Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Χουάν Εντουάρντο Θουνίγκα, Η διδασκαλία

του Τάσου Ψάρρη

 

 Μετάφραση-Επίμετρo
Tάσος Ψάρρης
 
Το κρύο δυνάμωνε στους άδειους δρόμους, κολλούσε πάνω στα ρούχα και έστελνε στο πρόσωπο αιχμηρές ακίδες που έκαναν τα μάτια να δακρύζουν. Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα και το παιδί συνέχιζαν να προχωρούν κλείνοντας στο λαιμό τα παλτά τους, θέλοντας να εμποδίσουν έναν κακό αέρα να φτάσει εκεί όπου το δυνατό καρδιοχτύπι φανέρωνε κάποια αβεβαιότητα για τον εάν τελικά θα κατάφερναν να βρουν το σπίτι του καθηγητή που, όπως τους είχαν πει, βρισκόταν στην οδό Μπλάσκο Ιμπάνιεθ.

Μπροστά από ένα σπίτι που ξεχώριζε από τα υπόλοιπα της γειτονιάς επειδή ήταν πιο ψηλό αλλά κι επειδή είχε κάτι αφίσες στα μπαλκόνια, βρισκόταν μια μεγάλη ομάδα αντρών και γυναικών, έδειχναν πολύ νέοι, με πρόσωπα χαμογελαστά και σχεδόν καλυμμένα με σκούφους και κασκόλ, τα κορίτσια με μαντήλια στο κεφάλι, κι ανάμεσά τους όλο και κάποιος με στρατιωτικά ρούχα, κι όλοι κοίταζαν προς την είσοδο και συζητούσαν με δυνατές φωνές, και φώναξαν αμέσως ζήτω και ακολούθησαν χειροκροτήματα και ακούστηκε ένα «Ζήτω η Ρωσία» που επαναλήφθηκε εν χορώ και που η μητέρα και το παιδί το άκουσαν χωρίς να καταλαβαίνουν τι ήταν. Είχαν σταματήσει σε κοντινή απόσταση γιατί νόμιζαν ότι μοίραζαν φαγητό, μια έκτακτη ενίσχυση σαν από εκείνες που οργάνωνε συχνά η Ερυθρά Βοήθεια, αν τους περίσσευε κανένας σάκος με ρύζι ή φακές, γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι δεν μοίραζαν τίποτα, και το παιδί κοίταξε τη μητέρα του ρωτώντας την με τα μάτια κι εκείνη έκανε μια χειρονομία σε ένδειξη άγνοιας.

Διέσχισαν τρεις δρόμους και στο τέλος βρήκαν το σπίτι που όντως είχε κάπου πάνω στην πόρτα του την επιγραφή «Σχολείο», όχι όμως και τη λέξη «Δωρεάν». Είχαν πει στη μητέρα ότι έτσι είχαν τα πράγματα και, μπροστά στην αμφιβολία, δίστασε να χτυπήσει, διέτρεξε με τα μάτια τις χαλασμένες άκρες της πόρτας, υπολογίζοντας πόσα μπορεί να της ζητούσαν για τα μαθήματα, τελικά όμως πάτησε το κουδούνι και περίμενε, ώσπου άνοιξε ένας άντρας ψηλός, μεγάλης ηλικίας αλλά όχι γέρος, παρότι είχε άσπρα μαλλιά, ντυμένος με μια μεγάλη μπλε ποδιά.

Η μητέρα τον ρώτησε δειλά, χωρίς να πει ξεκάθαρα τι ήθελε, αλλά ο άντρας τούς ζήτησε να περάσουν μέσα, κι όταν μπήκαν έκλεισε την πόρτα. Άκουσε τη μητέρα και κοίταξε το παιδί, που από τη μεριά του τον κοίταζε προσηλωμένο και τρομοκρατημένο, κι έπειτα εκείνο έστρεψε το βλέμμα του προς την άδεια αίθουσα με τις σειρές από σκούρα και βρώμικα θρανία πάνω από τα οποία, στους τοίχους, υπήρχαν καρφωμένοι χάρτες κι ένας μεγάλος πίνακας με γράμματα, ενώ πάνω από την έδρα, όπου στηριζόταν με την πλάτη του ο καθηγητής, έβλεπε το πορτρέτο ενός άντρα με μαύρο μούσι.

