Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Dead End [Mέρος Α' - Πράξη Ι] (θεατρικό) - Ν.Γ. Λυκομήτρος

ΠΡΟΣΩΠΑ
TRISTAN TENEBREUX: καστανός, γύρω στα 30, Ελληνογάλλος, μποέμ ποιητής
ΣΤΕΛΛΑ: ξανθιά, γύρω στα 25, Μολδαβή, χορεύτρια σε στριπτιζάδικο
ΟΛΕΝΑ: ξανθιά, γύρω στα 25, Ουκρανή, χορεύτρια σε στριπτιζάδικο
ΜΗΤΕΡΑ: Ελληνίδα, μητέρα του Tristan
Κος ΝΙΚΟΣ: μελαχρινός, γύρω στα 40, Έλληνας, ιδιοκτήτης του στριπτιζάδικου
ΒΑΣΙΛΗΣ: μελαχρινός, γύρω στα 30, Έλληνας, γιάπης φίλος του Tristan
ΑΓΓΕΛΟΣ: καστανός, γύρω στα 25, Έλληνας, μπάρμαν στο στριπτιζάδικο
Κος ΚΑΣΣΑΝΔΡΙΝΟΣ: μελαχρινός, γύρω στα 45, Έλληνας, εκδότης
ΑΝΩΝΥΜΟΙ: θαμώνες στριπτιζάδικου
Το έργο εξελίσσεται σε τέσσερις χώρους: στο γραφείο του Tristan, στο στριπτιζάδικο, στο γραφείο του εκδότη και σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Για τις ανάγκες της παράστασης, θα μπορούσε να κατασκευαστεί μια περιστρεφόμενη σκηνή που θα  χωρίζεται σε τρία μέρη: το γραφείο του Tristan/γραφείο εκδότη, το στριπτιζάδικο και το δωμάτιο ξενοδοχείου.

ΠΡΑΞΗ I ― ΣΚΗΝΗ 1η


Το γραφείο του Tristan. Μια καρέκλα κι ένα τραπέζι με λιγοστά αντικείμενα. Στην αριστερή πλευρά του τραπεζιού υπάρχει ένα μαύρο τηλέφωνο. Βλέπουμε, ακόμη, δύο πολυθρόνες για τους επισκέπτες και μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία πίσω απ’ το τραπέζι. Στ’ αριστερά, βρίσκεται η πόρτα του γραφείου. Στα δεξιά υπάρχει ένας μαύρος καλόγερος, στον οποίο κρέμονται ένα μαύρο παλτό και μια μαύρη καμπαρντίνα. Κάτω απ’ το γραφείο υπάρχει ένα καλάθι αχρήστων. Ο Tristan φοράει ένα μαύρο πουκάμισο και μαύρο τζιν παντελόνι. Χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Tristan, που γράφει κάτι, αφήνει το στυλό του και σηκώνει το τηλέφωνο.

Tristan: Λέγετε.
Βασίλης (ακούγεται μόνο η φωνή του): Έλα ρε Tristan, ο Βασίλης είμαι.
Tristan: Ωωω, τι κάνεις Βασίλη; Χρόνια έχουμε να τα πούμε.
Βασίλης: Ε, βέβαια, αφού έφυγες κι έριξες μαύρη πέτρα.
Tristan: Αφού ξέρεις ότι το Παρίσι είναι δεύτερο σπίτι μου. Μόνο εκεί μπορώ να ηρεμήσω και να συγκεντρωθώ στο γράψιμό μου.
Βασίλης: Ακόμα μ’αυτά ασχολείσαι; Δεν έβαλες μυαλό;
Tristan: Ακούγεσαι σαν τη μάνα μου. Εσύ, ειδικά, δε θα ’πρεπε να τα λες αυτά, γιατί ξέρεις τι σημαίνει για μένα η ποίηση. Δε μου είπες, όμως, πώς έμαθες ότι γύρισα; Δεν έχω ούτε δυο μέρες στην Αθήνα.
Βασίλης: Όποιος ενδιαφέρεται, μαθαίνει. Εσύ μπορεί να μην πήρες ούτε ένα τηλέφωνο αυτά τα πέντε χρόνια αλλά εγώ έσπευσα να σου τηλεφωνήσω όταν έμαθα ότι γύρισες.
Tristan: Έχεις δίκιο, ρε Βασίλη, και σ’ ευχαριστώ αλλά ξέρεις πώς είναι τα πράγματα.
Βασίλης: Ξέρω, ξέρω. Καμιά Γαλλιδούλα πήδηξες τουλάχιστον;
Tristan: Ο γνωστός Βασίλης!
Βασίλης: Άσε, κατάλαβα. Πάντως, τώρα που γύρισες θ’ αλλάξουν όλα.
Tristan: Τι εννοείς;
Βασίλης: Θα σε ξεναγήσω στη νυχτερινή Αθήνα. Άλλωστε, ούτε ξέρεις τι παίζεται εδώ.     
Και φαντάζομαι ότι και στο Παρίσι δεν εκμεταλλεύτηκες καμία ευκαιρία. Λοιπόν, το βράδυ θα συναντηθούμε θες δε θες.
Tristan: Και πού λες να πάμε;
Βασίλης: Είναι έκπληξη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα περάσουμε καλά.
Tristan (χαμογελά): Εντάξει, λοιπόν, τα λέμε το βράδυ.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού. Σε κάθε τέτοια διακοπή ακούγεται το “Ordeal in Chapel” των Raison d’ Etre.

