Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

Μάχιμα χείλη της Καλλιόπης Εξάρχου

bakonikaexarhou.jpg
Μάχιμα χείλη, ποίηση, Καλλιόπη Εξάρχου, εκδόσεις Σοκόλη 2014

 

Η λέξη Λόγος που κυρίως σημαίνει λογική, απολλώνια διαύγεια, συχνά εμφανίζεται στα ποιήματα της καινούργιας  συλλογής της Καλλιόπης Εξάρχου με σκοπό να εξερευνήσει, να εκλογικεύσει, να εξηγήσει τους χώρους των επιθυμιών κι ενστίκτων της ποιήτριας. Αμέσως, από το πρώτο ποίημα δηλώνει τη γενναία κατάδυσή της στην επικράτεια του πιο μύχιου εαυτού της. Σύμφωνα με τη αφήγηση που μας δίνει, κατέρχεται σε μια άγρια κι αδούλωτη γη με πτυχώσεις και βάραθρα που «για να την εξημερώσεις/ χρειάζεται ανασκαφή/ να φτάσεις μέχρι τα σπλάχνα της», θα χρειαστεί να πετάξει πέτρες, να σπείρει στο χώμα κι όταν μετά την ανθοφορία έρθουν οι καρποί, με τρυφερότητα θα τους αγγίξει για να δρέψει μυστικά πολυπόθητα, που θα τις δώσουν το έναυσμα να διεισδύσει στο νόημά τους, για να φτιάξει λόγο, ποιητική τέχνη με βάση αυτόν τον υπόγειο, τον πυριφλεγή γεωλογικό πλούτο του υποσυνείδητου.
Η κατάδυση της ποιήτριας στο άδυτο και τα μυστικά του δεν είναι ένας απλός περίπατος. Αντιθέτως, η ποιήτρια αναδύεται μεταμορφωμένη, θέλει να εκφράσει, να προχωρήσει στις αλήθειες που την προσδιορίζουν, να τις αναζητήσει με πίστη και σεβασμό. Όμως αυτές οι αλήθειες είναι ανυπότακτες  και δεν ανέχονται ούτε στο ελάχιστο  τη συγκάλυψή τους μέσα σε συμβάσεις και καθωσπρεπισμούς. Το δηλώνουν απερίφραστα οι στίχοι: «Αν σου ζητήσουν/ τον λόγο/για του Λόγου το αληθές/τι θα απαντήσεις Ποιητή; […]Αν θέλεις/ να σε σέβομαι/άσε τα καθαρά κρύσταλλα για τις νοικοκυρές/[…]Εσύ ανήκεις στους θολωμένους/ που απαγκιάζουν εκστατικοί σε οινοχόα χείλη». Ανοικτά και με παρρησία η ποιήτρια θέλει να κόψει κάθε επαφή, σχέση και συνάφεια με ανθρώπους που είναι  περίκλειστοι, «αρματωμένοι», όπως τους χαρακτηρίζει,  σε συμβατικότητες, επίσης με τους υπερφίαλους, και με  όσους θέλουν να την εξορίσουν από τον κόσμο των επιθυμιών της.
Αυτή η ανενδοίαστη τόλμη  να θέλει να αποβάλει τη « στενή την περιβολή της », που την εμποδίζει να μιλήσει τη γλώσσα της παραφοράς και του ονείρου, επιτακτικά να επιστρατεύσει τα «μεγάλα φάρδητα» των αιρετικών που οδηγούν στην προσωπική ελευθερία, και να ψηλαφίσει τη ζωή με φιλιά, «βλέμματα εκρηκτικά», «στόματα αντιφρονούντα», δεν προκύπτει χωρίς λόγο και αιτία. Η ποιήτρια έχει το σθένος να μην  κρύβεται, άλλωστε τίποτα το περιχαρακωμένο και ερμητικά κλειστό δεν παρατηρούμε στους στίχους της. Λέγεται ότι όταν η ζωή κινδυνεύει, κερδίζει η ποίηση. Κι η ποίηση της Εξάρχου μας κερδίζει, γιατί με πλήρη ειλικρίνεια εξομολογείται την κρίση, τα αδιέξοδα, τις λυσσώδεις