Δεν θα πλήρωνε τίποτα, απλώς το παιδί θα έπρεπε να έρχεται στο μάθημα φορώντας μια ποδίτσα πάνω από το παλτό του, γιατί η αίθουσα ήταν πολύ κρύα κι όλα τους είχαν χιονίστρες στα χέρια, οι οποίες έβγαιναν ειδικά όταν έπιαναν το μολύβι για να γράψουν. Ακούγοντάς τον, εκείνη είπε ότι ήταν καλά ντυμένο κι ότι φορούσε ένα καινούργιο παλτό και βαμβακερές κάλτσες, που του είχαν κάνει δώρο, και τότε το παιδί κατέβασε τα μάτια προς τις κάλτσες και προς τα μαύρα και λιωμένα παπούτσια του και ξαναέστρεψε το κεφάλι προς τη μητέρα του, τη στιγμή που αυτή έλεγε ότι εκείνο ήξερε να διαβάζει και να γράφει, έπρεπε όμως να μάθει και να διδαχθεί ακόμα περισσότερα πράγματα.

Ο καθηγητής δίδασκε όλα τα βασικά μαθήματα και επίσης τους μάθαινε να φέρονται καλά ο ένας στον άλλον, να είναι φίλοι, να μη μαλώνουν, να βοηθάνε αν υπήρχε ανάγκη την οικογένειά τους, όσο μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί, να ξέρουν τι σημαίνει η δουλειά που τους περιμένει όταν μεγαλώσουν. Ακόμα, τους μάθαινε να μισούν εκείνον τον πόλεμο που τους έκανε να υποφέρουν, με όλες του τις συνέπειες.

Το άσχημο ήταν ότι ο πόλεμος είχε μπει μέσα στα σπίτια, το μέτωπο ήταν τόσο κοντά, τα αεροπλάνα άφηναν πίσω τους νεκρούς και κατεστραμμένα σπίτια, μέρα με τη μέρα το πράγμα χειροτέρευε, δεν υπήρχε καν φαγητό, στην καρδιά ενός τόσο παγερού Δεκέμβρη, δίχως προσάναμμα για να ανάψεις λίγη φωτιά: πώς να μην γεμίζουν λοιπόν τα δάχτυλα με χιονίστρες, η μητέρα επαναλάμβανε αυτό που άκουγε να λένε κάθε ώρα και στιγμή, κάνοντας χειρονομίες, όρθια μπροστά στον καθηγητή, που κουνούσε το κεφάλι συμφωνώντας, έχοντας το βλέμμα του στραμμένο προς ένα από τα παράθυρα απ’ όπου διακρίνονταν τα σπιτάκια της απέναντι πλευράς του δρόμου.

Το παιδί, εστιάζοντας σ’ ένα χάρτη, συλλάβισε τη λέξη «Ρωσία» και τότε τράβηξε τη μητέρα του από το μανίκι, κι όταν εκείνη γύρισε κατά τη μεριά του, της έδειξε στον τοίχο τον χάρτη και ψιθύρισε:
«Ρωσία».
Ο καθηγητής άκουσε αυτή τη λέξη και ύψωσε το κεφάλι του προς τα ποικίλα χρώματα που είχε εκείνο το μεγάλο σχέδιο: στη μέση ενός πράσινου λεκέ υπήρχαν πέντε γράμματα: ΡΩΣΙΑ. Ανασήκωσε τους ώμους και είπε, σχεδόν χωρίς να ακουστεί:
«Δεν μ’ ενδιαφέρει».
Η μητέρα, που είχε αντιληφθεί τι έδειχνε το παιδί, απάντησε σ’ εκείνη τη γκριμάτσα:
«Είναι γιατί εκεί έξω φώναζαν “Ζήτω η Ρωσία”» –ο καθηγητής ένευσε αρνητικά και μετά τη διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να φέρει το παιδί μόλις θα ήταν έτοιμη η ποδιά του, αλλά η μητέρα επανέλαβε−: «Εκεί έξω, παιδιά ήταν, αυτό φώναζαν, ναι, νεολαία, βλέπεις».
Ο καθηγητής σούφρωσε τα χείλη του και είπε:
«Δεν έχω καμιά σχέση μ’ αυτούς. Εδώ είναι ένα ελευθεριακό σχολείο».