ΣΚΗΝΗ 2η

Το στριπτιζάδικο. Φώτα νέον και επιγραφές που αναβοσβήνουν. Στ’ αριστερά, κοντά στην πλατεία, είναι το μπαρ και στα δεξιά είναι τοποθετημένος ένας δερμάτινος καναπές που εφάπτεται στον τοίχο. Ανάμεσα στο μπαρ και στον καναπέ, υπάρχουν πέντε τραπεζάκια με δύο καρέκλες το καθένα. Στο βάθος της σκηνής και πίσω απ’ τα τραπέζια βρίσκεται μια υπερυψωμένη πίστα με τη γνωστή κάθετη μπάρα. Στη δεξιά πλευρά της σκηνής, πάνω στην πίστα, υπάρχει μια είσοδος-έξοδος με δύο κόκκινες κουρτίνες δεξιά και αριστερά για να μπαινοβγαίνουν τα κορίτσια. Στην αριστερή πλευρά της σκηνής, δίπλα στο μπαρ, υπάρχει μια ακόμη είσοδος. Σ’ ένα από τα τραπέζια κάθονται ο Βασίλης με τον Tristan. Ο Βασίλης φοράει ένα μαύρο κοστούμι με λευκό πουκάμισο και γραβάτα με το σύμβολο του δολαρίου. Ο Tristan φοράει μαύρο πουκάμισο, μαύρο τζιν παντελόνι και μαύρο παλτό. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα ποτήρι ουίσκι κι ένα ποτήρι βότκα. Ο Βασίλης είναι στραμμένος προς την πίστα ενώ ο Tristan κάθεται απέναντι από το Βασίλη και βλέπει την πίστα από τα πλάγια. Ακούγεται το “Erotica” της Madonna. Βγαίνει η Ολένα. Φοράει ένα μίνι κίτρινο φόρεμα με ροζ εσώρουχα και μαύρο στρινγκ. Χορεύει αισθησιακά, βγάζοντας ένα-ένα τα ρούχα της. Όσο χορεύει η Ολένα η μουσική είναι χαμηλά για να ακούγεται η συζήτηση Βασίλη-Tristan. Δύο-τρεις θαμώνες χειροκροτούν και επευφημούν την Ολένα.
Βασίλης: Πού σ’ έφερα, αγόρι μου! Στα καλύτερα.
Tristan (χαμογελώντας): Δουλεύεις ακόμα σ’ εκείνη την τράπεζα;
Βασίλης: Όχι, βέβαια! Τώρα είμαι ανώτερο στέλεχος σε πολυεθνική εταιρεία. Έχω τη γραφειάρα και τη μουνάρα τη γραμματέα μου. Άμα λάχει μου παίρνει και καμιά πίπα στα γρήγορα.
Tristan: Και η γυναίκα σου;
Βασίλης: Πού τη θυμήθηκες τώρα; Αυτή φροντίζει τα παιδιά κι εγώ φέρνω χρήμα στο σπίτι.
Tristan: Ο κλασικός νεοέλληνας. Τι ήθελες και άνοιξες σπίτι;
Βασίλης: Κοίτα πως ανοίγει τα πόδια του το μωρό (δείχνει την Ολένα) και άσε τις κοινωνιολογικές αναλύσεις. Εδώ ήρθαμε να διασκεδάσουμε. Κοίτα εκεί ν’ ανοίξει το μάτι σου! (Πίνει μια γουλιά απ’ το ουίσκι του.)
Tristan: Απορώ πως σε ανέχομαι. Έχε χάρη που είσαι παιδικός μου φίλος.
Βασίλης: Ναι, κάνε μας και παράπονα. Δε φτάνει που σ’ έφερα εδώ να δεις κανά βυζάκι που έχεις ξεχάσει πώς είναι!
Tristan (μετά από λίγο): Έρχεσαι συχνά εδώ;
Βασίλης: Όποτε έχω χρόνο, παίρνω τα φιλαράκια μου κι έρχομαι. Μας έχει φάει όλα τα λεφτά το Ανατολικό Μπλοκ.
Tristan: Καλά, πού τα ξοδεύεις τα λεφτά, αφού είναι φτηνή η είσοδος.
Βασίλης: Θα δεις. Κάνε λίγη υπομονή. (Κοιτώντας την Ολένα) Βγάλτα όλα, μανάρι μου! Αυτές είναι γυναίκες. Τους έκανε καλό η φτώχεια. Δε χρειάζονται ούτε γυμναστήρια, ούτε τίποτα.
Tristan: Τι άλλο θ’ ακούσω!
Βασίλης: Εσύ ονειρεύεσαι κομμούνες, κοινοκτημοσύνη και έρωτες με χειραφετημένες γυναίκες. Μια ζωή στον κόσμο σου.
Tristan: Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά.
Βασίλης: Είπες και κάτι σωστό. Αυτό μόνο θα σου πω και τελειώνω: αν δεν υπήρχε εκμετάλλευση, δε θα υπήρχαν στριπτιζάδικα και δε θα βλέπαμε τώρα αυτό το θεσπέσιο κωλαράκι.

