Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Ο Σαιν Ζυστ υποδέχεται την Ιωσηφίνα στον Άδη - Γιώργος Μπλάνας

Να, έλα, κάθισε εδώ κοντά μου, μικρή μου τρομαγμένη Ιωσηφίνα,
μικρή μου πληγωμένη Ιωσηφίνα, κι ας μιλήσουμε λιγάκι
για τον... καιρό• έτσι, άσκοπα, επικίνδυνα αθώα
μπροστά στον τρόμο του παράδοξου: κανείς
δεν περιμένει να βρεθεί σ’ έναν παράδεισο
γεμάτο εξωτικά πουλιά, πεθαίνοντας• ωστόσο,
το σκοτάδι δεν αντέχεται – όποια κι αν είναι η λογική του.

Κάθισε, κάθισε. Οπωσδήποτε θα συνηθίσεις στην ιδέα
της ζωής. Εκτός αν επιμένεις πως δεν ήσουν νεκρή εκεί απάνω,
όταν προσπαθούσες να κλέψεις έναν ήρωα από τον θάνατό του.

Σε παρακαλώ να μου το εξηγήσεις αυτό.
Οι ήρωες κουράζονται κάποια φορά να τραβούν απ’ τα μαλλιά
έναν κόσμο αποφασισμένο να πνιγεί
ξεφωνίζοντας οράματα και σχέδια και προοπτικές,
σαν να μπορούσαν οι κραυγές του
να  τον κρατήσουν στην επιφάνεια της χυδαιότητάς του.
Οι ήρωες: τα κριάρια, οι ταύροι, οι παρήγοροι επιβήτορες:
κοντοί, κακάσχημοι, ανάπηροι εντελώς στο μυαλό
ηλίθιοι στο σώμα, θλιβεροί επιδειξίες
μιας δύναμης που πηδάει από φλέβα σε φλέβα
σαν μαϊμού στον καιρό της!
Ναι• από φλέβα σε φλέβα. Τι κάνει τότε μια ευαίσθητη ψυχή;
Είδες; Τρέχει αλύπητα ο νους σου τώρα στο σκοτάδι
που γεννήθηκε μαζί σου- ωστόσο κανείς
δεν σε είδε (καν δεν τόλμησε
να σε σκεφτεί) ποτέ σαν μια φλέβα ανοιγμένη,
ένα μικρό, αδύναμο ποτάμι - τι να κάνεις
με σώμα ένα πούλι δίχως φτερά,
κάτω απ’ την απροκάλυπτη απάθεια αστεριών;
Το σκοτάδι εκεί απάνω πρέπει να προβάλει
του κόσμου τα επιχειρήματα
για να μην σημαίνει αιωνιότητα.
Κυρίως όνειρα και κάπου κάπου
μερικές ελπίδες, μερικές επιδιώξεις,
λίγο αίμα και πολλή αγωνία.
Κι έτσι... «Ξύπνησα πλημμυρισμένη από σένα.
Η μορφή σου, η ανάμνηση
των μεθυσμένων απολαύσεων που μοιραστήκαμε
δεν αφήνουν σε ησυχία τις αισθήσεις μου...»  Θυμάσαι;
Άμυαλο κορίτσι, παράδοξο θηλυκό! Δεν στέλνουν
τέτοια μηνύματα σε μια ψυχή σακάτισσα,
κυνηγημένη, βιαστικά χωμένη
στο πρόχειρο σώμα ενός επίδοξου κυρίαρχου
ή κτήνους (το ίδιο κάνει,
σ’ αυτήν την τρέχουσα ερημιά των αναγκών).
Ακόμα και η λάσπη έχει φιλοδοξίες: το πολύ
μια πήλινη κούπα στις ταβέρνες του Παλαί Ρουαγιάλ-
κάτι είναι κι αυτό όταν όλα γκρεμίζονται σε ματαιώσεις γύρω σου.
Δεν περίμενες, νομίζω, να καταλάβει ποιον άγγελο θρηνούσες
μ’ αυτά τα παράφορα λόγια; Ή μήπως όχι;
Αχ! Ιωσηφίνα, Ιωσηφίνα! Δες εδώ το πρόσωπό μου...
Υπήρξε, λένε, επιβλητικός επαναστάτης,
με όμορφο πρόσωπο, δυνατή και μελαγχολική έκφραση,
βλέμμα σταθερό και διαπεραστικό, μαύρα μαλλιά...
Πότε; Στο καλάθι που κύλησε το κεφάλι μου;
Πόσο κοστίζει μια φρέσκια ψυχή
στην αιματηρή μαναβική της Ιστορίας;
Πού; Στον ασβεστόλακκο που βούτηξε το σώμα μου;
Πόσο να μείνει όρθιο ένα λεπτό πνεύμα
στην πεινασμένη αρχιτεκτονική του μέλλοντος;
Δεν καταλαβαίνεις;
Του χάρισες μιαν απελπισία
κι αυτός, που δεν ήξερε τι σημαίνει σκοτάδι,