Βγήκαν από το σχολείο και άνοιξαν το βήμα τους, αμίλητοι και οι δύο, ανήσυχοι θαρρείς, και η μητέρα είχε την εντύπωση ότι πολύ κοντά ακούγονταν οι σειρήνες του αντιαεροπορικού συναγερμού, αλλά με το πέρας μερικών λεπτών αυτό που άκουσε ήταν τον σάλαγο από πολλά αεροπλάνα που πλησίαζαν πετώντας σε πολύ χαμηλό ύψος, κι αμέσως μια τρομερή έκρηξη που τους συγκλόνισε, ακολουθούμενη από τη βροντή των βομβαρδισμών που έπεσαν σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο κάνοντας τον αέρα και το έδαφος να τρέμουν, που σε αποσβόλωναν και σε ξεκούφαιναν και που έκαναν τη μητέρα να βάλει μια τρεχάλα σέρνοντας σχεδόν το παιδί και να βρει προστασία κάτω από μια κλειστή πόρτα.

Από τα σπίτια έβγαιναν γυναίκες ουρλιάζοντας και, παρότι ακούγονταν φωνές που έλεγαν «Στο καταφύγιο!», κοντοστέκονταν κάποιες στιγμές κοιτάζοντας και δείχνοντας προς τον ουρανό, για να τρέξουν έπειτα και να χαθούν στον χαλασμό των κοντινών δρόμων.

Αγκάλιαζε το παιδί πιέζοντάς το πάνω στην ξύλινη πόρτα, προστατεύοντάς το με το σώμα της, λέγοντάς του λόγια παρηγοριάς για να μη φοβάται, και κοντά τους στριμώχτηκαν κι άλλες δύο γυναίκες, κλαίγοντας γοερά και βάζοντας τις φωνές μόλις άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες εκπυρσοκροτήσεις από τα αντιαεροπορικά που βρίσκονταν σε μια αλάνα στο Φράνκος Ροδρίγεθ.

Τα πάντα καλύφθηκαν από έναν αποπνικτικό καπνό, σαν μια πυκνή και τραχιά ομίχλη που τους έκανε να σκεπάσουν τις μύτες τους με τα μαντήλια, έπρεπε να βήχουν για μην πνιγούν, και περίμεναν έτσι, ώσπου κόπασε ο σαματάς και τότε η μητέρα και το παιδί έτρεξαν προς τη μεριά που φαινόταν να έχει λιγότερο καπνό, χωρίς όμως να ξέρουν τι να κάνουν, πήραν κάποιους δρόμους προς τα πίσω, οι τοίχοι κατέρρεαν μπροστά τους και τα κεραμίδια εκτοξεύονταν στη μέση της ασφάλτου. Τότε το παιδί άρχισε να κλαίει απελπισμένα, γαντζωμένο στη φούστα της μητέρας του, αρνούμενο να περπατήσει, κι εκείνη το έσφιγγε πάνω της, τα χέρια τρεμάμενα.

Μέσα από το σύννεφο σκόνης που είχε κοκκινίσει από το σπασμένα τούβλα, είδε ότι τα σπιτάκια στην Μπλάσκο Ιμπάνιεθ είχαν γκρεμιστεί κι ότι παρέμεναν όρθιοι μόνο κάποιοι τοίχοι με μεγάλες ρωγμές κι από πάνω τα ξύλα της οροφής, ενώ προς εκείνη την κατεύθυνση έτρεχαν διάφοροι άνθρωποι φωνάζοντας εκείνους που πιθανόν είχαν θαφτεί κάτω από τα χαλάσματα, και εμφανίστηκαν κι άλλες μορφές, αγνώριστες, άσπρες από τους σοβάδες, με πληγές στο κεφάλι και με το πρόσωπο γεμάτο αίματα.