Η Ολένα βγάζει το στρινγκ και χορεύει για λίγο γυμνή. Τελειώνει το show της και αποχωρεί εν μέσω χειροκροτημάτων μαζεύοντας τα ρούχα της από το πάτωμα. Ακούγεται το “Justify my Love” της Madonna και βγαίνει η Στέλλα. Φοράει ένα κόκκινο μίνι φόρεμα με ψηλά τακούνια. Από μέσα φοράει μαύρα εσώρουχα και ζαρτιέρες. Χορεύει αισθησιακά, βγάζοντας τα ρούχα της αργά-αργά.

Βασίλης: Αυτό είναι κομμάτι, ε;
Tristan (κοιτάει αμήχανα προς την πίστα): Είναι πολύ όμορφη κοπέλα.
Βασίλης: Τι πολύ όμορφη; Και γαμώ τις μουνάρες είναι. Αλλά εσύ έτσι και σου την έπεφτε θα της έπιανες συζήτηση για τον Μαγιακόφσκι.

Όσο μιλάει ο Βασίλης, ο Tristan πίνει πολλές φορές απ’ το ποτό του κοιτώντας τη Στέλλα.

Βασίλης: Τι έγινε Tristan; Σε ζάλισε το γκομενάκι;
Tristan: Η αλήθεια είναι πως μ’ έχει συνεπάρει. Ποιος ξέρει πόσα έχει περάσει για να ’ρθει μέχρι εδώ και πόσα τραβάει τώρα.
Βασίλης: Άρχισε πάλι ο πονόψυχος. Και τι θα ’κανε στην πατρίδα της; Θα πέθαινε της πείνας. Τουλάχιστον εδώ τρώει ένα κομμάτι ψωμί κι αν θες να ξέρεις, γουστάρει    τρελά που καυλώνει όλους τους άντρες
Tristan: Σε λίγο θα μας πεις ότι το όνειρό της ήταν να γίνει στριπτιζού.
Βασίλης: Γιατί; Λίγο της πέφτει;
Tristan: Είναι μάταιο να συζητάμε.
Βασίλης: Αυτό λέω κι εγώ. Πάρε μάτι το κορίτσι απ’ τα χιόνια και άσε τα λόγια.

Ο Tristan κοιτάζει τη Στέλλα που του χαμογελά.

Βασίλης: Όπα, σε γουστάρει η γκόμενα. Τόσοι άντρες εδώ μέσα εσένα βρήκε;
Tristan: Δε νομίζω ότι κοιτούσε εμένα.
Βασίλης: Πού να πάρεις χαμπάρι εσύ. Κάτσε, θα σε φτιάξω σε λίγο.

