Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Ονειρόκοσμοι, Ποιήματα του Χ.Φ. Λάβκραφτ

Μεταφράζει ο Αναστάσιος ΔρακόπουλοςΔιαβάστε την εισαγωγή και τα ποιήματα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν εδώ.

ΑΣΤΡΟΦΟΒΟΣΕνώ ο ουρανός του Μεσονυχτίου φλεγόταν,
μέσα απ’ τα αιθέρια βάθη μακριά
κάποτε παρατήρησα μ’ αμείωτη απόλαυση
ένα θελκτικό, χρυσαφένιο άστρο·
κάθε εσπέρα επέστρεφε ψηλά,
λαμπρό, σιμά του Αρκτικού κύκλου.

Μυστικιστικά κύματα ομορφιάς αναμεμιγμένα
με υπέροχες χρυσές ακτίνες,
φαντασίες ευδαιμονίας κατέρχονταν
σε μια μυρωμένη ηλυσιακή καταχνιά.
Οι συγχορδίες της λύρας έπλεκαν
αρμονίες λυδικών ασμάτων.

Κι εκεί (σκέφτηκα) κείτονται σκηνές απολαύσεως,
όπου ελεύθεροι κι ευλογημένοι κατοικούν,
και κάθε στιγμή είναι θησαυρός,
ναυλωμένη απ’ του λοτού το ξόρκι·
εκεί πλέει μια μελωδία υγρή
απ’ του Ισραφέλ το λαούτο.

Εκεί (είπα στον εαυτό μου) λάμπουν
κόσμοι ευτυχίας άγνωστοι,
Ειρήνη, Αθωότητα συνυφασμένες,
δίπλα απ’ της εστεμμένης Αρετής το θρόνο·
άνθρωποι του φωτός με σκέψεις εξευγενισμένες,
αγνότερες, δικαιότερες απ’ τις δικές μου.

Έτσι συλλογιζόμουν όταν πάνω απ’ τ’ όραμα
άρχισε να έρπει μια κόκκινη αλλαγή·
η ελπίδα διαλύθηκε σε χλευασμό,
η ομορφιά σε περίεργη παραμόρφωση·
οι μελωδικές συγχορδίες σ’ αλλόκοτες συνενώσεις,
οι φασματικές εικόνες σ’ ατελείωτη απόσταση…
Πορφυρό φωτίστηκε της τρέλας τ’ άστρο,
καθώς απ’ τις ακτίνες πίσω έριξα μια ματιά·
όλα έμοιαζαν συμφορά, όχι χαρά
πριν η ματιά μου απ’ την Αλήθεια καυτηριαστεί·
Κακοδαίμονες, βυθισμένοι στην τρέλα,
μέσα απ’ το πυρετώδες τρεμόπαιγμα λοξοκοίταζαν…

Τώρα ξέρω το δαιμονικό ψεύδος
της χρυσής, γυαλιστερής οπής·
τώρα θ’ αποφύγω το διακοσμημένο της νύχτας μαύρο
που ατένιζα και θαύμαζα παλιά·
ωστόσο ο τρόμος, σταθερός κι ορισμένος,
την ψυχή μου για πάντα θα στοιχειώνει!

ΠΟΛΙΣ

Ήταν χρυσή κι εκθαμβωτική,
εκείνη η Πόλη του φωτός·
ένα όραμα αιωρήθηκε
στης νύχτας το βαθύ·
μια περιοχή κάλους και δόξας,
με ναούς από μάρμαρο λευκό.

Ενθυμούμαι την εποχή
καθώς ξημέρωνε στα μάτια μου·
ο παράφρων καιρός του παραλογισμού,
οι ημέρες που μουδιάζουν το μυαλό,
όταν ο χειμώνας λευκοντυμένος και φρικαλέος,
εφορμά με μανία για να βασανίσει.

Ομορφότερη απ’ τη Σιών
έλαμπε στον ουρανό,
όταν οι ακτίνες του Ωρίωνα
σκιάσαν τα μάτια μου,
φέρνοντας ύπνο γεμάτο αμυδρές αναμνήσεις
στιγμών θολών και περασμένων.

Τ’ αρχοντικά της ήταν μεγαλοπρεπή,
με γλυπτά δουλεμένα υπέροχα,
υψωμένα αγέρωχα,
σε σπάνια ξαναϊδωμένα αίθρια.
Οι κήποι, ευωδιαστοί και φωτεινοί,
με περίεργα θαύματα ν’ ανθίζουν μέσα τους.

Οι λεωφόροι με παρέσυραν
με τις πανέμορφές τους θέες·
σιγουρεύτηκα από τις ψηλές αψίδες
πως κάποτε
είχα περιπλανηθεί εκστασιασμένος από κάτω τους
απολαμβάνοντας την ευδία.