Έδειχναν προς τον ουρανό και φώναζαν ότι ήταν γερμανικά αεροπλάνα, είκοσι τεράστια αεροπλάνα που πετούσαν πολύ χαμηλά. Ένας άντρας, στη μέση του δρόμου, κραύγαζε.
«Καθάρματα Γερμανοί!»

Οι δυο τους έκαναν μερικά βήματα σφιχταγκαλιασμένοι, πράγμα που τους έκανε να περπατούν σκουντουφλώντας, και οι δυο τους έβηχαν και έλεγαν κάτι χωρίς να ξέρουν τι ήταν αυτό, και κοντοστάθηκαν για να ρίξουν μια ματιά στα ερείπια πάνω από τα οποία αναδύονταν καινούργια σύννεφα σκόνης.

Έφταναν άντρες τρέχοντας και πήγαιναν από το ένα μέρος στο άλλο, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, αμέσως όμως άρχισαν να μετακινούν ξύλινα δοκάρια και μπάζα γιατί από κάτω διέκριναν ένα χέρι ή μισό σώμα, τα οποία έπρεπε να τραβήξουν για να τα βγάλουν, και ήταν τόσο μαλακά λες και δεν υπήρχε σάρκα ούτε κόκαλα κάτω από τα ρούχα. Χέρια και πόδια διπλώνονταν σαν να ήταν κομμένα και τα συνθλιμμένα πρόσωπα δεν ήταν πλέον ανθρώπινα. Δυο τρεις τούς μετέφεραν στη μια μεριά του δρόμου και τους έβαζαν τον έναν δίπλα στον άλλον∙ αν επρόκειτο για παιδί, το κουβαλούσε μόνο ένας στα χέρια και σήκωνε ψηλά το πρόσωπο για να μη δει σε τι είχε μετατραπεί: όλοι με τα ρούχα ξεσκισμένα, ξυπόλυτοι, γεμάτοι σκόνη.

Μες στη σαστιμάρα της, η μητέρα ήθελε να σκεπάσει το πρόσωπο του παιδιού, να του σκεπάσει τα μάτια για να μη τα δει όλα εκείνα, αλλά δεν το κούναγαν από κει, ήταν μαρμαρωμένοι, τους περιστοίχιζαν φωνές, εκκλήσεις, ονόματα που προφέρονταν και ξαναπροφέρονταν δυνατά.

Έφτασαν δυο αυτοκίνητα και έβαλαν μέσα όσους τραυματισμένους είχαν ακόμη ζωή, και τα κλάματα των γυναικών δυνάμωναν βλέποντάς τους να φεύγουν, άγνωστο για πού, κάποιες έπρεπε να τις συγκρατήσουν για να μην πλησιάσουν στα σημεία όπου απομακρύνονταν τα μπάζα, καθώς όλο και κάποιος πίνακας έπεφτε από έναν τοίχο ή γκρεμιζόταν μια σειρά κεραμίδια. Και οι άντρες της γειτονιάς, οι ηλικιωμένοι –οι νέοι είχαν επιστρατευτεί–, ξεδιάλεγαν μπάζα ξεφυσώντας, ανήμποροι μπροστά σε βουνά κατεστραμμένων υλικών κάτω από τα οποία υπήρχαν άνθρωποι.

«Πάμε, πάμε» –είπε στο τέλος η μητέρα τρέμοντας από το κρύο που δυνάμωνε ολοένα, και έσπρωξε το παιδί κάνοντάς το να προχωρήσει, κι αφού διέσχισαν κάποιους δρόμους, το κοίταξε και είδε ότι είχε σοβάδες στα μαλλιά και του τους έβγαλε μ’ ένα μαντήλι και μετά το φίλησε. Το παιδί πια δεν έκλαιγε, αλλά είχε τα μάτια πολύ ανοιχτά, τρομαγμένα. Πέρασαν μπροστά από το ψηλό σπίτι όπου πριν λίγο είχαν δει αρκετό κόσμο στην είσοδο: τώρα πια δεν υπήρχε κανείς, οι αφίσες εξακολουθούσαν να κρέμονται από τα μπαλκόνια, αλλά είχαν διαλυθεί από τις εκρήξεις.