Η Στέλλα τελειώνει το show της και αποχωρεί. Μετά από 2-3 λεπτά ξαναβγαίνει από την αριστερή είσοδο που βρίσκεται δίπλα στο μπαρ. Φοράει ένα μαύρο σι-θρου μπλουζάκι χωρίς σουτιέν κι ένα δερμάτινο σορτσάκι. Κάθεται σ’ ένα από τα άδεια τραπέζια και καπνίζει. Ο Βασίλης της κάνει νόημα να έρθει στο τραπέζι τους. Η πίστα σκοτεινιάζει. Δεν ακούγεται μουσική. Φωτίζονται μόνο τα δύο τραπέζια και μετά ο καναπές όπου γίνεται το table dance.

Βασίλης: Καλώς την κούκλα! Θα κάνεις ένα table dance για το φίλο μου;
Tristan: Τι  λες τώρα; Αποκλείεται!
Στέλλα (κοιτώντας το Βασίλη): Είναι ντροπαλός φίλος σου;
Βασίλης: Ναι αλλά εσύ θα τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει.

Βάζει στο χέρι της τα λεφτά, τα οποία η Στέλλα αφήνει στον μπάρμαν και επιστρέφει. Στο μπαρ κάθεται και το αφεντικό, ο κ. Νίκος.

Στέλλα: Είμαστε έτοιμοι! Έλα, μην ντρέπεσαι. (Χαμογελά στον Tristan που την ακολουθεί βουβός μέχρι τον καναπέ, αφήνοντας το παλτό του στην καρέκλα.). Κάτσε και χαλάρωσε. Αναλαμβάνω εγώ.

Η Στέλλα βγάζει το σι-θρου και αφού γυρίσει πλάτη αφαιρεί το σορτσάκι και το στρινγκ. Ύστερα στρέφεται προς τον Tristan. Τον καβαλάει και αρχίζει να τρίβεται πάνω του ηδονικά.

Tristan: Πώς σε λένε;
Στέλλα: Στέλλα.
Tristan: Από πού είσαι, Στέλλα;
Στέλλα: Από τη Μολδαβία.

Στο σημείο αυτό η Στέλλα βάζει το κεφάλι του Tristan ανάμεσα στα στήθη της. Αυτός δεν αντιδρά. Τα χέρια του είναι πάνω στον καναπέ.

Στέλλα: Άγγιξέ με!

Ο Tristan την πιάνει από τη μέση. Η Στέλλα παίρνει τα χέρια του απ’ τη μέση της και τα βάζει πάνω στα στήθη της. Ο Tristan παίζει με τις ρώγες της και χουφτώνει κανονικά τα στήθη της. Η Στέλλα χαμογελά και συνεχίζει να τρίβεται πάνω στον Tristan που συντονίζεται στο ρυθμό της. Μετά από 1-2 λεπτά, τελειώνει ο πριβέ χορός και η Στέλλα ντύνεται.

Tristan: Σ’ ευχαριστώ.
Στέλλα: Πάμε γι’ άλλο ένα;
Tristan: Ίσως αργότερα. (Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα χαρτάκι και της το δίνει.) Είναι το τηλέφωνό μου.

Η Στέλλα χαμογελά και επιστρέφει στο τραπέζι της. Το ίδιο κάνει και ο Tristan.

Βασίλης: Έλα, σε περίμενα πώς και πώς. Πες μου, σου άρεσε;
Tristan: Δε μπορώ να πω όχι.
Βασίλης: Αυτό έλειπε. Πολύ πρώτη η γκόμενα, έτσι; Έφαγες καλά. Τι ήταν αυτό το χαρτάκι που της έδωσες;
Tristan: Δεν ήταν χαρτάκι. Ήταν μια κάρτα με το τηλέφωνό μου.
Βασίλης: Α, έτσι ε; Κατά τ’ άλλα μας έκανες τον άβγαλτο.
Tristan: Την είχα στην τσέπη μου για να τη δώσω σ’ έναν εκδότη. Έχουμε ραντεβού αύριο. Ίσως θελήσει να εκδώσει τα ποιήματά μου.
Βασίλης: Και από πότε κυκλοφορείς εσύ με κάρτες;
Tristan: Δεν ήθελα να φανώ απροετοίμαστος.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 3η


Το γραφείο του εκδότη. Ο κ. Κασσανδρινός κάθεται στο γραφείο και κάνει πως γράφει. Ο Tristan, τον οποίο δε βλέπουμε, χτυπά ευγενικά την πόρτα. Φοράει τα ίδια ρούχα όπως στο στριπτιζάδικο. Ο εκδότης φοράει λευκό πουκάμισο, μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι.

