα, 2007-2008.

- Φ. Ντοστογιέφσκι: Δαίμονες και Δαιμονισμένοι, σκηνοθεσία.: Μάγια Λυμπεροπούλου, Φεστιβάλ Αθηνών, 2007.

- Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: Οθέλλος, σκηνοθεσία.: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2006.

- Βασίλης Κατσικονούρης: Το γάλα, σκηνοθεσία.: Νίκος Μαστοράκης, Εθνικό Θέατρο, 2006 & 2007.

- Τζον Κάμερον Μίτσελ: Hedwig and the angry inch, σκηνοθεσία.: Εβελίνα Παπούλια, Club 22, 2006

- Γκαίτε: Clavigo, σκηνοθεσία.: Γιάννης Χουβαρδάς, Θέατρο Αμόρε, 2005.

- Λούκας Μπέρφους: Τέσσερις Εικόνες Αγάπης, σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος, Θέατρο Αμόρε, 2004-2005.

- Πατρίτσια Χάισμιθ: Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ, Διασκευή: Φίλις Νέιτζι, σκηνοθεσία.: Βασίλης Μυριανθόπουλος, Θέατρο Επί Κολωνώ, 2003-2004.

- Σαμ Σέπαρντ: Το δόντι του εγκλήματος, σκηνοθεσία.: Μαριτίνα Πάσσαρη, Κ.Θ.Β. Ε. 2002-2003.

- Ευριπίδης: Ηρακλής, σκηνοθεσία.: Αντρέι Σερμπάν, Κ.Θ.Β.Ε., 2002.

- Χειμωνιάτικο ταξίδι, Σύλληψη – σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος: Κ.Θ.Β.Ε., 2002-2003

- Αλεξάντρ Μπρεφφόρ – Μαργκερίτ Μονό: Γλυκιά μου Ίρμα, σκηνοθεσία.: Πέρης Μιχαηλίδης, Κ.Θ.Β. Ε. 2001-2002.

Έλαβε μέρος στην κινηματογραφική ταινία «Ο καλύτερος μου φίλος» σε σκηνοθεσία Γ. Λάνθιμου (2001) και σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές «Πάλι από την αρχή» (2006), «Mωβ-Ροζ» (2005), «Έτσι ξαφνικά» ( 2004), «Σχεδόν ποτέ» (2003), «Βαθύ κόκκινο» (2001).

Τιμήθηκε με Α’ βραβείο ανδρικής ερμηνείας από το περιοδικό «Αθηνόραμα» για την παράσταση «Το γάλα» που παρουσιάστηκε από το Εθνικό Θέατρο.

Η τελευταία του εμφάνιση στο θέατρο ήταν στην παράσταση του έργου «Το ξύπνημα της άνοιξης» του Φρανκ Βέντεκιντ σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη στο Εθνικό Θέατρο.

Γράμμα στο Κωνσταντίνο Παπαχρόνη από τους συνεργάτες του - φίλους του, της τελευταίας του κινηματογραφικής δουλειάς «Σκλάβοι στα Δεσμά τους».

«Φίλε μας Κωνσταντίνε Παπαχρόνη, πάντα μας αιφνιδίαζες με τη λάμψη σου, την παρουσία σου και την ερμηνεία σου. Αυτή την φορά όμως, αιφνιδίασες οδυνηρά... Ένας νέος άνθρωπος μόλις 31 ετών, πολύπλευρος και μεγάλος καλλιτέχνης της γενιάς του, ο συμπρωταγωνιστής των «Σκλάβων στα Δεσμά τους», ήταν πέρα από όλα ένας υπέροχος φίλος, ερμηνευτής, συνεργάτης, ένας ακόμα από την ομάδα μας που, όλοι μαζί με μια ψυχή, παλέψαμε για το όνειρο της ταινίας μας. Έφυγες άδικα, Κωνσταντίνε, σε συνοδεύει όμως η αγάπη μας στο ταξίδι σου και θα σ΄ έχουμε ανάμεσα μας για πάντα, μέσα από την ταινία και όλα τα όμορφα που περάσαμε μαζί».

Επίσης ο Κώστας Παπαχρόνης έπαιζε κιθάρα στο συγκρότημα Rockin Bones μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Άγριος  Μάκης - Νίκος Καλόγηρος

