Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Στεφάν Μαλλαρμέ: Ο καταραμένος γελωτοποιός & άλλα ποιήματα

dimitriadou29.jpg
Μεταφράζει η Ανδρονίκη ΔημητριάδουΟ Στεφάν Μαλλαρμέ (Stéphane Mallarmé) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1842. H ζωή του πέρασε με  σχετική στέρηση, κόπους και εξάντληση της υγείας του σώματος, μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του στα 1898.
Όλη η ποιητική προσπάθεια του Μαλλαρμέ αναζητεί την καθαρότητα,  που εξαφανίζει τον ποιητή και αφήνει το προβάδισμα στις λέξεις που γίνονται μέσο αναγωγής του κόσμου: λέξεις που γίνονται αυτόνομες ολοκληρωμένες μονάδες με πολλαπλές σημασίες, μουσικότητα στη σύνθεσή τους και των οποίων η σύνταξη ακολουθεί τρόπους καινοφανείς. Η αληθινή ζωή για εκείνον βρίσκεται στην περιπέτεια του πνεύματος και της τελείωσης της γραφής, στην ποίηση που τη θεωρεί τη μόνη άξια απασχόληση για τον άνθρωπο. Η ποιητική εμπειρία του Μαλλαρμέ, που οδήγησε σε όλα τα νεωτερικά κινήματα του 20ου αιώνα είναι μοναδική.
Στην ποιητική του τέχνη τον σημάδεψαν ο Μπωντλαίρ και ο Πόε, τον οποίο και μετέφρασε (Το Κοράκι, Ποιήματα). Αλλά από το 1864, ο Μαλλαρμέ ξεπερνάει το πρότυπό του τον Μπωντλαίρ και, συνθέτοντας την «Ηρωδιάδα», λυρικό δράμα που δημοσιεύτηκε ανολοκλήρωτο (1869), έχει συνείδηση ότι ανακαλύπτει μια καινούργια γλώσσα και μια καινούργια ποιητική "που δεν ζωγραφίζει το πράγμα, αλλά την εντύπωση που γεννά".
Άλλα του έργα: «Το απόγευμα ενός Φαύνου», «Prose des Esseintes», «Ποιήματα» (Poésies), «Σελίδες» (Pages), «Ποιήματα και Πεζά» (Vers et Prose), «Περιπλανήσεις» (Divagations).


Ανησυχία

Δεν έρχομαι να κατακτήσω απόψε το σώμα σου, θηρίο
Όπου ενός λαού οι αμαρτίες φτάνουν, ούτε να σκάψω
Καταιγίδα θλιβερή στα βρώμικα μαλλιά σου
Με του φιλιού μου την ανίατη πλήξη:

Ύπνο στο λίκνο σου βαρύ και δίχως όνειρα γυρεύω
Κάτω από πέπλα τριγυρνώ που δεν τα αγγίζουν τύψεις,
Ενώ εσύ από απάτες σκοτεινές μετά απολαμβάνεις,
Εσύ που ανύπαρκτη καλύτερα απ΄ τους νεκρούς γνωρίζεις.

Γιατί η Κακία, την έμφυτη ευγένεια ροκανίζει
Και όπως εσένα με στειρότητα με έχει σημαδέψει,
Μα ενώ στο πέτρινό σου στήθος κατοικεί

Καρδιά που αμαρτία καμιά δεν το πληγώνει,
Φεύγω ηττημένος και χλωμός, σάβανο με στοιχειώνει,
Φοβάμαι μην αφανιστώ, αφού κοιμάμαι μόνος.


Θλίψη του καλοκαιριού

Ήλιος, πάνω στην άμμο, κοιμωμένη ατίθαση,
Στων μαλλιών το χρυσάφι χαύνο λουτρό,
Σε παγωμένο μάγουλο θυμίαμα ανάβει
Κι ανακατεύει δάκρυα με φίλτρο ερωτικό.