Κασσανδρινός: Περάστε.
Tristan: Καλή σας μέρα, κ. Κασσανδρινέ.
Κασσανδρινός: Καλημέρα σας, κ. Ténébreux. Χαίρομαι που επιτέλους συναντιόμαστε από κοντά. Ας μη χάνουμε χρόνο, όμως, κι ας περάσουμε στο θέμα μας.
Tristan: Συμφωνώ απόλυτα.
Κασσανδρινός: Για να είμαι ειλικρινής, όταν μου ταχυδρομήσατε τα ποιήματά σας από την Γαλλία, δεν ήξερα καν ποιος είστε.
Tristan: Λογικό. Δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα στην Ελλάδα.
Κασσανδρινός: Ωστόσο, μετά από μια μικρή έρευνα, διαπίστωσα ότι είστε αρκετά γνωστός στη Γαλλία και ότι έχετε δημοσιεύσει ποιήματά σας στα σημαντικότερα    λογοτεχνικά περιοδικά αυτής της χώρας.
Tristan: Tα ποιήματα στα οποία αναφέρεστε είναι μεταφράσεις ελληνικών ποιημάτων που έγραψα όσο βρισκόμουν στο Παρίσι. Επιθυμώ διακαώς, λοιπόν, να     δημοσιευθούν τα πρωτότυπα εδώ στην Ελλάδα από το δικό σας εκδοτικό οίκο.
Κασσανδρινός:  Αυτό μας τιμά ιδιαίτερα. Μετά από μια πρώτη ανάγνωση του έργου σας, νομίζω ότι υπάρχουν όλες οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε στην έκδοση. Ωστόσο, χρειάζεται λίγος χρόνος ακόμη για να πάρουμε την τελική μας απόφαση.
Tristan: Είμαι διατεθειμένος να περιμένω όσο χρειαστεί. Σκοπεύω, μάλιστα, να εγκατασταθώ μόνιμα εδώ κι έτσι θα είναι πιο εύκολη η επικοινωνία μας. Σας αφήνω και το τηλέφωνό μου για να είμαστε σ’ επαφή. (Βγάζει απ’ το παλτό του μια κάρτα και την αφήνει πάνω στο τραπέζι.)
Κασσανδρινός: Πολύ ωραία, λοιπόν. Μόλις λάβουμε την απόφασή μας θα σας ενημερώσω προσωπικά.
Tristan: Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας. Αντίο σας.
Κασσανδρινός: Αντίο, κ. Ténébreux.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 4η


Γραφείο Tristan. Ο Tristan τηλεφωνεί στη μητέρα του. Ακούμε μόνο τη φωνή της.

Tristan: Έλα μαμά, εγώ είμαι.
Μητέρα: Γεια σου, παιδί μου. Τι κάνεις;
Tristan: Καλά, μια χαρά. Σου ’χω νέα.
Μητέρα: Χαρούμενος ακούγεσαι. Για ν’ ακούσω τις λεπτομέρειες.
Tristan: Πριν από λίγο είχα ένα ραντεβού με τον Κασσανδρινό, τον εκδότη. Διάβασε τα ποιήματά μου και είναι πολύ πιθανό να τα εκδώσει.
Μητέρα: Καταλαβαίνω τον ενθουσιασμό σου, αγόρι μου, αλλά πρέπει να παραμείνεις προσγειωμένος. Κι άλλες φορές σου έδωσαν υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν     ποτέ.
Tristan: Μα γιατί πρέπει να είσαι τόσο αρνητική;
Μητέρα: Tristan, ξέρεις πόσο σέβομαι την τέχνη σου. Ωστόσο, θα προτιμούσα να είχες μια πιο ισορροπημένη ζωή. Το ξέρω ότι οι προσδοκίες μου μπορεί να σου     φαίνονται μικροαστικές αλλά δε θα έβλαπτε να είχες μια σύζυγο και μια σταθερή    δουλειά.
Tristan: Μαμά. Το ’χουμε συζητήσει χιλιάδες φορές. Προσπάθησε να δεχτείς αυτό που    είμαι. Έτσι κι αλλιώς, κι ο δικός σου γάμος δεν κράτησε πολύ.
Μητέρα: Με τον πατέρα σου είχαμε τις διαφορές μας και γι’ αυτό χωρίσαμε. Ίσως εσύ να  σταθείς πιο τυχερός. Θα ’πρεπε  τουλάχιστον να προσπαθήσεις. Καμιά γυναίκα δε    σε συγκινεί τελικά;
Tristan: Όταν βρω την κατάλληλη να είσαι σίγουρη ότι θα σε ειδοποιήσω. Προς το παρόν, περίμενε να δούμε τι θα γίνει με τα ποιήματά μου κι όλα τ’ άλλα θα τα τακτοποιήσω εν καιρώ.
Μητέρα (απογοητευμένη): Μακάρι ν’ αποφάσιζες με τη λογική κι όχι πάντα με το συναίσθημα. Ας ελπίσουμε πως κάποτε θα καταλάβεις ότι έχω δίκιο.
Tristan: Εντάξει, μαμά. Σε φιλώ. Αντίο.
Μητέρα: Αντίο, γιε μου.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούμε μόνο τη φωνή της Στέλλας.