Έσφιξε το χέρι του παιδιού που το κρατούσε συνεχώς και του είπε:
«Μη φοβάσαι, όλα τέλειωσαν, έπεσαν βόμβες αλλά δεν πάθαμε τίποτα, πάμε στο σπίτι».
Το ξανακοίταξε, της φάνηκε πολύ μικρό, χλωμό, με το καινούργιο του παλτουδάκι και με τα μαλλιά ανακατεμένα, και αναφώνησε:
«Αυτό είναι ο πόλεμος, παιδί μου, έτσι, για να μην το ξεχνάς».
 
Επίμετρο


Juan Eduardo Zúñiga
Largo noviembre de Madrid, La tierra será un paraíso & Capital de la gloria

 

Συγγραφέας ενός μικρού αριθμού έργων, από τα οποία ξεχωρίζει η τριλογία της Μαδρίτης του εμφυλίου πολέμου και της αντίστασης στον φασισμό, ο Juan Eduardo Zúñiga είναι από τους καλλιτέχνες τους οποίους κάθε κοινωνία που ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό και τη δημόσια ηθική θα ήθελε να έχει στις τάξεις της αποτελώντας σημείο αναφοράς. Θεωρούμενος συγγραφέας της γενιάς του ’36, ή του ’50, γενιά που αφήνει πίσω της τον εμφύλιο πόλεμο, ο Zúñiga μεγάλωσε στους κόλπους του ρεύματος που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «κοινωνικό ρεαλισμό», κατάφερε ωστόσο, κυρίως μέσω της απαράμιλλης αισθητικής του, της ικανότητάς του στον συμβολισμό και των σιωπών του, να δημιουργήσει μια λογοτεχνία ιδιαίτερη, μια λογοτεχνία που προτείνει έναν καινούργιο τρόπο παρατήρησης και θέασης των πραγμάτων. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς όπου η ποιότητα προδίδεται για τριάκοντα αργύρια και η προσωπική γραφή εγκαταλείπεται υπέρ μιας πεζογραφίας απλουστευτικής και παγκοσμιοποιημένης, ο Zúñiga, δουλεύοντας αθόρυβα, παράγει μια τέχνη που αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις αντιφάσεις, τις παραδοχές και τις αντιθέσεις της ζωής και διερευνά τα πιο ευαίσθητα θέματα της ανθρώπινης φύσης, θέματα εκ πρώτης όψεως ελάσσονα και αμελητέα.


Το έργο του Zúñiga αποτελεί μια δεξιοτεχνική τοιχογραφία των ανθρώπινων καταστάσεων, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια ανεκτίμητη βοήθεια για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τα διδάγματα και τις εμπειρίες του για να φιλτράρει με τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα τα βασικά υπαρξιακά δεδομένα. Σχεδιάζει αληθοφανείς συναισθηματικές καταστάσεις και συνθέτει ανθρώπινες φωνές-εκφραστές συνειδήσεων που βιώνουν έναν μόνιμο σεισμό, τον οποίο μεταδίδουν στον αναγνώστη μετατρέποντάς τον σε καλό αγωγό σκέψης∙ ανθρώπινες φωνές τις οποίες ο αναγνώστης ενδύεται συμμετέχοντας μέσω των λέξεων, των φράσεων και των παραγράφων σε μια πορεία αργή, σε μια ανάγνωση συμπυκνωμένη, σε μια αφηγηματική ροή φορτισμένη. Ο Zúñiga μεταχειρίζεται τους χαρακτήρες του με διακριτικότητα και με σεβασμό στις ιδιαιτερότητές τους. Με τον ίδιο σεβασμό αντιμετωπίζει και τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος όπου ζουν, οι οποίες δημιουργούν μια ατμόσφαιρα υποβλητική, μυστηριακή, τεταμένη. Οι χαρακτήρες του, συχνά αιχμάλωτοι μιας υποδόριας βαρβαρότητας, οικοδομούν τα βιώματά τους μέσα από μια ομίχλη έρωτα ικανή να σκεπάσει τα πάντα, και με μια ελπίδα που δεν την αποχωρίζονται ποτέ. Αυτή η λογοτεχνική μεταχείριση τους κάνει να παρουσιάζονται μόνιμα παραδομένοι σε μια συγκινησιακή φόρτιση που φαντάζει αναγκαία.