Στις πλατείες στεκόταν
μια σκαλιστή συστοιχία·
με γενειάδες μακριές, επιβλητικοί,
σοβαροί άντρες στις μέρες τους –
μονάχα ένας στεκόταν διαλυμένος, σπασμένος,
το γενειοφόρο του πρόσωπο αποκολλημένο.

Στην αστραφτερή πόλη
κανένα θνητό δεν είδα,
αλλά η φαντασία μου, επιεικής
στης μνήμης τον νόμο,
προχώρησε αργά προς τις μορφές των πλατειών
κι αντέδρασε στα πέτρινα χαρακτηριστικά με δέος.

Απέβαλα το θολερό κάρβουνο
που στο μυαλό μου πυρακτωνόταν
και πάσχισα να θυμηθώ
τους περασμένους αιώνες·
να περιπλανηθώ στην αιωνιότητα ελεύθερα,
επισκεπτόμενος του παρελθόντος τ’ απεριόριστο.

Τότε η τρομερή προειδοποίηση
στην ψυχή μου επιταχύνθηκε,
όπως το δυσοίωνο πρωινό
που ανατέλλει κοκκινωπό
και πανικόβλητος ξέφυγα απ’ τη γνώση  των τρόμων
του παρελθόντος που περιμένουν ξεχασμένοι και νεκροί.

Ο ΚΗΠΟΣ

Υπάρχει ένας κήπος αρχαίος, πολύ αρχαίος, που στα όνειρά μου εμφανίζεται πολλές
φορές,
όπου το ίδιο το φως του Μαγιού παίζει κι αστράφτει με φασματώδεις λάμψεις·
όπου τα φανταχτερά χρωματισμένα άνθη φαίνεται να μαραίνονται και να γκριζάρουν,
και τα τείχη που καταρρέουν κι οι πυλώνες ξυπνούν σκέψεις του χτες.
Υπάρχουν αναρριχητικά φυτά στις εσοχές και στις ρωγμές, βρύα γύρω απ’ την
πισίνα,
κι ο μπλεγμένος, γεμάτος ζιζάνια, θάμνος πνίγει την κληματαριά σκοτεινά και
ψύχραιμα:
στα σιωπηλά βυθισμένα μονοπάτια φύεται ένα χορτάρι αραιό και λιτό,
κ’ η μουχλιασμένη δυσωδία νεκρών πραγμάτων πνίγει του αέρα την ευοσμία.
Δεν υπάρχει ούτε ένα ζωντανό πλάσμα στο περιβάλλον, κι ο περικλείων φράχτης,
ήσυχος, δεν αντηχεί σε ήχο.
Καθώς περπατώ, περιμένω ή ακούω, συχνά προσπαθώ να θυμηθώ
πότε γνώρισα τον κήπο στα χρόνια τα πολύ περασμένα·
συχνά επικαλούμαι ένα όραμα μιας μέρας που δεν υφίσταται πια,
καθώς κοιτώ τις γκρίζες σκηνές που νομίζω πως έχω ξαναδεί.
Τότε μια λύπη εγκαθίσταται πάνω μου κι ένα ρίγος ξεκινά –
γιατί, καθώς γνωρίζω, τ’ άνθη είναι ζαρωμένες ελπίδες –
κι ο κήπος η δική μου η καρδιά.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΠΕΡΠΑΤΗΣΕ Ο ΠΟ(Ε)

Η αιωνιότητα επωάζει τις σκιές αυτού του τόπου
μ’ όνειρα εκατονταετιών που έχουν περάσει·
μεγάλες πτελέες υψώνονται ιεροπρεπώς απ’ τις πλάκες και τ’ αναχώματα,
σχηματίζοντας αψίδες πάνω απ’ τον κρυμμένο κόσμο των χρόνων που ξεχάστηκαν.
Γύρω απ’ ολάκερη τη σκηνή μια λάμψη μνήμης παίζει
και νεκρή αφήνει έναν ψίθυρο για τις μέρες που απήλθαν,
λαχταρώντας για θεάματα ή ήχους μη υπάρχοντες.
Απομόναχο και θλιμμένο, ένα φάσμα ολισθαίνει
πάνω σε διαδρόμους που τα ζωντανά του βήματα φιλοξενούσαν·
κανένα κοινό βλέμμα δεν το ξεχωρίζει, αν και το τραγούδι του
αντηχεί μέσα στον χρόνο μ’ ένα μυστηριώδες ξόρκι.
Μόνο οι λίγοι που της μαγείας κατέχουν το μυστικό,
ξεχωρίζουν από μακριά, ανάμεσα στους τάφους, του Πο(ε) τη σκιά.