τυφλώθηκε από τη λάμψη της ελπίδας
που πυρπολεί κάθε αναστολή θανάτου.
Επινόησε, με την ταχύτητα του πραγματικού ηλίθιου,
μια νέα τυραννία του πόθου, ένα νέο «καθήκον»:
λιγότερο ν’ αγαπήσει
και περισσότερο ν’ αγαπηθεί.
Ένας ακόμα παράδεισος,
μια ακόμα φιλοσοφία του πάθους:
λόγια, λόγια καθηλωμένα στη χρήση τους,
ανήμπορα να σκεφτούν την ειμαρμένη τους....
Μην προσποιείσαι τώρα πως φοβάσαι το σκοτάδι.
Του δόθηκες με τον αναποφάσιστο τρόμο
του κοριτσιού που μοσχοβολάει επάρατη λεβάντα• προπάντων. Ωστόσο
με την έκπληκτη αποτελεσματικότητα της λαιμητόμου.
Έρωτας! Γυναικεία υπόθεση: θηλυκή απελπισία.
Μην υποδύεσαι τη μοναξιά του.
Ξέρεις πως όταν σε κρατούσε στην αγκαλιά του ήταν εσύ.
Ζητούσε από τον εαυτό του
ηδονές που δεν εκχώρησε ποτέ στον εαυτό του,
ηδονές που, έτσι κι αλλιώς, δεν ζήτησες ποτέ από εκείνον.
Κι όταν έμεινε μόνος, δεν ήταν καν απελπισμένος.
Μια θλίψη έπρεπε να διαχειριστεί: επιτέλους
είχε κάτι ολότελα δικό του.
Μόνο το φίδι του κόσμου δεν υπολόγισε
μες στα ξερόχορτα της αδηφάγας λαχτάρας του  να φτάσει...
πάντα να φτάσει: «Άργησες πάλι! Τι συμβαίνει;»
Σαν να μην μπορούσε απλά να ξεχαστεί
κάποιος μέσα στη βιάση του να ευτυχήσει...
μέσα στη βιάση του να διώξει
την τέφρα απ’ το αδέκαστο γαλάζιο του ορίζοντα
μιας δυσκολίας• βλέπεις, το μάκρος, το πέρα, το αλλού
-που λέμε- δεν λείπουν από καμιά προσπάθεια:
κάθε φορά καθένας ασφυκτιά τον δικό του παράδεισο
όταν όλα γύρω ευωδιάζουν πτώση
κι απώλεια γλυκιά κι απαλή σαν ενοχή...
σαν ενοχή: το μόνο βαθύτατα δικό μας – ίσως!
Βιάζονται όλοι, μικρή μου. Στο τέλος, βέβαια, πέφτει η αυλαία
και μένουν με τα χέρια απλωμένα, τα μάτια ορθάνοιχτα,
μπροστά σ’ έναν ορίζοντα φονιά, φονιά
αδίστακτο, αδέκαστο, επίμονα αιμοβόρο,
λίγο πριν βγει ο ήλιος και καθαρίσει η τέφρα
κι επιστέψει καθένας στην εξορία του πάθους του
για να συμβιβαστεί με το μαρτύριο πως ο παράδεισός του
δεν ήταν παρά τέφρα επίμονη αδίστακτη, αδέκαστη, αιμοβόρα.
Κατάλαβες; Μην προσποιείσαι.
Μόνο το σκοτάδι μπορεί ν’ ασχοληθεί μαζί σου•
στα σεντόνια ή στα χώματα.  

Έλα, κάθισε.
Τι λέγαμε; Α, για τον καιρό.
Λοιπόν, οι Μυκήνες χρειάζονται πάντα μια Τροία
για να ματώσουν παράδεισο...
 

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής, μεταφραστής, επιμελητής κειμένων και κριτικός βιβλίου. Εμφανίστηκε στην ποίηση το 1987 με τη συλλογή “Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή” (Εκδόσεις Υάκινθος). Ακολούθησαν οι συλλογές : “Η Αναπόφευκτη Ανθηρότητά σου” (Εκδόσεις Διάττων, 1990), “Νύχτα” (Εκδόσεις Νεφέλη, 1991), “Παράφορο” (Εκδόσεις Δελφίνι, 1997), “Άννα” (Εκδόσεις Ερατώ, 1998), “Η Απάντησή του” (Εκδόσεις Νεφέλη, 2000), “Επεισόδιο” (Εκδόσεις Νεφέλη, 2002), “Τα Ποιήματα του Προηγούμενου Αιώνα (1987-1997)" (Εκδόσεις Ερατώ, 2004), “Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη” (Εφ. Η Αυγή, 2007).