Άφθαρτης ανακωχής λάμψη λευκή
Φιλιά μου ντροπαλά, θλιμμένα είπες,
"Ποτέ δεν θα γίνουμε μια μούμια απλά
Απ’ την αρχαία έρημο κάτω και τους ξένοιαστους φοίνικες! "

Αλλά η κόμη ποτάμι ζεστό,
Την ψυχή που μας στοιχειώνει ατρόμητα πνίγει
Και βρίσκει για σένα Ανυπαρξία ανείδωτη.

Απ’ τα δακρυσμένα σου βλέφαρα τη σκιά θα γευτώ,
Για να μάθω αν θα δώσει στην καρδιά που τραυμάτισες
τη σκληρότητα του ουρανού και των βράχων.


Ο καταραμένος γελωτοποιός

Μάτια, λίμνες από τη μέθη απλά να ξαναγεννηθώ
Μα όχι ηθοποιός που με την κίνηση θύμιζα
Σαν πούπουλο των λυχναριών την πρόστυχη αιθάλη,
Τρύπησα στου τοίχου τον καμβά ένα παράθυρο.

Πόδια και χέρια ξεκάθαρα κολυμβητή προδότη,
Με άλματα πολλαπλά, ξορκίζοντας το κακό
Άμλετ! σαν να έσκαβα μέσα στο κύμα
Τάφους χιλιάδες εκεί για να χαθώ αγνός.

Χρυσό κύμβαλο ιλαρό με γροθιές  θυμωμένες,
Ξαφνικά ο ήλιος τη γύμνια χτυπά
Αγνή εξαϋλωμένη από τη μαργαριταρένια μου λάμψη,

Σάπια νύχτα του δέρματος όταν πατούσες επάνω μου,
Δεν ήξερες, αχάριστη! ήταν όλη μου η στέψη,
Η μάσκα αυτή που βυθίστηκε στα σκοτεινά του παγετώνα νερά.


Το κάστρο της ελπίδας

Χλωμή κυματίζει η κώμη σου
Μέσα από του κορμιού τα αρώματα
Παιχνιδιάρικη σημαία λευκή
Που το μετάξι της ξανθαίνει στον ήλιο.

Κουρασμένη από τη μάχη των θρήνων
Η ανάσα ενός τυμπάνου το νερό παγιδεύει,
Το παρελθόν της αρνείται η καρδιά μου
Και την πλεξούδα σου λύνει σε κύματα,

Επιτίθεται, ιππεύει - ή κυλά μεθυσμένη
Μέσα από αιμάτινα έλη, για να
Φυτέψει σημαία ολόχρυση
Στο σκοτεινό αυτό χάλκινο κάστρο

- Όπου, από αδιαφορία δακρύζει,
Την πλάτη η Ελπίδα γυρίζει και χαϊδεύει
Χωρίς κανένα αστέρι χλωμό να προβάλει
Τη σκοτεινή σαν κατάμαυρη γάτα Νυχτιά.

Αναστεναγμός

Στο μέτωπό σου η καρδιά μου όπου ονειρεύεται, γαλήνια αδελφή,
Ένα φθινόπωρο σπαρμένο φακίδες,
Και στα ουράνια όπου το αγγελικό σου βλέμμα πλανιέται
Υψώνεται, όπως σε κήπο περίλυπο,
Πιστή, ένα λευκό σιντριβάνι νερού προς το Γαλάζιο ανασαίνει!
- Προς το τρυφερό Γαλάζιο του χλωμού και καθάριου Οκτώβρη
Που αντανακλά στις μεγάλες δεξαμενές την άπειρη χαύνωση
Και αφήνει, στο πεθαμένο νερό όπου η πυρόξανθη αγωνία
Των φύλλων πλανιέται στον άνεμο και ένα κρύο αυλάκι σκαλίζει,
Να σέρνεται  ο κίτρινος ήλιος από μια ακτίνα ατέλειωτη.