Ο Zúñiga είναι ένας συγγραφέας από τον οποίο μαθαίνουμε διαρκώς. Κύρια επιδίωξή του είναι να φανερώσει την εκτίμηση που τρέφει για την εργατική τάξη, μια εκτίμηση που υποδηλώνει ένα είδος κοινωνικής συνείδησης διόλου στοχαστικής, κι έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται για την ηθογραφία και τον τοπικισμό αλλά για την πραγματική προέλευση των πραγμάτων, για τα αρχικά τους κίνητρα, που δρα οπλισμένος με μια γλωσσική δυναμική διόλου συνηθισμένη στη σύγχρονη λογοτεχνία. Αυτή η γλωσσική δυναμική στηρίζεται σε δομές που ανασυνθέτουν τόσο τον κλασικισμό όσο και την πρωτοπορία, διηθώντας μας στον ειρμό των πιο παραδοσιακών αλλά και των πιο νεωτεριστικών εκφραστικών μορφών. Επομένως, το έργο του Zúñiga είναι κάτι παραπάνω από τεχνική: είναι η ανακάλυψη του ηθικού-καλλιτεχνικού-λογοτεχνικού ανθρώπου, γι’ αυτό και πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.

Η λογοτεχνική και κοινωνική δράση του Zúñiga έμειναν για πολύ καιρό στο σκοτάδι. Τα τρία βιβλία του για τους κατοίκους της πολιορκημένης και βομβαρδισμένης Μαδρίτης, Largo Noviembre de Madrid, La tierra será un paraíso και Capital de la gloria, όπως και άλλα γραπτά του, δεν βγήκαν στο φως παρά μόνο μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας. (Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε για τα αιτία αυτής της καθυστέρησης, απάντησε λακωνικά: «Δεν ήταν η ώρα τους»). Αυτός είναι κι ο λόγος που τα κείμενά του δονούνται κάτω από ένα υπόστρωμα ιστορικών ψεμάτων που στοιχειώνουν τη ζωή των ανθρώπων, ψέματα εδραιωμένα σε χρονικό διάστημα πολλών ετών. Σκοπός αυτών των κειμένων, σκοπός επομένως του Zúñiga, «δεν είναι μόνο να κοιτάξω με μάτια τεντωμένα αυτό που βρίσκεται μπροστά, αλλά να διαβλέψω αυτό που προσπαθεί να κρυφτεί από εμάς», επισημαίνει σε μια συνέντευξή του στον Javier Goñi. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει ο αφηγητής στο διήγημα Νοέμβριος, η μητέρα, 1936: «Κανείς δεν νοιάζεται για τον ξένο πόνο κι ακόμα περισσότερο για την επίπονη εσωτερική διαδικασία της ωρίμανσης η οποία απαιτεί χρόνο για να γίνει κατανοητή, γι’ αυτό και κανένας οικείος δεν συνειδητοποιεί αυτή τη μετάβαση προς την κατανόηση των όσων μας περιβάλουν, προς την αλήθεια του κόσμου στον οποίο ζούμε, μια κατανόηση που ρίχνει φως στη συνείδηση, που φωτίζει και αποκαλύπτει μια θλιβερή αλυσίδα από συνήθειες, από αποδοχές ανόητων ή επικίνδυνων λογικών που προκάλεσαν δάκρυα και που, πολύ κοντά, στις παρυφές της μεσοαστικής σταθερότητας, έκανε οστεωμένα χέρια διαμαρτυρίας να σηκωθούν∙ ακόμα πιο δυσκολονόητο είναι το ότι κάποια μέρα αυτή η επίγνωση της κατανόησης κάνει ξαφνικά την εμφάνισή της και η λάμψη της αναστατώνει, και πλέον αφιερωνόμαστε στο να ψάχνουμε όλο και περισσότερο μέσα στις αναμνήσεις ή στα καταπιεσμένα μας αισθήματα για να ξαναβρούμε έναν άλλο άνθρωπο που έζησε μέσα μας αλλά έξω από τη συνείδησή μας…»
 