Tristan: Ναι.
Στέλλα: Εγώ είμαι, Στέλλα.
Tristan: Στέλλα, χαίρομαι τόσο πολύ που μου τηλεφώνησες.
Στέλλα: Θέλω να συναντηθούμε.
Tristan: Πες μου πού και πότε.
Στέλλα: Σε δωμάτιο ξενοδοχείου που μένω. Δεν πρέπει να μας δει κανείς.
Tristan: Ό,τι πεις, Στέλλα. Δώσε μου τη διεύθυνση. (Ο Tristan γράφει σ’ ένα χαρτί.)
Στέλλα: Έλα σήμερα πριν τις 9, γιατί μετά πρέπει να πάω στο μαγαζί. Γεια σου.
Tristan: Γεια σου, Στέλλα.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 5η


Δωμάτιο ξενοδοχείου. Στ’ αριστερά είναι η πόρτα του δωματίου. Στα δεξιά υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο μονό κρεβάτι που είναι τοποθετημένο κάθετα στη σκηνή και κολλημένο στον τοίχο. Στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού βρίσκεται ένα μικρό κομοδίνο με δύο συρτάρια κι ένα λαμπατέρ. Χτυπά η πόρτα και μπαίνει ο Tristan φορώντας τα γνωστά ρούχα. Η Στέλλα φοράει λευκή πουκαμίσα και μαύρο δερμάτινο παντελόνι.