rhtos5-3.jpgΠερίεργος τύπος. Απ’ αυτούς που κάτι μέσα στο βλέμμα τους προδίδει πως έχουν δει πολλά πράματα, πως έχουν καβατζώσει μέσα στα χρόνια μεγάλα χάρτινα κιβώτια γεμάτα μ’ εμπειρίες και τα στοιβάξανε προσεκτικά στη ντουλάπα να μη φαγωθούν απ’ το σκόρο.
Εντάξει, τώρα πια έχει ησυχάσει άλλα όποτε αράζαμε η παρεούλα στο μοναδικό μπαράκι του χωριού (δήθεν κωμόπολη) εμφανιζόταν εκείνη η καταπληκτικά μεταφυσική στιγμή όπου για κάποιο δυσερμήνευτο λόγο
–ακόμα με ταλαιπωρεί όταν το συλλογιέμαι- έπεφτε σαν από κατηφόρα μέσα από τα ηχεία το “hoochie coochie man” του Muddy Waters ακριβώς όταν ο Μάκης έπινε την πρώτη γουλιά από το τζιν λεμόνι του. «Τζιν λεμόνι! Το ξέρατε πως αυτό είναι το ποτό των αλκοολικών αφού μένει την περισσότερη ώρα στη φλέβα;» Μόνιμα εμείς ν’ απαντάμε «Για λέγε, για λέγε…» και τότε ν’ αρχίζει να ξεδιπλώνεται στα αυτιά μιας ανυπόμονης πιτσιρικαρίας ένα ολόκληρο κουβάρι νυχτών, νύχτες που μύριζαν περιπέτειες, αξιοπρέπεια, εξέγερση, ναρκωτικά και γυναικεία κολόνια.
Ακόμα, βέβαια, δεν έχω ξεχωρίσει αλήθειες και ψέματα. Όπως για κείνο το περιστατικό που δυο παιδιά μαχαιρώθηκαν για τα μάτια της Κατερίνας. Μα μας έλεγε υποχθόνια πως το μοναδικό συνεκτικό στοιχείο που έδενε όλα αυτά τα άγρια χρόνια ήταν το τζιν λεμόνι. Αυτό έπινε, αυτό πίνει. Αυτό επικαθορίζει την ενότητα του εαυτού του, μαζί μ’ εκείνα τα φλιτζάνια που είχαν στο εξωτερικό τους τυπωμένες φωτογραφίες- πορτρέτα του. Πέντε φλιτζάνια στη σειρά, στο τρίτο ράφι της βιβλιοθήκης του που τα έφτιαχνε κάθε πέντε καλοκαίρια στη Νικήτη της Χαλκιδικής. Συνήθεια που του κρατούσε εχέγγυα και για τη συνέχεια του εαυτού του.
Παρά την ενότητα και τη συνέχεια, ωστόσο ο Μάκης παρέμενε τσακισμένο καΐκι από χίλιες μεριές. Οι λεπτομέρειες  μένουν αιώνια στα ομαδικά κενοτάφια των συντροφιών για αυτό να ειπώνονται μόνο τα χαρακτηριστικά. Πολλές και νωρίς οι φυγές από το σπίτι –ένα καθ όλα αξιοπρεπές, πλήρες και χωρίς προβλήματα σπίτι που σπάει το κλισέ-, η παρατημένη Νομική, τα μεθυσμένα ξημερώματα του ομαδικού έρωτα που ‘χαν ακόμα εκχυλίσματα χαρμολύπης ν’ αφήσουν, η ραδιοπειρατεία οι ταραχές κι οι δράσεις του Νοέμβρη  που ακολούθησαν τη νύχτα της δολοφονίας του Καλτεζά από χέρι μπάτσου, όλους τους φίλους του απ’ τον ανθό της ελληνικής νεολαίας (θεέ μου τι αισθητική!), τα βράδια των ναρκωτικών και τα κενά μνήμης. «Κενά μνήμης, παίδες, το σημαντικότερο! Αν την επομένη δεν σου έχουν κληροδοτήσει οι ουσίες κενά μνήμης, σήκω και φύγε, είσαι φλώρος. Μα θα ναι χόρτο, μα θα ναι αλκοόλ, μα θα ναι και τα δυο μαζί σε συνδυασμό και με χημεία ,δεν ξέρω. Αλλά σίγουρα αν δε σου μαρμελαδιάσει για λίγο το μυαλό έτσι που να χάσεις εντελώς την τριβή που κάνουν οι πατούσες με το χώμα, δεν κάνεις τίποτα!»
Δεν ξέρω αν τέτοια λόγια έλεγε στις κοπέλες κι εκείνες «έλιωναν», αλλά σίγουρα ήταν γόης. Και βασικά, εμείς, για τούτο τον θαυμάζαμε. Δεν ήταν πολύ όμορφος –ίσα ίσα τα χρόνια του είχαν αφήσει τα σημάδια τους- κι ούτε πολύ ευγενικός αλλά είχε κάτι άλλο. Ήταν εκείνο το εκθαμβωτικό άστρο του αλήτη που έλκει τόσο τις γυναίκες όπως καμιά τσέπη κανενός φιόγκου δε θα μπορούσε ποτέ να καταφέρει. Κάτι από ξεχασμένο Γαρδέλη, κάτι από αμετανόητο κομπιναδόρο με μόνιμο τσιγάρο στο στόμα βγαλμένο από τον πιο γλυκό αρχισυμμορίτη Νικολαίδη –που και μείς προσκυνήσαμε χάρη στο Μάκη. Ένας παράξενος τίτλος λάμψης και παρακμής σαν ζωγραφισμένο από μαρκαδόρο τζάκετ με μεγάλα γράμματα στην πλάτη «Γενιά του χάους» που αντανακλούσε υπέροχα το φλογοβόλο κοκτέιλ όλης εκείνης της μπερδεμένης δεκαετίας του ’80, μια εποχή που είχε απόλυτα κερδίσει το θρόνο στο συλλογικό φαντασιακό της παρέας.
Το Μάκη έχω να τον δω χρόνια κι ούτε ξέρω τι απέγινε. Πολύ καιρό έχω να δω και την παρέα μου που αράζαμε για να ακούσουμε τις ιστορίες. Χαθήκαμε απότομα. Μα κάθε γαμημένη φορά που το άτιμο το τζιν λεμόνι χαρακώνει γαργαλιστικά τη γλώσσα μου θυμάμαι εμφατικά πως πρέπει να ζήσω. Ν’ αφήσω πίσω μου νύχτες γεμάτες, δικές μου νύχτες και να τις διηγηθώ κάποτε κι εγώ σε κάποιους πιτσιρικάδες που θα με κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό. Να γίνω μύστης και κοινωνός από το άγιο δισκοπότηρο που μεταφέρει από γενιά σε γενιά τη μαγιά της παρέας και της συντροφικότητας.

Ο Νίκος Καλόγηρος είναι γεννημένος το 1989. Κατάγεται από τα Τρίκαλα και σπουδάζει Αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη.