Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Στήλη: Ιστορίες του ματιού - George Grosz, Metropolis

Αν η ιστορία έχει τον τρόπο της να επαναλαμβάνεται είναι επειδή έχει και τον τρόπο της να ξεχνάει. Ξεχνάει αρκετά ώστε να της διαφεύγει ότι επαναλαμβάνεται και θυμάται αρκετά ώστε να ξέρει τι να επαναλάβει. Ιστορία είναι ο άνθρωπος, ο προσκολλημένος στο χθες κι όμως βαθιά αμνήμων. Και άνθρωπος είναι αυτός που, όσο και να κοιτάει ψηλά, δεν σώζεται˙ ο άσωτος. Και ο άσωστος˙ όσο και να διαβάζει Ιστορία, πάντα κάνει λάθος. Ένα γέρικο αλητόπαιδο που ζει για την ηδονή. Ας δηλωθεί κάπου εδώ απερίφραστα: η στήλη αυτή είναι υπέρ της αρχής της ηδονής. Είναι όμως και υπέρ της μετουσίωσης. Η πιο θαυμάσια μετουσίωση της λίμπιντο είναι ανεπιφύλακτα η τέχνη. Εκεί, η Ιστορία ως άνθρωπος και ο άνθρωπος ως Ιστορία συμφιλιώνονται με τον πολύπαθο εαυτό τους.Πριν παρουσιάσω το πρώτο έργο της στήλης, κολλάω τρία μεγάλα ποστ-ιτ στο περιθώριο της οθόνης του υπολογιστή μου:

Πρώτο Ποστ-ιτ: Οι εικόνες περνούν απαρατήρητες, καθώς χωνεύονται από τον πυκνοκατοικημένο αμφιβληστροειδή μας. Όσο κοιτάμε με απόγνωση προς την τηλεόραση έχουμε ξεχάσει ότι ακουμπάμε το πιάτο μας σε ένα τραπεζομάντηλο-Γκουέρνικα (όλοι ξέρουν πως το γκρίζο δεν λερώνει εύκολα) και ότι πίνουμε το τσάι μας σε μια ανίδεη κούπα, απ’ την επιφάνεια της οποίας η προσωπογραφία του Βαν Γκογκ με το κομμένο αυτί μάς κοιτάζει εν πλήρη συγχύσει. Η μαζική κουλτούρα μετατρέπει ακούραστα την υψηλή κουλτούρα σε αστείο. Ή αλλιώς˙ η ιστορία της τέχνης επαναλαμβάνεται ως φάρσα.

Δεύτερο Ποστ-ιτ: Πολλοί ενοχλούνται με την έκφραση «υψηλή κουλτούρα» και θυμώνουν με τον ανεπίκαιρο αισθητισμό που αναδίδει, ακόμα κι αν είναι ένας αισθητισμός στον οποίο σε κάθε κρυφή ευκαιρία ομνύουν. Το «ουγκ» είναι σίγουρα πιο εύκολο από κάθε έντεχνο Υψηλόν. Από «ουγκ» σε «ουγκ» όμως ήταν επόμενο να μάθουμε τη σύντομη διαδρομή. Μπορεί πάντα κάποιος να μειώσει το μπάτζετ για τα μπουζούκια, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να ακουμπήσει όσα εξοικονόμησε στο θέατρο.

Τρίτο Ποστ-ιτ: Η κοινωνία μας δεν έχει τίποτε το τέλειο κι όμως αρέσκεται να κοιτάζει στον καθρέφτη τον ατελή εαυτό της. Τι έχουν λοιπόν να προσφέρουν στον ατελή καθένα μας τα χιλιοϊδωμένα, πολυδιδαγμένα, εκθειασμένα και τελικά ιδρυματοποιημένα, φερόμενα ως, «αριστουργήματα»; Σίγουρα δεν μας προσφέρουν ένα άμεσο καθρέφτισμα. Μας προσφέρουν όμως κάτι άλλο: την ηδονική διαπίστωση ότι η ανθρώπινη ατέλεια, το ανθρώπινο λάθος, μπορεί να παράξει τελειότητα. Η τέχνη είναι η ανθρώπινη ατέλεια με τη μορφή της τελειότητας. Κι αυτό είναι μια κάποια λύσις.

Η στήλη «Ιστορίες του Ματιού» έχει τη Μνήμη περί πολλού. Δεν αποσκοπεί να νοσταλγήσει (βαριέται να νοσταλγεί), αλλά να υπενθυμίσει (όσα τουλάχιστον θυμάται και η ίδια). Η μνήμη είναι επιλεκτική και ερμηνευτική. «Η ανάσταση του παρελθόντος, η διατήρησή του ζωντανού μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ενεργού, επιλεκτικής, επεξεργαστικής και ανακυκλωτικής εργασίας της μνήμης» γράφει ο Μπάουμαν στη Ρευστή Αγάπη. Έτσι ζούμε, ανασυσταίνοντας το παρελθόν που έχουμε ξεχάσει. Εδώ λοιπόν στρέφω το μάτι σε ορισμένες σημαντικές στιγμές στην ιστορία της τέχνης˙ σε έργα που μαρτυρούν όχι το επίκαιρο, αλλά το Διαχρονικό, το εκτός τόπου και χρόνου και, ως εκ τούτου, το πάντοτε εντός. Η μνήμη γίνεται ένυλη, παίρνει σάρκα και καμβά και προσφέρεται στα μάτια μας προς επανεύρεση της ομορφιάς και της αλήθειας.

ΓΚΕΟΡΓΚ ΓΚΡΟΣ (George Grosz) 1893-1959Μητρόπολη (Metropolis), 1917

[Λάδι σε καμβά, 100x102εκ., Μουσείο Thyssen-Bornemisza, Μαδρίτη]


yaya203.jpgΟ Γκέοργκ Γκρος γεννήθηκε το 1893 στο Βερολίνο και μοίρασε τη ζωή του κυρίως στην Γερμανία και την Αμερική, αφήνοντας πίσω του μερικές από τις αιχμηρότερες γελοιογραφίες και από τα σημαντικότερα ζωγραφικά έργα του ρεύματος της Νέας Αντικειμενικότητας, αλλά και μια σειρά από καταγραφές περιστατικών που σχετίζονται με την έντονη αντιφασιστική του δράση. Μέλος του κομμουνιστικού κόμματος της Γερμανίας και του μαρξιστικού επαναστατικού κινήματος των Σπαρτακιστών (ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε η μορφή της Ρόζα Λούξεμπουργκ), ο Γκρος μετά από συλλήψεις, προσβλητικές ενέργειες εναντίον του Γερμανικού στρατού και ανάλογα πρόστιμα, αναζήτηση του πεπρωμένου του στη Σοβιετική Ένωση και σταθερή άσκηση έντονης σάτιρας στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μέσω των ιδιότυπων έργων του, εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1932, μια χρονιά πριν ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος. Τότε μετοίκησε στην Αμερική, στην οποία πάντοτε προσέβλεπε με έναν ρομαντικό ενθουσιασμό, πράγμα που στην αρχή της καλλιτεχνικής πορείας του τον οδήγησε να αλλάξει την προφορά του ονόματός του από Γκέοργκ σε Τζορτζ, ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στον γερμανικό εθνικισμό. Στην Αμερική έζησε μέχρι το 1955 διδάσκοντας και επέστρεψε το 1959 στο Βερολίνο, όπου έχασε τη ζωή του άδοξα πέφτοντας ένα βράδυ μεθυσμένος από τις σκάλες, σαν άλλος Ελπήνωρ. Ο Γκρος πρωτοέμαθε να ζωγραφίζει αντιγράφοντας σκηνές οινοποσίας και πεδία μάχης... Η ειρωνεία της ζωής, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, τον έκανε να γνωρίσει προσωπικά και τα δύο θέματα.  

Στο έργο Μητρόπολη (1917) συναντιούνται χαρακτηριστικά γνωρίσματα του έργου του Γκρος. Ιδρυτικό μέλος του Βερολινέζικου Νταντά και της Νέας Αντικειμενικότητας (Neue Sachlichkeit -  μαζί με τους Otto Dix, Rudolf Schlichter και Christian Schad), συνενώνει γνωρίσματα του Εξπρεσιονισμού με φουτουριστικά στοιχεία για να μας δώσει το πυρετικό αποτέλεσμα μιας κόκκινης παλλόμενης Μητρόπολης. Κάπως έτσι αντανακλά επί του προσώπου της πόλης το αίμα που χύνεται στα χαρακώματα του μαινόμενου Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσω μιας ιδιαίτερα δυναμικής προοπτικής απεικόνισης πάνω σε ένα συνθετικό σχήμα που θυμίζει ανοιχτή πεταλούδα (Χ), ο Γκρος δημιουργεί μια πρισματική αντανάκλαση, την ψευδαίσθηση ενός καθρέφτη διπλωμένου στα δύο. Τα γωνιώδη σχήματα, τα τεχνολογικά στοιχεία (η αστική αρχιτεκτονική, το τραμ και το αυτοκίνητο) και η αεροδυναμική κίνηση των μορφών είναι στοιχεία φουτουριστικά. Ωστόσο οι μορφές θυμίζουν ανθρώπινα σωματίδια κάποιου μεγάλου έμβιου οργανισμού και ο πίνακας δεν έχει τίποτα από την κρυάδα του φουτουρισμού, αντιθέτως μάλιστα είναι τόσο ζωντανός που μπορείς να του πάρεις το σφυγμό.