Tristan: Γεια σου, Στέλλα.
Στέλλα: Γεια σου και σένα. Κάτσε. (Κάθονται στο κρεβάτι.) Πες μου όνομά σου.
Tristan: Tristan.
Στέλλα: Είναι ελληνικό όνομα αυτό;
Tristan: Όχι. Ο πατέρας μου είναι Γάλλος και έτσι έχω γαλλικό όνομα και επίθετο.
Στέλλα: Και τι δουλειά κάνεις;
Tristan: Είμαι...Ζω από μια κληρονομιά που μου άφησε μια πλούσια θεία. Ήμουν ο αγαπημένος της ανιψιός.
Στέλλα: Δηλαδή, δεν δουλεύεις, έτσι;
Tristan: Ναι. Το μόνο που μ’  αρέσει να κάνω είναι να γράφω ποιήματα...
Στέλλα: Και τι θέλεις από μένα, Tristan;
Tριστάν: Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σε γνωρίσω, Στέλλα. Μίλησέ μου για σένα.
Στέλλα: Τι να πω; Ήρθα από Μολδαβία πριν δύο χρόνια. Στην αρχή δούλευα επαρχία, μετά ήρθα εδώ Αθήνα. Το αφεντικό, κ. Νίκος, είναι πολύ καλό. Με αφήνει να κρατάω τα μισά λεφτά από table dance και μου πληρώνει κι αυτό το δωμάτιο.
Tristan: Δεν έχεις οικογένεια, Στέλλα;
Στέλλα: Έχω πίσω Μολδαβία. Δεν ξέρουν τι δουλειά κάνω και δεν τους ενδιαφέρει. Τους    στέλνω λεφτά κάθε μήνα.
Tristan: Και πώς αντέχεις αυτή τη δουλειά;
Στέλλα: Όταν είμαι στην πίστα, δε σκέφτομαι τίποτα. Απλά κάνω το show μου, κάνω όσα table dance ζητήσουν πελάτες και γυρίζω σπίτι.
Tristan: Με τ’ άλλα κορίτσια κάνετε παρέα;
Στέλλα: Κάθε κοπέλα έχει προμπλέματά της. Έχω μια φίλη, Ολένα από Ουκρανία. Όταν μαζέψουμε αρκετά λεφτά θα γυρίσουμε σπίτι μας. Εσένα τι σε νοιάζουν όλα     αυτά;
Tristan: Στέλλα, όταν σε είδα να χορεύεις σ’ ερωτεύτηκα.
Στέλλα (γελώντας): Πλάκα μου κάνεις;
Tristan: Άφησέ με να τελειώσω. Έχω συναντήσει πολλές γυναίκες αλλά πουθενά δε βρήκα αυτό που έψαχνα μέχρι τώρα. Εσύ, όμως, Στέλλα είσαι κάτι άλλο. Κοντά σου ένιωσα περισσότερη ζεστασιά από ποτέ...
Στέλλα: Μάλλον είσαι μεθυσμένος!
Tristan: Το ξέρω ότι ακούγεται απίστευτο αλλά θέλω να είμαστε μαζί. Θέλω να μου δώσεις μια ευκαιρία, Στέλλα.
Στέλλα: Εσείς Έλληνες λέτε πολύ ωραία λόγια. Έχω γνωρίσει πολλούς. Το μόνο που  θέλετε είναι σεξ.
Tristan: Τι να κάνω για να σου αποδείξω ότι είμαι διαφορετικός;
Στέλλα: Αλήθεια είναι πως πιο πολλοί μου πιάνουνε τον κώλο και μου λένε ότι τους  καυλώνω. Εσύ είσαι ο μόνος που με ρώτησε όνομά μου και φοβόσουνα να μ’    ακουμπήσεις. Και τώρα ακόμα, κάθεσαι και μιλάς μαζί μου αντί να ζητάς πήδημα.
Tristan: Στέλλα, από τότε που σε συνάντησα δε μπορώ να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου. Έχε μου εμπιστοσύνη και δε θα σε απογοητεύσω.
Στέλλα: Και γιατί να ρισκάρω δουλειά μου για σένα; Αφεντικό δε θέλει να βγαίνουμε με  πελάτες. Εσύ περνάς την ώρα σου, εγώ μπορεί να χάσω δουλειά μου.
Tristan: Σε καταλαβαίνω. Είναι λογικό να μη θέλεις να μ’ εμπιστευτείς. Όμως, ο χρόνος θα με δικαιώσει.
Στέλλα: Δεν ξέρω τι θα κάνει χρόνος αλλά πες ότι έχεις να πεις γιατί σε λίγη ώρα πρέπει να φύγω για το μαγαζί.
Tristan: Στέλλα, εγώ πρώτη φορά ήρθα σε τέτοιο μαγαζί...
Στέλλα (τον διακόπτει): Αυτό είναι σίγουρο!
Tristan: Μη με δουλεύεις. Βρέθηκα εκεί τυχαία. Κι όμως, σ’ αυτό το μαγαζί έζησα τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Στέλλα, είμαι μοναχικός άνθρωπος. Καμιά γυναίκα δεν έχει μείνει κοντά μου για καιρό και καμιά δε με συγκίνησε  όσο εσύ. Σκέψου τα όλ’ αυτά πριν με διώξεις από κοντά σου.
Στέλλα: Σου υπόσχομαι ότι θα τα σκεφτώ. Τώρα πρέπει να φύγεις για να ετοιμαστώ για το βράδυ.

Ο Tristan σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και πηγαίνει ως την πόρτα. Κοντοστέκεται. Η Στέλλα τον ακολουθεί, τον φιλάει στο μάγουλο και ανοίγει την πόρτα.

Tristan: Καληνύχτα, Στέλλα.
Στέλλα: Καληνύχτα...

ΣΚΗΝΗ 6η


Το στριπτιζάδικο. Ο κ. Νίκος, ντυμένος μ’ ένα δερμάτινο παλτό, κοστούμι και γραβάτα μαύρου χρώματος, κάθεται στο μπαρ και συζητάει χαμηλόφωνα με τον μπάρμαν, που φοράει ένα κόκκινο κολλητό μπλουζάκι και δερμάτινο παντελόνι. Δεν ακούμε τι λένε. Το μαγαζί δεν λειτουργεί. Η Στέλλα με την Ολένα κάθονται σ’ ένα απ’ τα τραπέζια και συζητούν. Η Στέλλα φοράει το γνωστό σι-θρού μπλουζάκι και το σορτσάκι ενώ η Ολένα φοράει ένα διάφανο λευκό μπλουζάκι χωρίς σουτιέν και μια δερμάτινη μίνι φούστα με ψηλές μπότες.