τρικυμίες  που εισβάλουν στη ζωή της. Έχει να αντιμετωπίσει το ρήγμα που αφήνει στην ψυχή της ο χρόνος που φεύγει και μαζί την πληγή της φθοράς, συνταρακτικά το εκφράζει κυρίως στα δύο ποιήματα με τους τίτλους «Σώματος ανάγνωσμα» το πρώτο, και «Ρυτίδες» το δεύτερο. Επιλέγω να σας διαβάσω τους στίχους: « Με τάραξες και σήμερα/σώμα φυλλοβόλο/θα αποφασίσεις επιτέλους τι είσαι;/Σοφό ή έφηβο; Τι διαλέγεις;/ Τη γεύση ή τη γνώση; Καλό το ψήλωμα του νου/ αλλά τι θα απαντήσεις στις προσδοκίες της όρεξης;/ Σιωπάς με λύπη που υφέρπει/ και σε συμπονώ/Κάποτε νόμιζες αθάνατο τον χρόνο/ κι έπαιζες με τις εποχές/ δεν σε ένοιαζε να χάνεις τα φύλλα σου/Τώρα που έμαθες/ κινδυνεύεις να μείνεις γυμνό/σαν τους χειμώνες».
Όμως πέρα από τη φθορά του χρόνου η ποιήτρια πρέπει να διαχειριστεί κάτι πολύ πιο επώδυνο. Ένας αμείλικτος κίνδυνος, μια δραματική απειλή ενσκήπτει, που ενδέχεται να οδηγήσει στην απώλεια του συντρόφου της. Θαυμάζουμε την ομορφιά που ξεδιπλώνουν οι στίχοι της Εξάρχου για την αγάπη που δένει τους δύο εραστές, μια αγάπη που δυναμώνει στο έπακρο ενόψει αυτής της απειλής. Ο έρωτας στην πιο ιδανική μορφή του γίνεται ευδαιμονικό άσμα, ολοκλήρωση ζωής, ύμνος εκστατικός. Έρωτας ατόφια σωματικός,  ρωμαλέα ηδονικός και συγχρόνως έρωτας της καρδιάς και της ψυχής, γι’ αυτό και τόσο ιδανικός.  «Τα μάχιμα χείλη», ο υπέροχος τίτλος της συλλογής, μπαίνουν στην εμπροσθοφυλακή, δίνουν με αφοσίωση  των υπέρ πάντων αγώνα για τη νίκη του έρωτα και της συνέχειάς του. Διαβάζουμε τους λαγγεμένους στίχους: «Για σένα γράφω/ για σένα γράφω/ σώμα με σώμα/. Προφητεύω τον πόθο/και γίνομαι κομμάτια».
Με κραυγή σαν ιαχή πολέμου η Εξάρχου θέλησε να φτάσει στα όριά της, να βυθίσει το μαχαίρι στο κόκκαλο επιθυμώντας να εισχωρήσει στην περιούσια ουσία της ύπαρξής της, να αυτοπροσδιοριστεί  μέσα από μνήμες του παρελθόντος, επίσης σε σχέση  με το σώμα και τη φθορά του, τον αισθησιασμό της, τον έντονο ερωτισμό και το μεγαλείο της αισθαντικής αγάπης για τον σύντροφό της. Προβαίνει σε μια θαρραλέα κι απροσχημάτιστη απογύμνωση σκέψεων, διαθέσεων, αισθημάτων, κι επειδή το περιεχόμενο συμβαδίζει πλήρως με την μορφή και την έκφραση, η γλώσσα της είναι λιτή,  διαυγής, εύστοχη, χωρίς ίχνος ναρκισσιστικής περιττολογίας. Η ποιήτρια απογυμνώνει κάθε προστατευτικό κέλυφος γυρεύοντας τον πυρήνα που συμπυκνώνει το νόημα που επιζητεί στη ζωή της, οι στίχοι στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με ενάργεια το αποκαλύπτουν: « Μόνο το ερωτοχτυπημένο σώμα μου/ ίσως αφήσει διαθήκη/προς αποκατάσταση της αλήθειας του[…]έζησε, ερωτεύτηκε/ και πέθανε/ θα πούνε/όταν δεν θα ’μαι εδώ/τίποτα λιγότερο/τίποτα περισσότερο».

Αλεξάνδρα Μπακονίκα