Οι μορφές είναι ζωγραφισμένες στο γνώριμο στυλ της καρικατούρας που ο Γκρος τράβηξε στα άκρα, προκειμένου να απεικονίσει την παρακμή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Πόρνες και μαστροποί, χαρτοπαίκτες και αλκοολικοί, νεκροκέφαλοι πολεμοθήρες και ανάπηροι πολέμου, περιθώριο και άρχουσα τάξη, πολίτες διεφθαρμένοι εξίσου από την φτώχεια ή από τον πλούτο, παρουσιάζονται όλοι από τον καλλιτέχνη ωσάν τυφλοί απέναντι στο είδωλο της διαφθοράς τους. Ο Γκρος συνήθως δεν λυπάται κανέναν. Οι φιγούρες του είναι ξεκάθαρες ως προς αυτό. Τα θύματα είναι υπεύθυνα για την κατάντια τους. Τούτο μπορεί να ηχεί σαν ιδεολογική αντίφαση, λόγω της αριστερής ματιάς του καλλιτέχνη που περιμένουμε να εντοπίσει το πρόβλημα στη δομή και όχι στο άτομο, ωστόσο οι ήρωές του καθρεφτίζουν τη διαφθορά ολόκληρου του συστήματος˙ είναι γελοιογραφίες εκπροσώπων. Ο συγκεκριμένος πίνακας όμως είναι ίσως από τους ελάχιστους όπου διαφαίνεται μια συμπόνια για τους κατοίκους αυτής της πόλης˙ τούτο θεωρούμε ότι συμβαίνει, σε τεχνικό επίπεδο, επειδή η μικρή τους κλίμακα δεν επιτρέπει στα χαρακτηριστικά τους να υπερδιογκωθούν και να γίνουν εντελώς γκροτέσκα. Επίσης, εδώ ο Γκρος δεν φτιάχνει το ψυχολογικό πορτραίτο των προσώπων, αλλά της πόλης. Άνθρωποι, ζώα, κτίρια και επιγραφές, όλα ημιδιάφανα κατά το πρότυπο της κυβιστικής αλληλοεπικάλυψης, μοιάζουν να τρέχουν σε κατάσταση πανικού, κάτω από την κόκκινη λάμπα του ήλιου που υποφωτίζει αυτό το μητροπολιτικό πορνείο.

yaya201.jpgΤα χρώματα προσδίδουν σε κάθε στοιχείο του πίνακα έντονη συναισθηματική φόρτιση. Οι χρωματικές καταχρήσεις (πράσινο ή κίτρινο πρόσωπο, κόκκινος σκύλος, μπλε άλογο και φυσικά το σχεδόν μονοχρωματικό κόκκινο φίλτρο) μάλλον εντάσσουν το έργο στην μετα-εξπρεσιονιστική εκδοχή της Νέας Αντικειμενικότητας παρά στην επόμενη αντι-εξπρεσιονιστική της φάση, που στόχευε στην εξάλειψη του εξπρεσιονιστικού συναισθηματισμού και στην αποστασιοποίηση του ζωγράφου από το θέμα του. Η παρατήρησή μας φυσικά μπορεί να έβρισκε αντίθετο τον ίδιο τον καλλιτέχνη, ο οποίος λέγεται ότι κάποτε είχε ουρήσει πάνω στα έργα εξπρεσιονιστών των προηγούμενων κυμάτων σε κάποια εκδήλωση σε ένα καμπαρέ˙ ντανταϊστής γαρ, αν και όχι αμετανόητος, αφού φαίνεται ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του αποκήρυξε πολλά από τα σκληροπυρηνικά του έργα. Πάντως, η εκπληκτική ωστική δύναμη αυτού του πίνακα είναι πιθανώς ένα φυσικό επακόλουθο της ταραγμένης πορείας της δημιουργίας του, μιας που ο Γκρος τον έφτιαξε σε δύο φάσεις˙ πριν και μετά την επιστράτευσή του στο μέτωπο. Κατόπιν, με την άνοδο του φασισμού εξυπακούεται ότι τα έργα του μαχητικού Γκρος χαρακτηρίστηκαν ως «εκφυλισμένα» από τους Ναζί, κατά τη συνήθη τους πρακτική να υποβιβάζουν τον μοντερνισμό.

Ο Γκέοργκ Γκρος ήταν ένας καλλιτέχνης στο έργο του οποίου συνυφαίνεται στενά η πολιτική με την καλλιτεχνική στόχευση. Αντιλαμβανόμενος τον εαυτό του ως εργάτη της τέχνης δήλωνε: «Βλέπω στο μέλλον τις τέχνες να καλλιεργούνται σε εργαστήρια, ως καθαρή χειροναξία, και όχι σε ιερούς ναούς της τέχνης. Η ζωγραφική είναι χειρονακτική εργασία και δεν διαφέρει από καμία άλλη εργασία», καθώς επίσης «Ο στόχος μου είναι να είμαι κατανοητός απ’ όλους» και «Η εξπρεσιονιστική αναρχία πρέπει να σταματήσει». Πολλοί καλλιτέχνες μοιάζουν κουρδισμένοι να καταρρίψουν ό,τι έχει προηγηθεί των ιδίων και να διαλύσουν αυτό που αντιλαμβάνονται ως ένα πέπλο αισθητικής ή κοινωνικοπολιτικής αυταπάτης. Λίγοι όμως από αυτούς μπορούν να κάνουν πιστά τέχνη ενώ δίνονται ολόψυχα στην πολιτική. Ο Γκέοργκ Γκρος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα και η «Μητρόπολή» του ένα από τα πιο διορατικά έργα τέχνης του εικοστού αιώνα.

Μαρία Γιαγιάννου