Ολένα: Για πες μου γι’ αυτόν τον Tristan που γνώρισες.
Στέλλα: Τι να πω;
Ολένα: Όλες τις καυτές λεπτομέρειες.
Στέλλα: Μη λες μαλακίες, Tristan είναι τζέντλεμαν.
Ολένα: Αλήθεια;
Στέλλα: Ναι! Αν ήταν κανάς άλλος θα είχε απλώσει χέρι με το που κάτσαμε στο κρεβάτι. Αλλά εκείνος τίποτα. Μου είπε ότι μ’ ερωτεύτηκε.
Ολένα: Μήπως είναι νταβατζής και θέλει να σε πάρει από μαγαζί για να δουλέψεις για πάρτη του;
Στέλλα: Όχι. Καμία σχέση. Tristan είναι ποιητής.
Ολένα: Κατάλαβα. Έμπλεξες με τρελό. Και πώς ζει;
Στέλλα: Κληρονόμησε πλούσια θεία.
Ολένα: Μάλλον σου πουλάει παραμύθι. Πρόσεξε. Θα είναι κανένας ανώμαλος απ’ αυτούς που ψαρεύουν κορίτσια στα μπαρ και μετά τις πνίγουν.
Στέλλα: Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αυτός είναι ευαίσθητος και δείχνει ότι ενδιαφέρεται πραγματικά για μένα.
Ολένα: Τι έγινε, Στέλλα; Τον γουστάρεις κι εσύ;
Στέλλα: Είναι ο μόνος που μου φέρθηκε καλά. Αν τον είχες γνωρίσει, θα συμφωνούσες μαζί μου.
Ολένα: Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;
Στέλλα: Δεν ξέρω. Θα ζήσω αυτή τη φάση κι όσο κρατήσει.
Ο κ. Νίκος αφήνει το μπαρ και πλησιάζει προς το τραπέζι των κοριτσιών.

Νίκος: Τι λένε τα κορίτσια μου;
Ολένα: Γυναικεία πράγματα, αφεντικό.
Νίκος: Ολένα, μωρό μου, μας αφήνεις για λίγο μόνους;

Η Ολένα σηκώνεται και πάει στο μπαρ, όπου συνομιλεί χαμηλόφωνα με τον μπάρμαν.

Νίκος: Λοιπόν, Στέλλα, είσαι ευχαριστημένη εδώ;
Στέλλα: Ναι, κ. Νίκο.
Νίκος: Κι εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένος από σένα. Από τότε που ήρθες έχει αυξηθεί η πελατεία και το μαγαζί πάει πολύ καλά. Όλοι οι πελάτες σε γουστάρουνε τρελά.
Στέλλα: Χαίρομαι, αφεντικό.
Νίκος: Θέλω να ξέρεις πως αν χρειαστείς κάτι, εγώ είμ’ εδώ. Αν έχεις κανένα παράπονο, μη διστάσεις να μου το πεις. Αν καμία απ’ τις κοπέλες σου δημιουργεί πρόβλημα,    έλα σε μένα.
Στέλλα: Ευχαριστώ, κ. Νίκο.
Νίκος: Εγώ θέλω να τα πάμε καλά, Στέλλα. Και να θυμάσαι αυτό που έχουμε πει: όχι σχέσεις με πελάτες.
Στέλλα: Μάλιστα.
Νίκος: Έτσι μπράβο. Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς για το show.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού

Σημείωση : Επιλογή φωτογραφίας από την Αγγελική Κορρέ

Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2010 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ιχνηλάτες του Τέλους" από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε πληθώρα ιστολογίων. Είναι διαχειριστής του ιστολογίου «Ο Ήχος της Απώλειας» (http://www.the-sound-of-loss.blogspot.com/).

Το θεατρικό έργο με τίτλο «Dead End» (Μητροπολιτικό Ψυχόδραμα σε Τρεις Πράξεις) γράφτηκε το 2003 και δημοσιεύεται για πρώτη φορά από το Περιοδικό Γραμμάτων & Τεχνών «Βακχικόν».