Βιογραφία
 
Juan Eduardo Zúñiga
 
Γεννήθηκε το 1927 στη Μαδρίτη, πόλη που κατέχει μόνιμη θέση στα βιβλία του και στην οποία έζησε καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, γεγονός που τον σημάδεψε βαθειά. Επιστρατεύτηκε στα τέλη του 1937, αλλά εξαιτίας της άσχημης φυσικής του κατάστασης, υπηρέτησε σε βοηθητικές μονάδες. Σπούδασε στη Μαδρίτη Καλές Τέχνες και Φιλοσοφία και ειδικεύτηκε στον ισπανικό 19ο αιώνα και τη σλαβική λογοτεχνία, κυρίως τη ρωσική και τη βουλγαρική.

Από τα έργα του ξεχωρίζει μια βιογραφία του Τουργκένιεφ με τίτλο Los imposibles afectos de Ivan Turgueniev (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο Τα αβέβαια πάθη του Ιβάν Τουργκένιεφ), διάφορα δοκίμια για ρώσους συγγραφείς και αμέτρητα κείμενα και μελέτες για τον βουλγαρικό πολιτισμό, ανάμεσα στα οποία το βιβλίο La historia de Bulgaria. Έχει μεταφράσει σημαντικούς μυθιστοριογράφους και ποιητές των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, καθώς και πορτογάλους πεζογράφους όπως ο Urbano Tavares Rodrigues και ο Mario Dionisio. Για τη ισπανική έκδοση του έργου του πορτογάλου συγγραφέα Antero de Quental τού απενεμήθη το 1987 το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης.

Το 1951 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Inútiles totales και λίγο αργότερα, το 1962, το μυθιστόρημα El coral y las aguas. Από το 1962 ως το 1967 αναγκάστηκε, για βιοποριστικούς λόγους, να εργαστεί ως κριτικός και μεταφραστής. Το 1967 έγραψε το δοκίμιο Los artículos sociales de Mariano José de Larra και το 1980 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων Largo noviembre de Madrid με θέμα τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μαδρίτη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Το βιβλίο αυτό, ένα από τα καλύτερα που γράφτηκαν ποτέ για τον ισπανικό αλληλοσπαραγμό, έγινε best seller και ανατυπώθηκε άλλες δύο φορές.

Το 1983 κέρδισε το βραβείο Premio Opera Optima που απονέμει η Ένωση Συγγραφέων και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το El anillo de Puskin, ένα είδος δοκιμιακού διηγήματος. Το 1986 εκδόθηκε το La tierra será un paraíso, βιβλίο με το ο οποίο τρία χρόνια αργότερα ήταν φιναλίστ για το Εθνικό Βραβείο Κριτικών και ένα χρόνο μετά για το Εθνικό Βραβείο Συγγραφής. Στις 21 Απριλίου 1992 δημοσίευσε το Misterios de las noches y los días, μια συλλογή σαράντα μικρών διηγημάτων με την οποία το 1993 ήταν φιναλίστ για το λογοτεχνικό βραβείο Elle και το Εθνικό Βραβείο των Ισπανικών Γραμμάτων.

Τον Απρίλιο του 1999 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Flores de plomo, ένα χρονικό βασισμένο σε ιστορικά στοιχεία γύρω από την αυτοκτονία του Mariano José de Larra σε ηλικία 28 ετών στη Μαδρίτη. Το 2003 ο συγγραφέας των Largo noviembre de Madrid και La tierra será un paraíso ολοκλήρωσε την τριλογία της Μαδρίτης και του εμφυλίου πολέμου με το έργο Capital de la gloria, έναν δεκάλογο διηγημάτων που εικονογραφούν τις τελευταίες ελεύθερες μέρες της ισπανικής πρωτεύουσας, με το οποίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Κριτικών και το Βραβείο Salambó.

Σημ. Το παραπάνω διήγημα είναι από το βιβλίο του "Capital de la Gloria" που τιμήθηκε με Εθνικό Βραβείο Κριτικών και το Βραβείο Salambo.